To Ισλανδικό σπίτι – 6η ομάδα

Κυκλαδίτικο σπίτι – 2η ομάδα

Κατασκευή σπιτιών με βάση το κλίμα

Το Βιοκλιματικό σπίτι – 7η ομάδα

Καιρός, κλίμα και ανθρώπινες δραστηριότητες

 

 

Βιοκλιματικό σπίτι – 1η ομάδα

ποταμός Λούρος

ένα δάκρυ για τον μπάρμπα – Τζίμη

Γενέθλια στην πανδημία

Ήταν η μέρα που ήρθε στον κόσμο ο αδερφός της. Ένα χρόνο μετά απ’ αυτήν. Για ένα παιδί έντεκα χρονών είναι πολύ μεγάλη ετούτη η μέρα. Ένας φίλος του ετοίμασε πάρτι για όλα τα παιδιά της τάξης τους προς τιμή του. Από το πρωί επικρατούσε πανδαιμόνιο στο σπίτι. Ο αδερφός της ξεχείλιζε από χαρά κι αγωνία ταυτόχρονα. Τον άκουγε να συζητάει με την μαμά για το μείζον θέμα της ενδυμασίας. Δεν είχε τι να φορέσει. Σαν οδοστρωτήρας πέρασε από τις τσέπες της καρδιάς τους η πανδημία του κορονοϊού. Έχασε ο μπαμπάς την δουλειά του λόγο του ότι η εταιρεία στην οποία πρόσφερε υπηρεσίες κήρυξε πτώχευση. Έκανε δουλειές του ποδαριού απ’ εκεί κι απ’ εδώ, μα δεν μπορούσε να προσφέρει στα παιδιά παρά μόνο τ’ απαραίτητα. Η μαμά, σερβιτόρος σε καφετέρια, απολύθηκε, λέει, προσωρινά. Τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή και ρούχα για την περίσταση, ούτε για δείγμα. Μόνο μερικές φορμίτσες κι αυτές πόλυφορεμένες.
Η Δανάη δεν σκέφτηκε πολύ. Του χάρισε ένα δικό της υπέροχο τζιν παντελόνι και ένα μπλουζάκι πολύ ξεχωριστό, που της αγόρασαν πέρυσι οι γονείς της. Τα φύλαγε σαν τα μάτια της γιατί της άρεσαν πολύ. Αλλά αυτά δεν είχαν μεγαλύτερη αξία από την ευτυχία του αδερφού της. Όχι δεν είχαν. Έγινε το αδιαχώρητο. Η μαμά έκλαιγε, τους αγκάλιαζε και τους δυο, κι όλο έκλαιγε. Ο μπαμπάς έλεγε συνεχώς "Είμαι περήφανος κόρη μου, Είμαι περήφανος για σένα". Είσαι ψυχούλα" Αλλά Ή "ψυχούλα" δε μιλούσε. Ήταν σκεπτική και λυπημένη. Για τα ρούχα που χάρισε; Όχι, όχι γι’ αυτά. Παιδί ήταν κι αυτή όμως. Ήθελε να πάει στο πάρτι που ετοίμασαν τα παιδιά για τον αδερφό της. Όταν το ανέφερε στην μάνα, της είπε ότι δεν μπορούσε να πάει γιατί θα χρειαζόντουσαν κι άλλα καινούρια ρούχα και δεν υπήρχαν. Κατέβασε λοιπόν το κεφάλι και κλείστηκε στο δωμάτιο της. Δεν ήθελε να επιμένει γιατί θα στενοχωρούσε πολύ τους γονείς της και δεν τους άξιζε. Κλεισμένη στο δωμάτιο της τρωγόταν με τα ρούχα της. Σκεφτόταν τι να φορέσει για να είναι ευπρεπής. Να μην φαίνεται ατημέλητη.

Ο αδερφός της σε λίγο θα ξεκινούσε για το πάρτι. Τι όμορφος που ήταν! Γλύκα τα ματάκια του που γέμισαν ευτυχία, τα ρούχα τον έκαναν ακόμα πιο όμορφο. Μαλλάκια χτενίσματα με τζελ. Σε λίγο έβγαινε από το δωμάτιο φορώντας τις πιο καινούριες από τις παλιές τους φόρμες. Ανακοίνωσε στους γονείς της ότι θα πήγαινε κι αυτή. Δεν τόλμησε κανένας να της πει όχι. Δεν είχαν τα ρούχα περισσότερη σημασία από την χαρά που θα αποθήκευε στην ψυχή της. Το πάρτι ήταν υπέροχο. Η κυρά Τασία ετοίμασε και του πουλιού το γάλα. Δέκα παιδιά όλα κι όλα, με τις μάσκες τους, το απαραίτητο αξεσουάρ του κορονοϊού, έπαιζαν, έτρωγαν, διασκέδαζαν. Κι η Δανάη μαζί. Βλέπεις τα παιδιά δεν ασχολούνται με ρούχα και λοιπά. Ξέρουνε να παίζουνε απλά.
Κάποια στιγμή, η Δανάη στάθηκε λίγο παράμερα καμαρώνοντας τον αδερφό της που πετούσε στα ουράνια. Ήταν η ώρα τελετής κοπής της τούρτας. Εκείνη τη στιγμή ακούει δυο κυρίες, φίλες της κυρά Τασίας, να μιλάνε μεταξύ τους ψιθυριστά και να την σχολιάζουν. Να λένε πόσο λυπόντουσαν που το φτωχό το κοριτσάκι δεν είχε ρούχα και πόσο η πανδημία ισοπέδωσε μερικές οικογένειες.
" αλλά φταίνε και οι γονείς ρε παιδί μου. Να δουλέψουν, να κάνουν κάτι. Να πάρουν επιδόματα από το κράτος" και " να δούμε πόσο τεμπέληδες είναι οι γονείς για να μην μπορούν ούτε τα απαραίτητα να προσφέρουν στα παιδιά τους " Τότε η Δανάη έγινε λιοντάρι. Όρμησε απάνω τους, φύση επαναστάτρια, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί για τους γονείς της. " Δεν ντρέπεστε κυρίες μου να σχολιάζετε ανθρώπους που παλεύουν για ένα ξεροκόμματο, όταν εσείς από τις επιχειρήσεις σας απολύσατε οικογενειάρχες
για να μην μειωθεί η καλοπέραση σας; Ένας τέτοιος είναι και ο πατέρας μου. Αλλά δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Παλεύει όλη μέρα για μας Έκλεισαν τα στόματα και οι "κύριες" άδειασαν τη γωνιά με σκυμμένα τα κεφάλια. Τότε ένα χέρι την τύλιξε στην αγκαλιά του. Η κυρά Τασία την άρπαξε και την άφησε εκεί να κλάψει μέχρι να ηρεμήσει.

Άντρη Περικλέους. Νοέμβρης 2020

Γίνετε σαν τα παιδιά

«Γίνετε σαν τα παιδιά» (Παντελή Καλιότσου, )

Ένας θίασος είχε έρθει στη Μανωλίτσα, για να δώσει παράσταση δωρεάν. Όλοι οι μεγάλοι έδειξαν ενδιαφέρον κι άρχισαν να σχηματίζουν μια μεγάλη ουρά με φασαρία και σπρωξίματα. Γυναίκες και άντρες με τα μικρά τους περιμένουν ανυπόμονα μπροστά στην πόρτα. Τα παιδιά μαζεύτηκαν εκεί μαζί με τους γονείς τους.

  • Τράβα στη σειρά σου! έλεγε ο ένας.

  • Εγώ είμαι πριν από σένα! έλεγε ο άλλος.

  • Ουρανία, μη σου φύγει το παιδί.

  • Μη σπρώχνεις.

  • Αχ, αχ, το πόδι μου! Ε, κύριος, πάτα και λίγο κάτω!

Δυο ψηλοί και γεροδεμένοι πατεράδες βρέθηκαν πλάι πλάι. Ήταν όμως δυο παράξενα συμπλέγματα: ο καθένας κρατούσε καβάλα στους ώμους του το μικρό του γιο, που δε θα ’ταν παραπάνω από τριών χρονών.

