Toυ γιοφυριού της Άρτας, παραλλαγή. Της Χρ. Μυλωνίδου

Εσήμερα εξύπνησα με της Αυγής τη δύση

να προβοδίσω τ’ άντρα μου που πάει στο γιοφύρι. 

Αχ θεέ μου κάνε τούτο το γιοφύρι να στεριώσει

που το πρωί εχτίζεται και το βράδυ πια πέφτει.

 

Την ώρα που ετοίμαζα φαγί ν’ πα σ’ εκείνον

πουλί με ανθρώπινη λαλιά εκάθεται και λέει:

“Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,

γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι”.

 

Γοργά ν’ ντυθώ και αλλαχτώ, γοργά να πα στο γιόμα.

Μα μιας και μόλις τη διαβώ την πρώτη τη καμάρα 

βλέπω τον πρωτομάστορα και σφίγγετ’ η καρδιά μου.

Παλιά μνήμη μου έρχεται με αδερφές χτισμένες.

Κοράκι τώρα κράζει μηνώντας πια τη τύχη μου.

 

Διώχνω του Χάρου την ιδέα και πια χαμογελώ:

“Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,

μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος;”

– Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,

και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά 'βρει;

– Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά' σ' το φέρω,

εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω.

 

Ολόγυρά μου κοίταξα και τίποτες δεν ήβρα.

Με μιας γυρίζ’ την πλάτη μου μ’ ανησυχιά γεμάτη.

Ένας πιχάει με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη,

παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.

 

Οργ’ αναβλύζει μέσα μου που μαι κακογραμμένη

και το μίσος πια δεν τ’ αρκεί μέσα να παραμένει.

Και τώρα σαν κοράκι κράζω, σαν κίσσα μοχθηρή:

“Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!

Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,

κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.”

 

Μα ξαφνικά ένας εργάτης που με συνεφέρνει:

“Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,

πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει.”

Τότες τα πόδια μ’ κόβονται κι αναπνοή βαραίνει

μόλις εικόνα του περνά γιοφύρι να διαβαίνει

και μιας να πέφτει στα νερά και σώμα πεθαμένο.

Και το σώμα ατιμασμένο, μονάχο του στον κόσμο.

 

Άρνηση μες τα μάτια μου και στη ψυχή βαθιά μου

“Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,

κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,

τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει”.

 

Του γιοφυριού της Άρτας με αφηγητή τη λυγερή, της Στ. Γεωργίου

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες

γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.

Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.

Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:

«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,

ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»

Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,

δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,

παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:

«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει·

και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,

παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,

πόρχεται αργά τ' αποταχύ* και πάρωρα* το γιόμα».

 

Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.

Πιάνει, με μηνάει με το πουλί τ' αηδόνι:

Αργά ντυθώ, αργά αλλαχτώ, αργά να πάω το γιόμα,

αργά να πάω και να διαβώ της Άρτας το γιοφύρι.

Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε και μου είπε:

«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,

γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι».

 

Να με κι εξανάφανα* από την άσπρη στράτα.

Με είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.

Από μακριά τους χαιρέτησα κι από κοντά τους είπα:

«Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,

μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος*;

– Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,

και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά 'βρει;

– Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά' σ' το φέρω,

εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω».

 

Μηδέ καλά κατέβηκα, μηδέ στη μέση επήγα·

«Τράβα, καλέ μ', τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,

τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».

Ένας πιχάει* με το μυστρί*, κι άλλος με τον ασβέστη,

παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.

 

«Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό* μας!

Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,

η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη*,

κι εγώ η πλιο στερνότερη* της Άρτας το γιοφύρι.

Ως τρέμει το καρυόφυλλο*, να τρέμει το γιοφύρι,

κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.

 

– Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,

πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει* και περάσει».

Κι εγώ το λόγον άλλαξα κι άλλη κατάρα δίνω.

«Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,

κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,

τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».

Toυ γιοφυριού της Άρτας με αφηγητή τη λυγερή, του Δ. Λιούτα

 

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες

γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.

Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.

Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες,

μα πιο πολύ ο μάστορας που είναι πρώτος όλων.

Κλαίω κι εγώ που ανήμπορη είμαι για να βοηθήσω.

Μόνο φαί τους πάω εκεί, τον πόνο τους ν' ακούσω.

Και σαν η ώρα έφτασε να πάω να τους το δώσω,

ένα πουλάκι ήρθε κι έκατσε απάνω στο περβάζι,

δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χελιδόνι,

παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα:

" Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,

γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι."

Έφτασα και εμφανίστηκα από την άσπρην στράτα.

Με είδ' ο πρωτομάστορας, χλώμιασε η θωριά του.

Από μακριά τους χαιρετώ κι από κοντά τους λέω:

"Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,

μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργιομισμένος;

"Το δαχτυλίδι το 'πεσε στην πρώτη την καμάρα,

και ποιος να μπει, και ποιος να βγει, το δαχτυλίδι νά'βρει;"

"Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ' το φέρω,

εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω."

Μηδέ καλά εκατέβηκα, μηδέ στη μέση επήγα,

"Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα

τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα."

Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,

παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.

"Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!

Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,

η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη

κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.

Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,

κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες."

"Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,

πο 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει."

Κι εγώ το λόγον άλλαξα κι άλλη κατάρα δίνω:

"Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,

κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,

τί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει