Ενημερώθηκε στις 17 Νοεμβρίου, 2022
PROJECT Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ
1.Από τουs θεματικούς Κύκλους
Με όλο που ο διάλογος είναι στον άνθρωπο μια φυσική ανάγκη, της ίδιας ζωτικής σημασίας για το πνεύμα όπως η αναπνοή για το σώμα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η σύνεση επιβάλλει την οριστική διακοπή, το τέλος του. Τότε αισθανόμαστε ότι έχομε φτάσει στο απροχώρητο και πρέπει αμέσως ν' αλλάξομε θέμα ή να αναζητήσομε άλλο συνομιλητή. Γιατί; – Ολοφάνερα γιατί καταλαβαίνομε ότι ο τρόπος να συνεννοηθούμε, να συναντηθούμε με τον αντιλέγοντα δεν υπάρχει, και εάν συνεχίσομε την αντιδικία, ο διάλογος μας θα μετατραπεί σε διένεξη με απρόβλεπτες συνέπειες.
Το φαινόμενο αξίζει μεγαλύτερη διερεύνηση.
Το «διαλέγεσθαι» (κατά μιαν ωραία ανακάλυψη κορυφαίων σοφών της ελληνικής αρχαιότητας) είναι αρχή του σύμπαντος, θεμελιωμένη στη σύσταση του κόσμου, και ταυτόχρονα νόμος του πνεύματος που καθρεφτίζει τη δομή του. Στη Φύση τα εναντία: το πλήρες και το κενό, η κίνηση και η ακινησία, το φως και το σκοτάδι κ.ο.κ. αναζητούνται και έλκονται αμοιβαία για να σμίξουν, και πάλι να διαχωριστούν και να συγκρουστούν. Αυτός ο δυναμικός διχασμός που τείνει προς τη συναίρεση και όταν τη φτάσει την εγκαταλείπει για να συνεχιστεί η δημιουργική διαμάχη, είναι και της δομής του πνεύματος εικόνα. Όταν ψηλαφούμε την επιφάνεια ενός ζητήματος ή όταν προσπαθούμε να εισχωρήσομε στο βάθος του, «κουβεντιάζομε» με τον εαυτό μας αναλύοντας ένα-ένα τα ευρήματά μας, και πότε στεκόμαστε σε μιαν ερμηνεία, πότε την αποσύρομε για να την αντικαταστήσομε με μιαν άλλη πιθανότερη, πληρέστερη, ισχυρότερη. Αν μάλιστα η «κουβέντα» μας γίνεται μ' έναν ομότεχνο που έχει τα ίδια με μας διαφέροντα και την ίδια επιμονή να φτάσει στην άκρη του θέματος, ο διάλογος μαζί του είναι ανεκτίμητος· ανοίγει περισσότερο και φωτίζει το δρόμο της έρευνας και επισημαίνοντας τις δυσχέρειες μάς οδηγεί ταχύτερα και ασφαλέστερα στη ζητούμενη λύση, όπου μόνοι μας θα φτάναμε πολύ αργά ή δεν θα φτάναμε ποτέ.
Έτσι μεθοδεύεται στις επιστήμες η προσπέλαση της αλήθειας: με τον πολλαπλασιασμό και την ανάφλεξη των αποριών, με τη διαρκή ανανέωση του προβλήματος. Αν καλοεξετάσομε τα πράγματα, θα βεβαιωθούμε ότι για το εν εγρηγόρσει πνεύμα δεν υπάρχουν λύσεις ανέκκλητες,1 τελικές, παρά μόνο προσωρινές αναπαύσεις, μικρά διαλείμματα σε μια πορεία που προχωρεί όχι ίσια και ομαλά, αλλά περίπλοκα και ανώμαλα, με «θέσεις» και «αντιθέσεις», «καταφάσεις» και «αρνήσεις», «παραδοχές» και «απορρίψεις» – προς ένα ιδεατό τέρμα, απομακρυσμένο όσο το πλησιάζομε, σαν τις ψευδαισθητικές παραστάσεις των οδοιπόρων της ερήμου. Λογικά μόνο η κίνηση αυτή η αδιάκοπη, από το «έτερον» προς το «αυτό», και πάλι από το «αυτό» προς το «έτερον» είναι παραγωγική. Με τον αντίλογο ο νους προωθείται προς νέα ευρήματα, ή διασκελίζοντας τα εμπόδια που του αντιστέκονται, ή διευρύνοντας τις έννοιές του για να συμπεριλάβει τα στοιχεία που έχουν μείνει έξω από την περίμετρο των σχηματισμών του. Αλλά και ψυχολογικά τίποτα δεν ενεργεί διεγερτικά και δεν τροφοδοτεί τη σκέψη όσο η διαφωνία. Όταν ο άλλος δεν προβάλλει διαλεκτικά αντίσταση στη γνώμη που διατυπώνομε και εύκολα συμφωνεί μαζί μας, δεν κερδίζομε τίποτα· απεναντίας χάνομε, γιατί και αν ακόμη βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο, βλέπομε μόνο τη γραμμή που έχομε χαράξει και δεν παρατηρούμε ούτε δεξιά ούτε αριστερά, οπότε το θήραμα – η «αλήθεια»– μπορεί να κρύβεται κάπου εκεί και μεις ανύποπτοι το προσπερνούμε. Αντίθετα, η αντίρρηση, όταν βρίσκει το στόχο, είναι (έστω και αν προσποιούμαστε ότι δεν της δίνομε σημασία) κεντρί «διαρκείας», που δεν μας αφήνει να ησυχάσομε στα αποκτημένα, αλλά μας παρακινεί να τα συμπληρώσομε και να τα διευκρινίσομε, ή να τα τροποποιήσομε και να τα στερεώσομε –ακόμη και να τα εγκαταλείψομε, για να απαλλαγεί το πνεύμα μας από τις ιδιοκατασκεύαστες δεσμεύσεις του και έτσι να κινηθεί ελεύθερα προς ευτυχέστερες λύσεις.
Οι ωφέλειες λοιπόν του διαλόγου (του γνήσιου διαλόγου που αναπτύσσεται κοχλιωτά με τον προωθητικό ανταγωνισμό θέσης και αντίθεσης) είναι πολλαπλές και αναμφισβήτητες. Και όμως, είπαμε, υπάρχουν περιπτώσεις όπου είναι άχρηστος και επιζήμιος. Ποιες;
Πρώτα, η δυσάρεστη κατάσταση που δημιουργείται όταν αυτός που αντιλέγει δεν βρίσκεται στο ίδιο πνευματικό επίπεδο με μας και (παρά την προσπάθεια ίσως που κάνει να παρακολουθήσει το λογικό ξετύλιγμα των σκέψεων) δεν κατορθώνει να συλλάβει και να εκτιμήσει σωστά το νόημα των επιχειρημάτων μας, όχι από κακή πρόθεση αλλά από άγνοια ή αγροικία.2 Εκθέτομε λ.χ. μια θεωρία της Οικονομικής επιστήμης ότι ο «φρόνιμος» πληθωρισμός, που θερμαίνει με πιστώσεις την παραγωγή αλλά δεν χάνει τον έλεγχο των τιμών, είναι ορθή νομισματική πολιτική. Και διατυπώνομε τις θεωρητικές επιφυλάξεις ή τις ανησυχίες μας από την πρακτική εφαρμογή του συστήματος τούτου στον δικό μας οικονομικοπολιτικό χώρο. Αίφνης αντιλέγει ένας συνδαιτημόνας και η συζήτηση αρχίζει σε τόνο ζωηρό. Δίχως όμως και να προχωρεί, επειδή ο άλλος δεν έχει τον απαιτούμενο πνευματικό οπλισμό να την κάνει, με τις αντιρρήσεις του, παραγωγική ή και απλώς διαφωτιστική. Γίνεται τότε φανερό ότι ο διάλογος είναι ανώφελος, και εάν δεν έχομε άλλους λόγους να τον συνεχίσομε (από αβρότητα π.χ. ή από διάθεση σκωπτική –για να «παίξομε» δηλαδή με τον αντίδικο όπως η γάτα με το ποντίκι) το καλύτερο που έχομε να κάνομε είναι να τον σταματήσομε.
