Από το 1890 οι νότιες πολιτείες θέσπισαν μια σειρά νόμων προκειμένου να διατηρηθεί η λευκή υπεροχή και να κατοχυρωθεί επισήμως ο φυλετικός διαχωρισμός.
Η νέα νομοθεσία προέκρινε τον φυλετικό διαχωρισμό σε όλες τις δημόσιες εγκαταστάσεις.
Η εφαρμογή της ξεκίνησε από τα μέσα μαζικής μεταφοράς, όπου οι επιγραφές «White Only» (Λευκοί μόνο) ή «Colored» (έγχρωμοι) στα τρένα και τα λεωφορεία, καθοδηγούσε τους λευκούς και μαύρους πολίτες να χρησιμοποιήσουν το αντίστοιχο μέσο. Οι διακρίσεις επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς.
Οι μαύροι πολίτες είχαν ξεχωριστά σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησίες, νεκροταφεία και τουαλέτες, οι εγκαταστάσεις των οποίων ήταν συνήθως ποιοτικά κατώτερες από τις αντίστοιχες των λευκών. Στην λίστα συμπεριελαμβάνονταν ακόμη πάρκα, θέατρα και εστιατόρια. Τυχόν παράβαση ή αδυναμία επιβολής των νόμων τιμωρούνταν με πρόστιμο ή φυλάκιση.
Οι λευκοί δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσουν τα ίδια αυτοκίνητα με τους μαύρους, ούτε να σταθμεύσουν στην ίδια θέση. Μια νομοθετική πράξη στην πολιτεία της Λουιζιάνα επέκτεινε την απαγόρευση, συμπεριλαμβάνοντας στους «μαύρους» και όσους λευκούς είχαν έστω και μακρινή συγγένεια με κάποιον.
To 1896, η υπόθεση έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο είπε την περίφημη φράση «ξεχωριστά, αλλά ίσα» («separate but equal»).
Η φράση αυτή σήμαινε πως είναι αποδεκτό να μην επιτρέπεται ο λευκός με τον μαύρο να επιβιβαστούν στο ίδιο τρένο, αλλά θα πρέπει να επιβιβαστούν σε τρένα που έχουν τις ίδιες ανέσεις και ασφάλεια.
Δεν ήταν αυτό που ήθελαν οι υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων αλλά ήταν μια μικρή πρόοδος. Ωστόσο αρκετοί ερευνητές αμφισβήτησαν την εφαρμογή του νόμου καθώς οι μαύροι εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν τα χειρότερα μέσα μεταφοράς και τις χειρότερες δημόσιες εγκαταστάσεις.