Posted on June 22, 2024
ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΛΑ… (οδοιπορικό επανάστασης)
Στην περιοχή του Λάλα διέμεναν Αλβανοί, οι πιο φημισμένοι σε πολεμικότητα και ανδρεία, που αποτελούσαν υπολείμματα των Αλβανών επιδρομέων του 1770 στην Ελλάδα.
Είχαν δε εγκατασταθεί σε διάφορους συνοικισμούς στην κατάφυτη περιοχή της αρχαίας Φολόης.
Με ορμητήριο αυτό οι Λαλαίοι επιχειρούσαν συνεχείς επιδρομές στους κάμπους της Γαστούνης και του Πύργου Ηλείας, εναντίον Ελλήνων και Τούρκων γαιοκτημόνων, καταστρέφοντας και ρημάζοντας κάθε φορά, βάζοντας φωτιά στα χωριά, στα γεννήματα, συνάζοντας τα ζώα, περνώντας τον Αλφειό προς την Αγουλινίτσα και προχωρώντας ακόμα μακρύτερα.
Έτσι, με τον τρόπο αυτό, οι Λαλαίοι είχαν καταστεί οι κυρίαρχοι της Ηλείας και Ολυμπίας.
Μάλιστα πολλοί βαλήδες της Πελοποννήσου προσπάθησαν κατά καιρούς να τους ταπεινώσουν, ιδιαίτερα, ο Βελή Πασάς, αλλά δεν το κατόρθωσαν.
Με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ένα από τα κάστρα της δυτικής Πελοποννήσου, όχι όμως ιδιαίτερα αξιόλογο, εναντίον του οποίου επιχειρήθηκε μία από τις πρώτες πολιορκίες αμέσως μετά τον ξεσηκωμό της Πάτρας ήταν και το κάστρο του Χλεμουτσίου το οποίο άρχισαν να πολιορκούν οι Μωραΐτες κυρίως της Γαστούνης υπό τον Γεώργιο Σισίνη,
και του Πύργου Ηλείας, υπό τον Χαράλαμπο Βιλαέτη πιθανώς και με οδηγίες από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να μην επιτρέψουν στην αποκλεισμένη στο κάστρο ένοπλη φρουρά να διαφύγει προς την Πάτρα, γιατί θα ενίσχυε τους εκεί πολιορκημένους Τούρκους.
Στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου 1821, σώμα 400 Λαλαίων, με αρχηγό τον Ραΐπ αγά, πλησίασε το παλιό κάστρο Χλεμούτσι, όπου οι Τούρκοι της Γαστούνης βρίσκονταν αποκλεισμένοι από τις 27 Μαρτίου. Μόλις όμως φάνηκαν οι Λαλαίοι, οι Έλληνες σκόρπισαν.
Τότε οι Λαλαίοι έκαψαν και λεηλάτησαν όλη την περιοχή, αναγκάζοντας τους ντόπιους να καταφύγουν στη Ζάκυνθο, ενώ οι Τούρκοι της Γαστούνης έφτασαν ανενόχλητοι στην Πάτρα, όπως είχε προβλέψει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Η διάλυση της πολιορκίας του Χλεμουτσίου ήταν η πρώτη ήττα των Ελλήνων μετά την έναρξη της επανάστασης.
Τον Απρίλιο του 1821, οι Λαλαίοι επιχειρούσαν από το ορμητήριό τους συνεχείς επιδρομές εναντίον του Πύργου και της Αγουλινίτσας, σπέρνοντας τον φόβο και προκαλώντας μεγάλες καταστροφές στους Έλληνες της περιοχής.
Η κατάσταση αυτή αποτελούσε ανοιχτή πληγή στα νώτα των επαναστατημένων Ελλήνων και θα μπορούσε να είχε ολέθριες συνέπειες στον αγώνα τους.
Ο Βιλαέτης, εκπαιδευμένος στον αγγλικό στρατό της Επτανήσου, διείδε τον κίνδυνο από την παρουσία των Λαλαίων, καθώς θα αποτελούσαν το πολεμικό στήριγμα των ομοθρήσκων Τούρκων της περιοχής.
Γι' αυτό προχώρησε σε αποκλεισμό των Λαλαίων, προσκαλώντας σε βοήθεια και άλλους οπλαρχηγούς της περιοχής μεταξύ των οποίων και τους Πλαπουταίους.
