«Γίνετε σαν τα παιδιά» (Παντελή Καλιότσου, )
Ένας θίασος είχε έρθει στη Μανωλίτσα, για να δώσει παράσταση δωρεάν. Όλοι οι μεγάλοι έδειξαν ενδιαφέρον κι άρχισαν να σχηματίζουν μια μεγάλη ουρά με φασαρία και σπρωξίματα. Γυναίκες και άντρες με τα μικρά τους περιμένουν ανυπόμονα μπροστά στην πόρτα. Τα παιδιά μαζεύτηκαν εκεί μαζί με τους γονείς τους.
-
Τράβα στη σειρά σου! έλεγε ο ένας.
-
Εγώ είμαι πριν από σένα! έλεγε ο άλλος.
-
Ουρανία, μη σου φύγει το παιδί.
-
Μη σπρώχνεις.
-
Αχ, αχ, το πόδι μου! Ε, κύριος, πάτα και λίγο κάτω!
Δυο ψηλοί και γεροδεμένοι πατεράδες βρέθηκαν πλάι πλάι. Ήταν όμως δυο παράξενα συμπλέγματα: ο καθένας κρατούσε καβάλα στους ώμους του το μικρό του γιο, που δε θα ’ταν παραπάνω από τριών χρονών.
Για να λέμε την αλήθεια, οι δυο μικροί στην αρχή καλοπερνούσαν εκεί πάνω. Ήταν αρκετά αναπαυτικά, όπως απάνω σ’ άλογα. Καθώς μάλιστα ήταν γείτονες κοντά κοντά, είχανε πιάσει και κουβέντα, ενώ οι άλλοι από κάτω ξεροστάλιαζαν στα πόδια τους.
Σιγά σιγά η φασαρία και τα σπρωξίματα δυνάμωναν. Δεν καταλάβαιναν βέβαια τι γίνεται, αλλά λίγο τους ένοιαζε. Έτσι άρχισαν και το παιχνίδι. Ο ένας κρατούσε ένα καράβι με πανιά, ο άλλος ένα αυτοκινητάκι φορτηγό.
-
Μου το ’φερε ο Άγιος Βασίλης, έλεγε ο ένας.
-
Κι εμένα, απαντούσε ο άλλος.
-
Μη σπρώχνεις, κύριε! φώναζε την ίδια στιγμή ο ένας πατέρας.
-
Εγώ σπρώχνω ή εσύ; απαντούσε ο άλλος.
-
Έχω κι εγώ ένα καραβάκι, έλεγε ο ένας γιος.
-
Να το φέρεις να το βάλουμε στη θάλασσα, απαντούσε ο άλλος γιος.
Κι από κάτω σκαμπανεβάσματα και βρισιές.
Ήταν κάτι πολύ παράξενο: δυο και δυο ίσον τέσσερις, δυο να μαλώνουν, δυο να παίζουν.
-
Κατεβάστε τα παιδιά, καλέ! ακούστηκε μια φωνή.
Μερικά χέρια υψώθηκαν και τα κατέβασαν. Τα τράβηξαν παράμερα σ’ ένα ήσυχο μέρος, ενώ την ίδια στιγμή φούντωσε ο καβγάς. Ο κόσμος έτρεχε πέρα δώθε. Η πλατεία αναστατώθηκε.
Κι όταν τελοσπάντων ο καυγάς πήρε τέλος, όλοι θυμήθηκαν τα παιδιά. Πού είναι αυτοί οι δύο;
Τα βρήκαν καθισμένα χάμω, να ταξιδεύουν το φορτηγό και το καραβάκι τους.
Οι δύο πατεράδες, ιδρωμένοι, στάθηκαν μπροστά στα παιδιά κατάπληχτοι. Ύστερα χαμήλωσαν το κεφάλι τους. Ξαφνικά κατάλαβαν. Ξαφνικά ντράπηκαν. Ξαφνικά όλη η πλατεία σώπασε ντροπιασμένη.
Τότε η φωνή του κ. Γουργούρη ακούστηκε:
-
Αν δε γίνετε σαν τα παιδιά, μην περιμένετε προκοπή, πολεμόχαροι άνθρωποι…