Ήταν η μέρα που ήρθε στον κόσμο ο αδερφός της. Ένα χρόνο μετά απ’ αυτήν. Για ένα παιδί έντεκα χρονών είναι πολύ μεγάλη ετούτη η μέρα. Ένας φίλος του ετοίμασε πάρτι για όλα τα παιδιά της τάξης τους προς τιμή του. Από το πρωί επικρατούσε πανδαιμόνιο στο σπίτι. Ο αδερφός της ξεχείλιζε από χαρά κι αγωνία ταυτόχρονα. Τον άκουγε να συζητάει με την μαμά για το μείζον θέμα της ενδυμασίας. Δεν είχε τι να φορέσει. Σαν οδοστρωτήρας πέρασε από τις τσέπες της καρδιάς τους η πανδημία του κορονοϊού. Έχασε ο μπαμπάς την δουλειά του λόγο του ότι η εταιρεία στην οποία πρόσφερε υπηρεσίες κήρυξε πτώχευση. Έκανε δουλειές του ποδαριού απ’ εκεί κι απ’ εδώ, μα δεν μπορούσε να προσφέρει στα παιδιά παρά μόνο τ’ απαραίτητα. Η μαμά, σερβιτόρος σε καφετέρια, απολύθηκε, λέει, προσωρινά. Τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή και ρούχα για την περίσταση, ούτε για δείγμα. Μόνο μερικές φορμίτσες κι αυτές πόλυφορεμένες.
Η Δανάη δεν σκέφτηκε πολύ. Του χάρισε ένα δικό της υπέροχο τζιν παντελόνι και ένα μπλουζάκι πολύ ξεχωριστό, που της αγόρασαν πέρυσι οι γονείς της. Τα φύλαγε σαν τα μάτια της γιατί της άρεσαν πολύ. Αλλά αυτά δεν είχαν μεγαλύτερη αξία από την ευτυχία του αδερφού της. Όχι δεν είχαν. Έγινε το αδιαχώρητο. Η μαμά έκλαιγε, τους αγκάλιαζε και τους δυο, κι όλο έκλαιγε. Ο μπαμπάς έλεγε συνεχώς "Είμαι περήφανος κόρη μου, Είμαι περήφανος για σένα". Είσαι ψυχούλα" Αλλά Ή "ψυχούλα" δε μιλούσε. Ήταν σκεπτική και λυπημένη. Για τα ρούχα που χάρισε; Όχι, όχι γι’ αυτά. Παιδί ήταν κι αυτή όμως. Ήθελε να πάει στο πάρτι που ετοίμασαν τα παιδιά για τον αδερφό της. Όταν το ανέφερε στην μάνα, της είπε ότι δεν μπορούσε να πάει γιατί θα χρειαζόντουσαν κι άλλα καινούρια ρούχα και δεν υπήρχαν. Κατέβασε λοιπόν το κεφάλι και κλείστηκε στο δωμάτιο της. Δεν ήθελε να επιμένει γιατί θα στενοχωρούσε πολύ τους γονείς της και δεν τους άξιζε. Κλεισμένη στο δωμάτιο της τρωγόταν με τα ρούχα της. Σκεφτόταν τι να φορέσει για να είναι ευπρεπής. Να μην φαίνεται ατημέλητη.
Ο αδερφός της σε λίγο θα ξεκινούσε για το πάρτι. Τι όμορφος που ήταν! Γλύκα τα ματάκια του που γέμισαν ευτυχία, τα ρούχα τον έκαναν ακόμα πιο όμορφο. Μαλλάκια χτενίσματα με τζελ. Σε λίγο έβγαινε από το δωμάτιο φορώντας τις πιο καινούριες από τις παλιές τους φόρμες. Ανακοίνωσε στους γονείς της ότι θα πήγαινε κι αυτή. Δεν τόλμησε κανένας να της πει όχι. Δεν είχαν τα ρούχα περισσότερη σημασία από την χαρά που θα αποθήκευε στην ψυχή της. Το πάρτι ήταν υπέροχο. Η κυρά Τασία ετοίμασε και του πουλιού το γάλα. Δέκα παιδιά όλα κι όλα, με τις μάσκες τους, το απαραίτητο αξεσουάρ του κορονοϊού, έπαιζαν, έτρωγαν, διασκέδαζαν. Κι η Δανάη μαζί. Βλέπεις τα παιδιά δεν ασχολούνται με ρούχα και λοιπά. Ξέρουνε να παίζουνε απλά.
Κάποια στιγμή, η Δανάη στάθηκε λίγο παράμερα καμαρώνοντας τον αδερφό της που πετούσε στα ουράνια. Ήταν η ώρα τελετής κοπής της τούρτας. Εκείνη τη στιγμή ακούει δυο κυρίες, φίλες της κυρά Τασίας, να μιλάνε μεταξύ τους ψιθυριστά και να την σχολιάζουν. Να λένε πόσο λυπόντουσαν που το φτωχό το κοριτσάκι δεν είχε ρούχα και πόσο η πανδημία ισοπέδωσε μερικές οικογένειες.
" αλλά φταίνε και οι γονείς ρε παιδί μου. Να δουλέψουν, να κάνουν κάτι. Να πάρουν επιδόματα από το κράτος" και " να δούμε πόσο τεμπέληδες είναι οι γονείς για να μην μπορούν ούτε τα απαραίτητα να προσφέρουν στα παιδιά τους " Τότε η Δανάη έγινε λιοντάρι. Όρμησε απάνω τους, φύση επαναστάτρια, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί για τους γονείς της. " Δεν ντρέπεστε κυρίες μου να σχολιάζετε ανθρώπους που παλεύουν για ένα ξεροκόμματο, όταν εσείς από τις επιχειρήσεις σας απολύσατε οικογενειάρχες για να μην μειωθεί η καλοπέραση σας; Ένας τέτοιος είναι και ο πατέρας μου. Αλλά δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Παλεύει όλη μέρα για μας Έκλεισαν τα στόματα και οι "κύριες" άδειασαν τη γωνιά με σκυμμένα τα κεφάλια. Τότε ένα χέρι την τύλιξε στην αγκαλιά του. Η κυρά Τασία την άρπαξε και την άφησε εκεί να κλάψει μέχρι να ηρεμήσει.
Άντρη Περικλέους. Νοέμβρης 2020