ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ενα ερωτικό ποίημα
cummings
μεταφραση Σωκράτης Σκαρτσής
η αγάπη είναι μια πηγή όπου
τρελοί πίνουν αυτοί που ανέβηκαν
πιο απόκρημνη απ’ ό,τι οι ελπίδες είναι φόβοι
μόνο ποτέ ονοματισμένα
βουνά πιο πολύ αν απ’ ό,τι κάθε
γνωστή ολότητα εξαφανίζεταιοι εραστές είναι ανέμυαλοι αυτοί
ψηλότερα απ’ ό,τι οι φόβοι είναι ελπίδες
εραστές είναι αυτοί που γονατίζουν
εραστές είναι τούτοι που τα χείλη τους
θρυμματίζουν ανεφάνταστο ουρανό

βαθύτερα απ’ ό,τι τα ουράνια και η κόλαση

Το πιο ερωτικό ποίημα από τον Τίτο Πατρίκιο

…Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
Όταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
Τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σωρεύουν οι καιροί.
Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θέλεις να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ’το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.

Το γέλιο σου άξαφνα ν’ αρπάζει από το μπράτσο
ένα άλλο γέλιο
και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά
σα μαθητές που σπαν’ τα καλαμάρια τους στην πόρτα του
σχολείου…

Ένα κεφάλι ν’ ακουμπάει στον ώμο σου
και ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο και να φεύγει
αφήνοντας τη μέρα μες τα χέρια μας
άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες σημειώσεις

Μα έπειτα
κι αυτό δε φτάνει.
Θες πιο πολλά.
Κι ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται
Ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος
ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα
κι εύκολα δε χορταίνει δε γελιέται
όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκκαλα
όλο γυρεύοντας.
Και ξέρεις πως η δίψα του
είναι η δική σου δίψα.

Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα.
Δε γινόταν αλλιώς.
Ό,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
Ό,τι μας γέμιζε χτες
Ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.

Ναι, μα ένας άνθρωπος
δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις
δεν είναι πράγμα
να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα.
Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι.
Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα
δεν το κανα για να πονάς.
Ήθελα να σ’αγαπώ
μα ήταν πολλά τα όσα ξέραμε
ήταν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα.

Κι αν ήμουν άντρας
κι έπρεπε να ’μαι δυνατός
(έπρεπε…)
να το ξέρεις:
Όπου μ’ άγγιζες πονούσα.
Όπου δε μ’ άγγιζες
πονούσα.

Και μέσα μου φουσκώναν ολόκλειστα
τα δικά μου ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια.

Απόσπασμα από το “Μεγάλο Γράμμα” 1954

Ερωτικά ποιήματα – του Τίτου Πατρίκιου

ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ

Ήταν ο λόφος που είχες πει σεληνιακό τοπίο,
δέσποζε στις παράγκες, γεμάτος
πληγές από εγκαταλειμμένα λατομεία,
στοίβες σκουπιδιών, στρατιωτικά φυλάκια.
Μα ο λίγος χώρος που καλύπτανε
τ’ αγκαλιασμένα τους κορμιά
έφερνε τη δροσιά του, έστω παροδικά,
στις άνυδρές μας νύχτες.

Αθήνα, 1956

ΑΝΤΗΛΙΑ

Τίποτα δεν αντιστεκόταν,
ήλιος μεσημεριού του Αυγούστου
φλόγιζε τον πηχτόν αέρα πύρωνε τις στέγες.
Στο καφενείο πίναμε γκαζόζες
κι οι σκοτούρες μας βουίζανε σα ζαλισμένες μύγες.
Ως τη στιγμή
που θα ’βγαινε στ’ αντικρινό παράθυρο
η Στέλλα.
Στις τσίτινες μασχάλες της
είχε δυο τρίγωνα κομμάτια αντηλιάς.

ΣΟΥΒΑΔΕΣ ΟΥΡΑΝΟΥ

Απόμεναν οι καλτσοδέτες σου
στο πόμολο του κρεβατιού
κι ένα χτενάκι των μαλλιών στο πάτωμα.

Απ’ το παλιό παράθυρο
πέφταν λίγοι σουβάδες ουρανού.

ΣΟΥΓΙΑΣ

Τα μάτια σου ανοίγαν τα πλευρά μου
όπως ένας σουγιάς ανοίγει μια παλιά κονσέρβα
και χύνεται το σαπισμένο υλικό της.

Αθήνα, Μάης 1959

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Όπως αθόρυβα τελειώνει η κάθε μέρα
ένα κομμάτι της αγάπης μεταμορφώνεται σε πάγο
ένα κομμάτι του κορμιού μεταμορφώνεται σε θάνατο.

Παρίσι, Γενάρης 1960

[Από τον Λυσιμελή πόθο, Κίχλη, Αθήνα 2014.]

Leave a Reply