Του γιοφυριού της Άρτας-αλλαγή τέλους, Χ. Νικολίτσα

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες

γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.

Oλημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.

Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:

«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,

ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»

Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,

δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,

παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:

«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει·

και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,

παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,

πόρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα».

Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.

Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:

Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,

αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.

Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:

«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,

γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι».

Να τηνε κι εξανάφανεν από την άσπρη στράτα.

Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.

Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:

«Γεια σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,

μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος;

– Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,

και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά 'βρει;

– Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά' σ' το φέρω,

εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω».

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε·

«Τράβα, καλέ μ', τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,

τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».

Ένας πιχάει με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη.

Το βλέπει ο πρωτομάστορας και απόφαση το παίρνει.

«Για σταματήστε μάστοροι κι αφήστε την κυρά μου,

εμένα να με χτίσετε στης Άρτας το γιοφύρι.»

Τ’ακούει αυτό η λυγερή και η καρδιά της σπάζει.

-Εγώ είμαι κακό-τυχη κι αυτό μου λέει η μοίρα,

εσύ να ζήσεις για να δεις της Άρτας το γιοφύρι.

-Σταμάτα και μη λες πολλά έτσι πρέπει να γίνει,

εμένα να με χτίσουνε στις Άρτας το γεφύρι.

Κι Λυγερή που τον κοιτά, μοιρολογά και λέει:

«Άντρα μου όμορφε, γλυκέ και του σπιτιού κολώνα

θα περιμένω να σε βρω και με καημό θα κλαίω

και στο γεφύρι όταν περνώ, θα σπάζει η καρδιά μου.»

Leave a Reply