Ο William και η Elizabeth Stern ήταν ένα ζευγάρι επιστημόνων επαγγελματιών που ζούσαν στο Τέναφλαϊ (Tenafly) του Νιου Τζέρσεϋ - αυτός ήταν βιοχημικός και εκείνη παιδίατρος. Ήθελαν ένα μωρό, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν δικό τους, όχι τουλάχιστον χωρίς να διατρέξει ιατρικό κίνδυνο η Elizabeth, που είχε πολλαπλή σκλήρωση. Έτσι, ήρθαν σε επαφή με ένα κέντρο υπογονιμότητας το οποίο κανόνιζε «παρένθετες» εγκυμοσύνες. Το κέντρο δημιοσίευε αγγελίες αναζητώντας «παρένθετες μητέρες» - γυναίκες που ήταν πρόθυμες να κυοφορήσουν ένα μωρό για ένα άλλο άτομο, με χρηματική ανταμοιβή.
Μια από τις γυναίκες που είχαν απαντήσει στις αγγελίες ήταν η Mary Beth Whitehead, μια εικοσιεννιάχρονη μητέρα δύο παιδιών και σύζυγος ενός καθαριστή. Τον Φεβρουάριο του 1985, ο William Stern και η Mary Beth Whitehead υπέγραφαν ένα συμβόλαιο. Η Mary Beth συμφώνησε να γονιμοποιηθεί τεχνητά με το σπέρμα του William, να κυοφορήσει το παιδί και να το παραδώσει στον William μόλις γεννηθεί. Συμφώνησε να παραιτηθεί από τα δικαιώματα της μητέρας για να μπορεί η Elizabeth Stern να υιοθετήσει το παιδί. Από την πλευρά του, ο William συμφώνησε να πληρώσει στη Mary Beth μια αμοιβή 10.000 δολαρίων (πληρωτέων με τη γέννα), και τα ιατρικά έξοδα. (Πλήρωσε επίσης μια αμοιβή 7.500 δολαρίων στο κέντρο υπογονιμότητας επειδή έκανε τον διακανονισμό.)

Μετά από αρκετές τεχνητές γονιμοποιήσεις, η Mary Beth έμεινε έγκυος, και τον Μάρτιο του 1986 γέννησε ένα κορίτσι. Οι Stern, αναμένοντας την κόρη που επρόκειτο σύντομα να υιοθετήσουν, την ονόμασαν Melissa. Αλλά η Mary Beth Whitehead αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να αποχωριστεί το παιδί, και ήθελε να το κρατήσει. Διέφυγε στη Φλόριντα με το μωρό, αλλά οι Stern απαίτησαν την παράδοση του παιδιού με δικαστικό ένταλμα. Η αστυνομία της Φλόριντα βρήκε τη Mary Beth, το μωρό δόθηκε στους Stern, και το δικαστήριο για την επιμέλεια του παιδιού ορίστηκε να γίνει στο Νιου Τζέρσεϋ.
Ο δικαστής καλούνταν να αποφασίσει αν θα επιβάλει την τήρηση του συμβολαίου. Τι νομίζετε ότι θα ήταν σωστό να πράξει; Για να απλοποιήσουμε τα πράγματα, ας εστιάσουμε στο ηθικό ζήτημα παρά στη νομοθεσία. (Το Νιου Τζέρσεϋ δεν είχε κανένα νόμο που να επιτρέπει ή να απαγορεύει συμβόλαια παρένθετης εγκυμοσύνης την εποχή εκείνη.) Ο William Stern και η Mary Beth Whitehead είχαν συνάψει ένα συμβόλαιο. Από ηθικής σκοπιάς, θα έπρεπε ή όχι να επιβληθεί η τήρησή του;
Το ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ της τήρησης του συμβολαίου είναι ότι η συμφωνία είναι συμφωνία. Δύο συναινούντες ενήλικες είχαν συνάψει μια εκούσια συμφωνία που προσέφερε οφέλη και στα δύο μέρη: ο William Stern θα λάμβανε ένα παιδί, το οποίο συνδεόταν γενετικά μαζί του, και η Mary Beth θα κέρδιζε 10.000 δολάρια με δέκα μήνες δουλειά.

Αναμφίβολα, δεν επρόκειτο για μια καθημερινή εμπορική συμφωνία. Έτσι θα μπορούσε κάποιος να διστάζει να την επιβάλει για δύο διαφορετικούς λόγους. Πρώτον, μπορεί κανείς να αμφιβάλλει για το κατά πόσον η συμφωνία μιας γυναίκας να κάνει παιδί και να το εγκαταλείψει για να πάρει χρήματα γίνεται με πλήρη γνώση και επίγνωση. Μπορεί αλήθεια να γνωρίζει εκ των προτέρων πως θα νιώθει όταν θα έρθει η ώρα να παραδώσει το παιδί; Αν όχι, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως όταν έδωσε την αρχική της συγκατάθεση πλανήθηκε από την ανάγκη της για χρήματα, και από την έλλειψη επαρκούς γνώσης για το πώς θα ένιωθε όταν θα αποχωριζόταν το παιδί της. Δεύτερον, μπορεί να θεωρεί κανείς επιλήψιμη την αγοραπωλησία βρεφών, ή την ενοικίαση της αναπαραγωγικής ικανότητας των γυναικών, ακόμη και αν τα δύο μέρη συναινούν ελεύθερα. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αυτή η πρακτική μετατρέπει τα παιδιά σε εμπορεύματα και εκμεταλλεύεται τις γυναίκες αντιμετωπίζοντας την εγκυμοσύνη και την τεκνοποιία ως επικερδείς επιχειρήσεις.
Ο δικαστής Harvey R. Sorkow, ο οποίος δίκασε την υπόθεση «Μωρό Μ», όπως έμεινε γνωστή, δεν πείστηκε από καμία από αυτές τις ενστάσεις. Επέβαλε την τήρηση της συμφωνίας, επικαλούμενος την ιερότητα των συμβολαίων. Η συμφωνία είναι συμφωνία, και η μητέρα που γέννησε το βρέφος δεν είχε κανένα δικαίωμα να παραβιάσει το συμβόλαιο μόνο και μόνο επειδή άλλαξε γνώμη.

Ο δικαστής απάντησε και στις δύο ενστάσεις. Πρώτον, απέρριψε την ιδέα ότι η συμφωνία της Mary Beth δεν ήταν ακριβώς εκούσια, ότι η συγκατάθεσή της ήταν πεπλανημένη με κάποιον τρόπο:
Κανένα μέρος δεν διαθέτει ανώτερη διαπραγματευτική θέση. Το κάθε μέρος είχε αυτό που ήθελε το άλλο. Ορίστηκε ένα τίμημα για την υπηρεσία που θα προσέφερε καθένας και κατέληξαν σε μια συμφωνία. Κανένα μέρος δεν ανάγκασε το άλλο. Κανένα μέρος δεν διέθετε μια ειδική γνώση που τοποθετούσε το άλλο μέρος σε μειονεκτική θέση. Κανένα δεν είχε δυσανάλογη διαπραγματευτική ισχύ.
Δεύτερον, απέρριψε την ιδέα ότι η παρένθετη κύηση ισοδυναμεί με πώληση βρεφών. Ο δικαστής υποστήριξε ότι ο William Stern, ο βιολογικός πατέρας, δεν είχε αγοράσει το βρέφος από τη Mary Beth Whitehead· την είχε πληρώσει για την υπηρεσία της κυοφορίας του παιδιού του μέχρι τη γέννησή του. «Κατά τη γέννηση, ο πατέρας δεν αγοράζει το παιδί. Είναι ένα δικό του παιδί με το οποίο συνδέεται γενετικά. Δεν μπορεί να αγοράσει ό,τι του ανήκει ήδη». Εφόσον η σύλληψη του παιδιού έγινε με το σπέρμα του William, το μωρό ήταν εξαρχής δικό του, συμπέρανε ο δικαστής. Συνεπώς, δεν πραγματοποιήθηκε καμία αγορά βρέφους. Η πληρωμή των 10.000 δολαρίων αφορούσε μια υπηρεσία (την κυοφορία), όχι ένα προϊόν (το παιδί).
Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό ότι η παροχή μιας τέτοιας υπηρεσίας εκμεταλλεύεται τις γυναίκες, ο δικαστής Sorkow διαφώνησε. Συνέκρινε την εγκυμοσύνη επί πληρωμή με τη δωρεά σπέρματος επί πληρωμή. Εφόσον επιτρέπεται στους άνδρες να πωλούν το σπέρμα τους, πρέπει να επιτρέπεται στις γυναίκες να πωλούν τις αναπαραγωγικές τους ικανότητες:
«Αν ένας άνδρας μπορεί να προσφέρει μέσα αναπαραγωγής το ίδιο θα πρέπει να επιτρέπεται και σε μια γυναίκα». Αν υποστηρίζαμε κάτι διαφορετικό, θα αρνιόμασταν στις γυναίκες την ίση προστασία του νόμου.
Η Mary Beth Whitehead άσκησε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Νιου Τζέρσεϋ. Με ομόφωνη απόφαση, το δικαστήριο ανέτρεψε την απόφαση του δικαστή Sorkow και απεφάνθη ότι το συμβόλαιο της παρένθετης κύησης ήταν άκυρο. Το δικαστήριο έδωσε την επιμέλεια του «Μωρού Μ» στον William Stern, με το σκεπτικό ότι αυτό θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού. Ανεξάρτητα από το συμβόλαιο, το δικαστήριο πίστευε ότι το ζεύγος των Stern θα ανέτρεφε καλύτερα τη Melissa. Αλλά αναγνώρισε στη Mary Beth Whitehead τα δικαιώματα της μητέρας του παιδιού, και ζήτησε από το κατώτερο δικαστήριο να ορίσει δικαιώματα επίσκεψης.
Γράφοντας την απόφαση εκ μέρους του δικαστηρίου, ο αρχιδικαστής Robert Wilentz απέρριψε το συμβόλαιο της παρένθετης κύησης. Υποστήριξε ότι δεν ήταν αληθινά εκούσιο, και ότι συνιστούσε αγοραπωλησία βρέφους.