Δεύτερη θα αναφέρω την περίπτωση όπου, ύστερ' από τους πρώτους κιόλας διαξιφισμούς με τον αντιφρονούντα, ανακαλύπτουμε ότι, εξαιτίας της διαφορετικής αγωγής και των ασύμπτωτων φραστικών μας έξεων, με τις ίδιες λέξεις ο καθένας μας εννοεί άλλα πράγματα, και έτσι γεννιέται μοιραία, αναπότρεπτα η αμοιβαία παρεξήγηση των λεγομένων μας. Προϋπόθεση του διαλόγου είναι η κοινή γλώσσα· χωρίς αυτήν, το κάθε πρόσωπο μονολογεί – ακούει, αλλά δεν καταλαβαίνει το άλλο. Δεν φτάνει όμως να μιλούμε και οι δύο ελληνικά ή αγγλικά, για να συνεννοηθούμε απάνω σε ένα θέμα που απαιτεί σοβαρήν αντιμετώπιση. Πρέπει, μέσα στη γλώσσα που μιλούμε, να έχομε παραδεχτεί και να μεταχειριζόμαστε σταθερά την ίδια «συμβολική», να δίνομε δηλαδή στις λέξεις –έννοιες το ίδιο περιεχόμενο και να τις συντάσσομε γραμματικά– λογικά σύμφωνα με τους ίδιους απαράβατους νόμους. Διαφορετικά, δεν καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο και ματαιοπονούμε, εάν επιμένομε με τη συζήτηση να ανακαλύψομε πού συμφωνούμε και πού διαφωνούμε. Εάν λ.χ. είμαστε και οι δύο επιστήμονες και πρόκειται, σε ιδιωτικό ή δημόσιο διάλογο, να ξεκαθαρίσομε τις ιδέες μας απάνω σ' ένα επίμαχο θέμα, όπως είναι η έννοια της φυσικής νομοτέλειας έπειτα από τη θεωρία των Κβάντα, πρέπει να έχομε και οι δύο εκπαιδευτεί στην ορολογία και στους φραστικούς κανόνες της σύγχρονης Φυσικής και όταν στη συζήτησή μας μεταχειριζόμαστε τα καθιερωμένα στο «Λεξικό» και στη «Γραμματική» της σύμβολα, να εννοούμε και να εκφράζομε πάντοτε τις ίδιες και οι δύο μας σκέψεις. Εάν κατά την ανάπτυξη των απόψεών μας ανακαλύψομε (και αυτό δεν συμβαίνει τόσο σπάνια όσο νομίζομε) ότι στου καθενός τη «γλώσσα» οι λέξεις: συνεχές και ασυνέχεια, χρόνος και κίνηση, νόμος και στατιστικός λογισμός, απροσδιοριστία και συμπληρωματικότητα κ.ο.κ. ούτε το ίδιο πράγμα σημαίνουν ούτε συντάσσονται κατά τον ίδιο λογικό κώδικα, επομένως τρόπος να συνεννοηθούμε δεν υπάρχει, πρέπει να διακόψομε το γρηγορώτερο το διάλογο· διαφορετικά θα πέσομε σε πλήρη σύγχυση.
Θα εκθέσω και μια τρίτη ακόμη περίπτωση (περιορίζομαι στις σπουδαιότερες) που είναι η πιο συνηθισμένη στην καθημερινή ζωή. Σ' αυτήν ο διάλογος αρρωσταίνει από αλλεπάλληλες παρεμβολές στοιχείων όχι απλώς ξένων, αλλά αυτόχρημα3 εχθρικών προς την ομαλή λειτουργία της διάνοιας, με αποτέλεσμα να χάσει κάθε ίχνος γονιμότητας, ν' αρχίσει να περιστρέφεται χωρίς διέξοδο γύρω από το ίδιο σημείο, και, όπως η βίδα που άνοιξε πολύ μεγάλη τρύπα δεν πιάνει πια και αχρηστεύεται, ή όπως ο τροχός που στριφογυρίζει στην ίδια θέση δεν προχωρεί αλλά ανάβει και φθείρεται, έτσι κι' αυτός αποσυντίθεται σε αυτοεπαναλαμβανόμενους μονολόγους που μετατρέπουν τη συζήτηση σε ανιαρή λογοκοπία και σε διαμάχη λογικής αυτοκαταστροφής... Τα νοσογόνα στοιχεία είναι εδώ οι προλήψεις και τα πάθη που τρέφονται από μίση και συμφέροντα και γεννούν (μαζί με τις άλλες, τις αγιάτρευτες συχνά κοινωνικές πληγές) το πείσμα και τη μισαλλοδοξία, τη μικρόνοια και το φανατισμό.
Πού και πώς δρουν υπονομεύοντας την πνευματική υγεία του ανθρώπου αυτά τα ψυχικά βακτηρίδια, το ξέρομε από τις διενέξεις μας απάνω σε «φλέγοντα» θέματα της πολιτικής, ακόμα και της θρησκευτικής ζωής. Στους χρόνους μας (όπου θριαμβεύει η σοφιστεία και η υποκρισία) αποκαλούμε αυτή την κονταρομαχία (που δυστυχώς δεν είναι μόνο θεαματική) «μάχη των ιδεολογιών». Και πολλοί τη βρίσκουν φυσική και αναπόφευκτη, αφού κοντά στις άλλες υπάρχει και μια «αλήθεια προοπτικής» που διαφέρει από κλίμα σε κλίμα, εποχή σε εποχή, τάξη σε τάξη, σύστημα σε σύστημα, ιδιοσυγκρασία σε ιδιοσυγκρασία κ.ο.κ. Σε τέτοιες περιπτώσεις έχομε –λέγουν– ασύμπτωτες οπτικές γωνίες και δεν είναι δυνατόν να γίνει ζύγισμα σωστό, γιατί λείπουν τα κοινά σταθμά, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν εμένα μου αρέσει το πορτοκάλι και σε σας αρέσει το μήλο, εγώ προτιμώ ένα σοβαρό μυθιστόρημα από ένα διασκεδαστικό φιλμ, ενώ εσείς βάζετε πιο ψηλά τον κινηματογράφο από τη λογοτεχνία κτλ. Αλλά εδώ δεν μιλούμε για διαφορές γούστου ή έξεων που ανάμεσα σε ανθρώπους καλής ανατροφής λύνονται συνήθως ειρηνικά, με την αμοιβαία αναγνώριση και ανοχή των προσωπικών παραλλαγών, αλλά για μια βαριάν αρρώστια του διαλόγου ως μέσου πρόσφορου και αποτελεσματικού στην πρόοδο της γνώσης, αρρώστια που παρουσιάζει πολύ «θορυβώδη συμπτώματα», καθώς συνηθίζουν να τα ονομάζουν οι γιατροί. Στην περίπτωση αυτή ο λόγος χάνει τον έλεγχο των πράξεών του, μαίνεται, δεν είναι σε θέση να κάνει πολύπλοκους συσχετισμούς και λεπτές διακρίσεις, αποφαίνεται μονοκόμματα και ανεπιφύλακτα: δύο τα χρώματα «άσπρο» και «μαύρο», «το άσπρο από δω, το μαύρο από κει», «το μαύρο από δω, το άσπρο από κει», και πάντοτε η επωδός του τυφλού πάθους: «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας».
