
Τον 19ο αιώνα υπήρχαν χιλιάδες μύλοι κλωστοϋφαντουργίας στη βόρεια Αγγλία. Ο μαύρος καπνός έβγαινε μέσα από τις ψηλές καμινάδες τους μολύνοντας τους δρόμους και καλύπτοντας τα πάντα με κάπνα. Μέσα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά δούλευαν πολλές ώρες -συχνά 14 ώρες- για να κρατούν σε λειτουργία τα κλωστήρια. Δεν ήταν δούλοι, αλλά ο μισθός τους ήταν πολύ χαμηλός και οι συνθήκες εργασίας σκληρές και συχνά επικίνδυνες. Αν έχαναν τη συγκέντρωσή τους, συχνά μπλέκονταν στη μηχανή και έχαναν κάποιο άκρο τους ή ακόμα και τη ζωή τους. Η ιατρική περίθαλψη σε αυτές τις περιστάσεις
ήταν απλώς οι πρώτες βοήθειες. Δεν είχαν ωστόσο και πολλές άλλες επιλογές: αν δε δούλευαν, θα λιμοκτονούσαν. Αν έφευγαν, μπορεί να μην έβρισκαν άλλη δουλειά. Όσοι δούλευαν σε αυτές τις συνθήκες δε ζούσαν πολύ, και ελάχιστες στιγμές στη ζωή τους θα μπορούσαν να τις αποκαλέσουν προσωπικές. Read more
