ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ του Αντώνη Σαμαράκη/// ΕΡΓΑΣΙΑ

Αντώνης Σαμαράκης (1919 – 2003)

 

Αφού διαβάσετε το παρακάτω διήγημα να είστε έτοιμοι για συζήτηση στην τάξη.

Γραπτά να κάνετε τις ασκήσεις που ακολουθούν:

1.Τι συμβολίζει το ποτάμι στο κείμενο;
(Δώσε τη δική σου ερμηνεία με 4–5 προτάσεις.)

2.Ποια συναισθήματα σου προκαλεί ο ήρωας; Να τα αιτιολογήσεις με στοιχεία από το κείμενο.

3.Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σου, το μήνυμα του συγγραφέα;

4.
Γράψε ένα εναλλακτικό τέλος (80–100 λέξεις).

5.

Αν το ποτάμι μπορούσε να μιλήσει, τι θα έλεγε στον άνθρωπο;
Γράψε έναν σύντομο μονόλογο.

*****

TO ΠOTAMI

   Η διαταγή είτανε ξεκάθαρη : Απαγορεύεται το µπάνιο στο ποτάµι, ακόµα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια µέτρα. ∆ε χώραγε λοιπόν καµιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.
Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγµατάρχης. ∆ιέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγµα, και τους τη διάβασε. ∆ιαταγή τής Μεραρχίας! ∆εν είτανε παίξε – γέλασε.
Είχανε κάπου τρείς βδοµάδες που είχαν αράξει δώθε απ’ το ποτάµι. Κείθε απ’ το ποτάµι είταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
Τρείς βδοµάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, µα για την ώρα επικρατούσε ησυχία.
Και στις δύο όχθες του ποταµού, σε µεγάλο βάθος, είτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μέσ’ στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι µεν και οι δε. Οι πληροφορίες τους είτανε πώς οι Άλλοι είχανε δύο τάγµατα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσανε επίθεση, ποιός ξέρει τί λογαριάζανε να κάνουνε. Στο µεταξύ, τα φυλάκια, και απ’ τις δύο µεριές, είταν εδώ και κεί, κρυµµένα στο δάσος, έτοιµα για παν ενδεχόµενο.
Τρείς βδοµάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδοµάδες! ∆ε θυµόντουσαν σ’ αυτόν τον πόλεµο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόµιση χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειµµα σαν και τούτο.
Όταν φτάσανε στο ποτάµι, έκανε ακόµα κρύο. Μα εδώ και µερικές µέρες, ο καιρός είχε
στρώσει. Άνοιξη πιά!

Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάµι είτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, µε δύο σφαίρες στο πλευρό. ∆εν έζησε πολλές ώρες. Την άλλη µέρα, δυό φαντάροι τραβήξανε για κεί, και δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε µονάχα πολυβολισµούς, και ύστερα σιωπή.
Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
Είτανε ωστόσο µεγάλος πειρασµός το ποτάµι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά το δυόµιση χρόνια τούς είχε φάει η βρώµα. Είχανε ξεσυνηθίσει από ’να σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόµο τους αυτό το ποτάµι. Μα η διαταγή της Μεραρχίας…
-Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε µέσ’ απ’ τα δόντια του, κείνη τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάµι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφινε να
ησυχάσει.

Θα πήγαινε την άλλη µέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας, την έγραφε στ’ απαυτά του.
Οι άλλοι φαντάροι κοιµόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως είτανε: ποτάµι. Είτανε µπροστά του αυτό το ποτάµι και τον περίµενε. Κι’ αυτός, γυµνός στην όχθη, δεν έπεφτε µέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι. Ύστερα το ποτάµι µεταµορφώθηκε σε γυναίκα. Μια νέα γυναίκα, µελαχρινή, µε σφιχτοδεµένο κορµί. Γυµνή, ξαπλωµένη στο γρασίδι, τον περίµενε. Κι’ αυτός, γυµνός µπροστάτης, δεν έπεφτε πάνω της. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι. Ξύπνησε βαλαντωµένος . δεν είχε ακόµα φέξει…
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάµι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάµι; Ώρες – ώρες, συλλογιζότανε µήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως είτανε µια φαντασία τους, µια οµαδική ψευδαίσθηση.
Είχε βρεί µιαν ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάµι. Το πρωινό είτανε θαύµα! Αν είτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε µυρουδιά… Να πρόφταινε µονάχα να βουτήξει στο ποτάµι, να µπεί στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ’ ένα δένδρο, δίπλα στην όχθη, άφισε τα ρούχα του, και, όρθιο πάνω στον κορµό, το τουφέκι του. Έριξε δυό τελευταίες µατιές, µιά πίσω του, µην είτανε κανένας απ’ τους δικούς του, και µιά στην αντίπερα όχθη, µην είτανε κανένας απ’ τους Άλλους. Και µπήκε στο νερό.

Απ’ τη στιγµή που το σώµα του, ολόγυµνο, µπήκε στο νερό, τούτο το σώµα που δυόµιση χρόνια βασανιζότανε, που δυό τραύµατα το είχανε ως τώρα σηµαδέψει, απ’ τη στιγµήν αυτή ένιωθε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι µ’ ένα σφουγγάρι µέσα του και να τά ’σβησε αυτά τα δυόµιση χρόνια.
Κολυµπούσε πότε µπρούµυτα, πότε ανάσκελα. Αφινότανε να τον πηγαίνει το ρεύµα. Έκανε και µακροβούτια.
Είταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν είτανε παρά εικοσιτριώ χρονώ . κι όµως τα δυόµιση τελευταία χρόνια είχαν αφίσει βαθιά ίχνη µέσα του.

∆εξιά κι αριστερά, και στις δύο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε – πότε από πάνω του.
Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το ’σερνε το ρεύµα. Βάλθηκε να το φτάσει µ’ ένα µονάχα µακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε απ’ το νερό ακριβώς δίπλα στο πλαδί. Ένιωσε µια χαρά ! Μα την ίδια στιγµή είδε ένα κεφάλι µπροστά του, κάπου τριάντα µέτρα µακριά.
Σταµάτησε και προσπάθησε να δεί καλύτερα.

Και κείνος που κολυµπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταµατήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αµέσως αυτός που είτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλα δυόµιση χρόνια πόλεµο, που είχε έναν πολεµικό σταυρό, που είχε αφίσει το τουφέκι του στο δέντρο. ∆ε µπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του είτανε απ’ τους δικούς του ή απ’ τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε µονάχα. Μπορούσε να ’ναι ένας απ’ τους
δικούς του. Μπορούσε να ’ναι ένας απ’ τους Άλλους.

Για µερικά λεπτά και οι δύο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισµα. Είταν αυτός που φταρνίστηκε, και, κατά τη συνήθειά του, βλαστήµησε δυνατά. Τότε κείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυµπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Μα κι αυτός δεν έχασε καιρό. Κολύµπησε προς την όχθη του µ’ όλη του τη δύναµη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφίσει το τουφέκι του, τ’ άρπαξε. ο Άλλος, ό,τι έβγαινε απ’ το νερό. Έτρεχε τώρας και κείνος να πάρει το τουφέκι του. Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σηµάδεψε. Τού είτανε πάρα πολύ εύκολο να τού φυτέψει µια
σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος είτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυµνος, κάπου είκοσι µέτρα µονάχα µακριά.
Μα δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος είταν εκεί, γυµνός όπως είχε έρθει στον κόσµο. Κι αυτός είταν εδώ, γυµνός όπως είχε έρθει στον κόσµο.
∆ε µπορούσε να τραβήξει. Είτανε και οι δύο γυµνοί. ∆ύο άνθρωποι γυµνοί. Γυµνοί από ρούχα. Γυµνοί από ονόµατα. Γυµνοί από εθνικότητα. Γυµνοί απ’ τον χακί εαυτό τους.
∆ε µπορούσε να τραβήξει. Το ποτάµι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.

∆ε µπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαµήλωσε το τουφέκι του. Χαµήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δεί µονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τροµαγµένα σαν έπεσε απ’ την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε µε το πρόσωπο στο χώµα. 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

Αντώνης Σαμαράκης «Το ποτάμι»

Το διήγημα «Το ποτάμι» προέρχεται από την πρώτη συλλογή διηγημάτων του Αντώνη Σαμαράκη με τίτλο «Ζητείται ελπίς», που εκδόθηκε το 1954.

Το βασικό μήνυμα του κειμένου είναι αμιγώς αντιπολεμικό και δίνεται μέσα απ’ την τραγική ιστορία ενός 23χρονου στρατιώτη που δολοφονείται από έναν σκόπιμα μη προσδιορισμένο εθνολογικά εχθρό -η ιστορία αποκτά έτσι καθολικές διαστάσεις-, όταν παρά την εντολή της Μεραρχίας αποφασίζει να κολυμπήσει στο ποτάμι που χωρίζει τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.

«Η διαταγή είτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανείς σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.»

Η αφήγηση δίνεται σε τρίτο πρόσωπο από έναν παντογνώστη, μη δραματοποιημένο αφηγητή, ο οποίος έχει πλήρη εποπτεία τόσο των διαδραματιζόμενων γεγονότων όσο και των σκέψεων του κεντρικού ήρωα της σύντομης αυτής ιστορίας.

Η αφήγηση ξεκινά in medias res, από τη μέση δηλαδή των πραγμάτων, καθώς για λόγους αφηγηματικής οικονομίας δε μας δίνονται τα γεγονότα από την αρχή του πολέμου. Μιας και πρόκειται για διήγημα, στο περιορισμένο πλαίσιο του οποίου δεν υπάρχουν τα περιθώρια παράθεσης πολλών πληροφοριών, η αφήγηση καλύπτει τα περιστατικά λίγων μόλις ημερών (η κορύφωσή του αφορά λίγες ώρες ενός πρωινού), από έναν πόλεμο που διαρκεί ήδη δυόμιση χρόνια.

«Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε απ’ το ποτάμι. Κείθε απ’ το ποτάμι είταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί».

Ο εχθρός δεν προσδιορίζεται εθνολογικά, καθώς ο συγγραφέας θέλει να λάβει το μήνυμα της ιστορίας του ευρύτερες, καθολικές διαστάσεις, υπό την έννοια πως σε κάθε πόλεμο, όποιας μορφής κι αν είναι αυτός, οι συνέπειες είναι εξίσου ολέθριες για τους συμμετέχοντες.

Ανεξάρτητα από την εθνικότητα του εχθρού, των Άλλων, ανεξάρτητα απ’ το αν πρόκειται για έναν αμυντικό ή έναν επιθετικό πόλεμο, η εμπόλεμη κατάσταση φέρνει τους ανθρώπους σε οριακές καταστάσεις τους αποκτηνώνει, ωθώντας τους σε πράξεις εντελώς απάνθρωπες, και τους φθείρει ανεπανόρθωτα σε ψυχολογικό και συναισθηματικό επίπεδο.

«Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε κρύο. Μα εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!

Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι είτανε λοχίας. ..»

Ο αφηγητής αφού τονίζει πως οι στρατιώτες έχουν στρατοπεδεύσει ήδη τρεις εβδομάδες κοντά στο ποτάμι, προχωρά σε μια σύντομη αναδρομή για να παρουσιάσει τη μοιραία κατάληξη όσων τόλμησαν να μπουν στο ποτάμι (ένας λοχίας πρώτα, δύο φαντάροι έπειτα).

Παρά το γεγονός πως ο πόλεμος δεν τοποθετείται χρονικά σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο -μαθαίνουμε μόνο πως διαρκεί δυόμιση χρόνια τώρα, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε πότε ακριβώς συνέβη-, ο αφηγητής δίνει εμφατικά τη διάρκεια του «ειρηνικού» διαλλείματος (Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες!), καθώς θέλει να καταστεί σαφές πως ο νεαρός στρατιώτης πάλεψε με την επιθυμία του να πέσει στο ποτάμι αρκετές μέρες και πως όσο περνούσε ο καιρός, χωρίς να απομακρύνονται από εκείνο το σημείο, τόσο πιο έντονη γινόταν μέσα του η επιθυμία αυτή.

«Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.

Είτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμιση χρόνια τους είχε φάει η βρώμα. …»

Με την αναφορά στη διαταγή της Μεραρχίας ολοκληρώνεται η αναδρομή στα γεγονότα των προηγούμενων ημερών και συνάμα υπενθυμίζεται εμφατικά η σχετική απαγόρευση.

Το γεγονός πως ο 23χρονος στρατιώτης θα παραβλέψει τη διαταγή αυτή, η οποία προέκυψε βέβαια λόγω των τριών θανάτων που έχουν προηγηθεί, υποδηλώνει το μέγεθος της ανάγκης του να βουτήξει στα νερά του ποταμού και άρα να ξεχάσει, έστω και για λίγο, το ότι βρίσκεται ακόμη στη δίνη ενός πολέμου.

«Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! Είπε μέσ’ απ’ τα δόντια του, κείνη τη νύχτα. Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.»

Η διαταγή της Μεραρχίας επαναλαμβάνεται τρεις φορές σε μόλις δύο παραγράφους, αποκτώντας σταδιακά μια τελείως διαφορετική διάσταση στη σκέψη του νεαρού στρατιώτη. Αίφνης, η διαταγή αυτή είναι το μόνο που μπορεί να τον εμποδίσει απ’ το να γευτεί την ευτυχία που βρίσκεται τόσο κοντά του. Οι απώλειες των συμπολεμιστών του περνούν σε δεύτερο πλάνο και ο ήρωας αγανακτεί με τη διαταγή (Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!), αγανακτεί με την ιδέα πως προσπαθούν να του στερήσουν μια πολύτιμη απόλαυση, παραγνωρίζοντας την ουσία της διαταγής, που δεν είναι άλλη απ’ την προστασία των στρατιωτών.

Εκείνο, βέβαια, που κυριαρχεί στη σκέψη του∙ εκείνο που τον εμποδίζει να αντιληφθεί πλήρως την επικινδυνότητα της κατάστασης είναι η ολοένα μεγεθυνόμενη μέσα του επιθυμία να βουτήξει στο ποτάμι, να νιώσει ξανά ελεύθερος, να ζήσει ξανά χωρίς το διαρκή φόβο, που τους έχει καθηλώσει τόσο καιρό σε μια ασφυκτική κατάσταση, όπου δεν μπορούν να χαρούν και να απολαύσουν τίποτε, όσο λίγο ή ασήμαντο κι αν είναι αυτό.

Η αγανάκτηση του στρατιώτη -γέννημα της πολύμηνης ταλαιπωρίας του, γέννημα όλων των στερήσεων που έχει βιώσει όσο διαρκεί ο πόλεμος- καταδεικνύει με σαφή τρόπο πόσο αφύσικος είναι ο πόλεμος, πόσο ενάντια στις επιθυμίες του απλού ανθρώπου είναι το να βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια εμπόλεμη κατάσταση. Εύλογα, λοιπόν, το ποτάμι καθίσταται σύμβολο όλων εκείνων που οι στρατιώτες έχουν στερηθεί τα δυόμιση χρόνια του πολέμου.

Η επιθυμία του νεαρού να κολυμπήσει στο ποτάμι δεν είναι απλώς η επιθυμία να πλυθεί (Αυτά τα δυόμιση χρόνια του είχε φάει η βρώμα), ή η επιθυμία να γευτεί μια απλή χαρά, είναι πολύ περισσότερο μια κραυγή απόγνωσης μπροστά στην απελπισία που τον έχει φέρει ο πόλεμος. Είναι ένα ξέσπασμα της εσωτερικής του ανάγκης για ελευθερία∙ είναι ένα ξέσπασμα της νιότης του που επιθυμεί και απαιτεί να ζήσει μακριά απ’ τα δεσμά του πολέμου.

Εντούτοις, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως το κάλεσμα του ποταμού, που δεν τον αφήνει να ησυχάσει, και η απολύτως δικαιολογημένη επιθυμία του νέου να ζήσει αυτή τη μικρή χαρά, δεν μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα της πραγματικότητας. Ο πόλεμος συνεχίζεται και όσοι τόλμησαν να πλησιάσουν το ποτάμι σκοτώθηκαν. Είναι, επομένως, σαφές πως αν ο νεαρός ενδώσει στην επιθυμία του παίρνει ένα ιδιαίτερα μεγάλο ρίσκο.

«Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας, την έγραφε στ’ απαυτά του.

Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. …»

Η απόφαση του νεαρού στρατιώτη να πάει την άλλη μέρα στο ποτάμι, γίνεται όχι μόνο παρά τη διαταγή της Μεραρχίας, η οποία στη σκέψη του μοιάζει να αποτελεί το μόνο ουσιαστικό εμπόδιο, αλλά και αντίθετα προς τη λογική εφόσον γνωρίζει πόσο επικίνδυνο είναι αυτό που σκοπεύει να κάνει. Η εστίασή του, άλλωστε, στο θέμα της διαταγής γίνεται σε πρώτο και συνειδητό επίπεδο, καθώς έτσι του είναι πιο εύκολο να βλέπει την απόφασή του ως μια αντίδραση απέναντι στις διαταγές της Μεραρχίας, του βασικού υπεύθυνου για το γεγονός πως βρίσκεται εκεί, σ’ έναν ψυχοφθόρο πόλεμο. Ωστόσο, σε δεύτερο και ασύνειδο επίπεδο, αντιλαμβάνεται πως το αληθινό πρόβλημα δεν είναι η διαταγή, αλλά ο κίνδυνος στον οποίο πρόκειται να θέσει τον εαυτό του, κι αυτό εκφράζεται με το νυχτερινό του εφιάλτη.

Το αόρατο χέρι που τον κρατά απ’ το να βουτήξει στο ποτάμι, που τον κρατά απ’ το να ενδώσει στον ακόμη μεγαλύτερο πειρασμό της γυμνής γυναίκας, είναι η επίγνωση του κινδύνου∙ είναι το προφανές του θανάσιμου κινδύνου που παραμονεύει κι έχει ήδη στοιχίσει τη ζωή σε τρεις συμπολεμιστές του. Έτσι, αν και έχει ήδη αποφασίσει να βουτήξει στο ποτάμι, την ώρα που κοιμάται έρχεται στην επιφάνεια η λογική της αυτοσυντήρησης, η λογική που του ζητά να αντισταθεί στον πειρασμό του ποταμού. Συνάμα, πάντως, στο πλαίσιο του εφιάλτη γίνεται εξαιρετικά εμφανές το πόσο πολύ θέλει ο νεαρός να πάει στο ποτάμι, αφού το ποτάμι τρέπεται σε «μια νέα γυναίκα, μελαχρινή, με σφιχτοδεμένο κορμί. Γυμνή, ξαπλωμένη στο γρασίδι…».

«Ώρες-ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως είτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.»

Το ποτάμι έχει καταστεί τόσο επιθυμητό στο νεαρό στρατιώτη, ώστε αποκτά μέσα του μυθικές διαστάσεις∙ εξιδανικεύεται και ποθείται σε τέτοιο βαθμό, ώστε μοιάζει σα να μην είναι κάτι το υπαρκτό, κάτι το αληθινό. Έκφανση κι αυτό της έντασης με την οποία θέλει κι επιθυμεί να κολυμπήσει σ’ αυτό, και παράλληλα ένας ακόμη τρόπος για να αιτιολογηθεί η μοιραία του απόφαση που ήταν εξαρχής δεδομένο πως θα τον οδηγήσει στο τέλος του.

«Είχε βρει μιαν ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό είτανε θαύμα! Αν είτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.»

Ο νεαρός στρατιώτης ενάντια στη διαταγή και τη σύνεση θα βρεθεί στο ποτάμι, υπακούοντας έτσι στο ριψοκίνδυνο και στο απείθαρχο της νιότης του, υπακούοντας στην εσωτερική του ανάγκη να αισθανθεί και πάλι ελεύθερος. Στοιχεία που φανερώνονται με το παιχνίδισμα στο νερό και με την καθαρή ευδαιμονία που βιώνει∙ ευδαιμονία που τον επιστρέφει σε μια αθωότητα σχεδόν παιδική, και λειτουργεί λυτρωτικά για το νεαρό στρατιώτη που έχει τραυματιστεί τόσο σωματικά όσο και ψυχικά κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Η λυτρωτική αυτή ευδαιμονία όμως δε θα διαρκέσει πολύ. Σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως μες στο ποτάμι βρίσκεται και κάποιος άλλος. Κι ενώ για λίγες στιγμές θα αμφιταλαντεύεται για το αν κινδυνεύει ή όχι, για το αν ο άλλος είναι δικός τους ή εχθρός, η συνήθειά του να βρίζει δυνατά κάθε φορά που φτερνίζεται θ’ αποκαλύψει στον Άλλο την εθνικότητά του κι αμέσως θα ξεκινήσει ένας αγώνας επιβίωσης.

Οι δύο αντίπαλοι στρατιώτες κολυμπούν όσο πιο γρήγορα μπορούν για να βρεθούν στην όχθη και να πάρουν το όπλο τους. Κι ενώ ο 23χρονος στρατιώτης βγαίνει πιο γρήγορα απ’ τον εχθρό του, ωστόσο δεν τον πυροβολεί, καθώς διστάζει απέναντι στο γεγονός πως κι οι δυο τους είναι γυμνοί, χωρίς τις πολεμικές στολές, χωρίς τις εθνικότητες που τους χωρίζουν σε αντίπαλα στρατόπεδα∙ δύο νέοι άνθρωποι γυμνοί, με την ίδια αξία, με παρόμοια όνειρα κι ελπίδες. Ο νεαρός στρατιώτης δεν αποφασίζει, λοιπόν, να σκοτώσει τον εχθρό του, καθώς απέναντί του δε βλέπει παρά έναν ακόμη άνθρωπο, όπως ακριβώς είναι κι αυτός∙ δε βλέπει έναν εχθρό, έναν μισητό αντίπαλο, αλλά έναν απλό άνθρωπο.

Η ανθρωπιά του νεαρού στρατιώτη, ανθρωπιά που θα αποβεί μοιραία για τον ίδιο, τον οδηγεί να αναλογιστεί το προφανές. Απέναντί του βρίσκεται ένας άνθρωπος, που έχει κάθε δικαίωμα στη ζωή, ένας άνθρωπος που δε διαφέρει σε τίποτα απ’ τον ίδιο (στοιχείο που ενισχύεται και τονίζεται απ’ τη γύμνια των δύο στρατιωτών). Πώς, επομένως, να τραβήξει τη σκανδάλη; Πώς να σκοτώσει ένα συνάνθρωπό του, ιδίως τη στιγμή που είναι τόσο ευάλωτος;

Ο δισταγμός αυτό του στρατιώτη, ωστόσο, δεν γίνεται αντιληπτός απ’ τον αντίπαλο στρατιώτη, όπως θα έπρεπε, ως μια ευκαιρία δηλαδή για μια αμοιβαία υποχώρηση, για μια σιωπηρή μεταξύ τους εκεχειρία, που θα λειτουργούσε σωτήρια και για τους δύο. Αντιθέτως, ο άλλος στρατιώτης θα εκμεταλλευτεί το δισταγμό του εχθρού του και θα τον σκοτώσει. Μέσα του υπερισχύει το ένστικτο της επιβίωσης, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και φυσικά η δεδομένη δυσπιστία απέναντι στον εχθρό. Έτσι, το γεγονός ότι ο άλλος στέκει απέναντί του χωρίς να τον πυροβολεί, δεν ερμηνεύεται ως σωτήρια για εκείνον φιλευσπλαχνία, αλλά ως μια χαμένη ευκαιρία∙ λάθος που ο ίδιος δε σκοπεύει να κάνει.

Ο νεαρός στρατιώτης συνειδητοποιεί τον παραλογισμό του πολέμου, την απόλυτη σκληρότητα και το αφύσικο του να δολοφονείς έναν συνάνθρωπό σου, μόνο και μόνο γιατί ανήκει σε διαφορετικό έθνος. Αντιλαμβάνεται πως όσα τους ενώνουν, αυτούς τους δυο γυμνούς ανθρώπους, είναι πολύ περισσότερα απ’ όσα ενδεχομένως τους χωρίζουν, απ’ όσα οι ηγέτες τους θεωρούν πως τους χωρίζουν. Ωστόσο, η δική του φιλανθρωπία, η δική του συναίσθηση της αξίας του άλλου ανθρώπου, χάνεται μπροστά στον εύλογο φόβο που αισθάνεται ο Άλλος, χάνεται μπροστά στην ανάγκη του Άλλου να διαφυλάξει τον εαυτό του.

Έτσι, η στιγμή που στέκουν γυμνοί ο ένας απέναντι στον άλλο, η στιγμή που θα μπορούσαν να θέσουν την ανθρωπιά τους πάνω από οποιαδήποτε άλλη διαφορά, χάνεται ολέθρια για το νεαρό στρατιώτη. Ο φόβος, η δυσπιστία, το ένστικτο επιβίωσης και γιατί όχι η πίστη του Άλλου στην αξία του πολέμου, φέρνουν το πρόωρο τέλος του νεαρού στρατιώτη.

Αξίζει να προσεχθεί η λιτότητα στην αφηγηματική έκφραση του συγγραφέα. Η απουσία περιττών λεπτομερειών και η χρήση σύντομων προτάσεων που δίνουν γοργό ρυθμό στην αφήγηση, εστιάζουν στο ουσιώδες και καθιστούν έτσι δραστικότερο το λόγο.

Ο συγγραφέας δεν επιχειρεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη του με περίπλοκες διατυπώσεις και ευρηματικές εκφράσεις. Χρησιμοποιεί απλό λόγο -αποφεύγει ακόμη και τη συχνή χρήση επιθέτων- θέλοντας να δώσει την απλούστερη δυνατή διατύπωση και να κρατήσει έτσι την προσοχή στραμμένη σε ό,τι έχει κυρίως σημασία, στην ιστορία του νεαρού στρατιώτη.

ΠΗΓΕΣ

https://latistor.blogspot.com/2013/05/blog-post_4.html

https://blogs.sch.gr/stratilio/files/2013/10/to-potami_samarakis.pdf?x42784

 

 

 

 

 

 

 

Leave a Reply