Ο αναγνώστης εύκολα θα βρει τα δικά του παραδείγματα. Εγώ θα του θυμίσω πόσο συχνά στους κοινωνικούς μας κύκλους ηλεκτρίζεται η ατμόσφαιρα, όταν από κάποιον απρόσεχτο συνδαιτημόνα έρχεται λ.χ. στη μέση το πολύκροτο γλωσσικό μας ζήτημα και στην σκηνή βρίσκεται κάποιος γνωστός πρωταγωνιστής. Οι παρατάξεις σχηματίζονται αμέσως και το πολεμικό μένος ανάβει. Τέτοιες ώρες η στοιχειώδης φρόνηση υπαγορεύει την άμεση διακοπή του διαλόγου, τη γρήγορη μετάβαση σε άλλα θέματα. Ο έξυπνος άνθρωπος βλέποντας τη διαμάχη από τη δική του σκοπιά, φαντάζομαι ότι θα πει τότε μέσα του το απόφθεγμα ενός πασίγνωστου ξένου θεατρικού συγγραφέα: «Όταν λένε ότι το άσπρο είναι μαύρο και το μαύρο άσπρο, είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς την άκρη» (Ευγένιος lonesco)4 –και θα σωπάσει. Τέχνη χρειάζεται για να κάνει κανείς επιδέξια και ευχάριστα ένα διάλογο. Τέχνη επίσης για να τον σταματάει εγκαίρως, όταν γίνεται άγονος και εριστικός. Ο καλός συζητητής κατέχει και τις δύο.
Ε. Π. Παπανούτσος
«Το δίκαιο της πυγμής»
Να απαντήσετε τις ερωτήσεις
- Γιατί νομίζετε ότι ο συγγραφέας θεωρεί το διάλογο ζωτική ανάγκη;
- Πότε οδηγεί ένας διάλογος σε αντιδικία τους διαλεγόμενους;
- Να απαντήσετε στα εξής:
α) Με ποιον τρόπο μεθοδεύεται στις επιστήμες η προσπέλαση της αλήθειας;
β) Πότε γίνεται ανεκτίμητος ο διάλογος και γιατί;γ) Γιατί, όταν συμφωνεί ο άλλος, δεν υπάρχει κανένα κέρδος για τη σκέψη; - Ποιες προϋποθέσεις θεωρεί ο συγγραφέας απαραίτητες για να αναπτυχθεί ένας εποικοδομητικός διάλογος; Πότε γίνεται άγονος και εριστικός;
- Να γραφεί ένας σύντομος διάλογος, όπου οι διαλεγόμενοι φτάνουν σε αδιέξοδο. Έπειτα να προσδιοριστούν οι λόγοι που οδήγησαν στο αδιέξοδο αυτό. (Αν χρειάζεται, να δοθούν κάποιες διευκρινίσεις για τα πρόσωπα που διαλέγονται).
---------------------------------------
1 ανέκκλητος: που δεν μπορεί να ανακληθεί, τελικός
2 αγροικία: έλλειψη καλλιέργειας, μόρφωσης
3 αυτόχρημα: πράγματι, ακριβώς
4 Ευγένιος Ιονέσκο (Eugène Ιonesco): Γάλλος θεατρικός συγγραφέας του αιώνα μας, ρουμανικής καταγωγής, βασικός εκπρόσωπος του «θεάτρου του παραλόγου»
*************
2.ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΘΕΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΥΚΛΟΥΣ :
Να σχολιάσετε παντοιοτρόπως το παρακάτω ποίημα, όπως κάνουμε στην τάξη με τα ποιήματα: A. Είναι παραδοσιακό ή μοντέρνο και γιατί; B. Σχόλια για το ύφος, τη γλώσσα, την (πολυ)τροπικότητα,την ιδεολογία Γ.Ποια η σχέση του τίτλου με το ποίημα;
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ: Nα διασκευάσετε το ποίημα, γράφοντάς το αλλιώς.
Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους
νεκρούς μας.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
Μανόλης Αναγνωστάκης
«Τα ποιήματα 1941-71»
*************
3. ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ. ‘ΕΠΕΙΤΑ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΤΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ποια τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των δημοτικών τραγουδιών ; Mπορείτε αν θέλετε να φέρετε και παραδείγματα.
*************
4. ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ
Από τις διδαχές
Βασικό γνώρισμα των «Διδαχών» του Κοσμά του Αιτωλού ήταν η απλότητα. Δεν επιδίωκε να εντυπωσιάσει με τη ρητορική δεινότητα, αλλά να μεταδώσει στους ελληνικούς πληθυσμούς τα βασικά σημεία της ορθόδοξης διδασκαλίας, γιατί ο κίνδυνος να αλλαξοπιστήσουν είτε από αμάθεια είτε από τη βία ήταν μεγάλος. Αυτός ήταν ο λόγος που τα κηρύγματά του είχαν μεγάλη λαϊκή ανταπόκριση. Παράλληλα αγωνίστηκε για τη διατήρηση της εθνικής μας γλώσσας ιδρύοντας σχολεία. Όπως έγραψε στον αδελφό του Χρύσανθο ίδρυσε «δέκα σχολεία ελληνικά» και «διακόσια διά κοινά γράμματα».
1
Ευλογημένοι χριστιανοί, αι πολλαί εκκλησίαι ούτε διατηρούν ούτε ενισχύουν την πίστιν μας όσον και όπως πρέπει, εάν οι εις τον Θεόν πιστεύοντες δεν είναι φωτισμένοι υπό των τε παλαιών και νέων Γραφών. Η πίστις μας δεν εστερεώθη από αμαθείς αγίους, αλλά από σοφούς και πεπαιδευμένους, οίτινες και τας αγίας Γραφάς ακριβώς μας εξήγησαν και δια θεοπνεύστων λόγων αρκούντως μας εφώτισαν. Σήμερον όμως ένεκα των εξ αμαρτιών συμπεσουσών δεινών περιστάσεων λείπουσιν ή τουλάχιστον εισί σπανιώτατοι τοιούτοι σοφοί και ενάρετοι άνδρες, όπως διατηρήσωσι ανεπηρεάστως τους Ορθοδόξους ομογενείς μας. Διότι πώς δύναται να διατηρηθή αβλαβές το έθνος μας κατά τε την θρησκείαν και ελευθερίαν, οπόταν ο ιερός κλήρος αγνοή κατά δυστυχίαν των αγίων Γραφών την εξήγησιν, ήτις εστί το φως και η στερέωσις της πίστεως; Όταν ένας ποιμήν δεν γνωρίζη το θρεπτικόν χόρτον διά το ποίμνιόν του, δεν θεραπεύη τα τυχόντα πάθη του, δεν προφυλάττη αυτά από άγρια θηρία και κλέπτας, πώς είναι δυνατόν να διατηρηθή διά πολύν καιρόν εκείνο το ποίμνιον; Λοιπόν, τέκνα μου Πάργιοι, προς διαφύλαξιν της πίστεως και ελευθερίαν της πατρίδος, φροντίσατε να συστήσητε ανυπερθέτως σχολείον ελληνικόν, δι' ου θα γνωρίσωσι τα τέκνα υμών όσα υμείς αγνοείτε.
2
Τέκνα μου αγαπητά εν Χριστώ, διατηρήσατε γενναίως και ατρομήτως την ιεράν ημών θρησκείαν και την γλώσσαν των πατέρων, διότι αμφότερα ταύτα χαρακτηρίζουσι την φιλτάτην ημών πατρίδα και άνευ τούτων το έθνος ημών καταστρέφεται. Μην απελπισθήτε, αδελφοί μου, η Θεία Πρόνοια θέλει πέμψει μίαν ημέραν την ουράνιον σωτηρίαν, ίνα φαιδρύνη τας καρδίας ημών προς απαλλαγήν εκ της ελεεινής καταστάσεως εν τη οποία ευρισκόμεθα.
υπό των τε: και από τους.
πεπαιδευμένος: αυτός που μορφώθηκε, που είναι καλλιεργημένος.
αρκούντως: αρκετά.
ένεκα των... περιστάσεων: για τις φοβερές περιστάσεις, που έτυχαν από τις αμαρτίες μας.
εισί: είναι.
δι' ου: με το οποίο.
φαιδρύνη:για να χαροποιήσει.
ελεεινή κατάσταση: οικτρή, αξιοθρήνητη κατάσταση.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Ποια φράση του πρώτου αποσπάσματος συνοψίζει τη θρησκευτική και εθνική διδασκαλία του Κοσμά του Αιτωλού;
- Ποια σημεία των αποσπασμάτων δείχνουν ότι εντάσσεται στην κίνηση του νεοελληνικού διαφωτισμού;
- Ο Σολωμός είχε πει: «Μήγαρις (= μήπως) έχω άλλο στο νου μου πάρεξ (= εκτός) ελευθερία και γλώσσα;» Να συσχετίσετε αυτή τη φράση με ανάλογα χωρία από τα αποσπάσματα του Κοσμά Αιτωλού.
*Στις απαντήσεις θα σας βοηθήσει να δείτε το γενικότερο πλαίσιο που εντάσσεται το κείμενο του Αιτωλού.
*************
5. Mε το Διευθυντή και έναν καθηγητή σου συμμετέχεις στη συντακτική επιτροπή ενός μηνιαίου περιοδικού που εκδίδει το σχολείο σου. Έχεις σκοπό να προτείνεις να γίνει στο επόμενο τεύχος ένα αφιέρωμα στο ερωτικό φαινόμενο. Ένα από τα κείμενα που επιλέγεις να συμπεριληφθούν στο αφιέρωμα είναι και αυτό που ακολουθεί. Να συντάξεις μία σύντομη περίληψή του (50–60 λέξεις), για να ενημερώσεις τα δύο άλλα μέλη της επιτροπής και μία εκτενέστερη (150–180 λέξεις), για να δημοσιευτεί στο περιοδικό.
Aνάλυση του ερωτικού φαινομένου
H πιο εύστοχη παρατήρηση που γίνεται στο Συμπόσιον του Πλάτωνα είναι ότι ο έρωτας δεν είναι μόνο φοβερός κυνηγός και γόης, αλλά και φτωχός και «ενδεία σύνοικος». Eίναι γιος της Πενίας και του Πόρου, της φτώχειας και του πλούτου. Mέσα στον έρωτα υπάρχει η ένδεια, η στέρηση που αποζητά την πληρότητα έξω από τον εαυτό της. Mε τον έρωτα γεμίζουμε κάποιο κενό που υπάρχει μέσα μας, αποκτούμε κάτι που μας λείπει και που, όταν το αποκτήσουμε, νιώθουμε πλήρεις και αυτάρκεις και φυσικά και ευτυχισμένοι. Στην πραγματικότητα στο φαινόμενο του έρωτα έχουμε την πολύ δυνατή έλξη που ασκεί επάνω μας η ομορφιά, σωματική, ψυχική ή και τα δυο μαζί. H ομορφιά αυτή αντικρίζεται και ως τελειότητα. O ερωτευμένος κατέχεται από τον πόθο να πλησιάσει το πρόσωπο που ενσαρκώνει την ομορφιά, θέλει να απολαύσει την ομορφιά. Στην απόλαυση αυτή περιλαμβάνεται και η ικανοποίηση του σεξουαλικού ενστίκτου. Στον έρωτα δεν υπάρχει ανιδιοτέλεια, απλή θέα της ομορφιάς, θαυμασμός της και χαρά για την παρουσία της, παρότι κι όλα αυτά αποτελούν στοιχεία του έρωτα. H ανιδιοτελής θέα της ομορφιάς προσεγγίζει την έννοια του πλατωνικού έρωτα…
Ο έρωτας θεωρήθηκε από πολλούς ως εγωιστικό φαινόμενο. Στον έρωτα ζητούμε να πάρουμε κάτι που θεωρούμε πολύ σημαντικό, επιζητούμε την απόλαυση και σκεφτόμαστε την ευτυχία μας. Θέλουμε να ικανοποιήσουμε μια προσωπική μας ψυχική ανάγκη. Όταν όμως και το πρόσωπο που ερωτευόμαστε ζητά από μας τα ίδια πράγματα, τότε υπάρχει αμοιβαιότητα, αμοιβαία ανταπόκριση, σύμπτωση αναγκών. Εγωιστικός γίνεται ο έρωτας, όταν ζητάμε να παίρνουμε δίχως να δίνουμε, όταν δε λαβαίνουμε υπόψη τις επιθυμίες και τις ανάγκες του ερωτικού συντρόφου, αλλά ενδιαφερόμαστε μόνο για την προσωπική μας απόλαυση. Στον αληθινό έρωτα υπάρχει αλτρουισμός και αγάπη. Ο έρωτας απευθύνεται και στο ίδιο το «ερώμενον» πρόσωπο, όχι μόνο στην ομορφιά του ή τις άλλες ελκυστικές του ιδιότητες, στα σωματικά του χαρίσματα.
Aς μπούμε και στην παθολογία του έρωτα. Πολλοί ερωτεύονται πολλά πρόσωπα, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, χωρίς να καταλήγουν σε κανένα. Aυτό θεωρήθηκε νευρωτική προσπάθεια για ερωτική κατάκτηση πολλών προσώπων και επιβεβαίωση ενός μη σίγουρου ανδρισμού ή αποδόθηκε σε φόβο για μια μόνιμη σχέση με το άλλο φύλο. Άλλοι προτιμούν να ερωτεύονται μειονεκτικά άτομα, για να νιώθουν ασφαλείς, για να κυριαρχούν επάνω τους, να εξασφαλίζουν την απόλυτη αφοσίωσή τους κτλ. Άλλοι αποφεύγουν τις ερωτικές σχέσεις και φοβούνται τον έρωτα ή εκφράζονται άσχημα γι’ αυτόν. Aυτό που τους φοβίζει δεν είναι ο έρωτας καθαυτός αλλά ο ερωτικός σύντροφος. Aγόρια καταπιεσμένα από τις μητέρες τους αποκτούν ένα υποσυνείδητο φόβο για κάθε γυναίκα. Tο φόβο αυτόν διατηρούν σε όλη τη ζωή τους. Tον ίδιο φόβο και την ίδια αποστροφή για τους άντρες αισθάνονται και τα κορίτσια που γνώρισαν τη βάναυση και αυταρχική συμπεριφορά του πατέρα τους. (…)
Aς επιστρέψουμε όμως στη γήινη ομορφιά και τον γήινο έρωτα. Όπως ήδη σημειώσαμε, ο έρωτας αυτός δεν είναι πάντα μια ιδανική σχέση ή μια γνήσια σχέση. Eίναι χαρακτηριστικό ότι ο Φρόυντ έδωσε τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην ικανοποίηση του σεξουαλικού ενστίκτου, ενώ αυτό που λέμε «έρωτας» θεωρήθηκε απ’ αυτόν ένας εξευγενισμός, μια ρομαντική εξιδανίκευση του σεξουαλικού ενστίκτου. Eίναι ωστόσο φανερό ότι, όταν ζητάμε από το άλλο φύλο απλώς την ικανοποίηση ενός βιολογικού ενστίκτου μας, μεταχειριζόμαστε τον άλλο περισσότερο σαν πράγμα. Δεν τον βλέπουμε σαν πρόσωπο, στο οποίο πρέπει να χαρίσουμε αγάπη, στοργή, εκτίμηση και όλα τα σχετικά ανθρώπινα συναισθήματα.
O έρωτας δεν είναι μόνο σωματική αλλά και ψυχική έλξη. Eνδέχεται να εξιδανικεύουμε τον ερωτικό μας σύντροφο και να μας εξιδανικεύει κι αυτός, ενώ αργότερα ο πέπλος της αλληλοεξιδανίκευσης πέφτει και τα αγαπώμενα πρόσωπα αποκαλύπτονται το ένα στο άλλο με το πραγματικό του πρόσωπο και τον πραγματικό του χαρακτήρα, που φυσικά δεν έχει καμιά σχέση με την τελειότητα. Eίναι φυσικό να εξιδανικεύουμε το πρόσωπο του έρωτά μας, να το φανταζόμαστε και ψυχικά όμορφο και τέλειο, για να το κάνουμε πιο αξιαγάπητο ή για να πείσουμε τον εαυτό μας ότι ανταποκρίνεται σε κάποιο φανταστικό ερωτικό ιδεώδες μας. O έρωτας έχει σχέση με το ρομαντισμό, όχι με το ρεαλισμό. O ρομαντισμός όμως δεν κρατά για πάντα. Tελικά κυριαρχεί η πραγματικότητα, που μπορεί μερικές φορές να μας απογοητεύει. Aποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο των ερωτευμένων και δείχνει αν αυτό είναι αξιαγάπητο, απλώς υποφερτό ή και αποκρουστικό. Στην τελευταία περίπτωση η ερωτική σχέση διαλύεται.
Στον έρωτα μπορεί να μην υπάρχει ειλικρίνεια. Oι υποσχέσεις για αιώνια αγάπη είναι ένα καθαρό ψέμα. Όταν φεύγει η ομορφιά, φεύγει και ο έρωτας. Kανένας δεν αγαπά το μη όμορφο. Γι’ αυτό λέμε ότι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία στη σχέση ατόμων διαφορετικού φύλου δεν είναι ο έρωτας αλλά η αγάπη και η αλτρουιστική διάθεση. H τελευταία βλέπει στον ερωτικό σύντροφο περισσότερο το συνάνθρωπο, απέναντι στον οποίο πρέπει να δείχνει κατανόηση για τις αδυναμίες του, να μη βλάπτει την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του και από καθαρά ερωτική σκοπιά να προσέχει όλες εκείνες τις ομορφιές, σωματικές ή ψυχικές, που διατηρεί ακόμα. Όλα αυτά είναι στενά συναρτημένα με το χαρακτήρα των ανθρώπων. Δεν επιβάλλονται από καμιά ηθική.
