Δημοσιεύτηκε στις 18 Δεκεμβρίου, 2022
Προφορικός και γραπτός λόγος
Ο προφορικός και ο γραπτός λόγος αποτελούν δύο ισότιμες μορφές επικοινωνίας με ιδιαίτερα ωστόσο χαρακτηριστικά που οριοθετούν επί της ουσίας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους. Παρά τη γενικότερη εντύπωση πως ο γραπτός λόγος υπερέχει του προφορικού λόγω της καλύτερης εκφραστικής ποιότητας που επιτυγχάνεται σε αυτόν, ο προφορικός λόγος αποτελεί τη συνηθέστερη επικοινωνιακή μορφή, γεγονός που του προσδίδει ιδιαίτερη αξία και καθιστά καίριας σημασίας την ενίσχυσή του στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Τα θετικά χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου
- Ο προφορικός λόγος είναι λόγος ζωντανός και αυθόρμητος∙ ικανοποιεί με αποτελεσματικότητα τις πλείστες καθημερινές ανάγκες επικοινωνίας των ανθρώπων και διακρίνεται για την αμεσότητά του, εφόσον η επικοινωνία πραγματώνεται μεταξύ ατόμων που συνομιλούν σε πραγματικό χρόνο. Η αμεσότητα, άλλωστε, του προφορικού λόγου πιστοποιεί κατά τρόπο σαφή τις εκφραστικές δυνατότητες του ατόμου, μιας και δεν προσφέρει περιθώρια προετοιμασίας ή σχεδιασμού, όπως αυτά δίνονται άπλετα στο γραπτό λόγο.
- Ο προφορικός λόγος είναι σαφώς πιο παραστατικός και προσφέρει στον ομιλητή τη δυνατότητα να ενισχύει τη νοηματική αξία των λέξεών του με τη χρήση παραγλωσσικών στοιχείων, όπως είναι οι εκφράσεις του προσώπου και οι χειρονομίες. Είναι ιδιαίτερο προνόμιο του προφορικού λόγου πως με τον επιτονισμό και μόνο της φωνής μια απλή λέξη ή έκφραση μπορεί να λάβει πλήθος νοηματικών προεκτάσεων, πλουτίζοντας έτσι το λόγο με τρόπους που δεν είναι εφικτοί στο γραπτό κείμενο. Όλο το φάσμα των συναισθημάτων μπορούν να περάσουν στην ομιλία του ατόμου ακριβώς μέσω του επιτονισμού, χωρίς να απαιτείται η ρητή λεκτική δήλωσή τους.
Ο ομιλητής έχει το σαφές πλεονέκτημα να ελέγχει το επίπεδο κατανόησης των λεγομένων του τη στιγμή ακριβώς που τα εκφέρει, κι αυτό του επιτρέπει να επανέρχεται με διευκρινίσεις και περαιτέρω συμπληρωματικά στοιχεία, προκειμένου να διασφαλίσει πως ο συνομιλητής του έχει κατανοήσει πλήρως το μεταδιδόμενο μήνυμα. Ενώ, ακόμη κι αν ο ίδιος δεν αντιληφθεί κάποια πιθανή παρανόηση ή ασάφεια, υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα του συνομιλητή να εκφράσει τις απορίες του ή να θελήσει να επιβεβαιώσει πως έχει αντιληφθεί ορθά όσα έχει ακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όπως είναι προφανές, τέτοιου είδους άμεση αλληλεπίδραση μπορεί να υπάρξει μόνο στο πλαίσιο μιας προφορικής -συνήθως- συνομιλίας ή τώρα πια ακόμη κι αν η συνομιλία διεξάγεται με την ανταλλαγή γραπτών μηνυμάτων, οπότε η γραπτή επικοινωνία προσεγγίζει ως ένα βαθμό την προφορική, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τη δυνατότητα παροχής διευκρινίσεων.
- Η αμεσότητα του προφορικού λόγου επιτρέπει την ουσιαστικότερη γνωριμία μεταξύ των ατόμων, και άρα την ανάπτυξη της κοινωνικότητας, μιας και παρέχει τη δυνατότητα μιας απρόσκοπτης και ταχύτερης επικοινωνιακής επαφής.
Παρά το γεγονός, άλλωστε, πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χρησιμοποιούν το γραπτό λόγο για την επίτευξη μιας ανάλογης επικοινωνίας, δεν μπορούν να προσφέρουν εντούτοις το σαφές κέρδος της δια ζώσης επαφής, της μη λεκτικής επικοινωνίας που διασφαλίζει η οπτική επαφή των ατόμων, αλλά και όλων εκείνων των παραγλωσσικών στοιχείων που χρωματίζουν την ομιλία του ατόμου, φανερώνοντας πάντοτε πολύ περισσότερα απ’ όσα οι λέξεις που χρησιμοποιεί.
- Ο προφορικός λόγος συνιστά μορφή φυσικής έκφρασης και είναι γι’ αυτό κτήμα όλων των ανθρώπων είτε έχουν παρακολουθήσει συστηματικές σπουδές είτε όχι. Σε αντίθεση, λοιπόν, με το γραπτό λόγο που προϋποθέτει ένα ικανοποιητικό επίπεδο σπουδών για την αποτελεσματική του χρήση, ο προφορικός λόγος εξυπηρετεί τις καθημερινές επικοινωνιακές ανάγκες ακόμη και αναλφάβητων ατόμων.
- Ο προφορικός λόγος διακρίνεται συνήθως για την απλότητα και τη σαφήνειά του, εφόσον δύσκολα αφήνει περιθώρια για πολύπλοκες συντακτικές δομές, όπως αυτές του γραπτού λόγου.
Τα μειονεκτήματα του προφορικού λόγου
- Ένα βασικό μειονέκτημα του προφορικού λόγου προκύπτει από την αμεσότητα έκφρασής του, που δεν επιτρέπει πάντοτε τη σχετική προετοιμασία, και αφορά την προχειρότητά του. Παρατηρούνται, έτσι, ασυνταξίες, αστοχίες στην επιλογή λέξεων λόγω βιασύνης, νοηματικά κενά λόγω της αδυναμίας του ομιλητή να ελέγξει αν ολοκλήρωσε τη νοηματική αλληλουχία των λεγομένων του, άσκοπα γεμίσματα του λόγου για να καλυφθεί ο χρόνος σκέψης, παύσεις, αλλά και ελλιπής συχνά τεκμηρίωση, εφόσον ο ομιλητής δεν έχει τον αναγκαίο χρόνο να οργανώσει με πληρότητα το λόγο του.
Η προχειρότητα του προφορικού λόγου, αν και είναι εύλογη και συνήθως συγχωρητέα, τον καθιστά εντούτοις περισσότερο ανεπίσημο και γι’ αυτό αποφεύγεται η απροσχεδίαστη χρήση του σε επίσημες ή μεγάλης βαρύτητας εκδηλώσεις, όπως είναι για παράδειγμα οι πολιτικές ομιλίες.
- Η ελλιπής οργάνωση του προφορικού λόγου και η προχειρότητά του ευθύνονται και για την αδυναμία του να αποδώσει με πληρότητα και ακρίβεια τα μεταδιδόμενα μηνύματα. Είναι σαφές, άλλωστε, πως κάθε ομιλητής, αν είχε το χρόνο να οργανώσει τις σκέψεις του, όπως αυτό συμβαίνει στο γραπτό λόγο, θα μπορούσε να αποδώσει πολύ πιο περιεκτικά και με μεγαλύτερη ακρίβεια όσα θα ήθελε να εκφράσει.
- Ο προφορικός λόγος είναι προσωρινός και οι συγκεκριμένες διατυπώσεις του ξεχνιόνται πολύ γρήγορα. Διατηρείται μόνο για περιορισμένο διάστημα στη μνήμη των συνομιλητών το γενικό του περιεχόμενο ή οι προθέσεις του. Αυτό, όμως, αποτελεί σημαντικό μειονέκτημά του, εφόσον δεν μπορεί να διασφαλίσει τη διαρκή διατήρηση των ιδεών και των απόψεων, όπως άριστα το επιτυγχάνει ο γραπτός λόγος.
Τα θετικά χαρακτηριστικά του γραπτού λόγου
- Ο γραπτός λόγος παρέχει στο άτομο τη δυνατότητα να επεξεργαστεί με προσοχή τις διατυπώσεις και τα εκφραστικά του μέσα επιτυγχάνοντας έτσι υψηλή ποιότητα λόγου. Απουσιάζουν, άρα, από το γραπτό λόγο οι αστοχίες και οι προχειρότητες του προφορικού, γεγονός που τον καθιστά ιδανικότερο για τις πιο επίσημες μορφές επικοινωνίας.
- Ο γραπτός λόγος προσφέρει στο άτομο το αναγκαίο περιθώριο χρόνου προκειμένου να οργανώσει κατάλληλα τις ιδέες και τα επιχειρήματά του. Οργάνωση που προσδίδει τελικά μεγαλύτερη ευστοχία και ακρίβεια στη γραπτή έκφραση σε σχέση με την αντίστοιχη προφορική. Το γραπτό κείμενο, επομένως, αποδίδει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και πληρότητα τις σκέψεις του ατόμου, εφόσον αυτές είναι οργανωμένες, επαρκώς ανεπτυγμένες και έχουν επανελεγχθεί, ώστε ο γράφων να είναι βέβαιος πως δεν έχουν παραλειφθεί ουσιώδη επιχειρήματα ή ζητήματα.
- Ο γραπτός λόγος, εφόσον δεν παρέχει τη δυνατότητα διευκρινήσεων, ωθεί το άτομο σε μια αυστηρά δομημένη ανάπτυξη των σκέψεών του, με στόχο πάντοτε τη σαφή διατύπωση, ώστε να παρουσιάζεται με τον πληρέστερο τρόπο το μεταδιδόμενο μήνυμα.