Πρώτον, η συγκατάθεση ήταν προβληματική. Η συμφωνία της Mary Beth να κυοφορήσει ένα παιδί και να το παραδώσει με τη γέννησή του δεν ήταν αληθινά εκούσια, γιατί δεν έγινε με πλήρη γνώση:
Με βάση το συμβόλαιο, η φυσική μητέρα δεσμεύεται αμετάκλητα πριν γνωρίσει τη δύναμη της σύνδεσής της με το παιδί της. Δεν λαμβάνει ποτέ μια πλήρως εκούσια και ενημερωμένη απόφαση, γιατί είναι σαφές ότι οποιαδήποτε απόφαση πριν από τη γέννηση του μωρού της δεν βασίζεται στη γνώση, στην πιο κρίσιμη διάσταση.
Μετά τη γέννηση του μωρού, η μητέρα βρίσκεται σε καλύτερη θέση για να κάνει μια ενημερωμένη επιλογή. Αλλά τότε πια, η απόφασή της δεν είναι ελεύθερη, αφού πιέζεται από «την απειλή της μήνυσης και το δέλεαρ της αμοιβής των 10.000 δολαρίων», με αποτέλεσμα να μην είναι «πλήρως ελεύθερη». Επιπλέον, λόγω της ανάγκης για χρήματα είναι πιθανότερο ότι οι φτωχές μητέρες θα «επιλέξουν» να γίνουν παρένθετες μητέρες για τις εύπορες, παρά το αντίστροφο. Ο δικαστής Wilentz υποστήριξε ότι και αυτό έθετε εν αμφιβόλω τον ελεύθερο χαρακτήρα τέτοιων συμφωνιών: «Αμφιβάλλουμε ότι μη γόνιμα ζευγάρια στις κατώτερες εισοδηματικές κλίμακες θα βρουν παρένθετες μητέρες από τα ανώτερα εισοδήματα».
Συνεπώς, ένας λόγος για την ακύρωση του συμβολαίου ήταν η προβληματική συγκατάθεση. Αλλά ο Wilentz διατύπωσε και έναν δεύτερο, πιο θεμελιώδη λόγο:
Παραμερίζοντας το ζήτημα του πόσο πιεστική μπορεί να ήταν η ανάγκη για χρήματα, και πόσο σημαντική η γνώση των συνεπειών, υποστηρίζουμε ότι η συγκατάθεσή της είναι ασήμαντη.

Υπάρχουν, σε μια πολιτισμένη κοινωνία, ορισμένα πράγματα που δεν αγοράζονται με χρήματα. Το εμπόριο της παρένθετης εγκυμοσύνης ισοδυναμεί με αγοραπωλησία βρεφών, όπως υποστήριξε ο Wilentz, και η αγοραπωλησία βρεφών είναι αθέμιτη, όσο εκούσια κι αν γίνεται. Απέρριψε το επιχείρημα ότι η πληρωμή γίνεται για την υπηρεσία της αναδόχου παρά για το παιδί. Σύμφωνα με το συμβόλαιο, τα 10.000 δολάρια ήταν πληρωτέα με την εκχώρηση της κηδεμονίας και την απεμπόληση των γονεϊκών δικαιωμάτων της Mary Beth.
Αυτό συνιστά πώληση του παιδιού, ή, τουλάχιστον, πώληση των δικαιωμάτων που έχει μια μητέρα πάνω στο παιδί της, και το μόνο ελαφρυντικό είναι ότι ένας από τους αγοραστές είναι ο πατέρας... [Ένας] μεσάζων, υποκινούμενος από το κέρδος, προωθεί την πώληση. Όσο ιδεαλιστικά κι αν ήταν τα κίνητρα των συμμετεχόντων, το κίνητρο του κέρδους κυριαρχεί, διαπνέει και καθορίζει εντέλει τη συναλλαγή.