Για να λέμε την αλήθεια, οι δυο μικροί στην αρχή καλοπερνούσαν εκεί πάνω. Ήταν αρκετά αναπαυτικά, όπως απάνω σ’ άλογα. Καθώς μάλιστα ήταν γείτονες κοντά κοντά, είχανε πιάσει και κουβέντα, ενώ οι άλλοι από κάτω ξεροστάλιαζαν στα πόδια τους.

Σιγά σιγά η φασαρία και τα σπρωξίματα δυνάμωναν. Δεν καταλάβαιναν βέβαια τι γίνεται, αλλά λίγο τους ένοιαζε. Έτσι άρχισαν και το παιχνίδι. Ο ένας κρατούσε ένα καράβι με πανιά, ο άλλος ένα αυτοκινητάκι φορτηγό.

  • Μου το ’φερε ο Άγιος Βασίλης, έλεγε ο ένας.

  • Κι εμένα, απαντούσε ο άλλος.

  • Μη σπρώχνεις, κύριε! φώναζε την ίδια στιγμή ο ένας πατέρας.

  • Εγώ σπρώχνω ή εσύ; απαντούσε ο άλλος.

  • Έχω κι εγώ ένα καραβάκι, έλεγε ο ένας γιος.

  • Να το φέρεις να το βάλουμε στη θάλασσα, απαντούσε ο άλλος γιος.

Κι από κάτω σκαμπανεβάσματα και βρισιές.

Ήταν κάτι πολύ παράξενο: δυο και δυο ίσον τέσσερις, δυο να μαλώνουν, δυο να παίζουν.

  • Κατεβάστε τα παιδιά, καλέ! ακούστηκε μια φωνή.

Μερικά χέρια υψώθηκαν και τα κατέβασαν. Τα τράβηξαν παράμερα σ’ ένα ήσυχο μέρος, ενώ την ίδια στιγμή φούντωσε ο καβγάς. Ο κόσμος έτρεχε πέρα δώθε. Η πλατεία αναστατώθηκε.

Κι όταν τελοσπάντων ο καυγάς πήρε τέλος, όλοι θυμήθηκαν τα παιδιά. Πού είναι αυτοί οι δύο;

Τα βρήκαν καθισμένα χάμω, να ταξιδεύουν το φορτηγό και το καραβάκι τους.

Οι δύο πατεράδες, ιδρωμένοι, στάθηκαν μπροστά στα παιδιά κατάπληχτοι. Ύστερα χαμήλωσαν το κεφάλι τους. Ξαφνικά κατάλαβαν. Ξαφνικά ντράπηκαν. Ξαφνικά όλη η πλατεία σώπασε ντροπιασμένη.

Τότε η φωνή του κ. Γουργούρη ακούστηκε:

  • Αν δε γίνετε σαν τα παιδιά, μην περιμένετε προκοπή, πολεμόχαροι άνθρωποι…

Ο νόμος περί φυλετικού διαχωρισμού στις ΗΠΑ

Στο νόμο περί φυλετικού διαχωρισμού στις ΗΠΑ. Οι μαύροι δεν έπρεπε να βρίσκονται στα ίδια λεωφορεία, σχολεία και δημόσιες εγκαταστάσεις με τους λευκούς...

Από το 1890 οι νότιες πολιτείες θέσπισαν μια σειρά νόμων προκειμένου να διατηρηθεί η λευκή υπεροχή και να κατοχυρωθεί επισήμως ο φυλετικός διαχωρισμός.
Η νέα νομοθεσία προέκρινε τον φυλετικό διαχωρισμό σε όλες τις δημόσιες εγκαταστάσεις.
Η εφαρμογή της ξεκίνησε από τα μέσα μαζικής μεταφοράς, όπου οι επιγραφές «White Only» (Λευκοί μόνο) ή «Colored» (έγχρωμοι) στα τρένα και τα λεωφορεία, καθοδηγούσε τους λευκούς και μαύρους πολίτες να χρησιμοποιήσουν το αντίστοιχο μέσο. Οι διακρίσεις επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς.

Αφροαμερικανός πίνει νερό από τη βρύση στην οποία διακρίνεται η ταμπέλα «Colored» (Πηγή φωτογραφίας: Wikipedia)

Οι μαύροι πολίτες είχαν ξεχωριστά σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησίες, νεκροταφεία και τουαλέτες, οι εγκαταστάσεις των οποίων ήταν συνήθως ποιοτικά κατώτερες από τις αντίστοιχες των λευκών. Στην λίστα συμπεριελαμβάνονταν ακόμη πάρκα, θέατρα και εστιατόρια. Τυχόν παράβαση ή αδυναμία επιβολής των νόμων τιμωρούνταν με πρόστιμο ή φυλάκιση.
Οι λευκοί δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσουν τα ίδια αυτοκίνητα με τους μαύρους, ούτε να σταθμεύσουν στην ίδια θέση. Μια νομοθετική πράξη στην πολιτεία της Λουιζιάνα επέκτεινε την απαγόρευση, συμπεριλαμβάνοντας στους «μαύρους» και όσους λευκούς είχαν έστω και μακρινή συγγένεια με κάποιον.

Η είσοδος για τους Αφροαμερικανούς στο εστιατόρια γίνεται από τον πρώτο όροφο όπως δείχνει η αντίστοιχη ταμπέλα (Πηγή φωτογραφίας: Wikipedia)

To 1896, η υπόθεση έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο είπε την περίφημη φράση «ξεχωριστά, αλλά ίσα» («separate but equal»).
Η φράση αυτή σήμαινε πως είναι αποδεκτό να μην επιτρέπεται ο λευκός με τον μαύρο να επιβιβαστούν στο ίδιο τρένο, αλλά θα πρέπει να επιβιβαστούν σε τρένα που έχουν τις ίδιες ανέσεις και ασφάλεια.
Δεν ήταν αυτό που ήθελαν οι υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων αλλά ήταν μια μικρή πρόοδος. Ωστόσο αρκετοί ερευνητές αμφισβήτησαν την εφαρμογή του νόμου καθώς οι μαύροι εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν τα χειρότερα μέσα μεταφοράς και τις χειρότερες δημόσιες εγκαταστάσεις.

Η πρώτη έγχρωμη μαθήτρια που μπήκε σε σχολείο

Ήταν το 1960, Νέα Ορλεάνη USA.

Την πρώτη ημέρα του σχολείου, η μικρή μαθήτρια δεν συνοδεύτηκε από τους γονείς της, παρά μόνο από τέσσερις αστυνομικούς. Την διαδρομή από το σπίτι της έως το σχολείο την έκανε ανάμεσα σε πλήθος που ήταν παρατεταγμένο στις δυο πλευρές του δρόμου, ανάμεσα στα ουρλιαχτά τους και σε αντικείμενα που της πετούσαν για να την χτυπήσουν.
Όταν μπήκε στην αίθουσα της τάξης της, αντιλήφθηκε ότι ήταν η μοναδική μαθήτρια παρούσα : όλοι οι άλλοι μαθητές είχαν αποτραβηχτεί από τους γονείς τους. Και όχι μόνο. Και οι δάσκαλοι αρνήθηκαν να κάνουν το μάθημα τους : όλοι εκτός μιας δασκάλας της Μπάρμπα Χένρι,, που για ένα έτος ήταν η μοναδική της δασκάλα.
Για όλο έτος η μικρή μαθήτρια έπαιρνε μαζί της το φαγητό από το σπίτι της για να αποφύγει απόπειρες δηλητηρίασης. Και η οικογένεια της υπέστη εκβιασμούς : ο πατέρας της έχασε την εργασία του, στην μητέρα της απαγορεύτηκε να πραγματοποιεί τα ψώνια της στο γειτονικό μπακάλικο, οι παππούδες της εκδιώχτηκαν από τους αγρούς που καλλιεργούσαν.


Το μοναδικό φταίξιμο της Ruby Bridges – αυτό το όνομα της μικρής – ήταν το μαύρο χρώμα του δέρματος της. Ήταν η πρώτη έγχρωμη μαθήτρια που μπήκε σε ένα σχολείο που έως εκείνη την στιγμή ήταν προνόμιο των λευκών.