Ελληνικά

«Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε» (Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης)

-Γέροντα, γιατί τα άγρια ζώα δεν πειράζουν τους Αγίους;
– Αφού ημερεύουν οι άνθρωποι, ημερεύουν και τα άγρια ζώα και αναγνωρίζουν ότι ο άνθρωπος είναι αφεντικό τους. Στον Παράδεισο, πριν από την πτώση, τα άγρια θηρία έγλειφαν τους Πρωτοπλάστους με ευλάβεια, αλλά μετά από την πτώση πήγαιναν να τους ξεσκίσουν.
Όταν ένας άνθρωπος επανέρχεται στην προπτωτική κατάσταση, τα ζώα τον αναγνωρίζουν πάλι για αφεντικό. Σήμερα όμως βλέπεις ανθρώπους που είναι χειρότεροι από τα άγρια θηρία, χειρότεροι από τα φίδια. Εκμεταλλεύονται απροστάτευτα παιδιά, τους παίρνουν τα χρήματα και, όταν έρχωνται σε δύσκολη θέση, τα ενοχοποιούν, καλούν την αστυνομία, τα πηγαίνουν και στο ψυχιατρείο. Γι’ αυτό τον 147ο Ψαλμό, που διάβαζε ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης ,τον διαβάζω, για να ημερέψουν οι άνθρωποι και να μην κάνουν κακό στους συνανθρώπους τους και στα ζώα.

«Βλέπω ένα θηρίο. Σκέφτομαι ότι μπορούσα να ήμουν και εγώ ένα θηρίο. Ο Θεός νοικοκύρης είναι και μπορούσε να με κάνη θηρίο. Όταν έρθω στην θέση του θηρίου, θα τ’ αγαπήσω και θα λυπηθώ ακόμη και τα φίδια. Έ, θα μ’ άρεσε εμένα να ήμουν φίδι, νάβγαινα λίγο στη λιακάδα να ζεσταθώ και ναρχόταν ο άλλος να με κτυπούσε, να μούσπαζε το κεφάλι; Η αγάπη η θεϊκή πληροφορεί τ’ άγρια θηρία. Ένα θηρίο μπορεί να διακρίνη έναν άνθρωπο που το αγαπάει και ένα κυνηγό που θέλει να το σκοτώση. Τον άνθρωπο που τ’ αγαπάει θα τον πλησιάσει, δεν τον φοβάται. Αυτό νόμιζα ότι συμβαίνει στ’ άλλα άγρια ζώα, εκτός από τα φίδια. Διαπίστωσα όμως κατόπιν ότι και στα φίδια το ίδιο συμβαίνει. Ακόμα και την οχιά, που εν σχέσει με τα άλλα φίδια είναι, τρόπον τινά, όπως το κατσίκι με το αρνί».

Το ζώο και λύκος να είναι, όταν το καημένο βρίσκεται σε ανάγκη, ζητάει βοήθεια και δεν κάνει κακό στον άνθρωπο. Αλλά και αν πεινούν και αν διψούν τα ζώα, στον άνθρωπο καταφεύγουν γιατί ο άνθρωπος είναι το αφεντικό τους.
Τα καημένα τα ζώα είναι καλύτερα στους τρόπους από τους αναίσθητους ανθρώπους, διότι αγοράζονται και από πονόψυχους και από άσπλαχνους και υποτάσσονται αδιάκριτα και εργάζονται σκληρά και υπομένουν αγόγγυστα χωρίς κανένα μισθό. Επομένως, μας πέρασαν και στην ακτημοσύνη και στην υπομονή και στην υπακοή.
Ακόμη και τα άγρια ζώα μπορούν να διακρίνουν έναν άνθρωπο που τα αγαπάει, από έναν κυνηγό που θέλει να τα σκοτώσει. Τον κυνηγό τον αποφεύγουν, τον άνθρωπο που τα αγαπάει τον πλησιάζουν. Νόμιζα, ότι δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα φίδια, γιατί το φίδι είναι το μόνο ζώο που δεν αγαπιέται από τους ανθρώπους. Διαπίστωσα όμως αργότερα, ότι και τα φίδια διαισθάνονται την αγάπη του ανθρώπου και πιάνουν φιλία μαζί του. Αν ο άνθρωπος έρθει στην θέση του φιδιού και το πονέσει, το φίδι αμέσως το καταλαβαίνει και τον πλησιάζει σαν φίλος. Είναι σαν να λέει: «Δόξα σοι ο Θεός, βρήκα και εγώ επιτέλους έναν φίλο!».

