Posted on May 26, 2024
Οι Λειτουργίες και οι Τροπικότητες της Νεοελληνικής Γλώσσας. Στοιχεία θεωρίας με παραδείγματα
Δρ. Στεργιανή Ζανέκα
Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων (ΠΕ02)
του ΠΕ.Κ.Ε.Σ. Κρήτης
ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΚΑΙ ΛΥΚΕΙΟΥ
Οι Λειτουργίες και οι Τροπικότητες της Νεοελληνικής
Γλώσσας. Στοιχεία θεωρίας με παραδείγματα
Η χρήση ερωτήσεων
Η τεχνική των ερωταπαντήσεων
Ο ευθύς λόγος
Ασύνδετο σχήμα
Ο μακροπερίοδος και ο μικροπερίοδος λόγος
Ρηματικά σύνολα και ονοματικά σύνολα
Λόγιες, λαϊκές λέξεις και ειδικό λεξιλόγιο
2
Η γλώσσα λειτουργεί με πολλούς τρόπους, γιατί πολλές είναι και οι ανάγκες του ανθρώπου.
Δείχνει κι αυτό τη δύναμή της. Από τους τρόπους αυτούς οι λογοτέχνες και οι γλωσσολόγοι
επισημαίνουν κυρίως δύο: «τον έναν που αφορά το λογικό μας, και τον άλλο που αφορά τις
συγκινήσεις μας» (Γ. Σεφέρης). Στην πρώτη περίπτωση οι γλωσσολόγοι μιλούν για αναφορική
λειτουργία της γλώσσας, στη δεύτερη για ποιητική λειτουργία. Η διάκριση αυτή προτείνεται από
τον Richards και την ακολουθεί και ο Σεφέρης στις «Δοκιμές» του. Είναι η διάκριση των σχολικών
εγχειριδίων του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας.
Αναφορική γλώσσα (κυριολεκτική, δηλωτική, λογική, πληροφοριακή) στην αναφορική
γλώσσα το μήνυμα δεν χρειάζεται ερμηνεία, μας δίνεται καθαρά κυριολεκτικά και έχει να
κάνει με την κοινή αντίληψη όλων μας για τον κόσμο. Σκοπός του πομπού σε αυτήν την
περίπτωση είναι η πληροφόρηση και μόνο, χωρίς ιδιαίτερα καλολογικά στοιχεία και σχήματα
λόγου. Εστίαση στο «τι» λέγεται (περιεχόμενο) και όχι στο «πως» λέγεται (μορφή).
Ποιητική γλώσσα (μεταφορική, συνυποδηλωτική, συγκινησιακή, συναισθηματική,
εκφραστική) στην ποιητική γλώσσα έχουμε συναισθηματικές αποχρώσεις, γι’ αυτό
παρατηρείται στον λόγο ζωντάνια και παραστατικότητα. Σκοπός του πομπού δεν είναι μόνο
η πληροφορία (το μήνυμα), αλλά και η προσέλκυση του δέκτη. Δηλαδή, περισσότερο μας
ενδιαφέρει εδώ η μορφή με την οποία διατυπώνεται το μήνυμα, παρά το ίδιο το μήνυμα (η
πληροφορία). Εστίαση στο «πως» λέγεται (μορφή) και όχι στο «τι» λέγεται (περιεχόμενο).
Αναλυτικότερη είναι η διάκριση που προτείνει ο Jacobson, που διακρίνει έξι λειτουργίες. Πριν
αναφερθούν οι λειτουργίες αυτές, θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Jacobson θεωρεί σε κάθε λειτουργία
«παρόντες» τους εξής συστατικούς παράγοντες:
1) πομπός (αυτός που στέλνει το μήνυμα, ο ομιλητής/αποστολέας)
2) δέκτης (αυτός που λαμβάνει το μήνυμα, ο ακροατής/παραλήπτης)
3) μήνυμα (ό,τι στέλνει ο πομπός)
4) επικοινωνιακός κώδικας (η γλώσσα, που πρέπει να είναι κοινή για πομπό και δέκτη και ίσως
ψυχολογική σύνδεση - contact)
5) πλαίσιο αναφοράς (περικείμενο – context. Αφορά το θέμα, την πληροφορία)
6) δίαυλος επικοινωνίας (το "κανάλι" μεταξύ πομπού - δέκτη)
Σύμφωνα με το μοντέλο του R. Jacobson οι λειτουργίες είναι οι ακόλουθες:
1. Αναφορική ή δηλωτική, όταν η επικοινωνία αφορά βασικά το πλαίσιο αναφοράς (μετάδοση
πληροφοριών). Π.χ. «Ο δείκτης του Χρηματιστηρίου έπεσε κατακόρυφα σήμερα». Συνδέεται
με το πλαίσιο αναφοράς.
2. Συγκινησιακή (συναισθηματική ή εκφραστική), όταν αποκαλύπτεται άμεσα η διάθεση του
πομπού σχετικά με όσα λέει, άρα το κέντρο βάρους της επικοινωνίας είναι ο πομπός. Π.χ.
«Αχ! Αγαπώ τόσο πολύ τα ζώα». «Μια οικογένεια ξεκληρίστηκε σήμερα στην άσφαλτο».
Συνδέεται με τον πομπό.
3. Βουλητική, οπότε η επικοινωνία αποσκοπεί στο δέκτη, για να επιδράσει σε αυτόν με
επίκληση, παράκληση, ικεσία, προσταγή κτλ. Η καθαρότερη γραμματική έκφραση της
λειτουργίας αυτής βρίσκεται στην προστακτική, στην κλητική αλλά και στην υποτακτική (η
απόχρωση στην έκφραση της λειτουργίας, αν δηλαδή εκφράζει προσταγή ή ικεσία κ.ο.κ.
καθορίζεται από τη σχέση πομπού και δέκτη στη συγκεκριμένη περίσταση). «Φέρε μου ένα
ποτήρι νερό!». «Σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό!». Συνδέεται με τον δέκτη.
3
4. Φατική (ή επαφική κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη), εφόσον η επικοινωνία ελέγχει αν το κανάλι
λειτουργεί, ελέγχει δηλαδή τη συμμετοχή του συνομιλητή, επιβεβαιώνει τη συνεχή προσοχή
του κ.ο.κ. Π.χ. «Μ’ ακούς;». Σύμφωνα με τον Γ. Μπαμπινιώτη, υπάρχουν μορφές
επικοινωνίας στην ομιλία μας και ιδιαίτερα στη συνομιλία (discourse) μας, στις οποίες οι
λέξεις δεν δηλώνουν νοήματα ή πληροφορίες, αλλά αποτελούν απλώς την αφετηρία μιας
επικοινωνιακής επαφής. Συνιστούν ένα κοινωνικοψυχολογικό προκαταρκτικό στάδιο,
απαραίτητο για να ακολουθήσει το επικοινωνιακό γεγονός, η πραγματική συνομιλία. Αυτού
τού είδους η γλωσσική λειτουργία ονομάστηκε από τον ανθρωπολόγο Bronisław Malinowski
φατική επικοινωνία. Σκοπός τής επαφικής λειτουργίας είναι να δημιουργήσει την κατάλληλη
«επικοινωνιακή ατμόσφαιρα», ένα κλίμα φιλικής διάθεσης για να πραγματοποιηθεί η
συνομιλία. Δείγματα επαφικής λειτουργίας είναι οι διάφορες φράσεις χαιρετισμού, καθώς
και οι φράσεις που ακολουθούν αμέσως μετά την ανταλλαγή χαιρετισμών, οι πάγιες
τυποποιημένες ευγενικές ερωτήσεις περί τής υγείας και τής εν γένει καταστάσεως τού
συνομιλητή και οι δικές του συναφείς απαντήσεις. Π.χ. «Τί κάνεις/κάνετε; Εδώ, στον
αγώνα!». Συνδέεται με τον δίαυλο.
5. Μεταγλωσσική, όταν ελέγχεται ο ίδιος ο κώδικας, δηλαδή η γλώσσα, όχι μόνο σε επίπεδο
επιστημονικού λόγου αλλά και σε επίπεδο καθημερινής επικοινωνίας. Π.χ. Η λειτουργία της
Γραμματικής είναι μεταγλωσσική. Συνδέεται με τον επικοινωνιακό κώδικα.
6. Ποιητική, όταν η εστίαση γίνεται στο μήνυμα και στη μορφή του χάριν του ίδιου του
μηνύματος. όπως θα συζητηθεί και πιο κάτω, δεν πρέπει να περιορίσουμε την ποιητική
λειτουργία στην ποίηση, όπου φυσικά αποτελεί την κυρίαρχη λειτουργία. Συνδέεται με το
μήνυμα.
7. Η έβδομη λειτουργία της γλώσσας (εισηγητής: J. L. Austin) είναι η επιτελεστική: Στο πλαίσιο
της κοινωνικής μας αλληλεπίδρασης χρησιμοποιούμε τον λόγο για να κάνουμε κάποια
πράγματα, δηλαδή επιτελούμε γλωσσικές πράξεις, όπως είναι οι υποσχέσεις, οι
παρακλήσεις, οι εντολές, οι ευχαριστίες, οι απολογίες κλπ. Π.χ. Σε ευχαριστώ (πράξη
ευχαριστίας). Βαφτίζεται ο δούλος του Θεού (πράξη βαπτίσματος). Λύεται η συνεδρίαση
(πράξη λύσεως). Υπόσχομαι ότι...(πράξη υπόσχεσης). Για περισσότερα δείτε το άρθρο της
Μαρμαρίδου Σ. από την «Πύλη για την ελληνική γλώσσα»:https://www.greek-
language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/glossology/show.html?id=34
Μπορούμε να πούμε ότι, γενικά, έχουμε το α' ρηματικό πρόσωπο για τον πομπό, άρα για τη
συγκινησιακή λειτουργία, το β' πρόσωπο για το δέκτη, άρα για τη βουλητική λειτουργία, το γ'
πρόσωπο για αυτό που γίνεται λόγος, άρα για την αναφορική λειτουργία της γλώσσας.
Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι σε κάθε περίσταση επικοινωνίας δεν υπάρχει μία μόνο "καθαρή"
λειτουργία της γλώσσας. Υπάρχει συχνά μείξη λειτουργιών. Βέβαια, μία λειτουργία είναι
εντονότερη, κυρίαρχη σε κάθε περίσταση.
Με τον όρο τροπικότητα εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο ο ομιλητής εκφράζει τη στάση του σε
όσα λέει.
Α. Επιστημική και δεοντική τροπικότητα
Α1. Επιστημική τροπικότητα
Η επιστημική τροπικότητα καλύπτει ένα φάσμα σημασιών σχετικών με τη βεβαιότητα του ομιλητή
γι’ αυτό που λέει, που στο ένα του άκρο βρίσκεται η υπόθεση και στο άλλο η ρητά δηλωμένη
βεβαιότητα. Ορισμένες από αυτές τις σημασίες είναι οι εξής:
α. Υπόθεση: Εκφράζεται η υπόθεση του ομιλητή γι’ αυτό που λέει.
Εκφέρεται με:
να + υποτακτική,
αν, εάν, άμα, έτσι και, ας + οριστική πολλών χρόνων κ.ά.
β. Δυνατότητα: Εκφράζεται από τον ομιλητή αυτό που είναι δυνατό να γίνει.
Εκφέρεται με:
μπορεί + υποτακτική,
ίσως + υποτακτική,
θα + οριστική κ.ά.
γ. Πιθανότητα: Εκφράζεται από τον ομιλητή η πιθανότητα να γίνει αυτό που λέει. Από αυτή
την άποψη είναι πιο ισχυρή από τη δυνατότητα.
Εκφέρεται με:
πρέπει + υποτακτική, θα + οριστική κ.ά.
δ. Βεβαιότητα: Εκφράζεται από τον ομιλητή βεβαιότητα γι’ αυτό που λέει.
Εκφέρεται:
με απλή οριστική και συνοδεύεται συχνά από εκφράσεις (επιρρήματα κτλ.) που
δηλώνουν βεβαιότητα.
Η επιστημική τροπικότητα σε ανιούσα πορεία:
1. Υπόθεση 2. Δυνατότητα 3. Πιθανότητα 4. Βεβαιότητα
Α2. Δεοντική τροπικότητα
Η δεοντική τροπικότητα καλύπτει ένα ευρύ φάσμα σημασιών σχετικών με την προσδοκία
πραγματοποίησης αυτών που λέει ο ομιλητής, που στο ένα άκρο του βρίσκεται η απλή επιθυμία
και στο άλλο η υποχρέωση. Ορισμένες από αυτές τις σημασίες είναι οι εξής:
α. Επιθυμία: Εκφράζεται από τον ομιλητή η επιθυμία του υποκειμένου.
Εκφέρεται συχνά με:
το ρήμα θέλω + υποτακτική.
β. Ευχή: Εκφράζεται από τον ομιλητή η επιθυμία του υποκειμένου ως ευχή. Είναι πιο ισχυρή
από την τροπικότητα της επιθυμίας.
Εκφέρεται με:
απλή υποτακτική (και εκφράσεις που δείχνουν πως πρόκειται για ευχή και όχι
προσταγή) και
με τα ας, να, μακάρι, που + υποτακτική,
γ. Πρόθεση: Εκφράζεται από τον ομιλητή η πρόθεση του υποκειμένου να κάνει μια ενέργεια.
Εκφέρεται με:
ρήματα που δηλώνουν πρόθεση (στοχεύω να, σκοπεύω να, προτίθεμαι να, λέω να
κτλ.) + υποτακτική.
δ. Υποχρέωση: Εκφράζεται από τον ομιλητή η ανάγκη, η υποχρέωση του υποκειμένου να
κάνει μια ενέργεια.
Εκφέρεται με:
προστακτική,
με το απρόσωπο ρήμα «πρέπει» και με ανάλογες εκφράσεις (είναι ανάγκη, είναι
υποχρεωμένος κτλ.) + υποτακτική.
Η δεοντική τροπικότητα σε ανιούσα πορεία:
1. Επιθυμία 2. Ευχή 3. Πρόθεση 4. Υποχρέωση
Β. Οι εγκλίσεις ως γραμματική έκφραση της τροπικότητας
α. Η οριστική: Η οριστική φανερώνει κυρίως: το πραγματικό και το βέβαιο. Συχνά όμως στο
λόγο παίρνει κι άλλες σημασίες. Έτσι φανερώνει:
1. το δυνατό και λέγεται δυνητική οριστική. Σχηματίζεται με το μόριο θα και οριστική
παρατατικού ή υπερσυντέλικου.
2. το πιθανό και λέγεται πιθανολογική οριστική. Σχηματίζεται με το πιθανολογικό
μόριο θα και οριστική κάθε χρόνου.
3. ευχή και λέγεται ευχετική οριστική. Σχηματίζεται με τα
μόρια άμποτε, είθε, μακάρι να, ας και οριστική παρελθοντικού χρόνου.
4. παράκληση.
Σημειώσεις:
1. Η οριστική του ενεστώτα χρησιμοποιείται πολλές φορές αντί για προστακτική σε
εκδηλώσεις επιθυμίας που γίνονται με λεπτότητα, π.χ. Αν τύχει και αργήσω,
με περιμένεις λίγο (περίμενέ με).
2. Το να με οριστική παρατατικού χρησιμοποιείται συχνά αντί για προστακτική, για να
δηλωθεί παράκληση, π.χ. Πέτρο, να πήγαινες μια στιγμή να δεις τι κάνει το παιδί (πήγαινε,
σε παρακαλώ).
3. Οριστική παρατατικού με το θα μπροστά της χρησιμοποιείται συχνά αντί για οριστική
ενεστώτα σε εκφράσεις που γίνονται με λεπτότητα, π.χ. θα σε συμβούλευα να δεις το έργο
αυτό (σε συμβουλεύω).
4. Άρνηση: Η οριστική έχει κανονικά άρνηση δε(ν). Όταν δηλώνει ευχή, έχει άρνηση μη(ν).
β. Η υποτακτική: Η υποτακτική φανερώνει κυρίως: α) το ενδεχόμενο και β) το επιθυμητό.
Μέσα στο λόγο όμως παίρνει κι άλλες σημασίες. Έτσι φανερώνει:
1. προτροπή και λέγεται προτρεπτική υποτακτική,
2. παραχώρηση και λέγεται παραχαρωτική υποτακτική
3. ευχή και λέγεται ευχετική υποτακτική. Συνοδεύεται από τις λέξεις:
άμποτε, είθε, μακάρι να, ας
4. το δυνατό και λέγεται δυνητική υποτακτική
5. απορία και λέγεται απορηματική υποτακτική
6. το πιθανό και λέγεται πιθανολογική υποτακτική
7. προσταγή ή απαγόρευση και λέγεται προστακτική ή απαγορευτική υποτακτική
8. Στις απαγορεύσεις χρησιμοποιείται συνήθως η υποτακτική χωρίς το μόριο να, π.χ.
(Να) Μην τον ακούς σε ό,τι σου λέει. Η υποτακτική έχει την άρνηση μη(ν).
γ. Η προστακτική: Ανάλογα με την επικοινωνιακή συνθήκη μπορεί να εκφράζει: α) προσταγή,
β) προτροπή, γ) απαγόρευση, ή ακόμα και: δ) παράκληση, ε) ευχή, στ) έντονη περιέργεια.
Επισήμανση για την προστακτική: Το αν έχει η προστακτική άρνηση ή όχι είναι ένα θέμα
αρκετά αμφιλεγόμενο. Στο παλιό συντακτικό του Γυμνασίου δηλώνεται ότι η προστακτική
χρησιμοποιείται και αποφατικά. Στη «Νεοελληνική Σύνταξις» του Τζάρτζανου, εκδ.
Κυριακίδη, τ.Α', σελ. 292 (§ 192.2) δηλώνεται ότι η προστακτική χρησιμοποιείται μόνο
καταφατικά και οι περιπτώσεις με την άρνηση (π.χ. μη γελάτε) είναι υποτακτική. Όμως στη
σελ. 295 § 193 αναφέρεται ότι: «η προστακτική εν γένει είναι η έγκλισις της δεδηλωμένης
απαιτήσεως, ήτοι εκφράζει κυρίως προσταγή ή απαγόρευσι (άρνησις μή)... Μή φωνάζετε».
Στη γραμματική των Holton, Mackridge, Φιλιππάκη, εκδ. Πατάκη, σελ. 207, αναφέρεται
ξεκάθαρα ότι η προστακτική δεν έχει άρνηση. Στην πρόσφατη γραμματική του Γυμνασίου δε
γίνεται ξεκάθαρη αναφορά. Και στη γραμματική του Δημοτικού δε γίνεται ξεκάθαρη
αναφορά.
7
Για τις εγκλίσεις βλ. περισσότερα και στον ιστότοπο «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ» του Γ.
Παπαθανασίου:
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/Theoria%20Nea/egliseis-rim-NE.htm
Γ. Το ποιόν ενέργειας
Η τροπικότητα εκφράζεται επίσης με το ποιόν των ρηματικών ενεργειών. Το ποιόν ενέργειας
είναι μια μορφολογική κατηγορία που αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει ο ομιλητής
το αν η ενέργεια που δηλώνει το ρήμα εμφανίζεται ως ολοκληρωμένη, ως εξελισσόμενη κτλ. Στη νέα
ελληνική υπάρχουν τρία είδη ποιού ενέργειας, τα οποία είναι:
α. Το μη συνοπτικό (ή εξακολουθητικό-επαναλαμβανόμενο) ποιόν ενέργειας παρουσιάζει την
ενέργεια που δηλώνει το ρήμα ως συνεχιζόμενο ή επαναλαμβανόμενο γεγονός. Π.χ. Κάθε
μέρα πίνει ένα ποτήρι γάλα. Ο Βασίλης πότιζε τον κήπο, όταν άρχισε να αστράφτει.
β. Το συνοπτικό (ή στιγμιαίο) ποιόν ενέργειας παρουσιάζει την ενέργεια που δηλώνει το ρήμα
ως γεγονός ολοκληρωμένο, αλλά δίνεται έμφαση κυρίως στην ίδια την πράξη και όχι στη
χρονική διάρκεια. Π.χ. Έψαξε όλο τον κόσμο, αλλά δεν τον βρήκε. Η Φωτεινή φέτος θέλει να
αυξήσει τα έσοδά της.
γ. Το συντελεσμένο ποιόν ενέργειας δηλώνει μια ενέργεια η οποία έγινε πριν από τη χρονική
στιγμή που εκφωνείται ο λόγος, αλλά το αποτέλεσμά της εξακολουθεί να ισχύει και στο
παρόν. Π.χ. Ο ήλιος έχει ανατείλει από ώρα. Όταν φτάσει ο τελευταίος αθλητής στο τέρμα,
ο πρώτος θα έχει πάρει και τα βραβεία.
Επισήμανση: Οι χρόνοι που παρουσιάζουν το μη συνοπτικό ποιόν ενέργειας σχηματίζονται
από το ενεστωτικό θέμα, ενώ οι χρόνοι που παρουσιάζουν το συνοπτικό και το συντελεσμένο
ποιόν ενέργειας σχηματίζονται από το αοριστικό θέμα.
Δ. Τροπικότητα και στις τρεις βασικές επικοινωνιακές δραστηριότητες:
α. όταν αποφαίνεται σχετικά με κάτι (απόφανση, δηλωτικές προτάσεις),
β. όταν προτρέπει κάποιον να κάνει κάτι (προσταγή/παράκληση, προστακτικές προτάσεις) και
γ. όταν ζητάει πληροφορίες (ερώτηση, ερωτηματικές προτάσεις).
Σημείωση: Η υποκειμενική στάση του ομιλητή, η έκφραση της τροπικότητας μπορεί να
εκφράζεται με ποικίλα μέσα, όχι μόνο γλωσσικά, αλλά και παραγλωσσικά: ανασήκωμα των
8
φρυδιών, π.χ., μπορεί να δηλώνει αμφιβολία ή άρνηση, ένα μειδίαμα, π.χ. μπορεί να
δηλώνει ειρωνεία, συγκατάβαση, θυμηδία κλπ., ενώ μια σειρά άλλων εκφράσεων και
χειρονομιών μπορεί να δηλώνει διάφορα συναισθήματα και στάσεις του ομιλητή απέναντι
σε ένα γεγονός ή σε μια δεξίωση/πρόσληψη μηνύματος.
Με τις ερωτήσεις ο συγγραφέας (αρθρογράφος, δοκιμιογράφος, επιφυλλιδογράφος)
προσδίδει αμεσότητα, οικειότητα και παραστατικότητα στο ύφος και διαλογικό χαρακτήρα στο
κείμενο, με επίκληση στο συναίσθημα. Επιδιώκει να προσελκύσει την προσοχή, να προβληματίσει,
να εγείρει ηθικά διλήμματα, να εκφράσει την ανησυχία του, να ευαισθητοποιήσει, να ωθήσει τους
αναγνώστες στη συνειδητοποίηση του προβλήματος, αφυπνίζοντάς τους, ώστε να
δραστηριοποιηθούν άμεσα. Συχνά το ερωτηματικό εξυπηρετεί την ανάγκη να επιτευχθεί η συνοχή
του λόγου μεταξύ περιόδων και παραγράφων. Διευκολύνει δηλαδή τη μετάβαση σε όσα θα λεχθούν
στη συνέχεια.
Ρητορικό είναι μια ερώτηση που διατυπώνεται σαν σχήμα λόγου κι όχι για να απαντηθεί,
διότι η απάντηση είναι αυτονόητη ή περιττή και υποδηλώνεται ή υπονοείται με την ερώτηση.
Ρητορικά μπορεί να είναι και τα ερωτήματα που αναφέρονται σε θεμελιώδη και έσχατα ζητήματα
της ύπαρξης, τα οποία δεν επιδέχονται καμμιάς οριστικής απάντησης, γιατί κάθε απάντηση (ακόμα
κι αν επιχειρείται από τον συγγραφέα) γεννάει κι ένα άλλο ερώτημα κ.ο.κ. Συνήθως, αυτά τα
ερωτήματα είναι πολυσύνθετα (με πολλά σκέλη σε δευτερεύουσες προτάσεις που υποκρύπτουν κι
άλλα ερωτήματα) κλπ.
Με την τεχνική αυτή ο συγγραφέας (αρθρογράφος, δοκιμιογράφος, επιφυλλιδογράφος)
προσδίδει αμεσότητα, ζωντάνια και παραστατικότητα στον λόγο του, καθιστά πιο εύληπτο το νόημα
και πιο προσιτό το περιεχόμενο του κειμένου. Ενεργοποιεί το ενδιαφέρον και την περιέργεια του
αναγνώστη που αναμένει με αγωνία την απάντηση. Οικειοποιεί το ύφος, προσδίδει διαλογικό
χαρακτήρα στο κείμενο. Η τεχνική αυτή παρέχει διευκόλυνση στη μετάβαση από το ένα θέμα στο
άλλο και διασφαλίζει τη συνοχή της παραγράφου κλπ.
Ο ευθύς λόγος προσδίδει ζωντάνια, αμεσότητα και παραστατικότητα στο κείμενο,
δημιουργεί ένα κλίμα οικειότητας με τον αναγνώστη και τον βοηθά να βιώσει άμεσα τις απόψεις
που μεταφέρονται. Διασπά τη μονοτονία του λόγου, με αποτέλεσμα να προσελκύει το ενδιαφέρον
του αναγνώστη, ενώ παράλληλα προσδίδει την αίσθηση της προφορικότητας κλπ.
Δημιουργείται με την παράθεση όμοιων όρων (λέξεων, φράσεων, προτάσεων) που
συνδέονται με κόμμα. Με τη χρήση του ο πομπός αποσκοπεί να πυκνώσει τον λόγο, να προσδώσει
ένταση, έμφαση, συχνά και συναισθηματική χροιά κλπ.
Με τον μακροπερίοδο λόγο ο συγγραφέας εκφράζει σύνθετες και πολύπλοκες σκέψεις.
Επιζητεί να παρουσιάσει αναλυτικά την επιχειρηματολογία του, για να την καταστήσει πειστική. Με
τις σύντομες περιόδους ο συγγραφέας επιδιώκει να εκφράσει τις απόψεις του με τρόπο σαφή, λιτό,
απέριττο. Εκφράζει τις θέσεις του με βεβαιότητα και σιγουριά για την ορθότητά τους κλπ.
Παρατακτική και υποτακτική σύνταξη
α. Παρατακτική λέγεται η σύνταξη στην οποία συνδέονται όμοιες προτάσεις (κύριες ή
δευτερεύουσες), χωρίς η μια να εξαρτάται από την άλλη. Η σύνδεση γίνεται με
συμπλεκτικούς (και, ούτε, μήτε), διαζευκτικούς (ή, είτε) και αντιθετικούς συνδέσμους (αλλά,
όμως). Με τη χρήση της παρατακτικής σύνταξης ο λόγος γίνεται απλός, λιτός και εύληπτος
από τον δέκτη και ο πομπός δίνει έμφαση στο πλήθος, την ποσότητα των πληροφοριών.
β. Υποτακτική λέγεται η σύνταξη στην οποία μια κύρια συνδέεται με μια δευτερεύουσα με
συνδέσμους, αναφορικές αντωνυμίες, αναφορικά επιρρήματα, ερωτηματικές αντωνυμίες,
ερωτηματικά επιρρήματα. Με τη χρήση της υποτακτικής σύνταξης ο λόγος γίνεται
πολύπλοκος, γιατί τη χρησιμοποιούμε, για να δείξουμε τις λογικές σχέσεις ενός σύνθετου
νοήματος.
γ. Με τη διαδοχική υπόταξη η σύνταξη είναι πολυπλοκότερη, καθώς δεν είναι μόνο η κύρια
πρόταση που τη στηρίζει, αλλά και μια δευτερεύουσα πρόταση μπορεί με τη σειρά της να
στηρίζει άλλες, διαφορετικές μεταξύ τους, δευτερεύουσες προτάσεις. Με τη διαδοχική
υπόταξη ο λόγος γίνεται μακροπερίοδος και το ύφος αρκετά περίπλοκο και μερικές φορές
εξεζητημένο. Τη συναντούμε σε επιστημονικά κείμενα, σε δοκίμια και γενικά πιο επίσημα
κείμενα.
Οι λέξεις που αποτελούν ομάδες σε μια πρόταση ονομάζονται λεκτικά σύνολα. Τα λεκτικά
σύνολα είναι είτε ρηματικά είτε ονοματικά.
Το ονοματικό σύνολο αποτελείται από ένα ουσιαστικό μπροστά από το οποίο βρίσκεται
ένα άρθρο, ένα επίθετο, ένα αριθμητικό, μια αντωνυμία, μια μετοχή.
Πρόταση με ονοματικό σύνολο
Π.χ.
Τα παιδιά παίζουν: άρθρο + ουσιαστικό
Η θάλασσα είχε τεράστια κύματα: επίθετο + ουσιαστικό
Αυτός ο άνθρωπος με πλήγωσε: αντωνυμία + άρθρο + ουσιαστικό
Είναι δημοφιλής τραγουδιστής: μετοχή + ουσιαστικό
Το ρηματικό σύνολο αποτελείται από ένα ρήμα, μονολεκτικό ή περιφραστικό, με το
συμπλήρωμά του (ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία, επίρρημα, σύνδεσμος, μόριο, προθετικό
σύνολο). Π.χ.
Πρόταση με ρηματικό σύνολο
Π.χ.
Ο ήλιος φωτίζει τη γη: ρήμα +άρθρο +ουσιαστικό
Τα μάτια της είναι γαλάζια: ρήμα + επίθετο
Τον σεβόνταν όλοι στο γραφείο: αντωνυμία + ρήμα
Ο Διευθυντής με επέπληξε αυστηρά: αντωνυμία + ρήμα + επίρρημα
Όταν φύγει, θα έρθω: σύνδεσμος + ρήμα
Όταν φύγει, θα έρθω: μόριο + ρήμα
Η μητέρα πήγε στην αγορά: ρήμα + προθετικό σύνολο
Το διαδίκτυο προσφέρει πληροφορίες στους ανθρώπους: Ρήμα + ουσιαστικό + προθετικό σύνολο
Λειτουργία των ονοματικών και των ρηματικών συνόλων
Με τη χρήση ονοματικών συνόλων διατυπώνεται με συντομία και πυκνότητα ένα μμήνυμα.
Επίσης το μήνυμα καθίσταται γενικό, αφηρημένο και διαχρονικό και όχι μόνιμο ή συγκεκριμένο. Η
δυνατότητα του πομπού να χρησιμοποιεί ονοματικά σύνολα αποκαλύπτει την υψηλή διανοητική
δύναμή του και το ανεβασμένο επίπεδό του. Η συχνή χρήση ονοματικών συνόλων δείχνει ότι
πρόκειται για επίσημη επικοινωνιακή περίσταση.
Η ρηματική διατύπωση αναφέρεται σε συγκεκριμένο γεγονός. Περιγράφει, δηλαδή, τις
συγκεκριμένες πράξεις που δηλώνουν τα ρήματα που χρησιμοποιούνται. Ο πομπός απευθύνεται σε
ένα λιγότερο καλλιεργημένο κοινό και γι' αυτό επιδιώκει την αμεσότητα της επικοινωνίας.
Ενδεχομένως, ο συγγραφέας να μην διαθέτει υψηλό πνευματικό επίπεδο, να μην μπορεί να αναχθεί
στο γενικό και να επιμένει στο συγκεκριμένο. Η κυριαρχία ρηματικών συνόλων συνηθίζεται,
ανεξάρτητα από το επίπεδο του πομπού ή του δέκτη, σε επικοινωνιακές περιστάσεις της
καθημερινότητας.
Τα ονοματικά σύνολα αποδίδουν το μόνιμο, το γενικό, το διαχρονικό, το αφηρημένο. Η
συχνή χρήση ονοματικών συνόλων προσδίδει επίσημο ύφος στο κείμενο. Τα ρηματικά σύνολα
αποδίδουν το συγκεκριμένο, το παροδικό. Με αυτά επιδιώκεται η αμεσότητα της επικοινωνίας. Η
κυριαρχία των ρηματικών συνόλων συνηθίζεται σε καθημερινές επικοινωνιακές περιστάσεις κλπ.
α. Οι λόγιες λέξεις ή φράσεις προέρχονται:
από την αρχαία ελληνική γλώσσα (π.χ. δώρον άδωρον, τι μέλλει γενέσθαι, αναφανδόν,
κ.λπ.)
από τη βυζαντινή/εκκλησιαστική γλώσσα (επί ξύλου κρεμάμενος, επί τον τύπον των ήλων,
ήγγικεν η ώρα κ.λπ.)
από τη λόγια γλωσσική μας παράδοση και τα κατάλοιπα της καθαρεύουσας (επ’
αυτοφώρω, εν ψυχρώ, εν ευθέτω χρόνω κλπ.).
Προσδίδουν στον λόγο πυκνότητα, ακρίβεια, εκφραστικότητα και ενάργεια. Με τη χρήση
τους αποδίδονται συνήθως έννοιες με σύνθετο νόημα και απευθύνονται στη λογική του
δέκτη, σε αντίθεση με τις λαϊκές που απευθύνονται στο συναίσθημα. Γενικά, οι λόγιες λέξεις
προσδίδουν στο κείμενο επίσημο ύφος κλπ.
β. Οι λαϊκές λέξεις ή φράσεις ανήκουν στον προφορικό κυρίως λόγο (π.χ. μην τα βάζεις μαζί
μου, βάζω νερό στο κρασί μου, βρέχει με το τουλούμι, κ.λπ.) και χρησιμοποιούν τη
συνυποδηλωτική λειτουργία της γλώσσας.
Με αυτές δημιουργείται κλίμα άμεσης επικοινωνίας με τον δέκτη και ο συγγραφέας
εκφράζει με πιο πηγαίο τρόπο τις θέσεις του. Απευθύνεται στο συναίσθημα του δέκτη και
επιτυγχάνει τη συναισθηματική του προσέγγιση.
γ. Το ειδικό λεξιλόγιο είναι η γλωσσική ποικιλία μιας επαγγελματικής ομάδας. Τις
περισσότερες φορές πρόκειται για επιστημονική ορολογία. Π.χ. σε ένα κείμενο
πληροφορικής: λογισμικό, κυβερνοχώρος, εφαρμογές κ.λπ.
11
Βιβλία του καθηγητή, Α ́, Β ́, Γ ́ Λυκείου, ΟΕΔΒ, Αθήνα
ΈΚΦΡΑΣΗ ΕΚΘΕΣΗ, Α ́, Β ́, Γ ́Λυκείου, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 2004, εκδ. γ ́
Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας Α', Β' Γ' Γυμνασίου, Σωφρόνης Χατζησαββίδης - Αθανασία
Χατζησαββίδου, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση Α, 2011
Νεοελληνική Γραμματική, Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ΟΕΣΒ, Αθήνα, 1941
Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας, David Holton - Peter Mackridge - Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton,
Πατάκης, Αθήνα, 1999
Γραμματική της Νέας Ελληνικής, Χρ. Κλαίρης - Γ. Μπαμπινιώτης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2005
Συντακτικό της Νέας Ελληνικής, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1996, κα' έκδοση
Νεοελληνική Σύνταξις (της κοινής Δημοτικής), Τόμος Α ́και Β ́. Τζάρτζανος Α., Θεσσαλονίκη, 1989,
Αδελφοί Κυριακίδη