Οι Έλληνες κάτοικοι της Ηλείας προχώρησαν στην εκτέλεση του τολμηρού σχεδίου αποκλεισμού, στήνοντας στρατόπεδο σε απόσταση τριών ωρών από το Λάλα, στο χωριό Στρέφι,
ενώ 100 άνδρες στάλθηκαν ως προφυλακή στο χωριό Λαντζόι, στην πεδιάδα του Λάλα. Τότε οι Λαλαίοι, γεμάτοι έκπληξη από την τολμηρή πράξη των Ελλήνων, επιτέθηκαν με σώμα 1.000 ανδρών εναντίον της ελληνικής προφυλακής, στις 10 Μαΐου 1821.
Ο Βιλαέτης, με 100 άνδρες έτρεξε να βοηθήσει την προφυλακή του.
Στη μάχη που ακολούθησε στον μύλο του Σμίλα, οι Ηλείοι αντιστάθηκαν πεισματικά, αλλά το ιππικό των Λαλαίων κατάφερε να αποκόψει τον Βιλαέτη, ο οποίος μόνο με 15 άνδρες, συνέχισε να πολεμάει ηρωικά μέχρι το τέλος.
Ο θάνατος αυτού του ικανού αρχηγού χαιρετίστηκε με κραυγές χαράς από τους Λαλαίους..
Στις 13 Μαΐου σώμα Γορτυνίων υπό τον Γεωργάκη Πλαπούτα και Φαναριτών υπό τους Λιμπέριο Ζαριφόπουλο και Τζανέτο Χριστόπουλο κατέλαβε ορεινή θέση σε απόσταση δύο ωρών από το Λάλα.
Το εγχείρημα ήταν πιθανά καταδικασμένο σε αποτυχία, αν δεν κατέφθαναν εκείνη τη στιγμή δύναμη 500 περίπου Επτανησίων εθελοντών, καθ' υπόδειξη του Παλαιών Πατρών Γερμανού.
Οι Επτανήσιοι αυτοί, οι οποίοι διέθεταν και 4 κανόνια, ήταν Κεφαλονίτες, υπό τους Ανδρέα και Κωνσταντίνο Μεταξά, Βαγγέλη Πανά αλλά και Ζακυνθινοί
υπό τον Διονύσιο Σεμπρικό.
Στις 30 Μαΐου η δύναμη των Επτανήσιων, η οποία είχε εν τω μεταξύ μεγαλώσει λόγω της προσέλευσης αγωνιστών από την Ηλεία και τα Καλάβρυτα, κύκλωσε το Λάλα, καταλαμβάνοντας οχυρές θέσεις γύρω από αυτό.
Μια τέτοια ήταν το βουνό Πούσι, μόλις μισή ώρα μακριά.
Οι Λαλαίοι συνειδητοποίησαν για πρώτη φορά τη δυσκολότατη θέση στην οποία βρέθηκαν, όταν είδαν την αριθμητική δύναμη του αντιπάλου και τη στρατιωτική οργάνωση των Επτανησίων, η οποία είχε ήδη εντυπωσιάσει και τους Έλληνες επαναστάτες.
Μεταξύ των Ελλήνων υπήρχε αναποφασιστικότητα σχετικά με την τακτική που θα ακολουθούσαν.
Οι Επτανήσιοι ήθελαν να επιτεθούν αμέσως, ώστε να μη προλάβουν να προετοιμαστούν οι Λαλαίοι, ενώ οι Πελοποννήσιοι προτιμούσαν να περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία.
Όταν όμως κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι Λαλαίοι σκέπτονταν να παραδοθούν στους Κεφαλονίτες, ξέσπασε αναταραχή στο στρατόπεδο των Επτανησίων, όπου οι στρατιώτες άρχισαν να απειλούν ότι θα φύγουν.
Για να αποτρέψουν αυτό το ενδεχόμενο, οι Επτανήσιοι αρχηγοί αποφάσισαν να στείλουν επιστολή στους Λαλαίους, με προτάσεις ειρηνικής αποχώρησης των δεύτερων και απειλή άμεσης επίθεσης και παράδοσής τους στους εχθρούς τους Πελοποννησίους, σε περίπτωση που δεν την αποδέχονταν.
Η επιστολή έφερε την υπογραφή του ανύπαρκτου Μιχαήλ Υψηλάντη, Το πήγε ο Παναγής Μεσάρης, από το Αργοστόλι. Στολισμένος, επιδεικτικά οπλισμένος,. επίσημα, με λευκή σημαία μεταξωτή.
Να δείξουν οργανωμένο Ελληνικό στρατό και κράτος.«Κωνσταντινουπολίτη, Γενικού οπλαρχηγού της εκστρατείας» και την προσυπέγραφαν οι αρχηγοί Κωνσταντίνος Μεταξάς, Γεράσιμος Φωκάς, Ανδρέας Μεταξάς, Βαγγέλης Πανάς, Διονύσιος Σεμπρικός, Παναγιώτης Στρούζας, και ο Μιχαήλ Κουτουφάς.
Οι Λαλαίοι έστειλαν ως απάντηση «ολίγα κεράσια του Λάλα και δύο ραβανιά δι' αγάπην»
( βλ. Ι΄Φιλήμονα, Δοκίμιον Ιστορικόν της Επαναστάσεως ).και προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο, μη απαντώντας στις προτάσεις, προφασιζόμενοι ότι έλειπαν οι αρχηγοί τους.
Τελικά, μετά από δύο ημέρες, απάντησαν ειρωνικά προτείνοντας στους Επτανήσιους να αποχωρήσουν εκείνοι και τότε οι Λαλαίοι, ως φίλοι, θα τους παρείχαν τα μέσα αναχώρησής τους.
Μετά από αυτή την εξέλιξη, οι Έλληνες αποφάσισαν γενική επίθεση από τρία σημεία: Οι Γορτύνιοι με επικεφαλής τον Πλαπούτα και τον Δεληγιάννη, μαζί με τους Ολύμπιους του Χριστόπουλου, θα επιτίθονταν από τα δεξιά, εναντίον της θέσης Μπαστηρά.
Οι Ηλείοι και οι Επτανήσιοι, με αρχηγούς τους αδελφούς Μεταξά τον Βερβιτα και τον Πανά, θα επιτίθονταν εναντίον του ίδιου του Λάλα ενώ οι Ηλείοι υπό τον Σισίνη και οι Καλαβρυτινοί του Παναγιωτάκη Φωτήλα θα βάδιζαν προς τα χωριά Δούκα και Λουκίσσα.
Λόγω όμως κακού συντονισμού, επιτέθηκε μόνο το σώμα υπό τον Πλαπούτα, στις 9 Ιουνίου.
Οι Λαλαίοι, δίνοντας μεγάλη σημασία στη θέση Μπαστηρά, εξαπέλυσαν εναντίον του σφοδρή αντεπίθεση και το ανάγκασαν να υποχωρήσει, ενώ λόγω της σύγχυσης που δημιουργήθηκε και εξαιτίας του καύσωνα, ο Πλαπούτας πέθανε από εγκεφαλική συμφόρηση. Σε αυτή την αψιμαχία σκοτώθηκαν 11 Πελοποννήσιοι και 3 Επτανήσιοι από την πλευρά των Ελλήνων, ενώ οι Λαλαίοι είχαν μεγαλύτερες απώλειες.
Επειδή όμως η απώλεια του Πλαπούτα είχε ως συνέπεια να εγκαταλείψουν οι περισσότεροι άνδρες του τη μάχη, ο Κολοκοτρώνης με τον Κανέλλο Δεληγιάννη έστειλαν ως αντικαταστάτη τον αδελφό του Δημήτρη Πλαπούτα.
Αυτός είχε σημαντικές στρατιωτικές και ηγετικές ικανότητες και κατάφερε να αναπτερώσει το ηθικό των ανδρών του.
Στις επόμενες ημέρες γίνονταν διάφορες αψιμαχίες χωρίς ξεκάθαρο αποτέλεσμα.
Οι Λαλαίοι άρχισαν να σκέφτονται την αποχώρησή τους, έχοντας μάθει για τη στενή πολιορκία της Τριπολιτσάς και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο στρατός του Ομέρ Βρυώνη στη Βοιωτία, ο οποίος είχε σταλεί για να συνδράμει τους Τούρκους της Πελοποννήσου. Έτσι ζήτησαν τη βοήθεια του Γιουσούφ Πασά στην Πάτρα, ο οποίος εκστράτευσε προσωπικά, επικεφαλής 1.000 έως 1.500 ανδρών, μεταξύ των οποίων 300 ιππείς (ντελήδες).
Όταν η δύναμη αυτή πλησίασε στο Λάλα, στις 11 Ιουνίου, οι Λαλαίοι επιχείρησαν επίθεση από την πλευρά τους, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να βρεθούν ανάμεσα σε δύο πυρά και να δώσουν την ευκαιρία στον Γιουσούφ να μπει στο Λάλα.
Μετά από αυτή την ενίσχυση των εχθρών τους, οι Πελοποννήσιοι σκέφτηκαν να μεταφέρουν το στρατόπεδό τους σε απόσταση ασφαλείας, στη Δίβρη.
