Χαϊκού 

Το χαϊκού (ιαπωνικά俳句‎, δηλαδή «αστείος στίχος») είναι μια ιαπωνική ποιητική φόρμα. Παραδοσιακά αποτελείται από τρεις ομάδες των 5, 7, 5 συλλαβών, οι οποίες τοποθετούνται σε τρεις στίχους για έμφαση ή σε έναν, χωρισμένο με κενά. Το χαϊκού είναι με συνολικά 17 συλλαβές η πιο σύντομη μορφή ποίησης στον κόσμο. Περιγράφει μια εικόνα της φύσης και δίνει στοιχεία για την εποχή του χρόνου μέσα από εποχιακές λέξεις (Κίγκο).[εκκρεμεί παραπομπή] Υπάρχουν επίσης ποιητές χαϊκού οι οποίοι ακολουθούν μια πιο ελεύθερη φόρμα. Ο ιδρυτής του σύγχρονου χαϊκού ως αυτόνομης μορφής ποίησης ήταν ο Μασαόκα Σίκι, ο οποίος επίσης διαμόρφωσε τον όρο χαϊκού (από τους παλιότερους χαϊκάι ή χόκκου).

Ένα χαϊκού διαβάζεται σε μια αναπνοή.

Οι προγονικές μορφές του χαϊκού ήταν το τάνκα (με μέτρο 31 συλλαβών σε δύο ομάδες των 5-7-5 και 7-7) και το ρένγκα (μια αλυσίδα από τάνκα). Αρχικά πολλοί ποιητές συνέθεταν τάνκα σε κοινωνικές συνευρέσεις αυτοσχεδιάζοντας από κοινού. Ο πρώτος ποιητής δημιουργούσε το χόκκου (την αρχική στροφή του τάνκα, 5-7-5), ο δεύτερος το ματσούκου (την επόμενη στροφή, 7-7). Αυτή η μορφή της ομαδικής ποίησης ήταν γνωστή και σαν ουάκα (ποίηση ερωταπόκρισης). Αργότερα, σαν ένα είδος κοινωνικού παιχνιδιού, συνέθεταν ολόκληρες αλυσίδες από τάνκα, που οδήγησε στο χακάι-ρένγκα όπου οι στροφές ενώνονταν μεταξύ τους θεματικά.

Από το 13ο αιώνα εμφανίζονται τα πρώτα τεκμηριωμένα χόκκου ως ξεχωριστή λυρική μορφή. Το χόκκου εξελίχθηκε ως περιπαικτικό και αστείο ποίημα, αγαπητό στους αυλικούς και τους σαμουράι. Από το 15ο αιώνα εδραιώνεται το χόκκου δίπλα στο τάνκα ως αυτοτελής στιχουργική μορφή και το ζήτημα συνέχισε να είναι το παιχνίδι με τις λέξεις και τις εικόνες.

Αυτό που σήμερα ονομάζεται κλασικό χαϊκού δημιουργήθηκε το 16ο αιώνα, στην αρχή της περιόδου Έντο. Οι ιδιαιτερότητες της περιόδου αυτής δημιούργησαν την αίσθηση ενός κλειστού, αμετάβλητου κόσμου, καθώς η κοινωνία καθοριζόταν από ένα φεουδαρχικό ταξικό σύστημα και η Ιαπωνία έκοψε σχεδόν ολοκληρωτικά την επαφή με τον έξω κόσμο. Αυτό το ακριβώς ορισμένο σύστημα αξιών και συμβόλων έδωσε σε ποιητές και ακροατές ένα κοινό και σαφώς οριοθετημένο πλαίσιο κατανόησης. Οι μεταβολές συνέβαιναν μόνο σε λεπτομέρειες και έτσι το χαϊκού διαμορφώθηκε από τη αναζήτηση της ακόμη πιο ακριβούς, πιο πετυχημένης έκφρασης και όχι την τάση αμφισβήτησης της παράδοσης ή της δημιουργίας νέων φορμών. Έτσι η φόρμα και το περιεχόμενο παρέμειναν για αιώνες σταθερά. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Μπασό, ήθελε να μεταδώσει την αίσθηση "του αμετάβλητου μέσα στην κίνηση"[1]. Εμφανίστηκαν υποείδη του χαϊκού, όπως το κωμικό κυόκα ("τρελός στίχος") ή άλλα που ήταν σατιρικά ή που εξέφραζαν ακόμη και κοινωνική διαμαρτυρία, αλλά το πιο σοβαρό χαϊκού διαδόθηκε καθώς ήταν απλό και εκφραστικό και μπορούσε να εξασκηθεί από ανώτερα και κατώτερα μέλη της κοινωνίας[2]. Η εξέλιξη του χαϊκού επηρεάστηκε επίσης από τη σκέψη του ταοϊσμού και του βουδισμού Ζεν.

Πορτραίτο του Ματσούο Μπασό από τον Γιοκόι Κινκόκου, γύρω στο 1820. Η καλλιγραφία αναφέρεται σε ένα από τα πιο διάσημα χαϊκού του Μπασό, το χαϊκού του βατράχου.

Σήμερα ο Ματσούο Μπασό (1644–1694) θεωρείται ο πρώτος μεγάλος ποιητής χαϊκού. Το δικό του χαϊκού του βατράχου είναι μάλλον το πιο διάσημο χαϊκού στον κόσμο. Επίσης μεγάλοι ποιητές χαϊκού ήταν ο Γιόσα Μπουσόν (1716–1783) και ο Κομπαγιάσι Ίσσα (1763–1827). Ο Κομπαγιάσι Ίσσα δεν ακολουθούσε πάντα τη συμβατική φόρμα 5-7-5. Στα έργα του, που εναντιώνονται στην αυξανόμενη εκζήτηση των χαϊκού, διακρίνεται μια βαθιά αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωντανά πλάσματα η οποία διανθίζεται συχνά με χιούμορ:

«Το βουνίσιο ρέμα
Άλεσε το ρύζι για μένα
Ενώ έπαιρνα εναν υπνάκο»

Το πότε εμφανίστηκε ο όρος χαϊκού δεν είναι πλήρως εξακριβωμένο. Πιθανόν να προέρχεται από το χάι του χάικαϊ νο ρένγκα και το κου από το χόκκου. Γνώρισε γενικότερη διάδοση από τον ανανεωτή της ποίησης χαϊκού, Μασαόκα Σίκι (1867-1902).

Μετά τον Σίκι διαμορφώθηκαν δύο ρεύματα. Οι δύο σημαντικότεροι μαθητές του, ο Τακαχάμα Κυόσι (1874-1959) και ο Καβαχιγκάσι Χεκιγκοτό (1873-1937) έδωσαν στο χαϊκού διαφοροποιημένες ωθήσεις, που διαρκούν έως σήμερα. Ο Χεκιγκοτό συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις του Σίκι και πειραματίστηκε με τη φόρμα. Ο Κυόσι διαμόρφωσε το αντίθετο ρεύμα, του "παραδοσιακού χαϊκού". Η σημαντική επίδραση του Κυόσι φαίνεται μέχρι σήμερα στο εύρος της διάδοσης του "παραδοσιακού χαϊκού" στην Ιαπωνία. Από τη σχολή του προέκυψαν πολλοί καταξιωμένοι ποιητές (όπως ο Μιζουχάρα Σουόσι (1892-1981)). Από το ρεύμα του Χεκιγκοτό αναπτύχθηκε η ελεύθερη φόρμα του χαϊκού. Σημαντικοί ποιητές προήλθαν από αυτή τη γραμμή όπως ο Ιππεκίρο Νακατσούκα (1897-1946), ο Ογκιβάρα Σεϊσενσούι (1884-1976), ο Οζάκι Χόσαϊ (1885-1926) και ιδιαίτερα ο Τανέντα Σαντόκα (1882-1940), που ανήκει στους πιο πολυδιαβασμένους ποιητές της Ιαπωνίας,

Αλλά και το σύγχρονο (γκένταϊ) ιαπωνικό χαϊκού έχει τις ρίζες του εδώ. Δημιουργήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως φιλελεύθερο κίνημα χαϊκού, από τις εμπειρίες του ιαπωνικού υπερεθνικισμού. Οι ποιητές της σινκό χαϊκού ουντό, της νέας κίνησης χαϊκού, οι οποίοι δεν ακολουθούσαν τις επιταγές του "παραδοσιακού χαϊκού" κατά τον Τακαχάμα Κυόσι, διώκονταν, συλλαμβάνονταν και βασανίζονταν και τα περιοδικά τους απαγορεύονταν. Ο ίδιος ο Τακαχάμα Κυόσι θεωρήθηκε μετά τον πόλεμο κύριος υπαίτιος. Ήταν πρόεδρος του τμήματος χαϊκού της «Πατριωτικής Εταιρείας για την Ιαπωνική Λογοτεχνία» (Νιχόν μπουνγκάκου χόκοκου κάι), ενός κρατικού οργανισμού προπαγάνδας με στόχο τον έλεγχο των πολιτισμικών δραστηριοτήτων, που υπαγόταν στις μυστικές υπηρεσίες.

Στο σημερινό κίνημα χαϊκού γκεντάι απαντά κανείς διάφορες ποιητικές θέσεις, οι οποίες συνυπάρχουν παρ' όλες τις αντιθέσεις τους. Κάποιοι ποιητές είναι πιστοί στη φόρμα 5-7-5, άλλοι μόνο στην εποχιακή λέξη, ενώ άλλοι απορρίπτουν και τα δύο.

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%BF%CF%8D

Βιτσέντζος Κορνάρος «Ο Ερωτόκριτος» [Τράπεζα Θεμάτων, Λογοτεχνία Α΄ Λυκείου]

Κωνσταντίνος Μάντης | Τράπεζα Θεμάτων (Λογοτεχνία Α΄ Λυκείου)  

Ενότητα: «Τα φύλα στη λογοτεχνία»

ΒΙΤΖΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ (1553-1613)

Ο Ερωτόκριτος (αποσπάσματα)

ΠΟΙΗΤΗΣ

Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,

και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·

και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,

μα στο Kαλό κ’ εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·

και των Αρμάτω οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,

του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·

αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,

ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν

σ’ μιά Κόρη κ’ έναν ’γουρο, που μπερδευτήκα ομάδι

σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.

 […]

Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,

και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.

Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη

πως για να το ’χου θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.

Kαι τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,

οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.

Xαριτωμένο θηλυκό τως το ’καμεν η Φύση,

και σαν αυτή δεν ήτονε σ’ Aνατολή και Δύση.

Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,

ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.

 […]

 Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα ’χε γερόντου γνώση,

οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ’ η ερμηνειά του βρώση.

Kαι τ’ όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα,

ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα

κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανοί και τα ’στρη εγεννήσαν,

μ’ όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσαν.

( Ερωτόκριτος, επιμ. Στ. Αλεξίου, Ερμής 1990)

1: αναθιβάλλω: 1) θυμάμαι, αναπολώ 2) μνημονεύω, διηγούμαι.

2: άγουρο: αγόρι, νέος, παλικάρι.

3: εγρικηθη: ακούστηκε.

4: τως: τους.

5: φλέγα: φλέβα, αρτηρία, πηγή.

6: τα ’στρη: τα άστρα

7: μοιραίνω: προσδιορίζω τη μοίρα κάποιου μοιραίνω: προσδιορίζω τη μοίρα κάποιου

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α.1. Να αναφέρετε ποια ιστορία δηλώνει ο ποιητής ότι θα αφηγηθεί. (5 μονάδες) Τι τον οδήγησε σ’ αυτό; (10 μονάδες)

Ο ποιητής δηλώνει πως θα αφηγηθεί τα περιστατικά που σχετίζονται με την «αμάλαγη φιλιά», την αγνή φιλία, μιας κόρης κι ενός νέου. Ειδικότερα, για την άδολη και χωρίς καμιά ασχήμια αγάπη ανάμεσα στην Αρετούσα και τον Ερωτόκριτο.

Ό,τι παρακινεί τον ποιητή σ’ αυτή την αφήγηση είναι η διαρκής εναλλαγή των ανθρώπινων πραγμάτων, η ταραχή του πολέμου, μα κι η δύναμη του έρωτα. Όπως, μάλιστα, το διατυπώνει ο ίδιος, τον εκίνησαν τα γυρίσματα του Κύκλου και του Τροχού της ζωής και της τύχης, που διαρκώς ανεβοκατεβαίνουν, κι άλλοτε πηγαίνουν ψηλά κι άλλοτε πέφτουν βαθιά. Τον κίνησαν, συνάμα, τα πράγματα του Καιρού -του χρόνου- που δεν γνωρίζουν ποτέ ανάπαυση, και συνεχώς εναλλάσσονται ανάμεσα στο καλό και το κακό∙ η ταραχή του πολέμου, οι εχθρότητες κι οι δυσκολίες, μα και στον αντίποδα, οι δυνάμεις του έρωτα κι η χάρη της φιλίας.    