Τα ζώα έχουν διαίσθηση και καταλαβαίνουν, αν τα αγαπάς, αν τα πονάς. Τα ζώα στον Παράδεισο, αισθάνονταν την ευωδία της Χάριτος και υπηρετούσαν τον Αδάμ. Μετά την παράβαση, η φύση συστενάζει με τον άνθρωπο. Να, ο καημένος ο λαγός λ.χ. συνέχεια κοιτάζει φοβισμένος. Η καρδιά του χτυπάει τακ-τακ-τακ. Δεν κοιμάται καθόλου ο φουκαράς. Πόσο υποφέρει αυτό το αθώο πλασματάκι εξ αιτίας μας! Όταν όμως ένας άνθρωπος επανέρχεται στην κατάσταση προ της πτώσεως, τα ζώα τον πλησιάζουν ξανά χωρίς φόβο.
Βλέπεις στα θερμά μέρη που είναι άγριοι άνθρωποι, εκεί υπάρχουν τα άγρια ζώα, τα μεγάλη θηρία, οι βόες κ.λπ., για να αναγκαστούν (από τον φόβο τους) οι άνθρωποι να ζητήσουν βοήθεια από τον Θεό, να καταφύγουν στον Θεό και να βρουν τον προσανατολισμό τους. Αλλιώς τί θα μπορούσε να φρενάρει αυτούς τους ανθρώπους; Όλα όσα έχει κάνει ο Θεός, έχουν κάποιο νόημα…

Τα καημένα ζώα δεν έχουν παράδεισο, έχουν όμως και το καλό, που δεν έχουν ούτε και κόλαση. Τα ζώα τα έκανε ο Θεός, για να εξυπηρετείται ο άνθρωπος, αλλά και για να παραδειγματίζεται. Ο άνθρωπος, αν είναι άνθρωπος, από όλα ωφελείται.
Πολλά ζώα έχουν για «θεό» τους τον άνθρωπο και ποτέ δεν κάνουν κακό στον άνθρωπο, όταν βρίσκονται σε ανάγκη. Και όπως εμείς ζητάμε βοήθεια από τον Θεό, έτσι και αυτά ζητούν βοήθεια από τον άνθρωπο. Γι’ αυτό πρέπει ο άνθρωπος να τα αγαπάει, διότι αυτά δεν περιμένουν άλλο παράδεισο.
– Τί σημαίνει, Γέροντα, αυτό που λέει ο Ψαλμωδός: «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις ,Κύριε»;
– Εννοεί ότι ο Θεός βοηθάει και τα ζώα. Πόσοι Άγιοι είναι προστάτες ζώων! Αλλά και τί τραβάνε τα καημένα! Εμείς ούτε μια εβδομάδα δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε την υπακοή που κάνουν αυτά στον άνθρωπο. Αν τα ταΐσουν, τα τάισαν∙ διαφορετικά μένουν νηστικά. Αν δεν κάνουν αυτό που θέλει το αφεντικό τους, τα χτυπούν. Και τί κόπο κάνουν ,χωρίς να περιμένουν κανέναν μισθό. Εμείς ένα «Κύριε ελέησον» να πούμε, Παράδεισο έχουμε να λάβουμε. Μικρό πράγμα είναι αυτό; Μας πέρασαν επομένως και στην ακτημοσύνη και στην υπομονή και στην υπακοή.
Όλα να τα παρακολουθείτε, γιατί όλα βοηθούν. Παρατηρώ τα μυρμήγκια πόσο φιλότιμα εργάζονται, χωρίς να έχουν επιστάτη. Εγώ δεν βρήκα σε κανέναν άνθρωπο την λεπτότητα που είδα στα μυρμήγκια. Τα νέα μυρμηγκάκια πάνε και κουβαλούν στην φωλιά ξυλάκια και ένα σωρό άλλα άχρηστα πράγματα, επειδή ακόμη δεν ξέρουν τι πρέπει να φέρουν. Τα παλιά μυρμήγκια τα αφήνουν να τα κουβαλήσουν, χωρίς να τους κόβουν την προθυμία και μετά τα βγάζουν έξω από την φωλιά. Ύστερα, σιγά-σιγά τα νέα βλέπουν τι κουβαλούν τα παλιά και μαθαίνουν τι πρέπει να φέρνουν. Αν ήμασταν εμείς, θα λέγαμε: «Έλα εδώ εσύ, τί είναι αυτά που κουβαλάς; Πέταξέ τα γρήγορα έξω!». 

Οι άνθρωποι στις ημέρες μας έχουν χάσει την ταυτότητα τους. Δίνουν περισσότερη προσοχή στα ζώα παρά στον ίδιο τον άνθρωπο. Η γυναίκα ασχολείται με το σκυλί ή τις γάτες αντί να φροντίζει τα πεθερικά της. Αντί τα μικρά παιδιά να ζητάνε κουτάβι, ας ζητάνε καρύδια και μανταρίνια. Ο άνθρωπος είναι δούλος του Θεού και το ζώο είναι δούλος του ανθρώπου. Έτσι όπως ο Θεός δεν προσκυνά τον άνθρωπο έτσι και ο άνθρωπος δεν πρέπει να βάζει το ζώο πάνω από τον άνθρωπο.

Να δείτε τί έχω πάθει και με τα γατάκια τώρα στο Καλύβι. Πρόσεξαν πως, κάθε φορά που χτυπούσε το καμπανάκι, έβγαινα έξω και πότε-πότε τους έριχνα κάτι να φάνε. Όταν λοιπόν πεινούν, τραβούν το σχοινί και χτυπάει το καμπανάκι. Βγαίνω και βλέπω να χτυπούν αυτά το καμπανάκι και τα ταΐζω. Πώς τα έχει κάνει όλα ο Θεός!

***

Διηγείτο η αδελφή του Γέροντα [οσίου Παϊσίου]:
Ήρθα μια φορά στο Στόμιο να δω τον Γέροντα και του έφερα και δυο γάτες, γιατί είχε πολλά ποντίκια, σκέτη μάστιγα.
– Πάτερ Παΐσιε, λέω, σου έφερα τις γάτες να ησυχάσης από τα ποντίκια.
Την επομένη φορά που επισκέφτηκα την Μονή, βλέπω μπαίνοντας στην κουζίνα ένα σκεύος και να τρώνε μαζί γάτες και ποντίκια.
Λέω,
– Γέροντα, εγώ σου έφερα τις γάτες να φάνε τα ποντίκια και συ τα ταΐζεις όλα μαζί;
Μου λέει,
– Άστα ευλογημένη, κρίμα και αυτά, όλοι τα κυνηγάνε και τα σκοτώνουν, πλάσματα του Θεού είναι κι’ αυτά!
Από το βιβλίο, ο “Όσιος Παΐσιος, Μαρτυρίες, περιστατικά, διδαχές”, των εκδόσεων Ενωμένη Ρωμηοσύνη.

