Ο λογοτεχνικός διάλογος
Είδαμε ότι είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να αποδοθεί απόλυτα ο προφορικός λόγος με ένα γραπτό κείμενο. Ωστόσο, στη λογοτεχνία συχνά χρησιμοποιείται ο διάλογος τόσο στα αφηγηματικά κείμενα όσο και στα θεατρικά, και σχηματίζουμε την εντύπωση ότι ακούμε έναν αυθεντικό (πραγματικό) προφορικό λόγο, ενώ πρόκειται απλώς για την αναπαράστασή του,
δηλαδή την πιστή απεικόνιση ή μίμησή του.
α) Ο διάλογος στα αφηγηματικά λογοτεχνικά κείμενα (αφηγηματικός διάλογος)
Στα αφηγηματικά λογοτεχνικά κείμενα (μυθιστόρημα, διήγημα κ.λπ.) ο συγγραφέας δεν περιορίζεται μόνο στην περιγραφή και την αφήγηση των γεγονότων, αλλά χρησιμοποιεί και τον μονόλογο και τον διάλογο στην προσπάθειά του να αναπαραστήσει και να απεικονίσει πιστά με τον πιο άμεσο τρόπο τα γεγονότα (δραματικότητα), καθώς και να δώσει ζωντάνια και ζωηρότητα στην αφήγησή του.
Στα αφηγηματικά λογοτεχνικά είδη μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κατηγορίες λόγου:
τον ευθύ λόγο, τον πλάγιο και τον μεικτό.
Ο ευθύς λόγος είναι ο λόγος των ηρώων του λογοτεχνικού έργου. Είναι σαν να ακούμε εκείνη τη στιγμή τους ήρωες να μας μιλάνε. Έτσι, ο λόγος του αφηγητή- συγγραφέα υποχωρεί. Ο πλάγιος λόγος είναι ο λόγος του αφηγητή-συγγραφέα που μεταδίδει (μεταφέρει) τα λόγια των ηρώων του. Ο μεικτός λόγος είναι ο συνδυασμός των δύο παραπάνω, είναι, δηλαδή, ο λόγος των ηρώων (ευθύς λόγος) και ο λόγος του αφηγητή (πλάγιος λόγος) που «ακούγονται».
Τα μέσα που χρησιμοποιούνται στον γραπτό αφηγηματικό λόγο, για να αποδοθεί με φυσικότητα ο προφορικός λόγος με τα παραγλωσσσικά και εξωγλωσσικά γνωρίσματά του, είναι κυρίως:
• Οι λέξεις, και ειδικότερα τα ρήματα (π.χ. «πρόσταξε, φώναξε..»), τα επίθετα (π.χ. «με ύφος
αυστηρό»), τα επιρρήματα (π.χ. «αμήχανα κούνησε το κεφάλι του, βίαια, αυθόρμητα») και
• τα σημεία στίξης, ως δηλωτικά σχόλια των σκέψεων, συναισθημάτων και αντιδράσεων των
ηρώων (π.χ. θαυμαστικό για να δηλωθεί η έκπληξη, ερωτηματικό για την απορία... κ.λπ.).
Έτσι, ο αναγνώστης καταφέρνει να φανταστεί τη διαδραματιζόμενη σκηνή, όπως περίπου ο λογοτέχνης τη φαντάστηκε, αναπαριστώντας σωστά τον τόνο της φωνής, το ύφος, την έκφραση των προσώπων κ.λπ.
Να διαβάσετε το παρακάτω απόσπασμα από το «Ταξίδι με τον Έσπερο» του Άγγελου Τερζάκη. Στη συνέχεια, να βρείτε τα μέσα που χρησιμοποιούνται στον γραπτό αφηγηματικό λόγο, για να αποδοθεί με φυσικότητα ο προφορικός λόγος με τα παραγλωσσσικά και εξωγλωσσικά γνωρίσματά του.
– Λοιπόν, στο γεφυράκι τ’ απόγευμα, έκανε ο Ντόντος με το μούτρο χωμένο στο
πιάτο του.
– Θα πάτε στο γεφυράκι; ρώτησε η κυρία Πιτσιλά.
– Γιατί να μην πάμε στις Πικροδάφνες; Κρίμα! παραπονέθηκε η Φανή.
– Στις Πικροφάφνες, αν δεν μπούμε στου συνταγματάρχη, δεν έχει κανένα νόημα.
– Ω όχι, όχι στου συνταγματάρχη! κάνει η Φανή και κοιτάζει ανήσυχη τον Γλαύκο.
– Μην ακούω ανοησίες, έκανε κοφτά η κυρία Πιτσιλά. Στου συνταγματάρχη, ξέρετε
πως δεν μπαίνει κανένας. Λοιπόν;
– Μα γιατί; ρώτησε απορημένος ο Γλαύκος.
Του έκανε εντύπωση που τους είδε να σωπαίνουν. Μητέρα και κόρη είχανε κοιταχτεί
μια στιγμή.
– Ο συνταγματάρχης είναι ιδιόρρυθμος άνθρωπος, είπε τέλος, ύστερα από σκέψη, η
κυρία Πιτσιλά.
– Εγώ δεν το καταλαβαίνω αυτό, έκανε μέσα στα δόντια του ο Ντόντος.
– Τι δεν καταλαβαίνεις;
– Αυτή την... ιδιοτροπία του συνταγματάρχη.
– Μα Ντόντο!... από πού σε φέραμε; δαγκώθηκε η Φανή.
– Άφησέ τον. Κάνει τώρα τον ανήξερο.
– Γιατί; Σάμπως ξέρω;
– Αυτό που ξέρεις φτάνει, δήλωσε κατηγορηματικά η μητέρα του. Ξέρεις πως οι ξένοι, εκεί, δεν είναι ευπρόσδεκτοι.
Στο παρακάτω απόσπασμα από το αφηγηματικό κείμενο του Άγγελου Βλάχου «Η μπογάτσα» να παρατηρήσετε τις λειτουργίες του διαλόγου: α) Με ποιον τρόπο εξυπηρετεί ο διάλογος την εξέλιξη της δράσης κάθε φορά; β) Πώς βοηθά στη διαγραφή των χαρακτήρων;
[Ένας πεινασμένος χαμάλης στέκεται μπροστά σε μια βιτρίνα, όπου άχνιζε ένα ταψί
λαχταριστή μπογάτσα].
– Τι κοιτάζεις, μωρέ, αυτού;
– Αχ! τη μπογάτσα, αφέντη μου!
– Σ’ αρέσει το λοιπόν η φρέσκια μπογάτσα;
Ο αχθοφόρος δεν απήντησεν, αλλά προσείδε μόνον τον αστυνόμον. Και το βλέμμα
του εκείνο ήτο δίωρος κοινοβουλευτική ρητορεία.
– Κόψ’ του ένα κομμάτι! διέταξεν ο οικτίρμων δημόσιος λειτουργός τον οπτανέα*.
Δος του να φάη του κακομοίρη!
– Αμ’ ένα κομμάτι μοναχά, αφεντικούλη μου; Τι να το κάμω ένα κομμάτι;
– Μα πόσο θέλεις το λοιπόν; Μη θες να τη φας ολάκερη;
– Την τρώγω, αφέντη μου, υπέλαβε μετριοφρόνως ο γυμνήτης*, και υλάκτει*, ως λέει
ο Όμηρος, ο στόμαχός του εξ αγαλλιάσεως.
– Κι αν δεν τη φας;
– Αν δεν τη φάω... φτύσε με, αφέντη μου.
* οπτανεύς/οπτανέας = ψήστης
* γυμνήτης = α. αυτός που δεν φορά πολλά ρούχα, β. αυτός που στερείται τις απολαύσεις
* υλάκτει = γαύγιζε
Να μετατρέψετε τον παρακάτω ευθύ λόγο (τον διάλογο) σε πλάγιο (αφηγηματοποιημένο λόγο), από το απόσπασμα του Γιώργου Θεοτοκά «Αργώ».
Ο Παπασίδερος βάδισε μονομιάς καταπάνω του. Το βλέμμα του γυάλιζε μες στο
ημίφως. Ήτανε πολύ νευριασμένος κι έμοιαζε απειλητικός.
– Τι θες εδώ; ρώτησε βίαια.
– Θέλω γράμματα! αποκρίθηκε ο μικρός αυθόρμητα, μηχανικά, χωρίς να σκεφτεί τι
έλεγε, με το ίδιο πάντα αφαιρεμένο και παράξενο ύφος.
– Γιατί έφυγες, μωρέ, από το σπίτι σου;
– Θέλω γράμματα! ξανάπε το παιδί.
– Πήγαινε να με περιμένεις στο προαύλιο! πρόσταξε ο παπάς.
Κι ενώ ο μικρός στεκότανε απολιθωμένος και τον κοίταζε κατάματα, δίχως να
καταλαβαίνει τα λόγια του, ο παπάς τού φώναξε ακόμα πιο βίαια, σηκώνοντας κιόλας
την κοκαλιάρικη χερούκλα του:
– Πήγαινε έξω αμέσως, να μη σε σπάσω στο ξύλο!
Χρήσιμη πληροφορία:
Κατά τη μετατροπή (αλλαγή) του ευθέως λόγου/διαλόγου σε πλάγιο λόγο/αφηγηματοποιημένο
εργαζόμαστε ως εξής:
α) Μετατρέπουμε τις κύριες προτάσεις (ερώτησης, επιθυμίας, κρίσεως) σε αντίστοιχες πλάγιες
και δευτερεύουσες προτάσεις, εξαρτημένες από ρήματα που αποδίδουν τα παραγλωσσικά
γνωρίσματα του λόγου (π.χ. ρώτησε βίαια, πρόσταξε ...).
β) Μετασχηματίζουμε το α ́ ή β ́ πρόσωπο ενικού σε γ ́ πρόσωπο ενικού αριθμού.
γ) Μεταβάλλουμε τους παροντικούς χρόνους των ρημάτων του διαλόγου σε παρελθοντικούς,
για να συμφωνούν με τους παρελθοντικούς χρόνους των ρημάτων της αφήγησης.
δ) Μεταβάλλουμε τις προστακτικές σε προτρεπτικές υποτακτικές, ώστε να υπαχθούν στην
εξάρτηση του πλάγιου λόγου.
Να μετατρέψετε τον διάλογο ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Πρωταγόρα, από πλάγιο
λόγο που σας δίνεται, σε ευθύ:
Ο Σωκράτης ρώτησε τον Πρωταγόρα ποιο είναι το μάθημα που διδάσκει και σε τι κάνει
καλύτερους τους νέους. Ο Πρωταγόρας του απάντησε ότι το μάθημα που διδάσκει είναι
η ευβουλία, δηλαδή η ορθή σκέψη και πράξη στην ιδιωτική και δημόσια ζωή. Ο Σωκράτης
του εξέφρασε την αντίρρηση ότι αυτό δεν μπορεί να διδαχθεί και, για να του εξηγήσει
για ποιο λόγο, του ανέφερε για παράδειγμα τους Αθηναίους οι οποίοι, ενώ για όλα τα
άλλα θέματα συμβουλεύονται ειδικούς, για τις υποθέσεις της πόλης δέχονται να τους
συμβουλεύει ο καθένας, επειδή πιστεύουν ότι αυτό δεν διδάσκεται. Ύστερα ζήτησε από
τον Πρωταγόρα να τους αποδείξει ότι η αρετή αυτή διδάσκεται. Ο Πρωταγόρας ρώτησε
τους παρευρισκόμενους αν θέλουν να τους το αποδείξει με ρητορικό λόγο ή μύθο. Και
εκείνοι απάντησαν, με μύθο.
β) Ο θεατρικός διάλογος
Αν συγκρίνετε έναν διάλογο στα αφηγηματικά λογοτεχνικά κείμενα και έναν στα θεατρικά κείμενα, θα διαπιστώσετε ότι δεν είναι ίδιος.
Στα αφηγηματικά κείμενα οι διάλογοι (τα λόγια και τα στοιχεία της ομιλίας, παραγλωσσικά και
εξωγλωσσικά, που τα συνοδεύ ουν) πρέπει να αναπαρασταθούν με τον γραπτό λόγο, για να τους
διαβάσει ο αναγνώστης. Έτσι, ο συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να προσδιορίζει τα πρόσωπα,
να τα σχολιάζει, να αναφέρει τα στοιχεία της ομιλίας τους, ενώ την αλλαγή των προσώπων την
δηλώνει με τις παύλες.
Από την άλλη μεριά, το θεατρικό κείμενο δίνει βέβαια ορισμένες βασικές πληροφορίες σε όποιον
το διαβάσει, αλλά κύριος προορισμός του είναι να παιχθεί, οπότε τα στοιχεία της ομιλίας γίνονται
άμε σα αντιληπτά από τον θεατή (τα βλέπει), καθώς αναπαράγονται από τους ηθοποιούς. Στο
θεατρικό κείμενο τα πρόσωπα αναγράφονται στο αριστερό μέρος της σελίδας, ακριβώς πριν από
τα λόγια των ηθοποιών.
Αν παρατηρήσετε, τώρα, τα παραγλωσσικά και εξωγλωσσικά φαινόμενα στο αφηγηματικό
κείμενο και στο θεατρικό κείμενο, θα διαπιστώσετε ότι:
Ο διάλογος στα αφηγηματικά κείμενα συνοδεύεται από λεπτομερή περιγραφή των εξωγλωσσικών
και παραγλωσσικών φαινομένων, για να μπορεί ο αναγνώστης να ανασυνθέτει στο μυαλό του τη
σκηνή, όπως περίπου τη φαντάστηκε ο λογοτέχνης. Να μπορεί να αναπαριστά σωστά το ύψος
και τον τόνο της φωνής, την έκφραση, τις κινήσεις κ.ά. Μόνον έτσι ο διάλογος θα έχει ζωντάνια
και αμεσότητα.
Στους θεατρικούς, όμως, διαλόγους κάτι τέτοιο είναι περιττό, αφού ο θεατής βλέπει να
διαδραματίζεται (παίζεται) ο διάλογος μπροστά του και έτσι δεν χρειάζεται να φανταστεί την
ιστορία. Τα παραγλωσσικά και εξωγλωσσικά στοιχεία θα τα ζωντανέψει πάνω στη σκηνή ο
ηθοποιός, ακολουθώντας τις σχετικές οδηγίες του σκηνοθέτη. Οι οδηγίες αυτές, βέβαια, είναι
πάντα διαφορετικές, ανάλογα με την εκάστοτε «σκηνοθετική άποψη» και, επομένως, θα είναι και
διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο αποδίδονται στη σκηνή τα εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά
στοιχεία.
Να διαβάσετε πάλι τα παραπάνω αποσπάσματα από το «Ταξίδι με τον Έσπερο» του
Άγγελου Τερζάκη (σ. 75) και «Η μπογάτσα» του Άγγελου Βλάχου (σ. 76). Να προσέξετε με ποιο
τρόπο ο συγγραφέας αποδίδει τον διάλογο και τα εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά στοιχεία στο
αφηγηματικό κείμενο. Τι εξυπηρετούν τα σημεία της στίξης;
79
γ) Η φυσικότητα στον διάλογο
Η φυσικότητα (το να ηχεί, δηλαδή, ο διάλογος σαν πραγματικός) είναι μία από τις
κύριες αρετές του διαλόγου. Αυτό σημαίνει πως συχνά στα λογοτεχνικά κείμενα οι συγγραφείς
προσπαθούν -και το πετυχαίνουν σε ικανοποιητικό βαθμό- να διατηρήσουν, χρησιμοποιώντας
και αξιοποιώντας, πολλά από τα γνωρίσματα του προφορικού λόγου, όπως είναι:
• Οι σύντομες ή μισοτελειωμένες φράσεις, οι επαναλήψεις...
• Τα εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά στοιχεία της ομιλίας, όπως είναι οι παύσεις, οι χειρονομίες,
οι εκφράσεις του προσώπου, οι κινήσεις, η ψυχική κατάσταση κ.ά.
• Ο τόνος της φωνής, ο οποίος συχνά αποδίδεται και με επίθετα και ρήματα, π.χ. «ρώτησε
απότομα...»
• Η απόδοση των χαρακτηριστικών των συνδιαλεγόμενων ηρώων, ανάλογα με την κοινωνική
προέλευση, καταγωγή, επαγγελματική ιδιότητα κ.λπ.
• Η χρήση του ατομικού ή τοπικού ιδιώματος. Η ιδιόλεκτος, δηλαδή η γλώσσα κάθε ατόμου,
η προσωπική του έκφραση, αναμφίβολα ζωντανεύει μπροστά μας τη σκηνή της συζήτησης.
Να διαβάσετε πάλι το απόσπασμα από τα «Χταποδάκια» του Μ. Καραγάτση στην ενότητα «Προφορικός και Γραπτός λόγος» (σσ. 60-61):
α) Να εντοπίσετε δύο παραδείγματα από το κείμενο που να τεκμηριώνουν (επιβεβαιώνουν):
– την ιδιόλεκτο του μαγαζάτορα,
– τη φυσικότητα του διαλόγου,
– το μορφωτικό επίπεδο του Παναγιωτάκη.
β) Να αφηγηθείτε το παραπάνω επεισόδιο σε έναν φίλο σας, εκφράζοντας, παράλληλα, τη
συμπάθειά σας προς το πρόσωπο του ήρωα.
Δραματοποίηση
Δραματοποίηση είναι η παρουσίαση με θεατρικό τρόπο ενός θέματος. Με τη δραματοποίηση δημιουργείται ένας πλαστός/φανταστικός κόσμος μέσα στον οποίο οι συμμετέχοντες αναλαμβάνουν έναν ρόλο, εκφράζονται ελεύθερα και καλούνται να βιώσουν και να ζωντανέψουν μια κατάσταση, φαινόμενα από την καθημερινή ζωή τους, να δράσουν και να παραγάγουν λόγο προφορικό ή ορισμένες φορές και γραπτό..
Να παρουσιάσετε στην τάξη μια σκηνή που διαδραματίζεται ανάμεσα σε έναν έφηβο και
στους γονείς του. Ο διάλογος μπορεί να αρχίζει με μία από τις παρακάτω φράσεις:
– Γιατί δεν διαβάζεις και όλο γυρίζεις αργά κάθε βράδυ;
– Το πήρα απόφαση και σας το ανακοινώνω τώρα που τέλειωσα το Λύκειο. Θα πάω
διακοπές με τους φίλους μου.
– Θέλω χρήματα, για να αγοράσω ηλεκτρονικό υπολογιστή (μοτοσικλέτα, ηλεκτρική
κιθάρα, ηλεκτρονικό συγκρότημα κ.λπ.).
– Δεν νομίζεις ότι είσαι πολύ απαιτητικός. Όλο ζητάς. Στη ζωή δεν έχουμε μόνο
δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις.
Προσπαθήστε τώρα:
α) Να γράψετε σε θεατρική μορφή έναν από τους διαλόγους που παρουσιάστηκαν στην τάξη.
β) Να αφηγηθείτε ύστερα τη σκηνή σε ένα γράμμα που απευθύνεται σε κάποιο φίλο, είτε από
την πλευρά /οπτική γωνία του εφήβου είτε από την πλευρά/ οπτική γωνία των γονιών. Στο
γράμμα σας να αφηγηθείτε τα γεγονότα και να μεταφέρετε σε πλάγιο λόγο τα βασικά σημεία
της συζήτησης. Εννοείται ότι και στις δύο περιπτώσεις (α, β) στόχος σας δεν είναι να γράψετε
ένα λογοτεχνικό κείμενο, αλλά απλώς να αποδώσετε με φυσικότητα έναν διάλογο.
* Η ΕΙΚΌΝΑ ΕΊΝΑΙ ΠΑΡΜΈΝΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΔΊΚΤΥΟ