Δημοσιεύτηκε στις 5 Απριλίου, 2020
«Ενδοοικογενειακή βία»
«Ενδοοικογενειακή βία»
Το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας είναι ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται μέσα στο χρόνο και δεν αφορά συγκεκριμένα άτομα που προέρχονται από συγκεκριμένα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Είναι μία αξιοσημείωτη διαπίστωση που προκύπτει από τα στατιστικά δεδομένα που έχουμε μέχρι στιγμής και στην οποία θα επικεντρωθεί ο άξονας της ομιλίας μου. Χωρίς να θέλω να σας κουράσω, απλώς θα σταθώ σε τρία σημεία, τα οποία θα αποτελέσουν, πιστεύω, και έναυσμα προβληματισμού από μέρους σας, για να μπορέσετε να θέσετε και κάποιες ερωτήσεις.
Το πρώτο βασικό στοιχείο όσον αφορά την ενδοοικογενειακή βία είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιους συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς που επαναλαμβάνονται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Τι σημαίνει αυτό; Το αν θα εκδηλώσει ο άνδρας συνήθως - αν και βέβαια τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται από διάφορες έρευνες ότι ασκείται και βία κατά του άντρα από τη γυναίκα – μία οποιαδήποτε μορφή βίας, ξεκινώντας από λεκτικές απειλές και προχωρώντας φυσικά σε χειροδικία, αυτό δεν έχει να κάνει με ένα συγκεκριμένο τύπο άνδρα που προέρχεται από ένα συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό στρώμα και έχει ένα συγκεκριμένο μορφωτικό επίπεδο. Άσκηση βίας εκδηλώνεται και από άτομα τα οποία τυχαίνει να έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο ή να βρίσκονται σε μια πολύ καλή οικονομική κατάσταση. Επομένως, την άσκηση βίας δεν την παρατηρούμε μόνο σε φτωχές οικογένειες που πλήττονται από την ανεργία και τα οικονομικά αδιέξοδα ή μόνο σε οικογένειες υποτυπώδους μορφωτικής στάθμης. Αυτό μας κάνει να σκεφτούμε και να αναλογιστούμε ότι πρόκειται για μια συμπεριφορά που δεν υπόκειται σε κανόνες με βάση το κοινωνικοοικονομικό στρώμα ή το μορφωτικό επίπεδο. Δεν μπορούμε να προδικάσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά με βάση τα παραπάνω ούτε να τα θεωρήσουμε ως βασικές, πρωταρχικές αιτίες που να μπορούν να μας οδηγήσουν με βεβαιότητα, επιστημονική θα έλεγα εγώ, στην άσκηση βίας. Ένα είναι αυτό.
Το δεύτερο στοιχείο, που θα ήθελα να λειτουργήσει ως έναυσμα προβληματισμού, είναι το πώς ερμηνεύει κανείς τη βία κι αυτό είναι ένα πολύπλοκο και αμφιταλαντευόμενο ζήτημα. Πιο συγκεκριμένα, το τι είδους λεκτική απειλή εξαπολύεται από κάποιον μέσα στα πλαίσια της οικογένειας ή το πώς ασκείται η βία μπορεί να εκληφθούν διαφορετικά από τον καθένα, ανάλογα με το πώς προσλαμβάνει ο ίδιος τα ερεθίσματα και πώς βιώνει τις εμπειρίες του (δηλαδή ανάλογα με την υποκειμενικότητά του) και κάτω από ποιες συνθήκες γίνεται αυτό το οποίο επιδέχεται. Βλέπουμε παραδείγματος χάριν ότι το να πει ένας άνδρας στη γυναίκα του: «δεν είσαι εντάξει στις υποχρεώσείς σου κι έχω μετανιώσει που σε παντρεύτηκα», αυτό μπορεί να εκληφθεί ως άσκηση λεκτικής βίας ή καταπίεσης και να θεωρηθεί αφορμή για περαιτέρω προβλήματα στη σχέση τους, αναλογικά πάντα με τις υποκειμενικότητες των ατόμων που συσχετίζονται, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ξεστομήθηκε αυτό, τη θετική ή αρνητική φόρτιση των προηγούμενων σχεσιακών εμπειριών τους. Δεν αναφέρομαι φυσικά στην άσκηση σωματικής βίας, γιατί στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα είναι ξεκάθαρα κι έχουμε να κάνουμε με το φαινόμενο της καταστολής. Ουσιαστικά, αναφερόμαστε σε μία σχέση εξουσίας, η οποία λαμβάνει μέρος μέσα στα πλαίσια της οικογένειας, όπου ο ένας χειροδικεί, απειλεί, τρομοκρατεί σε βάρος του άλλου κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα την καταστολή της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του ατόμου που κακοποιείται. Βέβαια, ο νόμος προνοεί για όλες τις περιπτώσεις άσκησης βίας, ακόμη και για εκείνες που ασκούνται με λεκτικό τρόπο. Το θέμα βέβαια είναι ότι, πέρα από το πώς μπορεί να ερμηνευτεί αυτή η άσκηση βίας από τον καθένα, ένα άλλο ζητούμενο παραμένει και το πώς μπορεί να αποδειχτεί. Πράγματι, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει πρόβλημα, γιατί ο καθένας μας γίνεται καθημερινά θεατής και ακροατής και βιώνει, θα λέγαμε, πολλές φορές τέτοιες μορφές λεκτικής βίας μέσα σε σχέσεις κυριαρχίας και επιβολής, που τραυματίζουν την προσωπικότητα και αξιοπρέπεια του καθενός και, σε τελευταία ανάλυση, δεν μπορούμε να το αποδείξουμε ή εξαναγκαζόμαστε να το αγνοήσουμε.
Για τη τελευταία μάλιστα περίπτωση μπορώ να αναφέρω ως παραδείγματα ορισμένες εργασιακές σχέσεις εξάρτησης, τις σχέσεις συναισθηματικής εξάρτησης και την περίπτωση της χρόνιας κακοποίησης γυναικών. Ειδικότερα, κάποιος μπορεί να υφίσταται προσβολές (με ψυχικό κόστος) και κάθε μορφή λεκτικής βίας, όταν έχει ανάγκη να εργαστεί και δεν μπορεί να φύγει από ένα εργασιακό περιβάλλον, όταν είναι συναισθηματικά προσκολλημένος και εξαρτημένος, χωρίς κανένα ίχνος αυτονόμησης και πρωτοβουλίας ή τέλος όταν μια γυναίκα που κακοποιείται από το σύζυγό της για πολλά χρόνια έχει μάθει ότι είναι αδύναμη να αντιδράσει σε οτιδήποτε την προσβάλλει ως προσωπικότητα.
Το δεύτερο, επομένως, στοιχείο που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη, μέσα στο πλέγμα τόσο της ενδοοικογενειακής βίας όσο και των διαφόρων μορφών βίας σε πολλά άλλα περιβάλλοντα, είναι οι διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις ενός ατόμου σχετικά με το «ποσόν» και «ποιόν» της βίας που ασκείται είτε προς τον ίδιο είτε προς τους άλλους. Αυτό εξαρτάται από την υποκειμενικότητά του καθενός και, ειδικότερα, από τους αξιακούς κώδικες, τις προσδοκίες, τη στάση ζωής και το κοσμοείδωλο που έχει.
Το τρίτο στοιχείο που θα ήθελα να επισημάνω βασίζεται στις μεταδομικές θεωρίες που προβάλλουν ως μόνη αλήθεια την πολλαπλότητα της αλήθειας με βάση τις ερμηνευτικές εκδοχές του καθενός και αποδομούν κάθε γραμμική προσπάθεια του ατόμου να την κατακτήσει, εφόσον την αντιλαμβάνεται ως μία και «αντικειμενικά» αποδεκτή. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις παραπάνω θεωρίες ο καθένας οργανώνει και κατασκευάζει τη δική του αλήθεια και, από τη στιγμή που δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μία αλήθεια αλλά για πολλές αλήθειες, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι, βέβαιοι με σταθερό και αμετάβλητο τρόπο και για οτιδήποτε συμβαίνει σε ένα σχεσιακό πλαίσιο βίας. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι χανόμαστε σε μία ρευστότητα αβεβαιότητας, με αποτέλεσμα όλοι να έχουν δίκαιο, εφόσον ο καθένας αντιλαμβάνεται τη βίαιη συμπεριφορά από τη δική του οπτική και επομένως όλα δικαιολογούνται και δεν αποδίδονται ευθύνες σε κανέναν. Το θέμα όμως δεν είναι τόσο η απόδοση των ευθυνών όσο ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα και κυρίως κατά πόσο εν δυνάμει έχουμε την ευελιξία να αλλάξουμε τα πράγματα με βάση τη γνώση των πολυποίκιλων πτυχών ενός βίαιου γεγονότος. Σε αυτό συμβάλλει η γνώση του μηχανισμού νοηματοδότησης, ως συμπληρωματικό θεωρητικό στοιχείο της αποδόμησης. Με άλλα λόγια, το να αλλάξουμε τα πράγματα εξαρτάται από τη γνώση του «γιατί» και «πώς» αποδίδουμε νόημα κάθε φορά σε αυτό που είμαστε, σε αυτό που κάνουμε και στις σχέσεις που αναπτύσσουμε. Αν παραδείγματος χάριν κάποιος μέσα στην οικογένεια νοηματοδοτεί το ρόλο του ως προστάτη – κυρίαρχο και ο λόγος του αποτελεί νόμο, καθώς οι άλλοι, σαν ένα στρατιωτικό καθεστώς θα πρέπει να εκτελέσουν τα λόγια – διαταγές του, τότε η οποιαδήποτε ενδεχομένως βίαιη συμπεριφορά του ίδιου και η οποιαδήποτε αντίδραση των υπολοίπων μελών της οικογένειας σε αυτή τη συμπεριφορά έχουν σημασία και αξία αλλαγής μόνο όταν η βίαιη συμπεριφορά και η αντίδραση των υπολοίπων δε θεωρηθεί μονόδρομος, δεν νοηματοδοτηθεί, με άλλα λόγια, μονοδιάστατα ως η μόνη ορθή αλήθεια, ως η μόνη εύλογα ορθή αντιμετώπιση ενός γεγονότος.