Α.2. Γιατί ο ποιητής χρησιμοποιεί το α΄ πρόσωπο στους στίχους 1-10 και το γ΄ πρόσωπο στα άλλα δύο αποσπάσματα; (10 μονάδες)

Στους πρώτους στίχους ο ποιητής επιθυμεί να παρουσιάσει τους λόγους που τον οδήγησαν να καταπιαστεί με την αφήγηση αυτής της ιστορίας, οπότε η χρήση του α΄ προσώπου υποδηλώνει την προσωπική εμπλοκή και εκφράζει το υποκειμενικό στοιχείο στην επιλογή του θέματος.

Ο ποιητής, ωστόσο, δεν είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας, οπότε τα διαδραματιζόμενα δεν αποτελούν προσωπικά του βιώματα για να τα διηγηθεί σε α΄ πρόσωπο. Έτσι, η συνέχεια της ιστορίας δίνεται σε γ΄ πρόσωπο, κερδίζοντας σε αντικειμενικότητα και δημιουργώντας την αίσθηση πως ο αφηγητής είναι παντογνώστης.

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

Β.1. Πώς περιγράφει ο ποιητής την Αρετούσα και πώς τον Ερωτόκριτο; (14 μονάδες)

Το τρυφερό κλωνάρι, η νεαρή σε ηλικία Αρετούσα, καθώς μεγαλώνει αποκτά όλες εκείνες τις αρετές που, κατά τα πρότυπα της εποχής, αναλογούν σε μια κοπέλα. Είναι όμορφη, με χάρη, γνώση και γλυκύτητα. Είναι, παράλληλα, ευγενική, τακτική και πολύ χαριτωμένη. Έμφαση, βέβαια, δίνεται στην ομορφιά και το εξωτερικό της κάλλος, που σε συνδυασμό με τη γλυκύτητα του χαρακτήρα της, καθιστούν την Αρετούσα περιλάλητη και κοσμαγάπητη.

Στην περιγραφή του Ερωτόκριτου το στοιχείο που κυριαρχεί είναι η σύνεση κι η πνευματική του ωριμότητα. Έτσι, αν και επρόκειτο για έναν νέο δεκαοκτώ χρονών, τονίζεται πως είχε τη γνώση και τη λογική μεγάλου ανθρώπου (γερόντου), γεγονός που καθιστούσε τα λόγια και τις συμβουλές του τροφή πνευματική για εκείνους που τον άκουγαν. Συνάμα, ο Ερωτόκριτος επαινείται για την αρετή και την αρχοντιά του, καθώς και για τις πλείστες χάρες που τον κοσμούσαν.   

Β.2. Να εντοπίσετε μέσα από το ποίημα ένα συγκεκριμένο χαρακτηρισμό για την Αρετούσα και έναν για τον Ερωτόκριτο. (6 μονάδες) Ανταποκρίνονται στα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής τους; (5 μονάδες)

Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ’ εγρικήθη

πως για να το ’χου θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.

Η Αρετούσα χαρακτηρίζεται γλυκιά, ώστε να γίνει σαφές πως παρά την εξαιρετική της ομορφιά δεν έχει παρασυρθεί σε συμπεριφορές έπαρσης και αλαζονείας. Ο ποιητής θέλει να δημιουργήσει μιαν ισόρροπη εικόνα της κοπέλας, όπου το εξωτερικό κάλλος συνταιριάζεται αρμονικά με την καλοσύνη του χαρακτήρα.

ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα

Ο Ερωτόκριτος χαρακτηρίζεται ως πηγή αρετής και φλέβα αρχοντιάς, προκειμένου να δοθούν δύο βασικά και σημαντικά στοιχεία του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του. Έτσι, ο νέος παρουσιάζεται ως εξαιρετικά ενάρετος, αλλά και αρχοντικός στην παρουσία και τη συμπεριφορά του -παρά το γεγονός ότι δεν ήταν εξίσου πλούσιος με την Αρετούσα. Το ενάρετο του χαρακτήρα του τονίζεται, ώστε να γίνει εξαρχής ευνοϊκά δεκτός απ’ τους αναγνώστες, παρά το τόλμημά του να ερωτευτεί την κόρη του βασιλιά.   

Οι περιγραφές των δύο ηρώων κινούνται στο πλαίσιο των κοινωνικών στερεοτύπων της εποχής, καθώς τους αποδίδονται οι αρετές εκείνες που ταιριάζουν στο φύλο τους. Έτσι, η Αρετή διακρίνεται για την εξωτερική της ομορφιά και για τη γλυκύτητα του χαρακτήρα της, ενώ ο Ερωτόκριτος για τη σύνεση και την ωριμότητά του, όπως και για την αρετή και την αρχοντιά του.

Σε ό,τι αφορά την κοπέλα δίνεται έμφαση στην εξωτερική εμφάνιση και το χαρακτήρα, χωρίς να παραγνωρίζεται ωστόσο και η γνώση της. Ενώ, στην περιγραφή του Ερωτόκριτου τονίζεται πρωτίστως η ωριμότητα κι οι πνευματικές του ικανότητες. Η εμφάνιση του νέου δεν σχολιάζεται ως προς την ομορφιά, καθώς αυτό δεν ενδιαφέρει τόσο. Τονίζονται, ωστόσο, η αρχοντιά που αποπνέει, αλλά και οι πολλές χάρες που τον κοσμούν.  

ΣΥΝΟΛΟ ΜΟΝΑΔΩΝ: 25

https://latistor.blogspot.com/2014/05/blog-post_28.html

Α-Β Λυκείου: Αλλαγή σε αξιολόγηση Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας

Β. Ελληνική Γλώσσα (Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία) Α’ τάξης Ημερήσιου και Εσπερινού Γενικού Λυκείου.

Για την εξέταση της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στην Α’ τάξη Ημερήσιου και Εσπερινού Γενικού Λυκείου οι μαθητές/-τριες αξιολογούνται σε ενιαία τρίωρη εξέταση στην κατανόηση και παραγωγή λόγου.

Δίνονται στους/στις μαθητές/-τριες δύο μη διδαγμένα κείμενα, συνολικής έκτασης έως δύο σελίδων, εκ των οποίων το ένα είναι λογοτεχνικό, αυτοτελές ή απόσπασμα, (ποίημα, διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα ή θεατρικό έργο) και το δεύτερο μη λογοτεχνικό κείμενο το οποίο μπορεί να είναι αυτοτελές, ελαφρώς διασκευασμένο, ή απόσπασμα, (άρθρο, συνέντευξη, κριτική, δοκίμιο, επιστολή, χρονογράφημα, επιφυλλίδα, εισήγηση-ομιλία).

Τα κείμενα είναι δυνατόν να συνοδεύονται από σύντομο εισαγωγικό σημείωμα χωρίς ερμηνευτικά σχόλια, και λαμβάνονται με κλήρωση από την Τράπεζα Θεμάτων.

Για τα κείμενα αυτά τίθενται τέσσερα συνολικά θέματα μέσω των οποίων αποτιμάται η ικανότητα των μαθητών/-τριών να κατανοούν το περιεχόμενο των κειμένων, να ερμηνεύουν, να μετασχηματίζουν, να προεκτείνουν δημιουργικά, να διαλέγονται με αυτά, να αξιολογούν

στάσεις, αξίες, ιδέες, βασιζόμενοι/ες σε στοιχεία των κειμένων και να παράγουν ερμηνευτικό και κριτικό λόγο. Τα θέματα προτείνεται να είναι διαβαθμισμένης δυσκολίας και να τίθενται περιορισμοί στην έκταση των απαντήσεων (όπου χρειάζεται). Το νοηματικό περιεχόμενο του μη λογοτεχνικού κειμένου είναι συναφές με κάποια από τις θεματικές ενότητες που ορίζονται στην εξεταστέα ύλη.

Το πρώτο θέμα σχετίζεται με το μη λογοτεχνικό κείμενο και περιλαμβάνει τρία ερωτήματαδιαφορετικά μεταξύ τους, με δυνατότητα κάποιο/κάποια από αυτά να είναι κλειστού τύπου και με ενδεχόμενη αιτιολόγηση της απάντησης. Το πρώτο ερώτημα αφορά την κατανόηση του κειμένου ή τη συνοπτική απόδοση των απόψεωνθέσεων που διατυπώνονται για ένα από τα πραγματευόμενα στο κείμενο θέματα. Το δεύτερο ερώτημα αφορά την οργάνωση του λόγου (συνοχή, συνεκτικότητα, τρόποι ανάπτυξης, συλλογιστική πορεία).  Το τρίτο ερώτημα αφορά τη λειτουργία μορφοσυντακτικών δομών του κειμένου, επικοινωνιακές συνθήκες, πλαίσιο, στόχους,

σημειωτικούς τρόπους, βασικές κειμενικές λειτουργίες, λεξιλόγιο, υφολογικά στοιχεία, στίξη, γλωσσικές ποικιλίες.

Το πρώτο θέμα βαθμολογείται με 35 μονάδες (10+10+15).

Το δεύτερο θέμα σχετίζεται με το μη λογοτεχνικό κείμενο και αφορά τη γραπτή παραγωγή κριτικού λόγου επί θέματος που απορρέει και προεκτείνει το κείμενο αναφοράς. Με αυτό καλούνται οι μαθητές/-τριες να κρίνουν, να σχολιάσουν σημεία του κειμένου ή να ανασκευάσουν θέσεις του, αναπτύσσοντας τεκμηριωμένα τις προσωπικές απόψεις τους. Το μαθητικό κείμενο αναπτύσσεται με τη μορφή κειμένου επιχειρηματολογίας (δημόσια ομιλία, επιστολή, άρθρο) και έχει έκταση 350-400 λέξεις.

Το δεύτερο θέμα βαθμολογείται με 30 μονάδες.

Το τρίτο θέμα συνδέεται με το λογοτεχνικό κείμενο και αφορά τη γλώσσα/μορφή του: γλωσσικές επιλογές, λεξιλόγιο, έγκλιση, ρηματικό πρόσωπο, στίξη, εκφραστικά μέσα, το ύφος και τον τόνο.

Το τρίτο θέμα βαθμολογείται με 20 μονάδες.

Το τέταρτο θέμα αναφέρεται στο λογοτεχνικό κείμενο και ζητείται από τους/τις μαθητές/- τριες να σχολιάσουν ερμηνευτικά το κείμενο, να παρουσιάσουν την πρόσληψη/ανταπόκρισή τους σε αυτό, να προβούν σε στοχαστικές επισημάνσεις (αποδοχή ή απόρριψη) που αφορούν χαρακτήρες του κειμένου, θέσεις, στάσεις, ιδέες, αξίες, κοινωνικά περιβάλλοντα.

Το τέταρτο θέμα βαθμολογείται με 15 μονάδες.

Τα δύο κείμενα, καθώς και το πρώτο και το τέταρτο θέμα που τα ακολουθούν, λαμβάνονται με κλήρωση από την Τράπεζα Θεμάτων. Τα υπόλοιπα θέματα ορίζονται από τους/τις διδάσκοντες/-ουσες το μάθημα.

