ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ 2

Ερμηνευτικό σχόλιο

  • Ποιο είναι το θέμα του κειμένου;

Το πιο σημαντικό στοιχείο, διαβάζοντας ένα κείμενο, είναι να καταλάβουμε το θέμα του (π.χ. αν αφηγείται ένα περιστατικό ρατσιστικής βίας, το θέμα θα είναι π.χ. η ξενοφοβία ή ο κοινωνικός ρατσισμός κλπ. που οδηγεί στην κοινωνική παθογένεια).  Προσοχή, η περίληψη της ιστορίας του κειμένου δεν ταυτίζεται με το θέμα.

 

  • Ποιο είναι το βασικό ερώτημα που θέτει το κείμενο;

Πρόκειται για κείμενα που μας θέτουν μπροστά σε κάποια διλήμματα ή σε κάποια κρίσιμα ερωτήματα (τύπου «γιατί υπάρχει κοινωνική βία;).

Καταγράφουμε το ερώτημα ή τα ερωτήματα που θέτει το κείμενο (π.χ. στην «Ιθάκη»,  είναι προτιμητέο το ταξίδι ή ο προορισμός; ).

Αν υπάρχουν πάνω από ένα ερωτήματα που τίθενται, αξιολογούμε ποιο είναι το σημαντικότερο/  ποιο παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μας.

 

  • Να τεκμηριώσετε το σχολιασμό σας.

Για να γίνει η τεκμηρίωση της ερμηνείας (νοηματοδότησης) του κειμένου, χρησιμοποιούμε αναφορές στις λεξιλογικές επιλογές του συγγραφέα, στα σχήματα λόγου που αξιοποίησε (π.χ. η «Ιθάκη» αξιοποιεί ιδιαίτερα την αλληγορία) , στις αφηγηματικές τεχνικές (π.χ. είδος αφηγητή) και στους αφηγηματικούς τρόπους (π.χ. διάλογος, εσωτερικός μονόλογος) και στις παραπομπές που ίσως κάνει σε καταστάσεις (π.χ. αναφορά σε αντιλήψεις, αξίες, ιστορικά γεγονότα). Χρησιμοποιούμε δηλαδή τους λεγόμενους, κειμενικούς δείκτες.

Προσοχή: Επειδή η ανάπτυξη θα γίνει με όριο λέξεων, η αναφορά στους κειμενικούς δείκτες να είναι κατά το δυνατόν συγκεκριμένη (δεν παραθέτουμε ολόκληρη την πρόταση, αλλά τη συγκεκριμένη φράση). Επίσης, δεν απαριθμούμε τους κειμενικούς δείκτες (πρώτον, δεύτερον, κλπ.).

 

  • Πιο αναλυτικά, ποια στοιχεία λειτουργούν ως κειμενικοί δείκτες;
Στη μορφή : 

ü  Λογοτεχνικό γένος/ είδος (πεζογραφία/διήγημα)

ü  Αφηγηματικές τεχνικές (π.χ. είδος αφηγητή)

ü  Αφηγηματικοί τρόποι (π.χ. μονόλογος)

ü  Γλωσσικές επιλογές

ü  Λεξιλόγιο

ü  Ύφος

ü  Εκφρατικά μέσα

ü  Εικονοποιία

ü  Στίξη

ü  Δομή

ü  Συνδετικές λέξεις/φράσεις

ü  Στιχουργική

Στο περιεχόμενο: 

ü  Τίτλος

ü  Χαρακτήρες

ü  Αξίες – ιδέες – αντιλήψεις

ü  Στάσεις – συμπεριφορές

ü  Ανθρώπινες σχέσεις

ü  Συναισθηματικό κλίμα

ü  Κοινωνικοπολιτικές συνθήκες

ü  Διακειμενικές αναφορές (αναφορές σε άλλα κείμενα, λογοτεχνικά ή μη)

 

 

  • Πρέπει να αναφερθώ σε όλους τους κειμενικούς δείκτες που παρέχει το κείμενο;

Δεν ενδιαφέρει η ποσότητα/ ο αριθμός των κειμενικών δεικτών, αλλά η επιλογή αυτών που βοηθούν στην τεκμηρίωση της άποψής μας. Σε κάθε περίπτωση, είναι ενδεχόμενο να υπάρχει αναφορά σε κειμενικούς δεικτες που δεν τεκμηριώνουν κάποια άποψη (π.χ. το γεγονός ότι η «Ιθάκη» είναι γραμμένη σε ελεύθερο στίχο δεν τεκμηριώνει το διδακτικό τόνο του ποιήματος. Αντιθέτως, η χρήση της υποτακτικής «να εύχεσαι» το κάνει).

 

  • Πέρα από την αναφορά στους κειμενικούς δείκτες, πώς μπορώ να τεκμηριώσω την ερμηνεία μου;

Αν και συνιστάται η βασική αναφορά να είναι στους κειμενικούς δείκτες, υπάρχουν άλλα δύο στοιχεία που μπορούν να υποστηρίξουν την ερμηνεία ενός κειμένου:

α) Το «συγκείμενο» του συγγραφέα/ του αναγνώστη: Οι πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες της παραγωγής και της ανάγνωσης του έργου. Επειδή το συγκείμενο αλλάζει, το κείμενο αποκτά νέες διαστάσεις ανάλογα με την εποχή.

β) Το «περικείμενο»: Ο τίτλος του συνολικού έργου (π.χ. ποιητικής συλλογής), τα στοιχεία που δίνονται στο εισαγωγικό σημείωμα και οι πληροφορίες σχετικά με τη δημιουργία ή την έκδοση (ημερομηνία, τόπος) του κειμένου. Ιδίως εάν μας δίνονται στοιχεία στο εισαγωγικό σημείωμα σχετικά με τον συγγραφέα, είναι επωφελές να τα χρησιμοποιήσουμε.

Προσοχή: Να μην κάνουμε χρήση των όρων «συγκείμενο», «περικείμενο» στην απάντησή μας.

  • Είναι απαραίτητη η λογοτεχνικού – μη λογοτεχνικού κειμένου;

Η συνάφεια λογοτεχνικού – μη λογοτεχνικού κειμένου δεν προβλέπεται από το νέο ΦΕΚ.

  • Ποια στοιχεία θα αξιολογηθούν στην απάντησή μου;
  • Ο βαθμός κατανόησης των ιδεών και του συναισθηματικού κλίματος του κειμένου
  • Η τεκμηρίωση με κειμενικούς δείκτες
  • Ο βαθμός κατανόησης των συγκεκριμένων επιλογών (ως προς τους κειμενικούς δείκτες) που έκανε ο συγγραφέας (π.χ. γιατί χρησιμοποίησε ρητορικά ερωτήματα; )
  • Η συνοχή της τελικής απάντησης – ερμηνευτικού σχολίου
  • Η χρήση κατάλληλου λεξιλογίου και η επίπτωση τυχόν εκφραστικών λαθών στη διατύπωση της ερμηνείας.

 

 

 

 

 

Γιώργης Παυλόπουλος

 

«Τα Αντικλείδια»

 

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.                                (αλληγορία)

Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν

τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί                       (αντίθεση)

κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι

και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.

Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς                        (εικονοποιία)

δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.                          (σύμβολο)

Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη

και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια

γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.

Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.                              (σύμβολο)

Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ

για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.

Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν

από τότε που υπάρχει ο κόσμος

είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια                            (σύμβολο)

για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

 

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.                           (σχήμα κύκλου)

 

Να σχολιάσετε εκείνο το θέμα από όσα θέτει το ποίημα του Γ. Παυλόπουλου «Αντικλείδια» που κρίνετε πιο σημαντικό. Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας.

Το ποίημα πραγματεύεται την επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει τη βαθύτερη ουσία της ποιητικής τέχνης και να κατανοήσει το μυστήριό της. Αυτή η προσπάθεια αποδίδεται με την αλληγορική αφήγηση (Ποίηση – πόρτα) και την εικόνα της  «ανοικτής πόρτας» της ποίησης, η οποία όμως κλείνει κάθε φορά που κάποιοι γοητεύονται («το μάτι τους αρπάζει κάτι»), κοιτάζοντας στο εσωτερικό της και προσπαθούν να μπουν. Αναζητούν, λοιπόν, σε όλη τους τη ζωή το «κλεδί», σύμβολο της αποκάλυψης της ουσίας της ποιητικής τέχνης, αλλά μάταια («Κανείς δεν ξέρει ποιος το ‘χει»). Η πόρτα είναι κλειστή, αρχίζουν λοιπόν να φτιάχνουν «αντικλείδια», αμέτρητα ποιήματα, για να μπορέσουν να δουν μέσα, να βρουν το μυστικό της. Κανείς όμως δεν καταφέρνει να το δει, παρά τις άοκνες προσπάθειες. Το ποίημα τελειώνει όπως άρχισε (σχήμα κύκλου) για να επαναληφθεί και να τονιστεί ότι «η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοικτή», που ενεργοποιεί και κινητοποιεί τη φαντασία των ανθρώπων, προκειμένου να ταξιδέψουν στον ονειρικό της κόσμο. (158 λέξεις)

 

 

Ρέα Βιτάλη

«Το παλτό μου, μαμά»

(απόσπασμα από μυθιστόρημα)

 

Πότε έγιναν όλα αυτά; Πότε ξέσπασε το κακό; Ούτε που το κατάλαβα. Ούτε που το καταλάβαμε. Υπόγεια, ύπουλα. Όπως σκάει η υγρασία μια μέρα σ’ έναν τοίχο και η ζημιά δεν αποκαθίσταται με την τσαπατσοδουλειά μπαλώματος. Δεν σήκωνε μπάλωμα η κοινωνία. Ήταν σαν τη μεταξωτή μου ρόμπα. Εγώ, χαμένος. Οι αμοιβές, όπως είπα, εκτοξεύτηκαν στα ουράνια. Άξιζα τόσο; «Για να με πληρώνουν θα αξίζω», έλεγε ο καθένας με σιωπηρή συνωμοτική αμηχανία μέσα του... Σε πρώτο βέβαια στάδιο. Γιατί στο επόμενο, το παιχνίδι έπαιζε αλλιώς... «Μήπως αξίζω και περισσότερα; Να δεις ότι μπορεί ν’ αξίζω πιο πολύ. Μπορεί μέχρι και να αδικώ τον εαυτό μου. Ναι, με αδικούν!». Αυτές ήταν οι διαβαθμίσεις. Αυτό το λαχάνιασμα προς τα πάνω δεν επέτρεπε σε κανέναν να χαρεί για ό,τι ξαφνικά και από το πουθενά αποκτούσε, αλλά έτρεχε για ν’ αποκτήσει το περισσότερο. Όλοι αξίζαμε περισσότερο. Όλοι απαιτούσαν με θράσος το περισσότερο. Συμπεριφορές άμετρες. Τα πούρα έδιναν κι έπαιρναν. Πούρα, που κάπνιζαν συνειδήσεις ανθρωπων. Αργά αργά, μεθοδικά. Φθήνιες, ξιπασιές. Μια μασκαράτα. Στις σελίδες των περιοδικών συναντούσες γυναίκες να φωτογραφίζονται με ανοικτές τις ντουλάπες τους για το φιλοθεάμον κοινό «τους». Να μετράνε δημοσίως τσάντες, «Λατρεύω τις τσάντες! Πόσες έχω; Πού να τις μετρήσω!». Πουλούσαν την ψυχή τους στον διάβολο για να φωτογραφηθούν τα σπίτια τους και εκείνοι κάπου ανάμεσα ως αντικείμενα των σπιτιών τους. Τόση εξωστρέφεια στην κοινωνία; Τόσο ξεμπρόστιασμα των πάντων. Πόσο είχε αλλάξει ξαφνικά η αρχιτεκτονική της καθημερινότητάς μας; Εμείς μεγαλώσαμε με το «Κλείσε τα παράθυρα θα μας ακούσει ο κόσμος» και ξαφνικά «κατοικούσαμε ομαδικών υπαιθρίως». Στους δρόμους του πλούτου...

Πόσα παπούτσια μπορεί να έχει ανάγκη κάποιος; Πόσα ρολόγια; Χάναμε μέρα με τη μέρα ως κοινωνία το αίσθημα της ντροπής. Έλιωναν κάθε λογής προσχήματα. Σε ποιον έδινε η ψυχή μας πια αναφορά; Δάνεια. Υπέρογκα δάνεια για όλα τα αγαά. Μέχρι «διακοποδάνεια» για εκδρομές. Εγκαινιάστηκε απευθείας αεροπορική γραμμή «Αθήνα – Σεϋχέλλες», καθ’ υπόδειξιν ενός τραγουδιού, μεγάλου σουξε της εποχής «Πάμε για τρέλλες, στις Σεϋχέλλες»(...)

Πάρτι, δεξιώσεις, τζακούζι, απαραιτήτως τζακούζι, σπα σε κάθε δρόμο, σε κάθε πόλη και χωριό, υπερπολυτελή ξενοδοχεία, μεγαλειώδη σπίτια, πολυτελή αυτοκίνητα, Καγιέν ως σύμβολο, πανάκριβα εστιατόρια, κρασιά... Κτήματα τάδε... Πόσα κτήματα! Και μια Μύκονος που δεν έμοιαζε σε τίποτα με το εναλλακτικό νησί της νιότης μας. Μια ξέφρενη χαρά συνεχής. Μια ξέφρενη ευημερία.

 

Ρ. Βιτάλη, Το παλτό μου, μαμά, Εκδόσεις Διόπτρα, 2019, σ. 136-141

 

 

Να σχολιάσεις εκείνο το θέμα, από όσα θέτει το κείμενο που θεωρείς πιο σημαντικό. Αν ζούσες σε εκείνη την εποχή, πιστεύεις πως θα μπορούσες να κρατήσεις μια διαφορετική προσωπική στάση ζωής από αυτή που περιγράφεται στο κείμενο;

Το κύριο θέμα που προκύπτει από την ανάγνωση του κειμένου είναι η διαμόρφωση μιας κοινωνίας στη δίνη του άκρατου καταναλωτισμού. Επικρατεί ένα κλίμα επίπλαστης ευημερίας, μια προκλητική χλιδή (Φθήνιες, ξιπασιές. Μια μασκαράτα) και η έλλειψη μέτρου στο κυνήγι των αγαθών και της επιτυχίας (Πόσα παπούτσια μπορεί να έχει ανάγκη κάποιος; Πόσα ρολόγια; Χάναμε μέρα με τη μέρα ως κοινωνία το αίσθημα της ντροπής.) Η αφήγηση γίνεται σε α΄ πληθυντικό, για να δηλωθεί η συνολική συνενοχή της κοινωνίας και τα πρόσωπα απουσιάζουν ή γίνονται «αντικείμενα». Αυτή την υποδούλωση στα υλικά αγαθά εκφράζει και η χαρακτηριστική παρομοίωση «πούρα που καπνίζουν συνειδήσεις», που παρουσιάζει τους ανθρώπους της εποχής εκείνης αλλοτριωμένους.

Έχοντας ως δεδομένο την ασφάλεια της απόστασης από εκείνη την εποχή, θα ήταν εύκολο να επικρίνει κάποιος αυτές τις συμπεριφορές. Δύσκολο θα ήταν, ωστόσο, να αντισταθεί στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Το κοινωνικό σώμα επηρεάζει τη στάση μας σε βαθμό που πολύ συχνά είναι αδύνατο να διακρίνουμε ή να παραδεχτούμε. Πιστεύω, λοιπόν, πως κι εγώ θα επηρεαζόμουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Φυσικά, θα μπορούσα να κρατήσω διαφορετική στάση, εάν ήδη είχα βιώσει ανάλογη εμπειρία ή αν στο μέλλον παρουσιαστεί ένα ανάλογο φαινόμενο καταναλωτικής μανίας και έλλειψης μέτρου. (193 λέξεις)

 

Κωνσταντίνος Καβάφης

«Όσο μπορείς»     

(δυσκολία – προσωπική ευθύνη)

 

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον                    προστακτική – β΄ ενικό: παραινετικός τόνος

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις        (αποφατική διατύπωση: αποτροπή, προειδοποίηση)

μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

 

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,                επανάληψη: έμφαση

γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την             (τροπικές μετοχές: τρόποι εξευτελισμού)

στων σχέσεων και των συναναστροφών

την καθημερινήν ανοησία,

ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

Ποιο είναι το ερώτημα που κατά τη γνώμη σου θέτει το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη; Ποια είναι η απάντηση του ποιητικού υποκειμένου στο ερώτημα αυτό; Ποια είναι η δική σου απάντηση ως νέου που ζει την εποχή των κοινωνικών δικτύων και των διαδικτυακών σχέσεων;

Το βασικό ερώτημα του ποιήματος κατά τη γνώμη μου σχετίζεται με το ποια στάση πρέπει να τηρεί ο άνθρωπος, προκειμένου να διατηρήσει την αυτονομία της προσωπικότητας και την αξιοπρέπειά του στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής. Η προτροπή του ποιητικού υποκειμένου είναι να κάνουμε συνετή διαχείριση της κοινωνικότητας, με μέτρο και φειδώ, και με όσες δυνάμεις διαθέτουμε να προσπαθήσουμε (όσο μπορείς – προσπάθησε) να προστατεύσουμε την αξία της ζωής μας. Η αποφατική διατύπωση της προτροπής  (μην την εξευτελίζεις) και ο προσδιορισμός των κινδύνων (πηαίνοντας – γυρίζοντας – εκθέτοντας) δίνει μεγαλύτερο βάθος στον παραινετικό τόνο του ποιήματος. Σκοπός είναι να αποφευχθούν οι ανούσιες σχέσεις και η υποταγή στις κοινωνικές συμβάσεις (καθημερινή ανοησία), που θα οδηγήσουν στην αλλοτρίωση της προσωπικής ζωής (ξένη, φορτική).

Η ανάγκη αυτή γίνεται πιο επιτακτική στην εποχή των κοινωνικών δικτύων, τα οποία ευνοούν το «ξόδεμα» σε ανούσιες συναναστροφές και τις επιφανειακές σχέσεις (διαδικτυακοί «φίλοι»). Παράλληλα, η έκθεση της προσωπικής ζωής και ο συμβιβασμός με τα προβαλλόμενα «πρότυπα» ενδέχεται να μας οδηγήσει στη βίωση μιας ζωής ξένης προς τις πραγματικές μας προσδοκίες. Έτσι, καταλήγω στο συμπέρασμα πως η παραίνεση «όσο μπορείς μην την εξευτελίζεις» έχει ιδιαίτερη σημασία για έναν νέο της δικής μας εποχής.  (191 λέξεις)

 

Ιωάννα Καρυστιάνη

«Χίλιες ανάσες»

(απόσπασμα)

 

Το κορίτσι της ξεπαπουτσώθηκε, έβγαλε το καλσόν και θα πήγαινε για ύπνο. Στην εξώπορτα κοντοστάθηκε, γύρισε στη μάνα της. Φεύγω για Σάμο, εθελόντρια στο προσφυγικό, ανακοίνωσε και μετά, γλυκά και καθησυχαστικά, πρόσθεσε, μη φοβάσαι, μαμά μου, έμαθα πως εκεί ο ουρανός του δειλινού γυαλίζει σαν μαρμελάδα βερίκοκο. (...)

Θοδωρής και Αμαλία σε πλήρη ανακωχή, χαμογέλα και ανάσα ανακούφισης, γάντι ο συντονισμός και με την χορωδία στο κατάστρωμα. (...) Όλα κάπως εντάξει λοιπόν.

Ώσπου ξαφνικά το κεφάλι του κοριτσιού βούτηξε απότομα στο στήθος του άντρα, σαν βαρύ γκρέιπ φρουτ που σπάει το κοτσάνι του και σκάει όπου τύχει.

Η αγκαλιά του φωλιά, η παλάμη του κομπρέσα στο μέτωπο και αυτή δεν μπορούσε αν συγκρατθεί άλλο, για πρώτη φορά λυνόταν στα δάκρυα παρουσία τρίτου.

Κλαίγοντας γοερά έβγαλε από μέσα της όσα για ευνόητους λόγους δεν μπορούσε να μοιραστεί με τη λαβωμένη μάνα της ούτε φυσικά με τους άμαχους πληθυσμούς στο Κουκούτσι, Θοδωρή, ένα πεντάχρονο κοριτσάκι με λέει μαμά, ένας έφηβος δίχως ποδι ξημεροβραδιάζεται αμίλητος και νηστικός, για όσους πνίγονται δίχως ατομικά έγγραφα πάνω τους, δίχως συγγενείς να τους αναγνωρίσουν, ούτε ιατροδικαστής και διαδικασίες ταυτοποίησης, μένει ένας λάκος και για σημάδι ένας αριθμός, πιστός, άπιστος, άθεος, ό,τι και να ‘σαι, Θοδωρή, ορκίσου στα κόκκαλα του πατέρα μου, ορκίσου μου πως ποτέ δεν θα πεις στη μάνα μου.

Καθώς ο Θοδωρής Βογιατζής την άκουγε συγκινημένος, ένιωθε πως το καρδιοκτύπι του που την διαπερνούσε σαν ηλεκτρικό ρεύμα και τα δάχτυλά του που σφούγγιζαν στοργικά τα μάγουλά της της έδιναν το ελεύθερο να συνεχίσει, αφού έκανε την αρχή, να πει μια και έξω και όσα ζούσε ο υπερφυσικός Μάνος.

Είχε ξεγεννήσει ετοιμόγεννη μέσα στη λέμβο.

Είχε αναστήσει μισοπνιγμένη γιαγιά από το Χαλέπι, που έσφιγγε στα δόντια το μπρικάκι του σκοτωμένου στην πατρίδα γέρου της.

Πέρυσι τον Σεπτέμβριο είχε ανασύρει πνιγμένο κορίτσι που μέσα από τα ρούχα του ταξιδιού φορούσε το νυφικό της.

 

 

 

Να παρουσιάσετε τη συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας ύστερα από την εμπειρία της ως εθελόντριας στο προσφυγικό πρόβλημα στη Σάμο. Θα συμμετείχατε εσείς σε μια τέτοια εθελοντική προσπάθεια;

 

Η νεαρή ηρωίδα, βιώνοντας ως εθελόντρια το δρόμο των προσφύγων, οδηγείται σε συναισθηματική έκρηξη, σ’ ένα απρόσμενο ξέσπασμα στην αγκαλιά του Θοδωρή. Με λόγο αδιάκοπο και πηγαίο, που αποκαλύπτει τη συναισθηματική σας ένταση, εξομολογείται όλα αυτά που δεν μπορούσε να εξομολογηθεί στη μητέρα της («ορκίσου μου... στη μάνα μου»). Η εμπειρία της στη Σάμο αποδεικνύεται ιδιαίτερα επώδυνη, γεγονός που αναδεικνύεται από τον μακροπερίοδο λόγο με συχνές αλλαγές υποκειμένου, που εκδηλώνει τα αισθήματα άγχους και έντονης ροής του λόγου. Οι εικόνες δυστυχίας και ανθρώπινου πόνου («ένα κοριτσάκι με λέει μαμά», «ένας έφηβος δίχως πόδι») έχουν στοιχειώσει την ψυχή της («για όσους πνίγονται... ένας λάκος και σημάδι ένας αριθμός»). Έτσι, συγκλονισμένη από τις τραυματικές εμπειρίες και την τραγική μοίρα των προσφύγων  καταρρέει, κλαίγοντας με γοερούς λυγμούς («κλαίγοντας γοερά»).

Αν και θαυμάζω αυτούς τους ανθρώπους, δεν ξέρω εάν θα είχα τη δύναμη να ακολουθήσω ακριβώς το δρόμο τους, να βρεθώ στην πρώτη γραμμή του προβλήματος. Θα μπορούσα ίσως να βοηθήσω με βάση τις δυνατότητες και τις γνώσεις μου. Θα ενδιαφερόμουν, για παράδειγμα, να συμμετέχω σε δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης. Πρόκειται ίσως για ένα μικρό βήμα, που δεν έχουν ίδια ισχύ με την προσφορά των προσώπων του κειμένου. Έχει όμως τη σημασία της, διότι από τη μικρή προσφορά του καθενός μας αθροίζεται ένα σημαντικό έργο.   (214 λέξεις)

Τάκης Σινόπουλος

Ο καιόμενος 

Το Φαινομενο της αυτοπυρπόλησης αποτέλεσε στην εποχή μας την έσχατη μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας των διαφόρων απελπισμένων ιδεολόγων. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μεταίχμιο Β' (1957).

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ' το πλήθος.Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν

στ' αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του

μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.

Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;

Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.

Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.

Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές

άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Ερμηνευτικό ερώτημα

Πώς διαγράφεται μέσα από το ποίημα ο ρόλος του ποιητικού υποκειμένου; Ποια είναι η δική σας θέση για τη στάση που θα πρέπει να τηρήσει (150-200 λέξεις);

Στο ποίημα αναδεικνύεται η αντίθεση μεταξύ των λίγων, που επιλέγουν την αυτοθυσία ως δρόμο υπεράσπισης των ιδεών τους και των πολλών, που αρκούνται στην αμέτοχη παρατήρηση του ηρωισμού. Παρουσιάζεται ένα γεγονός απροσδόκητο, την αυτοπυρπόληση του «καιόμενου», στην οποία το ποιητικό υποκείμενο είναι μάρτυρας μέσα σε ένα πλήθος παρατηρητών (γυρίσαμε... μιλήσαμε). Η πράξη γεννά στο ποιητικό υποκείμενο συναισθήματα δισταγμού (διστάζω), συμπάθειας (να τον αγγίξω), περιέργειας (είμαι... να παραξενεύομαι) αλλά και φόβου (φοβάμαι). Παράλληλα, εκδηλώνονται οι σκέψεις του με τη μορφή ερωτημάτων, με κύριο αίσθημα τον θαυμασμό (ποιος είναι αυτός... περήφανος;). Άξιο προσοχής είναι ότι το ποιητικό υποκείμενο δεν εκφράζει την προσπάθεια να επέμβει έμπρακτα, αν και «μοιράζεται στα δύο», αντιλαμβάνεται δηλαδή την αξία της θυσίας αλλά παράλληλα κατανοεί τον φόβο των πολλών.

Η στάση του ποιητικού υποκειμένου με βρίσκει αντίθετο, καθώς θεωρώ πως χρέος ενός «ποιητή», γνήσιου καλλιτέχνη, είναι να παίρνει θέση ενεργή απέναντι στα γεγονότα. Με τη δύναμη της τέχνης του οφείλει να εξυψώσει τις πράξεις ηρωισμού και να συμβάλει στην καταπολέμηση του κλίματος απάθειας που χαρακτηρίζει, δυστυχώς, την εποχή μας. Χρειαζόμαστε ποιητές που, αν και «μοιράζονται στα δυο» τελικά καταφέρνουν να αναδειχτούν σε έμπρακτους υπερασπιστές των ανώτερων αξιών και των φορέων τους.

Ελένη Βακαλό

Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος

Θα σας πω πώς έγινεΈτσι είναι η σειρά

 

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο

δρόμο του έναν χτυπημένο

Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε

Τόσο πολύ λυπήθηκε

που ύστερα φοβήθηκε

 

Πριν κοντά του vα πλησιάσει για να σκύψει να

τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα

Τι τα θες τι τα γυρεύεις

Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,

να ψυχοπονέσει τον καημένο

Και καλύτερα να πούμε

Ούτε πως τον έχω δει

 

Και επειδή φοβήθηκε

Έτσι συλλογίστηκε

 

Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;

Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε vα παίξει με τους άρχοντες

Αρχισε λοιπόν και κείνος

Από πάνω να χτυπά

 

Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας

Ερμηνευτικό ερώτημα

Ποιες είναι οι μεταλλαγές του ήρωα στο παραπάνω ποίημα; Ποιες σκέψεις σας προκαλούν; (150-200 λέξεις)

Στο ποίημα μάς παρουσιάζεται η  διαδοχή των συμβάντων που οδήγησαν «ένας καλός μικρός άνθρωπος» να γίνει, όπως δηλώνει ο τίτλος «κακός». Αρχικά, ο ήρωας συναπαντά έναν χτυπημένο και «λυπήθηκε τόσο πολύ/ που ύστερα φοβήθηκε».  Συγκρατείται, λοιπόν, και αντιπαρέρχεται την αρχική του πρόθεση να πλησιάσει τον πάσχοντα με τη σκέψη πως «κάποιος άλλος θα βρεθεί... να ψυχοπονέσει τον καημένο». Προφανώς, η αρχική του συμπάθεια έχει αμβλυνθεί. Τονίζεται μάλιστα η όξυνση του φόβου (καλύτερα να πούνε/ούτε πως τον έχω δει).  Ο φόβος τελικά θα τον οδηγεί στην ύψιστη μεταστροφή της αρχικής του ευαισθησίας: Θεωρώντας πια πως είναι ένοχος για κάτι, γιατί «ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;», μπαίνει και ο ίδιος στο ρόλο του θύτη, διαιωνίζοντας έτσι την αδικία και τη βία.

Η διαδοχή των αλλαγών μοιάζει επικίνδυνα πιθανή. Είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι συχνά, λόγω του ακατάσχετου φόβου να αναλάβουμε την ευθύνη μας, στεκόμαστε αμέτοχοι απέναντι στην αδικία. Στο τέλος συνηθίζουμε ή να την εκτρέφουμε με τη απάθειά μας ή να την δικαιολογούμε ως τάχα επιβεβλημένη. Πρόκειται για το  «δίκαιο του δυνατού», που γοητεύει τόσο τους πραγματικά αδύναμους. (176 λέξεις)

Leave a Reply