Ωστόσο, οι Επτανήσιοι ήταν αντίθετοι σ' αυτό, ιδιαίτερα ο Ανδρέας Μεταξάς. Τελικά οι Έλληνες αποφάσισαν να ζητήσουν ενισχύσεις από την Πελοποννησιακή Γερουσία που έδρευε στη Στεμνίτσα.
Αντίθετα με τους Έλληνες, ο Γιουσούφ δεν μπορούσε να περιμένει, καθώς φοβόταν επίθεση στην Πάτρα.
Έτσι πήρε την πρωτοβουλία να επιτεθεί πρώτος με στόχο τη διάλυση του στρατοπέδου τους, την αρπαγή των κανονιών τους και την ασφαλή μεταφορά των Λαλαίων στην Πάτρα. Ακολούθησε σκληρή μάχη σώμα με σώμα, στις 13 Ιουνίου στη θέση Πούσι όπου αμύνονταν οι Έλληνες.
ΕΕ21
Από τους Έλληνες διακρίθηκαν οι Ολύμπιοι του Χριστόπουλου, οι οποίοι βρέθηκαν ανάμεσα στο τουρκικό ιππικό του Γιουσούφ και τους Λαλαίους και έχασαν 30 άνδρες, και οι Επτανήσιοι που απέκρουαν με πείσμα τις προσπάθειες του Γιουσούφ να τους πάρει τα κανόνια.
Η παροιμιώδης φράση «Απ’ του Κούμανι ως τ’ Αντρώνι, ο Θεός να σε γλιτώνει», που ακούγεται μέχρι και σήμερα, έχει προέλθει από τότε.
Κατά την τοπική παράδοση, οι Λαλαίοι έπαθαν πανωλεθρία στις εφόδους που επιχείρησαν στις δασόφυτες χαράδρες μεταξύ αυτών των χωριών....
Έτσι οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Στη μάχη τραυματίστηκαν μαχόμενοι και ο Ανδρέας Μεταξάς με τον Διονύσιο Σεμπρικό.
Την επόμενη ημέρα, 14 Ιουνίου, οι Τούρκοι έφυγαν μαζί με τους Λαλαίους για την Πάτρα. Τότε οι Έλληνες μπήκαν στο άδειο Λάλα και το έκαψαν. Κατ' άλλη εκδοχή, όπως σημειώνει ο Ν. Πολίτης, η πυρπόληση του χωριού έγινε από τους ίδιους τους Λαλιώτες κατά την αναχώρησή τους «ώστε ελάχιστα απέμειναν προς λαφυραγωγίαν εις τους εισελθόντας ύστερον Έλληνας» .
Από την Πάτρα, όπου κατέφυγαν, αγωνίσθηκαν κατά της επανάστασης ως το τέλος και μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθούν ως πρόσφυγες στην περιοχή του Πλαταμώνα της Μακεδονίας και, αργότερα, στη Βάρνα της Βουλγαρίας.
—Βεϊζουλάγας κάθεται μέσ' στο τζαμί του Λάλα,
Βάνει το κιάλι και τηράει, στο Πούσι αγναντεύει.
Βλέπει σημαίες με σταυρούς, κάτασπρες και γαλάζιες.
Βλέπει χορούς χορεύουνε, ακούει τραγούδια λένε.
Χορεύουν τα Ελληνόπουλα, γλεντάν και τραγουδάνε,
με τα πιστόλια διπλαριά, με τα σπαθιά στα χέρια,
Και μέσ' στη μέση του χορού χορεύει ο γέρο Κόλιας,
με τη σερβάτα στο λαιμό, με το σπαθί στο χέρι. .
Και με το χέρι ανέμιζε την άσπρη φουστανέλλα,
την άσπρη σαν τα γάλατα, την κάτασπρη σα χιόνια.
Και τούρθε —του Βεϊζούλαγα— σαν παράπονο
και κάθεται και κλαίει...
Τι έχεις καϋμένε κόρακα που σκούζεις και φωνάζεις;
Μη δε διψάς για αίματα για Τούρκικα κεφάλια;
Σαν δε διψάς για αίματα για Τούρκικα κεφάλια, πέρασε από του Μπαστηρά και από το πέρα Λάλα,
Να δης κορμιά πως κείτονται ,κορμιά δίχως κεφάλια,
Κι εκεί ν’ ακούσεις κλάματα, Τούρκικα μοιρολόγια,
Κλαίνε μανάδες για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.