Α-Β Λυκείου: Αλλαγή σε αξιολόγηση Νεοελληνικής Γλώσσας & Λογοτεχνίας

Η λογική του ενιαίου προγράμματος Γλώσσας – Λογοτεχνίας (Α-Β-Γ ΛΥΚΕΙΟΥ)

 

Οι μαθητές /τριες ανταποκρίνονται σε κάθε γεγονός γραμματισμού:

• Κατανοούν και να ερμηνεύουν κείμενα (γενικά)
• Χρησιμοποιούμε μεγάλη ποικιλία προφορικών, γραπτών και υβριδικών
/ πολυτροπικών κειμένων, παραγωγή λόγου εντός η εκτός σχολείου.
• Ακολουθούμε:
• Α.. Διαδικασίες κατανόησης νοήματος, οργάνωσης και μορφής των κειμένων
• Β.. Διαδικασίες παραγωγής γραπτού, προφορικού και πολυτροπικού λόγου -
Μετασχηματισμοί κειμένων
• Γ. Αναστοχαστικές διαδικασίες

*****

Ειδικοί στόχοι
Γλώσσας
Α΄, Β

 

Κατανόηση περιεχομένου

• Ερμηνεία, μετασχηματισμός, δημιουργική
προέκταση, διάλογος με κείμενα
• Αξιολόγηση στάσεων, αξιών, ιδεών, με
βάση στοιχεία των κειμένων
• Πρόσληψη του κειμένου ως
επικοινωνιακής πράξης
• Παραγωγή ερμηνευτικού και κριτικού
λόγου (μορφή κειμένου
επιχειρηματολογίας (δημόσια ομιλία,
επιστολή, άρθρο) και έχει έκταση 350-400
λέξεις.)
• Δραστηριότητες παραγωγής λόγου (7
μεγαλο-παραγωγές λόγου μέσα στην
τάξη – ερωτηματικό για το εφικτό)

Οργάνωση ύλης στη Γλώσσα

• Ορίζονται συγκεκριμένες θεματικές ενότητες, με βάση το
περιεχόμενο των εγχειριδίων
• Στο πλαίσιο των θεματικών ενοτήτων, αναλύονται συστάδες
(δίκτυα) κειμένων.
• Διαπιστώνονται ομοιότητες και διαφορές μεταξύ των κειμένων
ως προς τη γλώσσα, το μέσο, τους σημειωτικούς τρόπους, το
κειμενικό είδος, τα γένη του λόγου, τις αναπαραστάσεις της
πραγματικότητας, τον τρόπο προσέγγισης του θέματος κ.λπ.

 

Λογοτεχνία
Α΄, Β

• Πηγή εμπειριών
• Αισθητική, διανοητική συγκίνηση
• Αξία για τη ζωή
• Συγκρότηση υποκειμενικότητας
• Κατανόηση πτυχών του κόσμου
• Κριτική στάση απέναντι στον τρόπο με τον
οποίο η λογοτεχνία υποβάλλει νοήματα και
αξίες.
• Αναγνωστικές δεξιότητες – νοηματικό
υπόστρωμα κειμένων
• Κρίσιμα ερωτήματα/θέματα συζήτησης
• Αναγνωστική/ ερμηνευτική κοινότητα
• Τουλάχιστον 15 κείμενα (πεζά, ποιητικά,
παλαιότερα, νεότερα

• Προσέγγιση χαρακτήρων / εντοπισμός χαρακτηριστικών που φωτίζουν τη δράση
τους
• Αναγνώριση ποιητικών υπαινιγμών - συναισθηματικής διάθεσης ποιητικού
υποκειμένου , μέσα από συνδυασμό συμβόλων, σχημάτων λόγου, κειμενικών δεικτών
• Εντοπισμός στοιχείων του λόγου των προσώπων, γλωσσικές επιλογές (πώς
παράγουν νόημα)
• Ερμηνευτικές απόπειρες & προσωπικές ανταποκρίσεις με βάση κειμενικά στοιχεία
• Δημιουργική γραφή - Δημιουργικός μετασχηματισμός του κειμένου - Παραγωγή
προσωπικού λόγου
• Απόκτηση αναγνωστικών δεξιοτήτων
• Εντοπισμός κρίσιμων θεμάτων σε πλαίσιο αλληλεπιδραστικής συνομιλίας

Οργάνωση ύλης Λογοτεχνίας

• Α΄ τάξη: Δύο ενότητες
• Θεματική: «Τα φύλα στη Λογοτεχνία»,
• Ειδολογική: «Ποίηση: παράδοση και μοντερνισμός»

• Β΄ τάξη: Συστάδες (δίκτυα) κειμένων που συνομιλούν μεταξύ τους με βάση
συγκεκριμένα κριτήρια (θεματικά, τεχνοτροπικά, ιστορικά, γραμματολογικά, μορφικά,
κ.λπ.) - όχι διδασκαλία κειμένων κατά παράταξη, αλλά προσπάθεια να συνομιλούν
μεταξύ τους με κάποιο τρόπο.

• Και στις δύο τάξεις:
• Ελεύθερη επιλογή κειμένων από εκπαιδευτικό & μαθητές,
• Παλαιότερα και νεότερα κείμενα σε διάλογο
• Τοποθέτηση μαθητών απέναντί τους ως σύγχρονοι/ες αναγνώστες/στριες
• Διαθεματικότητα - Διακειμενικότητα.

 

Γλώσσα Γ

Δραστηριότητες ανάλυσης κειμένων
• Δραστηριότητες ερμηνευτικής και κριτικής
προσέγγισης των κειμένων
• Δραστηριότητες συγκριτικής εξέτασης
κειμένων - Αναλύονται συστάδες (δίκτυα)
κειμένων, ώστε οι μαθητές και οι μαθήτριες
να διαπιστώσουν ομοιότητες και διαφορές
• Δραστηριότητες αναστοχασμού και
ανάπτυξης μεταγνωστικών δεξιοτήτων
• (8 μεγαλο-παραγωγές λόγου στην τάξη

Λογοτεχνία
Γ

Βαρύτητα στο κείμενο
• Ερμηνευτική διαδικασία
(παραλείπεται από τις φετινές
οδηγίες η αναφορά στον όρο
«ερμηνευτικός διάλογος»)
• Παραγωγή ερμηνευτικού σχολίου –
προσωπική ανταπόκριση

http://users.sch.gr/achrono/wordpress/wp-content/uploads/2021/10/14-10-2021-Lyceum-Chronopoulou.pdf

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ 2

Ο Ερωτόκριτος είναι έμμετρο μυθιστόρημα  που συντέθηκε από τον Βιτσέντζο Κορνάρο στην Κρήτη, πιθανότατα κατά τη πρώτη δεκαετία του 17ου αιώνα. Αποτελείται από 10.012 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους αποδιδόμενους στην Κρητική διάλεκτο, εκ των οποίων οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ίδιο τον ποιητή. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο, που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος, και την Αρετούσα, και γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο. Μαζί με το έργο Ερωφίλη του Γεωργίου Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της κρητικής λογοτεχνίας την περίοδο της Βενετοκρατίας. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην λαϊκή παράδοση και παραμένει ένα εξαιρετικά δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη επίσης και στην μελοποίησή του από τον Χριστόδουλο Χάλαρη και την ερμηνεία του από τον Νίκο Ξυλούρη.

Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που απεικονίζει είναι σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία.

Η υπόθεση χωρίζεται σε πέντε τμήματα και είναι συνοπτικά η εξής:

  • Α. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του Αρτέμη αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο γιος του πιστού συμβούλου του βασιλιά (Πεζόστρατος), ο Ερωτόκριτος. Ο Ερωτόκριτος φανερώνει τον έρωτά του για την κόρη του βασιλιά στον φίλο του Πολύδωρο, ο οποίος όμως του προτείνει να μην διανοηθεί να φανερώσει τον Έρωτά του στον Βασιλιά, διότι θα βάλει σε κίνδυνο την ίδια του την ζωή. Ο Ερωτόκριτος συμφωνεί και επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια και της τραγουδά ερωτικά τραγούδια. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή και επιζητά να μάθει ποιος είναι. Αλλά και όλο το παλάτι, ακόμη και ο ίδιος ο βασιλιάς Ηράκλης, αναρωτιούνται ποιος είναι ο άγνωστος τροβαδούρος που κάθε βράδυ γλυκαίνει τον ύπνο του παλατιού με τα ερωτικά τραγούδια του. Ο βασιλιάς, αποφασίζει να μάθει την ταυτότητα του νέου και διατάζει τους στρατιώτες του να στήσουν ένα βράδυ ενέδρα ώστε να τον συλλάβουν και να τον παρουσιάσουν μπροστά του. Η ενέδρα αποτυγχάνει καθώς ο Ερωτόκριτος μαζί με τον καλύτερό του φίλο Πολύδωρο, σκοτώνουν δύο από τους στρατιώτες του βασιλιά και ξεφεύγουν. Ακούγοντας τον φίλο του Πολύδωρο, που του τονίζει πως αν αποκαλυφθεί η ταυτότητά του, ελλοχεύει ο κίνδυνος της ατίμωσης όχι μόνο του ιδίου αλλά και του πατέρα του, ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει τον έρωτα για την Αρετούσα. Πριν φύγει, ζητάει από την μητέρα του να μην επιτρέψει σε κανέναν να μπει στο δωμάτιό του, μιας και εκεί κρύβει τους στίχους από τα ερωτικά τραγούδια που έγραψε για την Αρετούσα. Στο διάστημα της απουσίας του, ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η Βασίλισσα μαζί με την πριγκίπισσα Αρετούσα τον επισκέπτονται, η μητέρα του για να τιμήσει την επίσκεψη τους, ανοίγει όλα τα δωμάτια του σπιτιού τους. Η Αρετούσα μπαίνει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου και βρίσκει μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Αμέσως καταλαβαίνει πως αυτός είναι ο άγνωστος τραγουδιστής και το εκμυστηρεύεται στην παραμάνα της την Φροσύνη. Όταν ο Ερωτόκριτος επιστρέφει, για να δει τον πατέρα του, ο οποίος ενδιάμεσα έχει γίνει καλά, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει από την μάνα της πως μόνο η Αρετούσα είχε επισκεφτεί στο δωμάτιό του. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.Ο Ερωτόκριτος καταλαβαίνει ότι το πάθος του βρίσκει ανταπόκριση, αρχίζει να συχνάζει πάλι στο παλάτι και οι δύο ερωτευμένοι βεβαιώνονται με τα μάτια για την αμοιβαία αγάπη τους
  • Β. Ο Βασιλιάς, για να διασκεδάσει την κόρη του, που τη βλέπει μελαγχολική, οργανώνει ένα κονταροκτύπημα. Παίρνουν μέρος αφέντες και αρχοντόπουλα από διάφορους ελληνικούς τόπους που είχαν φημισμένα κάστρα: τη Μυτιλήνη, το Ανάπλι (Ναύπλιο), την Πάτρα, τη Μεθώνη, τη Κορώνη, την Έγριπο, την Αξιά (Νάξο). Έρχονται ακόμη ο αφέντης της Μακεδονίας, ο γιός του Βασιλιά του Βυζαντίου, και το ρηγόπουλο της Κύπρου. Μετέχουν επίσης και ξένοι: ο φοβερός Καραμανίτης (Τούρκος) Σπιθόλιοντας και ο Σκλαβούνος (Δαλματός Σλάβος). Τελευταίος έρχεται ο Κρητικός Χαρίδημος, αφέντης της Γορτύνης. Ο Βασιλιάς ανακοινώνει πως ο νικητής θα λάβει ως έπαθλο ένα χρυσό στεφάνι, το οποίο θα ετοιμάσει η Αρετούσα. Ο Ερωτόκριτος είναι ο νικητής.
  • Γ. Το πάθος της Αρετούσας γίνεται τώρα σφοδρότερο. Με δική της πρωτοβουλία, παρά τις συμβουλές της παραμάνας της Φροσύνης, αρχίζει να συναντάται με τον Ερωτόκριτο τη νύχτα, σ’ ένα καγκελόφραχτο παράθυρο του παλατιού. Η κοπέλα παρακινεί τον Ερωτόκριτο να τη ζητήσει από τον πατέρα της. Ο Ερωτόκριτος παίρνει την απόφαση να φανερώσει τον έρωτά του στον πατέρα του Πεζόστρατο, πιστό σύμβουλο τον βασιλιά, ζητώντας τον να ζητήσει εκ μέρους του το χέρι της Αρετούσας. Ο Πεζόστρατος κάνει τη χάρη του υιού του, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως ο βασιλιάς θα θυμώσει με αυτή την πρόταση. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου και αποφασίζει να τον εξορίσει, ενώ παράλληλα επιπλήττει τον Πεζόστρατο, τον οποίο δεν τιμωρεί λόγω της παλιάς τους φιλίας. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου και ο Βασιλιάς αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη και του χαρίζει ένα δακτυλίδι της, ως δακτυλίδι του αρραβώνα τους, ζητώντας τον να το φοράει για πάντα - ακόμη και στον θάνατο, θα είναι ζευγάρι. Ο Ερωτόκριτος φεύγει για την εξορία του αποχαιρετώντας τους γονείς του, ενώ ζητά από τα θεϊκά Άστρα και τον Ήλιο να τιμωρήσουν τον σκληρό βασιλιά.
  • Δ. Ο Ηράκλης, υποψιαζόμενος ότι η κόρη του αγαπά τον Ερωτόκριτο, αποφασίζει να επισπεύσει το γάμο με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου. Η Αρετούσα αρνιέται, ο βασιλιάς επιμένει, και τελικά η νέα φυλακίζεται μαζί με την παραμάνα της που προσπαθεί να την δικαιολογήσει. Ύστερα από τρία χρόνια ένας βόρειος αντίπαλος, οι Βλάχοι (Ρουμάνοι) με το βασιλιά τους Βλαντίστρατο (Vladislav) εισβάλλουν στη χώρα και πολιορκούν την Αθήνα. Ο Ερωτόκριτος αποφασίζει να επιστρέψει στην Αθήνα, παραβαίνοντας την εξορία του. Με την βοήθεια μιας μάγισσας, αποκτά ένα μαγικό υγρό που αλείφοντας το στο πρόσωπό του, γίνεται αγνώριστος και στο πρόσωπο και στη φωνή του.Έτσι, επιστρέφει στην Αθήνα και παίρνει μέρος στις μάχες που ακολουθούν. Ο Ερωτόκριτος αποδεικνύεται σπουδαίος πολεμιστής και αποκτάει γρήγορα μεγάλη φήμη στο Παλάτι, ενώ γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των εχθρών. Ο ίδιος ο βασιλιάς μάλιστα, αναζητά τον άγνωστο πολεμιστή και του προσφέρει σπουδαία δώρα, τα οποία όμως ο Ερωτόκριτος αρνείται. Σε μια μάχη μάλιστα, που ο βασιλιάς και ο σωματοφύλακας του, ο φίλος του Ερωτόκριτου Πολύδωρος, βρίσκονται σε δύσκολη θέση, ο Ερωτόκριτος κατανικάει τους εχθρούς, σώζοντας και τον στρατό και τον φίλο του και τον βασιλιά από βέβαιο θάνατο. Εξασφαλίζει ακόμη και την τελική νίκη σε μία μονομαχία που γίνεται, έπειτα από συμφωνία των δύο αντιπάλων, ανάμεσα στον Ερωτόκριτο και τον ανιψιό του βασιλιά των Βλάχων Άριστο, που έχει φτάσει από τη Φραγκιά (τη λατινική Δύση). Ο Άριστος σκοτώνεται στην μονομαχία και οι Βλάχοι με μια επιβλητική νεκρική πομπή παίρνουν μαζί τους το σώμα του και αποχωρούν από την Αθήνα.
  • Ε. Νικητής αλλά και σοβαρά πληγωμένος ο Ερωτόκριτος μεταφέρεται, αγνώριστος πάντα, στο παλάτι. Γίνεται τέλος καλά, λέει στον βασιλιά ότι ονομάζεται Κριτίδης, και αρνούμενος κάθε άλλη ανταμοιβή ζητά να πάρει γυναίκα του τη φυλακισμένη ακόμη Αρετούσα. Ο βασιλιάς του εκμυστηρεύεται πως δυστυχώς η κόρη του δεν δέχεται κανένα προξενιό, αποκαλύπτοντας του τον λόγο της φυλάκισής της. Ο Ερωτοκριτος επιμένει να την δει και πείθει τον βασιλιά να του επιτρέψει να την επισκεφθεί στο κελί της. Την επισκέπτεται ο ίδιος στη φυλακή και διατυπώνει την πρόταση του, αλλά η κόρη αρνιέται με επιμονή. Ο ξένος θέλοντας να δοκιμάσει την πίστη της, της αφήνει τάχα ως δώρο το δακτυλίδι που είχε δώσει η ίδια στον Ερωτόκριτο για τον αρραβώνα τους και όταν αυτή έκπληκτη το αναγνωρίζει, τον διατάσσει επιτακτικά να της πει που το βρήκε. Ο Κριτίδης/Ερωτόκριτος, πλάθει μια ιστορία κατά την οποία αποκαλύπτει στην πριγκίπισσα πως το δαχτυλίδι αυτό, της έδωσε πριν καιρό, ένας νεαρός που βρήκε να αργοπεθαίνει μετά από μάχη με δύο θηρία στο δάσος. Ο νεαρός ενώ αργοπέθαινε, του έδωσε το δακτυλίδι, λέγοντας ξεψυχώντας ''σε έχασα Αρετούσα μου''. Η Αρετούσα αναγνωρίζοντας το δαχτυλίδι, θρηνεί τον αγαπημένο της. Τότε ο άγνωστος μελαχρινός νέος, με το μαγικό υγρό, παίρνει πάλι την όψη του Ερωτόκριτου και αναγνωρίζεται από την Αρετούσα. Τελικά το ζευγάρι στεφανώνεται μέσα σε γενική χαρά, ο βασιλιάς συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του, και ο Ερωτόκριτος, όπως στα παραμύθια, ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας.
  • ΠΗΓΗ : https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%81%CF%89%CF%84%CF%8C%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%BF%CF%82

Βιτσέντζος Κορνάρος «Ερωτόκριτος»

[ΠΗΓΗ:latistor]

β) [ΗΡΘΕΝ Η ΩΡΑ ΚΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ]

(Ε' μέρος, στίχοι 767 - 818)

Το β' απόσπασμά μας αναφέρεται στην τελευταία φάση της δοκιμασίας που υποβάλλει ο Ερωτόκριτος την Αρετούσα, προτού της αποκαλύψει ποιος είναι.

 

ΠΟΙΗΤΗΣ

 

Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός κι η μέρα ξημερώνει
να φανερώσει ο Ρώκριτος το πρόσωπο που χώνει.
Εφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνει,
σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.
Χορτάρια εβγήκαν εις τη γη, τα δεντρουλάκια ανθίσα
10 κι από τσ' αγκάλες τ' ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα.
Τα περιγιάλια ελάμπασι κι η θάλασσα εκοιμάτο,
γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κι εις τα νερά εγρικάτο.
Ολόχαρη και λαμπυρή η μέρα ξημερώνει,
εγέλαν η ανατολή κι η δύση καμαρώνει.
15 Ο ήλιος τες ακτίνες του παρά ποτέ στολίζειμε λάμψη,
κι όλα τα βουνά και κάμπους ομορφίζει.
Χαμοπετώντας τα πουλιά εγλυκοκιλαδούσα,
στα κλωναράκια των δέντρων έσμιγαν κι εφιλούσα.
Δυο δυο εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,
20 έσμιξες, γάμους και χαρές εδείχνασι κι εκείνα.
Εσκόρπισεν η συννεφιά, οι αντάρες εχαθήκα,
πολλά σημάδια τση χαράς στον ουρανό εφανήκα.
Παρά ποτέ τως λαμπυρά, τριγύρου στολισμένα,
στον ουρανό είν' τα νέφαλα σαν παραχρουσωμένα.
 25 Τα πάθη πλιο δεν κιλαδείτο πρικαμένο αηδόνι,
αμέ πετά πασίχαρο, μ' άλλα πουλιά σιμώνει.
Γελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνου,
όλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνου.
Και μες στη σκοτεινή φ'λακήν, οπού 'το η Αρετούσα,
30 εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσα.
Στην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσι
και φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσι.
Πάλι με τον κιλαδισμόν απ' την φ'λακήν εφύγα,
αγκαλιαστά, περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγα.
Η νένα, οπού 'το φρόνιμη γυναίκα του καιρού της
κι ήκουσε κι είδε και πολλά, ήβαλε μες στο νου της
το πως ετούτα τα πουλιά, που εσμίξαν έτσι ομάδι,
χαρά μεγάλη προμηνού και γάμου είναι σημάδι.

 

ΦΡΟΣΥΝΗ

 

40 Λέγει: «Αρετούσα, κάτεχε, σ' καλό πολύ το πιάνω
τούτον, οπού 'ρθαν τα πουλιά στην κεφαλή σου απάνω:
σημάδι είναι του γάμου σου, ώρα καλή ώρα να 'ναι·
για δε κι ό,τι είναι για καλό στο λογισμό σου βάνε.
Ως πότε θε να κάθεσαι στο βρώμο, θυγατέρα,
να διώχνεις τόσες προξενιές που του κυρού σου εφέρα;
45 Κι ως πότε το Ρωτόκριτο να στέκεις ν' ανιμένεις;
Εσύ από τούτη τη φ'λακήν, ώστε να ζεις, δε βγαίνεις,
παρά στα θέλει ο κύρης σου να του θεληματέψεις·
μη βούλεσαι ανημπόρετα πράματα να γυρέψεις.
Και χίλιοι χρόνοι ανέ διαβού, δεν τόνε κάνεις ταίρι
50 κι ώστε να ζει, δεν έρχεται προς τα δικά σας μέρη.
Κι αν αποθάνει ο κύρης σου, παραγγελιάν αφήνει
κι όσοι απομείνου οπίσω του ξορίζουν τον κι εκείνοι.
Λοιπό, κερά μου, σκόλασε το λογισμό τον έχεις
κι ο ξένος γίνεται άντρας σου, κάμε να το κατέχεις·
αυτός οπού επολέμησε κι εγλίτωσε τη χώρα,
πε το κι εσύ πως τόνε θες και να βρεθεί καλή ώρα».

 


χώνω: κρύβω.
έσμιξες (έσμιξη): συναντήσεις, σμιξίματα.
πρικαμένος: πικραμένος.
νένα: παραμάνα.
βρώμος: βρωμιά.
στα: σ' αυτά που.
ώστε να: έως ότου, όσο.
ξορίζω: εξορίζω.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Μετά το απόσπασμα που διαβάσατε θα ακολουθήσει η αναγνώριση του Ερωτόκριτου από την Αρετούσα. Πώς προετοιμάζεται το γεγονός αυτό στους στίχους 3-30;
  2. Το απόσπασμα χωρίζεται βασικά σε δυο μέρη. Στο πρώτο κυριαρχεί ένα αίσθημα αισιοδοξίας και ευφορίας. Να το παρακολουθήσετε στη διαδοχή των εικόνων της φύσης και να επισημάνετε πώς διοχετεύεται σ' αυτές.
  3. Οι συμβουλές της Φροσύνης τι αισθήματα εκφράζουν;
  4. Στο δεύτερο μέρος επίκεντρο είναι η νένα. Να βρείτε ποιες λαϊκές αντιλήψεις υπολανθάνουν στα λόγια της.

 

Βιτσέντζος Κορνάρος «Ερωτόκριτος» (ερωτήσεις σχολικού βιβλίου)

Ο Ερωτόκριτος χαρακτηρίζεται ως αφηγηματικό ποίημα ή έμμετρο μυθιστόρημα. Στους πολυάριθμους στίχους του (πάνω από 10.000) εξιστορούνται οι φάσεις που πέρασε η αγάπη δυο νέων, του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας, ώσπου να καταλήξει στο αίσιο τέλος της, το γάμο. Μέσα σ’ αυτή την ιστορία συμπλέκονται και «των αρμάτω οι ταραχές» και «τση φιλίας η χάρη», για να προβληθούν και τα άλλα γνωρίσματα του ιπποτικού πνεύματος, η αξία της παλικαριάς και της φιλίας.

Ως άνθρωπος της Αναγέννησης και ως Έλληνας, ο ποιητής διαλέγει για χώρο της δράσης την αρχαία Αθήνα, όχι όμως όπως τη γνωρίζουμε από την ιστορία. Στον Ερωτόκριτο τα γεγονότα διαδραματίζονται σ’ έναν κόσμο αόριστο ιστορικά, συμβατικό και παραμυθένιο. Το ποίημα διαιρείται σε πέντε μέρη. Στο Α΄ μέρος παρακολουθούμε πώς γεννιέται και ωριμάζει το αίσθημα των δυο νέων. Στο Β΄ μέρος περιγράφεται η γιόστρα (το κονταροχτύπημα) που οργανώνει ο βασιλιάς Ηρακλής, πατέρας της Αρετούσας, για να τη διασκεδάσει. Ακολουθεί (Γ΄ μέρος) η συνάντηση των δυο ερωτευμένων και η απόφαση να ανακοινώσει ο Ερωτόκριτος στο βασιλιά την επιθυμία τους να παντρευτούν. Ο βασιλιάς, έξω φρενών από το θράσος του νεαρού, τον εξορίζει και αποφασίζει να παντρέψει την κόρη του με τον πρίγκιπα του Βυζαντίου. Στην άρνησή της την κλείνει στη φυλακή. Ο Ερωτόκριτος, προτού φύγει, αρραβωνιάζεται με την Αρετούσα. Στο μεταξύ ξεσπάει πόλεμος (Δ΄ μέρος)∙ ο βασιλιάς των Βλάχων εισβάλλει στο βασίλειο του Ηρακλή. Σε αποφασιστική μάχη ο Ερωτόκριτος, μεταμορφωμένος σε Σαρακηνό, σώζει την κατάσταση. Στο Ε΄ και τελευταίο μέρος ο βασιλιάς από ευγνωμοσύνη τάζει το μισό βασίλειο στον άγνωστο σωτήρα του. Εκείνος απορρίπτει την προσφορά και ζητά για αντάλλαγμα να παντρευτεί την Αρετούσα. Ο βασιλιάς δέχεται, αλλά εκείνη αρνείται ως τη στιγμή που ο Ερωτόκριτος αποκαλύπτει την ταυτότητά του.

Απόσπασμα Β΄

[ΗΡΘΕΝ Η ΩΡΑ ΚΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ]

(Ε΄ μέρος, στίχοι 767-818)

Ερωτήσεις:

Μετά το απόσπασμα που διαβάσατε θα ακολουθήσει η αναγνώριση του Ερωτόκριτου από την Αρετούσα. Πώς προετοιμάζεται το γεγονός αυτό στους στίχους 3-30;

Το γεγονός ότι πλησιάζει η ώρα που ο Ερωτόκριτος θα αποκαλύψει την αληθινή του ταυτότητα στην Αρετούσα και η ιστορία θα οδηγηθεί έτσι σ’ ένα αίσιο τέλος, δίνεται από τον ποιητή με την επικράτηση μιας γενικής ευδαιμονίας στη φύση. Με μια σειρά εικόνων αισιοδοξίας και χαράς, η φύση προμηνύει πως έρχεται η ώρα του γάμου και του ξεφαντώματος που θα γεμίσει ευτυχία το ερωτευμένο ζευγάρι και ολόκληρη την πολιτεία που θα συμμετάσχει στο γλέντι του γάμου τους. (Αναλυτικά οι εικόνες στην επόμενη ερώτηση)

Τα σημάδια για το χαρμόσυνο γεγονός που πλησιάζει κορυφώνονται με τα δυο πουλιά που θα μπουν στη φυλακή της Αρετούσας και θα πετούν κοντά στο κεφάλι της, κελαηδώντας γλυκά. Το εύθυμο αυτό ζευγάρι των όμορφων πουλιών που θα βγουν από τη φυλακή πετώντας αγκαλιαστά, θα αποτελέσει για τη φρόνιμη νένα της Αρετούσας, αδιάψευστο σημάδι για τη χαρά και το γάμο της κοπέλας.

Το απόσπασμα χωρίζεται βασικά σε δυο μέρη. Στο πρώτο κυριαρχεί ένα αίσθημα αισιοδοξίας και ευφορίας. Να το παρακολουθήσετε στη διαδοχή των εικόνων της φύσης και να επισημάνετε πως διοχετεύεται σ’ αυτές.

Ο ποιητής θέλοντας να μεταδώσει στους αναγνώστες μια αίσθηση αισιοδοξίας και να τους προετοιμάσει για την αίσια έκβαση της ιστορίας των δύο νέων, παρουσιάζει στο πρώτο μέρος του αποσπάσματος μια σειρά εικόνων που αναδεικνύουν την ευδαιμονία που κυριαρχεί στη φύση. Η ευφορία που διατρέχει τις εικόνες του ποιήματος βασίζεται αφενός στο γεγονός ότι ο ποιητής επιλέγει να παρουσιάσει το ξεκίνημα μιας ανοιξιάτικης ημέρας, που διώχνει τα σύννεφα και τις καταιγίδες, φέρνοντας ένα μήνυμα ελπίδας, και αφετέρου με τον τρόπο που ο ίδιος ο ποιητής ερμηνεύει και σχολιάζει κάθε πτυχή της νέας ημέρας. Με τη χρησιμοποίηση λέξεων που σημαίνουν χαρά κι ευτυχία, με την εμφατική παρουσίαση της ομορφιάς που επικρατεί παντού, αλλά και με την ερμηνεία όλης αυτής της ομορφιάς ως σημάδι ευτυχίας, ως καλό οιωνό, ο ποιητής κατορθώνει να διοχετεύσει στις εικόνες που παρουσιάζει μια γενικευμένη αίσθηση αισιοδοξίας κι ευφορίας.

1η εικόνα:

Εφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνει,

σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.

Η αυγή, το πρώτο φανέρωμα της ημέρας -η στιγμή κατά την οποία το πρώτο φως του ήλιου διαχέεται στον ορίζονται- εμφανίζεται ολόχαρη και ρίχνει παντού δροσιά -το ελαφρύ στρώμα νερού που καλύπτει καθετί τις ώρες του ξημερώματος-, προμηνύοντας το ξεφάντωμα που θα έρθει. Η δροσιά που καλύπτει τους εξωτερικούς χώρους, κάνει τα πάντα να γυαλίζουν στις πρώτες ακτίνες του ήλιου, δημιουργώντας την αίσθηση πως όλα είναι καθαρά κι έτοιμα για το μεγάλο γλέντι που σύντομα θα γίνει για το γιορτασμό του γάμου.

Ο ποιητής στην όμορφη εικόνα που εμφανίζει η φύση την ώρα του ξημερώματος την ερμηνεύει ως σημάδι για την ξεφάντωση -για τη διασκέδαση- που σύντομα θα ξεκινήσει. Παρουσιάζει μάλιστα την αυγή ολόχαρη, δίνοντας μέσα από αυτή την προσωποποίηση αισθήματα χαράς κι ενθουσιασμού σε ολόκληρη τη φύση.

2η εικόνα:

Χορτάρια εβγήκαν εις τη γη, τα δεντρουλάκια ανθίσα,

κι από τσ’ αγκάλες τ’ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα.

Η γη ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της άνοιξης γεμίζοντας χορταράκια και τα δέντρα ανθίζουν, καθώς για ολόκληρη τη φύση ξεκινά ένας νέος κύκλος αναγέννησης. Ενώ, ακόμη και ο προσωποποιημένος ουρανός συμμετέχει στο γιόρτασμα της φύσης στέλνοντας από τις αγκάλες του ένα βοριά που φυσάει γλυκά, μιας και διαχέει παντού τις μυρωδιές των ανθών και του φρέσκου χορταριού.

Ο ποιητής μέσα από τις συνεχείς προσωποποιήσεις στοιχείων της φύσης και με τις εικόνες της άνοιξης, επιτυγχάνει να μεταδώσει μια καθολική αίσθηση αισιοδοξίας και αλλαγής προς το καλύτερο.

3η εικόνα:

Τα περιγιάλια ελάμπασι κι η θάλασσα εκοιμάτο,

γλυκύς σκοπός εις τα δέντρα κι εις τα νερά εγρικάτο.

Στη θάλασσα επικρατεί απόλυτη ηρεμία, οι τρικυμίες έχουν πια κοπάσει, δημιουργώντας την αίσθηση πως η -προσωποποιημένη- θάλασσα κοιμάται. Τα περιγιάλια λάμπουν, ενισχύοντας έτσι την αίσθηση ηρεμίας που επικρατεί στη θάλασσα. Μπορούμε να φανταστούμε τις αμμουδιές και τα βραχάκια να καθρεφτίζουν το φως του ήλιου, συμμετέχοντας στη γαλήνια ομορφιά του τοπίου.

Το γεγονός, άλλωστε, ότι έχουν πάψει οι δυνατοί άνεμοι, δηλώνεται και με το γλυκό ήχο της αρμονίας που ακούγεται στα δέντρα και τα νερά. Η φύση έχει γαληνέψει πια και μπορεί κάποιος να ακούσει τους γλυκούς και απαλούς ήχους της άνοιξης.

4η εικόνα:

Ολόχαρη και λαμπυρή η μέρα ξημερώνει,

εγέλαν η ανατολή κι η δύση καμαρώνει.

Η νέα μέρα που ξημερώνει είναι γεμάτη χαρά και λάμψη (προσωποποίηση), γεγονός που προκαλεί αισθήματα ευδαιμονίας και θαυμασμού στις προσωποποιημένες ανατολή και δύση. Ο ποιητής μας μεταδίδει την αισιοδοξία του, αποδίδοντας συναισθήματα σε απρόσωπες έννοιες όπως είναι η μέρα, η ανατολή και η δύση.

Η γεμάτη χαρά ημέρα και η ανατολή που γελά, εκφράζουν ουσιαστικά τα συναισθήματα του ποιητή, που με την προσμονή ευχάριστων γεγονότων, ερμηνεύει το ξημέρωμα της νέας ημέρας ως ένα γεμάτο αισιοδοξία συμβάν. Είναι, άλλωστε, σύνηθες φαινόμενο για τους ανθρώπους να μεταθέτουν τα συναισθήματά τους σε καθετί που συμβαίνει γύρω τους. Ένας χαρούμενος άνθρωπος βλέπει τα πάντα γύρω του να συμμετέχουν στη χαρά του, διακρίνοντας την ομορφιά της φύσης και την καλή πλευρά των ανθρώπων, ενώ κάποιος που είναι δυστυχισμένος δεν αντιλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο το περιβάλλον του, καθώς εγκλωβισμένος στα συναισθήματά του, αδυνατεί να δει την ομορφιά του κόσμου και αντικρίζει γύρω του πόνο και δυστυχία.

5η εικόνα:

Ο ήλιος τες ακτίνες του παρά ποτέ στολίζει

με λάμψη, κι όλα τα βουνά και κάμπους ομορφίζει.

Ο ήλιος που ανατέλλει παρουσιάζεται να στολίζει με περισσότερη λάμψη από ποτέ τις ακτίνες του (προσωποποίηση) και να ομορφαίνει με το φως του όλα τα βουνά και τους κάμπους.

Ο ποιητής συνεχίζει το μοτίβο της ομορφιάς που κυριαρχεί στη φύση διευρύνοντας τη θέασή του, ώστε να συμπεριλάβει όλη την πλάση.

6η εικόνα:

Χαμοπετώντας τα πουλιά εγλυκοκιλαδούσα,

στα κλωναράκια των δεντρών εσμίγαν κι εφιλούσα.

Δυο δυο εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,

έσμιξες, γάμους και χαρές εδείχνασι κι εκείνα.

Ο ποιητής έχοντας παρουσιάσει τη χαρά και την ευδαιμονία της φύσης σ’ ένα αρκετά διευρυμένο επίπεδο (η θάλασσα, όλα τα βουνά και οι κάμποι), τώρα περνά σε μια εικόνα εστιασμένη στη συμπεριφορά των πουλιών.

Τα πουλιά μετέχουν κι αυτά στην ευδαιμονία της φύσης με το γλυκό κελάηδισμά τους και με τις ερωτοτροπίες τους. Παρουσιάζονται να σμίγουν και να φιλιούνται, να έχουν δηλαδή μια ανθρώπινη συμπεριφορά, προμηνύοντας έτσι γάμους και χαρές.

7η εικόνα:

Εσκόρπισεν η συννεφιά, οι αντάρες εχαθήκα,

πολλά σημάδια τση χαράς στον ουρανό εφανήκα.

Παρά ποτέ τως λαμπυρά, τριγύρου στολισμένα,

στον ουρανό είν’ τα νέφαλα σαν παραχρουσωμένα.

Μετά την εικόνα των πουλιών ο ποιητής διευρύνει ξανά την οπτική του, αντικρίζοντας τον καθαρό ουρανό, που απαλλαγμένος από τα βαριά σύννεφα της καταιγίδας και της κακοκαιρίας, συμμετέχει κι αυτός στη χαρά της υπόλοιπης φύσης. Ακόμη κι ο ουρανός δείχνει σημάδια για τη μεγάλη χαρά που έρχεται, καθώς τα λευκά συννεφάκια που έχουν απομείνει, έχουν πάρει χάρη στο φως του ήλιου ένα ευοίωνο χρώμα χρυσού, ενισχύοντας την εικόνα ομορφιάς του ουρανού και προμηνύοντας το στόλισμα που θα ακολουθήσει σ’ όλη την επικράτεια για να τιμηθεί ο γάμος που σύντομα θα γίνει.

8η εικόνα:

Τα πάθη πλιο δεν κιλαδεί  το πρικαμένο αηδόνι,

αμέ πετά πασίχαρο, μ’ άλλα πουλιά σιμώνει.

Η εικόνα ομορφιάς του ουρανού, ακολουθείται από την ευδαιμονία του μέχρι πρότινος πικραμένου αηδονιού, που έχει πάψει το θλιμμένο του κελάηδισμα και πετά γεμάτο χαρά κοντά στ’ άλλα πουλιά.

9η εικόνα:

Γελούν τση χώρας τα στενά κι οι στράτες καμαρώνου,

όλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνου.

Από την ευδαιμονία του φυσικού περιβάλλοντος ο ποιητής περνά στη χαρά στου αστικού χώρου, όπου όλοι οι δρόμοι γελούν και καμαρώνουν, καθώς αισθάνονται τις κρυφές χαρές που πλησιάζουν και αντιλαμβάνονται τα πασίδηλα σημάδια τους που επικρατούν παντού.

Ο ποιητής συνεχίζει κι εδώ τις προσωποποιήσεις, αποδίδοντας συναισθήματα άκρατου ενθουσιασμού ακόμη και στους δρόμους της πόλης.

10η εικόνα:

Και μες στη σκοτεινή φ’λακήν, πού ‘το η Αρετούσα,

εμπήκα δυο όμορφα πουλιά κι εγλυκοκιλαδούσα.

Στην κεφαλή της Αρετής συχνιά χαμοπετούσι

και φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσι.

Πάλι με τον κιλαδισμόν απ’ την φ’λακήν εφύγα,

αγκαλιαστά, περίπλεχτα τσι μούρες τως εσμίγα.

Ο ποιητής με ιδιαίτερα ευφυή τρόπο μας μεταφέρει στη σκοτεινή φυλακή της Αρετούσας, παρουσιάζοντας δυο όμορφα πουλιά να πετούν ως εκεί. Έτσι με πολύ φυσικό τρόπο, η ευδαιμονία που επικρατεί στη φύση φτάνει στο κελί της νεαρής κοπέλας και με την αντίθεση που παρουσιάζεται ανάμεσα στη χαρά των πουλιών και στο σκοτεινό και θλιβερό κελί της Αρετούσας, επιτυγχάνει ο ποιητής να δώσει παραστατικά την αλλαγή συναισθημάτων και κλίματος που επέρχεται στην ιστορία των δυο νέων.

Το πέταγμα των πουλιών κοντά στο κεφάλι της κοπέλας, το αγκάλιασμα και τα φιλιά τους, λειτουργούν ως ο τελευταίος, αλλά σαφέστερος οιωνός για τη μεγάλη χαρά που πλησιάζει. Κι αν η Αρετούσα δεν αντιλαμβάνεται το σημάδι που αποκαλύπτει το πέταγμα των πουλιών, η νένα της που έχει μεγαλύτερη εμπειρία από τα σημάδια της ζωής, καταλαβαίνει πως έχει φτάσει πια η ώρα να ζήσει η κοπέλα τη χαρά του γάμου της.

Οι συμβουλές της Φροσύνης τι αισθήματα εκφράζουν;

Η παραμάνα της Αρετούσας, η Φροσύνη, βλέποντας το πέταγμα των πουλιών και καταλαβαίνοντας πως πλησιάζει η ώρα για το γάμο της κοπέλας, τη συμβουλεύει πως πρέπει πια να αλλάξει γνώμη και να μην περιμένει μάταια τον Ερωτόκριτο. Είναι, άλλωστε, σαφές πως ο πατέρας της δεν πρόκειται ποτέ να της επιτρέψει να τον παντρευτεί και δεν υπάρχει ελπίδα να έρθει ο νέος κοντά της, αφού ο βασιλιάς τον έχει εξορίσει. Εφόσον, λοιπόν, ο πατέρας της δε συμφωνεί μ’ αυτό το γάμο, όσο κι αν περιμένει η κοπέλα, δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει ταίρι της ο Ερωτόκριτος. Κι όσο καιρό δε συμφωνεί να παντρευτεί εκείνον που της υποδεικνύει ο πατέρας της, τόσο θα συνεχίσει να ζει στην άθλια βρωμιά της φυλακής που την έχουν κλεισμένη.

Η Φροσύνη βλέποντας αντικειμενικά τα πράγματα και μη έχοντας τυφλωθεί από τη δύναμη του έρωτα, όπως η Αρετούσα, αντιλαμβάνεται πως είναι μάταιο να περιμένει η κοπέλα τον εξορισμένο νεαρό.

Αντικρίζει την πραγματικότητα με ρεαλισμό και μπροστά στην επιμονή της κοπέλας να ελπίζει το αδύνατο, τη συμβουλεύει να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα και να παντρευτεί τον άντρα που της δίνει ο πατέρας της. Η Φροσύνη δε θέλει να βλέπει την κοπέλα να χάνει τα νιάτα και την ομορφιά της κλεισμένη σ’ ένα κελί και περιμένοντας κάτι που δεν είναι δυνατό να συμβεί, γι’ αυτό και τη συμβουλεύει να προτιμήσει το γάμο από τη δυστυχία της φυλακής και από τον εσωτερικό εγκλωβισμό της στην προσμονή ενός ανεκπλήρωτου έρωτα.

Η αγάπη και το ενδιαφέρον της Φροσύνης είναι εμφανή στα λόγια της, καθώς παρά το γεγονός ότι δε στηρίζει τον έρωτα της Αρετούσας για τον Ερωτόκριτο, επιθυμεί για την κοπέλα την καλύτερη δυνατή τύχη, γι’ αυτό και προσπαθεί να της δείξει το μάταιο των προσδοκιών της.

Σε αντίθεση με την εμμονή της Αρετούσας σ’ έναν καταδικασμένο έρωτα και στη διάθεσή της να θυσιάσει τη νεότητά της περιμένοντας τον Ερωτόκριτο, η Φροσύνη προτάσσει τη λογική και τη σύνεση. Είναι προτιμότερο να συμβιβαστεί η κοπέλα μ’ έναν άντρα που δεν αποτελεί τη δική της επιλογή, παρά να περάσει τη ζωή της κλεισμένη σε μια σκοτεινή φυλακή.

Στο δεύτερο μέρος επίκεντρο είναι η νένα. Να βρείτε ποιες λαϊκές αντιλήψεις υπολανθάνουν στα λόγια της.

Στα λόγια της παραμάνας και στις συμβουλές της προς την κοπέλα να παντρευτεί τον άντρα που της υποδεικνύει ο πατέρας της, ανιχνεύουμε αρκετές πεποιθήσεις της εποχής, κυρίως για τη θέση που είχε μια γυναίκα στην κοινωνία και για τις υποχρεώσεις της.

  • Η νεαρή κοπέλα είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει τη θέληση του πατέρα της, γιατί αυτός είναι υπεύθυνος να αποφασίσει για το μέλλον της και κυρίως για το ποιον θα πρέπει να παντρευτεί. Οι γυναίκες, άλλωστε, εκείνη την εποχή δεν επέλεγαν μόνες τους το μελλοντικό τους σύζυγο, ακολουθούσαν απλώς την επιλογή που έκανε για εκείνες ο πατέρας τους.
  • Ο πατέρας αποτελούσε την κεφαλή της οικογένειας και λάμβανε μόνος του τις βασικές αποφάσεις για την τύχη των υπόλοιπων μελών της οικογένειας και ιδίως για το μέλλον των κοριτσιών. Η φυλάκιση της Αρετούσας, μάλιστα, απεδείκνυε ότι στις αποφάσεις ενός πατέρα δεν υπήρχε χώρος για συναισθηματισμούς. Ο πατέρας αποφάσιζε με βάση τα δικά του κριτήρια και οποιαδήποτε απείθεια από μέρους της κόρης του, σήμαινε βαρύτατες κυρώσεις.
  • Παρόμοια εξουσία, αλλά σε μεγαλύτερη έκταση, είχε ένας βασιλιάς για τους υπηκόους του, καθώς λάμβανε αποφάσεις που μπορούσαν να επηρεάσουν όλους τους πολίτες του βασιλείου του. Είχε, επίσης, τη δύναμη να εκδιώξει όποιον από αυτούς δε συμμορφωνόταν στη βασιλική του θέληση.
  • Η αδυναμία των πολιτών να αντιδράσουν μπροστά στην επιθυμία του βασιλιά τους, μας παραπέμπει σ’ έναν πεπαλαιωμένο τρόπο διαβίωσης, όπου οι άνθρωποι παρέδιδαν απόλυτη εξουσία σ’ έναν άνθρωπο και οι ίδιοι αρνούνταν στον εαυτό τους το δικαίωμα να αποφασίζουν και να αγωνίζονται για τη διαμόρφωση της δικής τους ζωής.
  • Η παραμάνα μιλά επηρεασμένη από τον οιωνό των πουλιών που εμφανίστηκαν στη φυλακή της Αρετούσας, δείχνοντας την ιδιαίτερη πίστη που είχαν τότε οι άνθρωποι σε σημάδια και οιωνούς. Η μοιρολατρία αυτή των ανθρώπων, συμβάδιζε με το γενικότερο τρόπο ζωής τους, καθώς όπως και στο πολίτευμά τους, έτσι και σε ό,τι αφορούσε το μέλλον τους, αποδεχόντουσαν τις αποφάσεις άλλων και θεωρούσαν πως όλα ήταν γραμμένα, αποποιούμενοι τη μεγάλη δύναμη που προσφέρει στους ανθρώπους η επίγνωση ότι μόνοι τους έχουν την ευθύνη αλλά και τη δυνατότητα να διαμορφώσουν το μέλλον τους.
  • Η σταθερή απόφαση του βασιλιά να απαγορέψει το γάμο του Ερωτόκριτου με την Αρετούσα, φανερώνει την κυρίαρχη άποψη της εποχής ότι μια κοπέλα δεν μπορούσε να παντρευτεί κάποιον που ήταν κοινωνικά κατώτερός της.
  • Η ευκολία με την οποία η Φροσύνη προτρέπει την Αρετούσα να παντρευτεί τον άντρα που της έδινε ο πατέρας της, αποκαλύπτει την πεποίθηση εκείνων των χρόνων ότι οι γάμοι έπρεπε να βασίζονται σε λογικές αποφάσεις (οικονομική κατάσταση, παρόμοια κοινωνική θέση) και όχι στον έρωτα. Η Φροσύνη, όπως και κάθε γυναίκα εκείνης της εποχής, έβλεπε το γάμο ως μια προειλημμένη συμφωνία των γονιών και όχι ως την κατάληξη ενός έρωτα.

Πηγή latistor/Κωνσταντίνος Μάντης

https://latistor.blogspot.com/2011/10/blog-post_17.html

Κώστας Βάρναλης Οι μοιραίοι 

Κ. Βάρναλης, «Οι Μοιραίοι» (ανάγνωση) [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]

ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ, το δημοφιλέστερο ποίημα του Βάρναλη, χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922, τον ίδιο χρόνο που ο ποιητής με τη σύνθεσή του Το φως που καίει εγκαταλείποντας τις προηγούμενες αναζητήσεις του χάραξε τη νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία στην οποία είχε ενταχθεί.

Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.

Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα

παράλυτος, ίδιο στοιχειό
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

 

- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει;
   Κανένα στόμα
δεν το 'βρε και δεν το 'πε ακόμα.
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

 


άσωτος: ατέλειωτος, απέραντος.
κροκάτη γάζα: λεπτό διαφανές ύφασμα με τα χρώματα του λουλουδιού κρόκος. Της αυγής κροκάτη γάζα·η αυγή·η εικόνα υποδηλώνει τη διαύγεια της ατμόσφαιρας και τα χρώματα του πρωινού και είναι δανεισμένη από τον Όμηρο, που αποκαλούσε την αυγή «Κροκόπεπλο Ηώ».
στοιχειό: φάντασμα.
κοντοήμερη: που της απομένουν λίγες ακόμη μέρες ζωής.
Παλαμήδι
: το γνωστό κάστρο του Ναυπλίου, όπου βρίσκονταν παλαιότερα οι πιο άθλιες ελληνικές φυλακές για βαρυποινίτες.

Γκάζι: κακόφημη αθηναϊκή συνοικία.
ζαβό ριζικό
: στραβή και ανάποδη τύχη.

ΣΧΟΛΙΑ 

 

Οι μοιραίοι το δημοφιλέστερο ποίημα του Βάρναλη, χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922, τον ίδιο χρόνο που ο ποιητής με τη σύνθεσή του Το φως που καίει εγκαταλείποντας τις προηγούμενες αναζητήσεις του χάραξε τη νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία στην οποία είχε ενταχθεί.

Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.

«Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,

μες σε καπνούς και σε βρισιές

(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)

όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές∙

εψές, σαν όλα τα βραδάκια,

να πάνε κάτου τα φαρμάκια.»

Ο χώρος όπου εκτυλίσσεται η δράση του αφηγηματικού αυτού ποιήματος είναι μια υπόγεια ταβέρνα γεμάτη καπνούς απ’ τα τσιγάρα και βρισιές απ’ τους θαμώνες. Ενώ, ως στοιχείο εξωτερικού χώρου τίθεται παρενθετικά η σημείωση για τον ενοχλητικό ήχο της λατέρνας. Συντίθεται, έτσι, το σκηνικό μιας φτωχογειτονιάς, της οποίας οι άνθρωποι βρίσκουν ως μόνη διαφυγή απ’ τη δυστυχία τους το πιοτό (να πάνε κάτου τα φαρμάκια).

Ο αφηγητής αποτελεί μέλος της παρέας (πίναμε, α΄ πληθυντικό), που χθες το βράδυ -όπως και κάθε βράδυ άλλωστε- συναντήθηκε στην υπόγεια αυτή ταβέρνα, για να πνίξει τα φαρμάκια της δύσκολης ζωής στο ποτό. Το σχόλιο «σαν όλα τα βραδάκια» καθιστά σαφές πως η καταφυγή στο ποτό, αλλά και η συνάντηση των φίλων, συνιστά μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία∙ έναν τρόπο ζωής, που φανερώνει παραστατικά την ένταση της δυστυχίας που βιώνουν, και τη συνεπαγόμενη ανάγκη να αποζητούν την παρηγοριά της συντροφικότητας.

«Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο

και κάπου εφτυούσε καταγής.

Ω! πόσο βάσανο μεγάλο

το βάσανο είναι της ζωής!

Όσο κι ο νους να τυραννιέται,

άσπρην ημέρα δε θυμιέται.»

Τα μέλη της παρέας σφίγγονται ο ένας πλάι στον άλλον είτε λόγω της στενότητας του χώρου είτε γιατί καθώς συζητούν θέλουν να πλησιάσουν περισσότερο μεταξύ τους. Ενώ, η αναφορά στη συνήθειά τους να φτύνουν στο δάπεδο, σε συνδυασμό και με τις βρισιές που ακούγονται στην ταβέρνα, δίνει μια ρεαλιστική εικόνα ανθρώπων χαμηλού βιοτικού επιπέδου.

Με τη γενικής ισχύος διαπίστωση πως το βάσανο της ζωής είναι πολύ μεγάλο, και πως όσο κι αν τυραννά κανείς τη σκέψη του δεν μπορεί να θυμηθεί μιαν άσπρη μέρα (μεταφορά), μια μέρα ευτυχίας, δίνεται απ’ τον αφηγητή το κλίμα των συζητήσεων και των προβληματισμών της παρέας. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η εναργής παρουσίαση της δυστυχίας των κεντρικών προσώπων, αλλά και η ταύτισή τους με σημαντικό μέρος του πληθυσμού εκείνης της εποχής, που βρισκόταν ανάλογα αντιμέτωπο με την οικονομική ανέχεια και τα συνεχή προβλήματα του δύσκολου βιοπορισμού.

«Ήλιε και θάλασσα γαλάζα

και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!

Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,

γαρούφαλα του δειλινού,

λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,

χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!»

Η αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στην ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος και τη μίζερη υπόγεια ταβέρνα, έρχεται να τονίσει ακόμη περισσότερο το βαθμό στον οποίο οι φτωχοί άνθρωποι μένουν αποκλεισμένοι από τη βίωση των ευδαιμονικών πτυχών της ζωής.

Ο ήλιος, η γαλάζια θάλασσα, ο ορίζοντας του απέραντου ουρανού, τα θελκτικά χρώματα της αυγής, όπως και τα εντονότερα χρώματα της δύσης, όλα προσφέρουν απλόχερα το απροσμέτρητο κάλλος τους, χωρίς ωστόσο να κατορθώνουν ν’ αγγίξουν την καρδιά των βασανισμένων ανθρώπων. Η φτώχεια, η απόγνωση και τα συνεχή προβλήματα δεν τους επιτρέπουν να νιώσουν τη χαρά και την αισιόδοξη διάθεση που ευαγγελίζεται η αρμονία και η ομορφιά της φύσης. Άλλωστε, για τους ανθρώπους που έρχονται αντιμέτωποι με τόσο σημαντικές δυσκολίες, η ωραιότητα της φύσης και η προσδοκία της ευδαιμονίας που προκύπτει μέσα από αυτή, καθιστούν ακόμη πιο δυσβάσταχτη την αγωνία τους.

«Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα

παράλυτος, ίδιο στοιχειό

τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα

στο σπίτι λιώνει από χτικιό∙

στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη

κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.»

Ο αφηγητής προχωρά, μάλιστα, σε μια πιο συγκεκριμένη απαρίθμηση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα μέλη της παρέας, ώστε να γίνει πιο σαφές το πλέγμα των αντιξοοτήτων που γεννά αδιάκοπα την απελπισία που τους χαρακτηρίζει. Ο πατέρας του ενός είναι παράλυτος εδώ και δέκα χρόνια, έχοντας καταντήσει πλέον σαν στοιχειό απ’ την απώλεια βάρους και την ακινησία∙ του άλλου η γυναίκα λιώνει από τη φυματίωση. Ενώ, ο γιος του Μάζη βρίσκεται έγκλειστος στις φυλακές των βαρυποινιτών στο Παλαμήδι, κι η κόρη του Γιαβή εκδίδεται στο Γκάζι.

Με τις τέσσερις ξέχωρες αυτές περιπτώσεις ο ποιητής δίνει με ιδιαίτερη παραστατικότητα την αθλιότητα που κατατρέχει τη ζωή των οικονομικά ασθενών στρωμάτων. Η έλλειψη χρημάτων έχει πάντοτε σοβαρό αντίκτυπο στην υγεία των ανθρώπων, οι οποίοι μη έχοντας πρόσβαση στην αναγκαία ιατρική περίθαλψη, καθίστανται βάρος για την ήδη επιβαρυμένη οικογένειά τους. Κακή διατροφή, απουσία επαρκούς καθαριότητας, επικίνδυνες εργασίες, ελλιπής θέρμανση, συνεχές άγχος και στεναχώρια∙ όλα στοιχεία που συμβάλλουν στην επιδείνωση της υγείας των ανθρώπων εκείνων που δεν γνωρίζουν την ασφάλεια της οικονομικής άνεσης. Ενώ, συνάμα, για τις οικονομικά εξαθλιωμένες οικογένειες υπάρχει πάντοτε κι ο κίνδυνος των λανθασμένων επιλογών υπό το κράτος της απόγνωσης. Η εγκληματικότητα και η πορνεία είναι δύο πτυχές του ίδιου επώδυνου νομίσματος για τους ανθρώπους εκείνους που στερούνται ακόμη και τα τελείως απαραίτητα για την επιβίωσή τους.

 

Ο ποιητής παραθέτει τις εφιαλτικές αυτές εικόνες θέλοντας να τονίσει πως τα προβλήματα των «μοιραίων» της παρέας αυτής, δεν είναι υποθετικά ή αντιμετωπίσιμα∙ είναι προβλήματα που μπορούν να λυγίσουν οποιονδήποτε άνθρωπο βρεθεί σε αντίστοιχη θέση.

Προσέχουμε πως με το χιαστό σχήμα των τελευταίων στίχων: Παλαμήδι – Γκάζι / γιος – κόρη, ο ποιητής παρουσιάζει εμφατικά τους άθλιους τόπους όπου καταλήγουν τα παιδιά, η νεολαία της εποχής. Ο γιος στη φυλακή και η κόρη στην πορνεία.

«- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!

- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!

- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!

- Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!

   Ποιος φταίει; ποιος φταίει;

   Κανένα στόμα

   δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.»

Οι ήρωες του ποιήματος αναζητούν με αγωνία την αιτία των προβλημάτων τους, προσπαθώντας να βρουν μιαν εξήγηση για την τόση δυστυχία που τους κατατρέχει. Ίσως φταίει η στραβή μοίρα τους ή ίσως φταίει ο Θεός που τους μισεί. Ίσως φταίει το κεφάλι τους το κακό, που δεν λαμβάνει τις σωστές αποφάσεις ή ίσως φταίει περισσότερο απ’ όλα το κρασί, που τους έχει καθηλώσει σε μια ζωή απραξίας. Ωστόσο, την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν μπορούν να τη βρουν.

Ο ποιητής παραθέτει τις συνήθεις αιτιάσεις των ανθρώπων της εποχής, παραλείποντας σκοπίμως την πιθανότητα η αιτία των προβλημάτων να σχετίζεται με την πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας. Παρόλο που γνωρίζει πως μέρος της ευθύνης βαρύνει με βεβαιότητα το γενικότερο οικονομικό κλίμα της χώρας, δεν επιθυμεί εντούτοις να προσφέρει αυτή τη διέξοδο στους ήρωές του, τονίζοντας έτσι την έκταση της παραίτησης που τους διακρίνει και την απρόσμενη ενοχικότητα που αισθάνονται απέναντι σε μια κοινωνία δομημένη πάνω στην εκμετάλλευση των ασθενέστερων στρωμάτων.

Οι «μοιραίοι» του ποιήματος είναι οι άνθρωποι που έχουν μοιρολατρικά δεχτεί την εξαθλίωση της ζωής τους, χωρίς να αντιδρούν∙ αναζητώντας ευθύνες στη μοίρα ή στο Θεό. Άνθρωποι που έχουν εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια αντίδρασης κι έχουν αφεθεί στην πρόσκαιρη λησμονιά του αλκοόλ.

Η επανάληψη της ερώτησης «ποιος φταίει;» φανερώνει βέβαια την απόγνωση των ανθρώπων αυτών, αλλά υποδηλώνει και το λανθασμένο τρόπο προσέγγισης των προβλημάτων τους. Αντί να ρωτούν «τι μπορούμε να κάνουμε» ή «πώς μπορούμε ν’ αντιδράσουμε», επιδίδονται σε μια ανώφελη αναζήτηση του δήθεν «ενόχου». Μια αναζήτηση που είτε θα τους οδηγήσει σε αδιέξοδο (φταίει η Μοίρα ή ο Θεός) είτε θα τους φέρει σε μεγαλύτερη απόγνωση (φταίνε οι ίδιοι και το κρασί). Τραγικά θύματα μιας αναποτελεσματικής κοινωνίας ρίχνουν ευθύνη στον εαυτό τους, όχι γιατί ανέχονται και υπομένουν την εκμετάλλευσή τους, αλλά γιατί αδυνατούν να ξεφύγουν απ’ τη φτώχεια, που κατέτρεχε την πλειονότητα των πολιτών.   

«Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα

πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.

Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,

όπου μας εύρει, μας πατεί.

Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,

προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!»

Εγκλωβισμένοι σ’ έναν αέναο κύκλο παραίτησης, ακόμη κι όταν πλησιάζουν στη σκέψη πως ίσως έχουν κι οι ίδιοι ευθύνη για την παρούσα κατάστασή τους, δεν επιτρέπουν στην ιδέα αυτή να τους αφυπνίσει και να τους ωθήσει σε δράση. Παραμένουν έτσι σκυφτοί, παραδομένοι στην ανέχεια και την απελπισία, συνεχίζοντας να πίνουν στη σκοτεινή υπόγεια ταβέρνα. Κι ενώ θα μπορούσαν να υψώσουν το ανάστημά τους και να επιδιώξουν μια δυναμική αντίδραση απέναντι σ’ εκείνους που τους εκμεταλλεύονται κι έχουν παγιώσει τις συνθήκες που τους ρίχνουν σ’ αυτή τη μιζέρια, παραμένουν απαθείς και αδρανείς, σαν τα σκουλήκια∙ εύκολα θύματα σε όποιον θέλει να τους ποδοπατήσει.

Χωρίς το αναγκαίο θάρρος να αντιμετωπίσουν πρώτα τον εαυτό τους και ακολούθως τους άλλους, χωρίς την ηθική βούληση που θα τους επέτρεπε να σταθούν στο ύψος τους και να διεκδικήσουν μια δικαιότερη για όλους κοινωνία∙ αφήνονται στην αδράνεια της μοιρολατρίας. Προσμένουν ίσως κάποιο «θάμα»∙ προσμένουν ίσως εκείνον που θ’ αναλάβει από μόνος του όλο το βάρος της ανανέωσης των δομών της κοινωνίας. Μη θέλοντας οι ίδιοι ν’ αναγνωρίσουν τη δύναμη που κρύβει η ατομική τους προσπάθεια, περιμένουν «υπομονετικά» από κάποιον άλλον να επιφέρει την αλλαγή εκείνη που απαλύνει και τη δική τους ζωή. 