Δεν μπορούμε, λοιπόν, να δεχτούμε ότι ισχύει απλώς μια γραμμική πορεία που ο ένας εξαπολύει βία και ο άλλος τη δέχεται. Αυτό ισχύει μόνο στη περίπτωση της σωματικής βίας και τρομοκρατίας, οπότε στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για καταστολή. Σε κάθε άλλη περίπτωση, σύμφωνα με το Φουκώ, όλες οι σχέσεις είναι σχέσεις εξουσίας κι η εξουσία υπάρχει όταν ο άλλος αντιδρά τόσο, όσο χρειάζεται για να διαιωνίζεται η εξουσία του. Δηλαδή αν παραδείγματος χάριν, κάποιος ασκήσει μία μορφή βίας σε ένα μέλος της οικογένειάς του κι αυτό τη δέχεται, την αποδέχεται, την υπομένει ή την ανέχεται μέσα στα πλαίσια μιας χλιαρής αντίδρασης που δεν προοιωνίζει αλλαγή ρόλων και διαφορετική νοηματοδότηση σε πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, τότε η βίαιη συμπεριφορά θα διαιωνίζεται και θα αναπαράγεται.
Επομένως τι γίνεται τώρα; Πώς θα αντιμετωπιστεί αυτό το φαινόμενο; Με το να καταφύγει κάποιος σε ένα σπίτι κακοποιημένων γυναικών ή παιδιών που θα κάνει ο Δήμος; Ή που έχει ο Δήμος ήδη; Πού θα απευθυνθεί για να το καταγγείλει; Κι αυτό ως κάποιο βαθμό είναι εφικτό και έχει βέβαια κάποια αξία, αλλά τις περισσότερες φορές παίρνει διαδικαστικό χαρακτήρα. Οι συνέπειες όμως αυτής της πράξης; Τι θα γίνει στο σπίτι που θα επιστρέψει μετά; Μήπως θα δεχθεί μεγαλύτερη βία; Προκύπτουν, λοιπόν, ερωτήματα που μας προβληματίζουν για το κατά πόσο αρκούν πλήρως τα παραπάνω για μια ουσιαστική επίλυση του προβλήματος. Άρα ποιο είναι το θέμα; Πρέπει να αλλάξουμε το νόημα, το οποίο αποδίδουμε σε εμάς τους ίδιους και στις πράξεις μας. Πώς θα γίνει αυτό; Όχι βέβαια με συμβουλές, ή νουθεσίες του τύπου «να σέβεσαι την ανθρώπινη προσωπικότητα». Αυτό προσωπικά δε μου λέει τίποτα, είναι απλώς ένα γλωσσικό παιχνίδι, τίποτα περισσότερο. Οφείλουμε όμως να δούμε μέσα μας, να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι, να αλλάξουμε το κοσμοείδωλό μας, να αλλάξουμε τους αξιακούς μας κώδικες σιγά – σιγά, την ιεραρχία των αξιών μας μες τις σχέσεις μας, για να μπορέσουμε να αλλάξουμε και τα νοήματα που αποδίδουμε σε μας τους ίδιους και στις σχέσεις μας. Με αυτό τον τρόπο θα αλλάξουμε και τη συμπεριφορά μας και τέτοιου είδους φαινόμενα δε θα επαναλαμβάνονται ή δε θα αναπαράγονται εν πάσει περιπτώσει με αυτή τη μορφή.
Κλείνοντας, εκείνο το οποίο θα ήθελα να τονίσω είναι ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι μια δυναμικά μεταβαλλόμενη συμπεριφορά. Τίποτα δεν πρέπει να νοείται ως πάγιο και σταθερό, έλεγε ο Μπάουμαν. «Ότι παγιώνεται, νεκρώνει» και πραγματικά δεν υπάρχει ζωή σε κάτι το οποίο παγιώνεται και σταθεροποιείται για πάντα, δεν υπάρχει με άλλα λόγια τίποτα για πάντα. Άρα θα πρέπει κι εμείς οι ίδιοι εν δυνάμει να αλλάζουμε, να διαφοροποιούμε θέσεις, στάσεις ζωής, αξιακούς κώδικες, ιεραρχία αξιών, προσδοκίες και ίσως τότε να μπορέσουμε να έχουμε και μία ουσιαστική εσωτερική αλλαγή στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε μια ενδεχόμενη εκδήλωση βίας στη σχέση μας.