***

Συμφιλίωση μέ τήν κτίση

Στόν Γέροντα δόθηκε τό χάρισμα νά συναναστρέφεται μέ τά ἄγρια θηρία, χωρίς νά τόν βλάπτουν, ὅπως συνέβαινε στόν Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως καί σέ πολλούς Ἁγίους.
῎Ελεγε ὁ Γέροντας: «Ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος ἔρθει στήν θέση τοῦ ἄλλου, μετά ὅλους μπορεῖ νά τούς ἀγαπήση, καί τούς ἀνθρώπους, ἀκόμη καί τά ζῶα καί τά θηρία. Τά πάντα τά χωράει μέσα του καί βγαίνει ὁ ἑαυτός του ἀπό τήν ἀγάπη του.
Κάποια φορά ἦρθαν δύο μικρές ἀρκοῦδες μέσα στήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Στομίου. Ὁ Γέροντας τίς ἔπιασε ἀπό τό σβέρκο καί τίς εἶπε: «Ἄλλη φορά νά μήν μπαίνετε μέσα στό Μοναστήρι. Νά ἔρχεσθε πίσω ἀπό τήν κουζίνα, γιά νά σᾶς ταΐζω», καί τίς ὡδήγησε στό μέρος αὐτό. (Αὐτό τό διηγήθηκαν δύο Κονιτσιῶτες στόν δόκιμο τοῦ Στομίου Παῦλο).

Μαρτυρία μοναχοῦ Ἀλυπίου Ἁγιαννανίτου: «Γνώριζα τόν Γέροντα ἀπό τήν ἡλικία τῶν δεκαπέντε ἐτῶν. Μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ ἔγινα μοναχός στήν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου. Πήγαινα καί τόν ἔβλεπα κάθε μέρα. Ἄκουγα γιά τά θαύματά του καί μοῦ εἶχε γεννηθῆ ἡ ἐπιθυμία νά δῶ ἕνα θαῦμα του. Γιά ἕνα μῆνα περί- που εἶχα αὐτόν τόν λογισμό.
»Ἕνα χειμωνιάτικο πρωινό, ἀρχές Νοεμβρίου, πῆγα νά τόν δῶ καί τόν βρῆκα νά πλένη τά χέρια του ἔξω στό βαρελάκι. Ἦταν μόνος. Ἄνοιξε καί μοῦ εἶπε νά περιμένω. Πῆρε πίσω ἀπό τό βαρέλι ἕνα ἀλουμινόχαρτο, ὅπου μέσα εἶχε ψίχουλα, τό ἄνοιξε καί κοίταξε πρός τόν οὐρανό. Ἐνῶ χαρακτηριστικά δέν ὑπῆρχε κανένα πουλί, ἀμέσως μαζεύτηκαν σμήνη πουλιῶν. Ποῦ βρέθηκαν ξαφνικά τόσα πουλιά! Ἄλλα κάθονταν στό κεφάλι του, ἄλλα στούς ὤμους καί στά χέρια του καί αὐτός τά τάιζε. Βλέποντας αὐτό τό θέαμα μέ κατέλαβε ἀμηχανία, χτυποῦσε γρήγορα ἡ καρδιά μου ἀπό συγκίνηση καί γελοῦσα ἀμήχανα. Ὁ Γέροντας χαμογελώντας ἔλεγε στά πουλιά: «Πᾶτε καί σ᾿ αὐτόν». Τά μιλοῦσε σάν νἆταν ἄνθρωποι. Ἕνα πού καθόταν στό χέρι του τοῦ ἔλεγε: «Πήγαινε καί σ᾿ αὐτόν, δικός μας εἶναι».
»Αὐτό διήρκεσε δύο λεπτά περίπου. Σέ μιά στιγμή ὁ Γέροντας δίπλωσε τό ἀλουμινόχαρτο καί τά πουλιά ἐξαφανίστηκαν. Ἤμουν σαστισμένος καί τόν κοίταζα. «Πήγαινε τώρα», μοῦ εἶπε».

Αφήστε μια απάντηση