- Σε αντίθεση με την προχειρότητα του προφορικού λόγου και τους συχνούς πλατειασμούς που συναντώνται σε αυτόν, ο γραπτός λόγος επιτρέπει τη νοηματική πυκνότητα, αλλά και τη διεξοδικότερη προσέγγιση του υπό ανάπτυξη ζητήματος. Ο γράφων έχει την ευχέρεια να επιλέξει τις κατάλληλες λέξεις και να προσέξει ιδιαίτερα τη δόμηση του κειμένου του.
Αντιστοίχως, έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει πληρέστερα τις εκφραστικές του δυνατότητες, παρουσιάζοντας ένα κείμενο με πιο πλούσιο λεξιλόγιο και εναλλαγή συντακτικών δομών.
- Ο γραπτός λόγος διασφαλίζει τη διατήρηση των σκέψεων του ατόμου, ξεπερνώντας χρονικά και τοπικά όρια, όπως έχει ήδη επιτευχθεί με τη φιλοσοφική σκέψη, τον ποιητικό λόγο και τα ιστορικά έργα των αρχαίων Ελλήνων. Σε αντίθεση, έτσι, με το εφήμερο του προφορικού λόγου, ο γραπτός λόγος κατορθώνει να διαφυλάξει ακέραιες τις ιδέες και τις πνευματικές επιτεύξεις των ατόμων.
Τα μειονεκτήματα του γραπτού λόγου
- Ο γραπτός λόγος στερείται εκ των πραγμάτων την αμεσότητα του προφορικού λόγου και όλα εκείνα τα παραγλωσσικά στοιχεία που τόσο ενισχύουν και εμπλουτίζουν τη διαλογική επικοινωνία. Στο πλαίσιο του γραπτού λόγου, επομένως, μπορούν μεν να αποδοθούν με πληρότητα οι σκέψεις του ατόμου και χάρη στα σημεία στίξης να υπονοηθούν στοιχεία όπως είναι η ειρωνεία, η έκπληξη, η αμφιβολία κ.λπ., δεν μπορούν όμως τα λόγια του γράφοντος να αποκτήσουν ποτέ τη ζωντάνια και το ποικιλοτρόπως ενισχυόμενο νοηματικό εύρος που παρέχει η οπτική επαφή και το άκουσμα της φωνής του ομιλητή.
- Ο γραπτός λόγος δεν προσφέρει στο άτομο τη δυνατότητα άμεσης λήψης στοιχείων ανατροφοδότησης, όπως είναι οι εκφράσεις του συνομιλητή, οι αντιδράσεις και οι απορίες του, που χαρακτηρίζουν τη ζωντανή προφορική επικοινωνία. Ο γράφων, επομένως, δεν μπορεί να γνωρίζει πραγματικά ποιος ήταν ο άμεσος αντίκτυπος των λόγων του, ούτε έχει τη δυνατότητα να δώσει άμεσα διευκρινίσεις και επεξηγήσεις στον αποδέκτη του κειμένου του. Στοιχείο που τον ωθεί βέβαια να επιδιώκει τη σαφέστερη και πληρέστερη δυνατή διατύπωση, του στερεί όμως την άμεση αλληλεπίδραση.
- Ο γραπτός λόγος δεν έχει τη φυσικότητα του προφορικού, ούτε κατακτάται με την ίδια ευκολία από όλα τα άτομα, γεγονός που τον καθιστά μέσο επικοινωνίας κυρίως των ανθρώπων που έχουν ακολουθήσει συστηματικές σπουδές κι έχουν αποκτήσει άνεση και ευχέρεια στη χρήση του.
Ο γραπτός λόγος θέτει, επομένως, εμπόδια στην επικοινωνία μεταξύ ατόμων που έχουν σημαντική απόκλιση εκπαιδευτικού υπόβαθρου, εφόσον δεν επιτρέπει πάντοτε την απλοποίηση ή τις ποικίλες αποσαφηνίσεις που τόσο διευκολύνουν την προφορική επικοινωνία ακόμη και ανάμεσα σε άτομα τελείως άνισου γνωστικού επιπέδου.
- Ο γραπτός λόγος είναι ιδιαίτερα χρονοβόρος σε σχέση με τον προφορικό, γι’ αυτό και δεν επιλέγεται για τις τρέχουσες επικοινωνιακές ανάγκες. Ο γράφων οφείλει να αφιερώσει σημαντικό χρόνο για να δομήσει σωστά το κείμενό του, να ελέγξει τις εκφραστικές του επιλογές και να διασφαλίσει τη σαφήνεια των διατυπώσεών του, γεγονός που λειτουργεί αποτρεπτικά για τη συχνή αξιοποίησή του.
[ΠΗΓΗ: https://latistor.blogspot.com/2015/09/blog-post_30.html]