Nοησιαρχικοί τύποι υποτίμησαν τον έρωτα. Tον είδαν σαν ένα τυφλό συναίσθημα, που δεν έχει ίχνος λογικής μέσα του. Σαν τέτοιος ο έρωτας είναι ένα τυφλό πάθος, που μας βασανίζει ή μας σπρώχνει σε επικίνδυνες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Πρωταρχικά βέβαια ο έρωτας είναι ένα δυνατό συναίσθημα, που δημιουργείται από μια δυνατή πραγματικότητα, την ομορφιά. H ομορφιά πείθει καθαυτή. Δε χρειάζεται να χρησιμοποιήσει επιχειρήματα. Tο άτομο χρειάζεται να έχει μέσα του το αισθητήριο και το κριτήριο της ομορφιάς. Mερικοί εκλαμβάνουν ως όμορφο το μη όμορφο, ακόμα και το άσχημο. Άλλοι βλέπουν μόνο τη σωματική ομορφιά, χωρίς να αντιλαμβάνονται καθόλου την ψυχική ομορφιά. Άλλοι ερωτεύονται βαθμιαία και με περίσκεψη, λαβαίνουν υπόψη και το χαρακτήρα του προσώπου που πάνε να αγαπήσουν, ενώ άλλοι καλλιεργούν έντονα ερωτικά συναισθήματα και ζητούν την άμεση ικανοποίηση των συναισθημάτων τους αυτών, χωρίς να προσέχουν τίποτε άλλο. H κρίση τους, όση διαθέτουν, εξαφανίζεται κάτω από τα ισχυρά ερωτικά τους συναισθήματα.
O τρόπος με τον οποίο ερωτεύεται κάποιος εξαρτάται ασφαλώς και από το χαρακτήρα του. Διαφορετικά ερωτεύεται ένας νοησιαρχικός τύπος και διαφορετικά ένας συναισθηματικός. Διαφορετικά ερωτεύεται ένας που διαθέτει κάποια νοημοσύνη και διαφορετικά ένας κουτός, ένας άνθρωπος που δεν μπορεί λόγω ανεπαρκούς νοημοσύνης να αξιολογεί πρόσωπα και καταστάσεις ή δεν καταλαβαίνει ότι εκτός από τον έρωτα υπάρχουν και άλλες αξίες, που πρέπει να συνυπολογίζονται, όταν συνάπτει κανείς μια ερωτική σχέση. Όταν βλέπει κανείς τον έρωτα ως τη μοναδική και ανώτερη αξία, τότε είναι φυσικό να κυριεύεται εξολοκλήρου απ’ αυτόν και να κάνει λάθη, να μη βλέπει τις άλλες όψεις της ζωής. H ζωή προφανώς δεν είναι μόνο ομορφιά και ωραιολατρία. O έρωτας είναι ένα μόνο κομμάτι της ζωής, ίσως το πιο όμορφο, όχι όμως και το πιο σπουδαίο.
Σωκράτης Γκίκας, Επίκαιρα θέματα
*************
6. Σημειώστε τα πλεονεκτήματα του προφορικού λόγου ως μέσου επικοινωνίας. Τι ρόλο παίζει στην πρόσληψη και στην κατανόηση του μηνύματος το γεγονός ότι ο δέκτης είναι παρών στην προφορική επικοινωνία;Σημειώστε τα πλεονεκτήματα του γραπτού λόγου ως μέσου επικοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πομπός διαθέτει συνήθως χρόνο, για να επεξεργαστεί το κείμενο του, πριν να το παραλάβει ο δέκτης.
*************
7. Να σχολιάσετε γραπτά την παρακάτω άποψη:
Διάλογος είναι, κατά τη δική μου γνώμη, να παραδεχτείς ότι η αλήθεια είναι πολλαπλή. Ότι είναι ανέφικτη η πλήρης αλήθεια. Και πρέπει να φωτισθεί από πολλές πλευρές, για να τη συλλάβει κανείς. Επομένως, έχει ανάγκη από τον έλεγχο του άλλου, από τη δοκιμασία του άλλου, και τον χρειάζεται τον άλλον η αλήθεια. Όταν λες ότι κατέχεις εσύ την αλήθεια μόνος σου και δε χρειάζεσαι τον άλλον, είσαι δογματικός, δεν είσαι κριτικός νους. Και δεύτερο, πρέπει να παραδεχτεί κανείς ότι για να πλησιάσει τον άλλον, ένας μόνος τρόπος υπάρχει: να τον πείσει. Του διαλόγου μέθοδος είναι μόνο η πειθώ. Ούτε η γοητεία, ούτε η απάτη - η πειθώ. Είπα και πιστεύω στον αληθινό διάλογο. Στο διάλογο δεν πάμε να σώσουμε τις ιδέες μας. Πάμε να σώσουμε την αλήθεια.../// Ε. Π. Παπανούτσος, από τις εφημερίδες