Ο ποιητής αντιλαμβάνεται και αναγνωρίζει φυσικά τις πλείστες δυσκολίες των ανθρώπων της εποχής του, ωστόσο δεν μπορεί παρά να εκφράσει την αντίθεσή του στη μοιρολατρική παραίτηση που διακρίνει γύρω του. Εφόσον οι πολίτες υποφέρουν απ’ τη φτώχεια και την απουσία προοπτικών, είναι υποχρεωμένοι, όχι να βουλιάζουν σε μιαν ανώφελη απόγνωση, αλλά να διεκδικήσουν δυναμικά τις αλλαγές εκείνες που θα καταστήσουν τη ζωή τους καλύτερη.

Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

Ο ποιητής προέρχεται από τον απόδημο ελληνισμό. Γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας και σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα. Υπηρέτησε στη Μέση Εκπαίδευση και αργότερα (1919-22), με κρατική υποτροφία, σπούδασε στο Παρίσι Νεοελληνική Φιλολογία και Αισθητική. Εκεί έζησε στο κλίμα της γενικής απογοήτευσης που προκάλεσε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Στα ποιήματα της πρώτης περιόδου (προ του 1922) είναι έντονος ο αισθησιασμός και το βαθύ μουσικό αίσθημα. Επίσης φαίνονται εδώ και οι επιδράσεις που δέχτηκε από τον Παρνασσισμό. Η πολιτική του ιδεολογία επηρέασε την ποίηση, την πεζογραφία και τις κριτικές του μελέτες. Στα ποιήματα της δεύτερης περιόδου η σάτιρα και ο σαρκασμός εναλλάσσονται με τους λυρικούς τόνους ενώ ο ανθρώπινος πόνος είναι ένα από τα κυρίαρχα θέματά του. Έργα του:

α) Ποίηση: Κηρήθρες (1905), Προσκυνητής (1919), Το φως που καίει (1922), Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927),  Ελεύθερος Κόσμος (1965), Οργή λαού (1975).

β) Πεζά: Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931), Ημερολόγιο της Πηνελόπης (1946) κ.ά.

γ) Θέατρο: Άτταλος ο Γ' (1970).

δ) Φιλολογικά - Κριτικά: Σολωμικά (1957), Αισθητικά - Κριτικά (1958) κ.ά.

[πηγή:LATISTOR/Kωνσταντίνος Μάντης]

 

 

 

 

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Ποια είναι η σημασία της λέξης «μοιραίοι» στον τίτλο του ποιήματος;
    Προτού απαντήσετε να προσέξετε: α) τη ζωή των προσώπων, όπως απεικονίζεται στο ποίημα, β) τους δύο τελευταίους στίχους.
  2. Ποιος «Μιλάει» στην τρίτη στροφή; Πώς αντιλαμβάνεσθε το περιεχόμενό της;
  3. Πού αναζητούν την αιτία της δυστυχίας τους οι μοιραίοι;
  4. Πώς κλιμακώνονται στις τέσσερις πρώτες στροφές οι ρεαλιστικές εικόνες του ποιήματος και ποιο είναι το αισθητικό αποτέλεσμα από αυτή την κλιμάκωση;
  5. Ο ποιητής χρησιμοποιεί στην αφήγηση άλλοτε το γ' ενικό και άλλοτε το α' πληθυντικό πρόσωπο στα ρήματα: τι πετυχαίνει να εκφράσει σε κάθε περίπτωση;
  6. Να παρατηρήσετε με προσοχή το χιαστό σχήμα στο οποίο τελειώνει η τέταρτη στροφή:

στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

           Τι πετυχαίνει με αυτό το σχήμα ο ποιητής;

ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ (2)

ΣΤΙΞΗ

Το κυριότερο όργανο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων είναι ο λόγος, προφορικός και
γραπτός. Στον προφορικό λόγο αποδίδουμε αποτελεσματικά το νόημα αυτών που θέλουμε να
πούμε, χρησιμοποιώντας κατά την εκφορά των προτάσεων τον επιτονισμό (κύμανση της φωνής,
χρωματισμός, ανύψωση ή κατέβασμα του τόνου) και τις παύσεις, μέσω των οποίων αποδίδονται
τα συναισθήματα του ομιλητή, η διάθεσή του, η στάση του, η ψυχολογία του, αλλά και το είδος
των προτάσεων που διατυπώνονται – ερωτηματικές, επιφωνηματικές κτλ.. Στο γραπτό λόγο
όμως δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, δεν μπορούμε δηλαδή να παραστήσουμε αυτό που δείχνει
η φωνή μας. Έτσι, στη θέση του επιτονισμού, χρησιμοποιούνται τα σημεία της στίξης, τα οποία
είναι ο καθρέφτης του ηχοχρώματος του προφορικού λόγου στο γραπτό. Η στίξη διαδραματίζει
επομένως σημαντικό ρόλο στην απόδοση του νοήματος, βοηθά ουσιαστικά στην κατανόηση του
κειμένου και συμβάλλει καθοριστικά στην ποιότητα της επικοινωνίας. Δε χρησιμοποιείται
αυθαίρετα στο λόγο αλλά υπακούει σε ορισμένους κανόνες, αν και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό
από τις προθέσεις του γράφοντος.
Κάποια σημεία στίξης παρουσιάζουν πολυσημία στη λειτουργία τους, δηλαδή ένα σημείο
μπορεί να δηλώνει αρκετά διαφορετικά νοήματα ανάλογα με τη χρήση του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολυσημίας είναι το θαυμαστικό. Οι διαφορετικές
χρήσεις του θαυμαστικού αντιστοιχούν σε διαφορετικούς τύπους διακύμανσης της φωνής στον
προφορικό λόγο.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει την επιδοκιμασία του ομιλητή στα λεγόμενα, όπως:
Η κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης είναι αρκούντως ικανοποιητική!
Μπορεί όμως και να χρησιμοποιηθεί με τον αντίθετο τρόπο, για να δηλώσει δηλαδή την
αποδοκιμασία του προς τα λεγόμενα:
Η κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης είναι πραγματικά απαράδεκτη!
Τα σημεία της στίξης διακρίνονται ως προς τη λειτουργία τους σε:
Συντακτικά, όταν χρησιμοποιούνται για να χωρίσουν το γραπτό λόγο σε μέρη, σε συντακτικές
ενότητες.
Σχολιαστικά, όταν χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν στο γραπτό λόγο τις επιτονικές
διακυμάνσεις της φωνής του ομιλητή. Όταν τα συναντάμε μ’ αυτό το ρόλο, κάνουμε λόγο για τη
«στίξη ως σχόλιο». Ως τέτοια χρησιμοποιούνται κυρίως: το θαυμαστικό, το ερωτηματικό, τα
αποσιωπητικά και τα εισαγωγικά αν και ο γράφων μπορεί να χρησιμοποιήσει ως σχόλιο
οποιοδήποτε σημείο της στίξης.

Συντακτικά                                                Σχολιαστικά
τελεία                                                         θαυμαστικό
άνω τελεία                                                   ερωτηματικό
διπλή τελεία                                                αποσιωπητικά
κόμμα                                                             εισαγωγικά
παύλα
διπλή παύλα
παρενθέσεις
αγκύλες

Α. Η Γραμματικο-συντακτική λειτουργία της στίξης

Τελεία (.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει:
- το τέλος περιόδου
- σύντμηση λέξεων
- συντομογραφίες

Άνω τελεία (·)
Σημειώνεται για να δηλώσει:
- το τέλος ημιπεριόδου
Η ημιπερίοδος έχει μεν νοηματική αυτοτέλεια, όχι όμως και ολοκληρωμένο νόημα. Για να
ολοκληρωθεί, είναι απαραίτητο και το τμήμα του λόγου που ακολουθεί.

Διπλή τελεία (:)
Χρησιμοποιείται για:
- να εισαγάγει παράθεμα
- να εισαγάγει κατάλογο στοιχείων
- να εισαγάγει γνωμικό, παροιμία κ.τ.λ.
- να συνδέσει προτάσεις από τις οποίες η δεύτερη επεξηγεί την πρώτη ή είναι αποτέλεσμα
της πρώτης
- να γίνει διάκριση μεταξύ θέματος και σχολίου σε κείμενα επιγραμματικού χαρακτήρα

Κόμμα (,)
Είναι ίσως το συχνότερο σημείο στίξης και χρησιμοποιείται:
- σε ασύνδετο σχήμα
- στην αρχή και το τέλος παρενθετικής πρότασης
- πριν και μετά την κλητική προσφώνηση
- στην παράθεση και την επεξήγηση
- στις δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις εκτός από τις ειδικές, τις ενδοιαστικές, τις
πλάγιες ερωτηματικές και τις βουλητικές (όταν όμως αυτές χρησιμοποιούνται ως
επεξηγήσεις, τότε το κόμμα μπορεί να σημειωθεί)

Παύλα (-)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει:
- την εναλλαγή προσώπων στο διάλογο
- το διάστημα μεταξύ δυο ορίων
- την ένωση στοιχείων
- τη διάζευξη

Διπλή παύλα (- -)
Χρησιμοποιείται για:
- την οριοθέτηση παρενθετικών σχολίων
Τα σχόλια αυτά είναι επεξηγηματικά ή συμπληρωματικά και θεωρούνται αρκετά χρήσιμα ώστε
να συμπεριλαμβάνονται στα γραφόμενα.

Παρενθέσεις ( ) και Αγκύλες ([ ] { } < >)
Σημειώνονται για να συμπεριλάβουν:
- παραπομπές
- πηγές παραθεμάτων
- επεξηγηματικά στοιχεία
- σχόλιο που επεξηγεί ή συμπληρώνει αλλά είναι επουσιώδες

Β. Η στίξη ως σχόλιο
Θαυμαστικό (!)
Ως σχόλιο χρησιμοποιείται γενικά για να δώσει έμφαση στο συναίσθημα. Ειδικότερα, για να
δηλώσει:
- θαυμασμό
- έκπληξη
- ειρωνεία
- απορία
- αμφισβήτηση
- αποφασιστικότητα
- ανησυχία
- για να υπογραμμιστεί η εντύπωση από κάτι απίστευτο
αλλά και αμφιβολία, υπερβολή, πάθος, φόβο, πόνο, χαρά, ελπίδα, κ.ά.
Παραδείγματα:

α) θαυμασμός:
Εξαιρετική η ερμηνεία του ρόλου!
β) έκπληξη:
Κανένας υπεύθυνος δε σκέφτηκε ότι τέτοιες παραγωγικές δραστηριότητες θα προκαλέσουν
προβλήματα στο φυσικό περιβάλλον!
Όταν το θαυμαστικό βρίσκεται εντός παρενθέσεων στο εσωτερικό της πρότασης, δηλώνει
έκπληξη σε σχέση με ένα από τα στοιχεία του μηνύματος.
Οι αποφάσεις λήφθηκαν δια βοής (!) στο Συνέδριο του κόμματος.
γ) ειρωνεία:
Φαίνεται πως κανένας Γερμανός πολίτης δε γνώριζε την ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης !
Σπουδαίος πολιτικός !!!
δ) απορία:
Τι παράξενη συμπεριφορά!
ε) αμφισβήτηση:
Πιστεύεις κι εσύ τέτοια πράγματα!

στ) αποφασιστικότητα:
Θέλω γράμματα! Αποκρίθηκε ο μικρός αυθόρμητα, μηχανικά, χωρίς να σκεφτεί τι έλεγε με το ίδιο
πάντα αφαιρεμένο και παράξενο ύφος*.
ζ) ανησυχία:
Από την εκπομπή ρύπων όμως, κινδυνεύουν και οι υπαίθριες αρχαιότητες!

η) για να υπογραμμιστεί η εντύπωση από κάτι απίστευτο
Και όμως, ο πολίτης συχνά, εκλαμβάνει ως αληθινό το ψευδές, όταν αυτό προβάλλεται ως τέτοιο
από τα ΜΜΕ!
Με την απλή συντακτική του χρήση το θαυμαστικό σημειώνεται:
- ύστερα από επιφωνήματα ή επιφωνηματικές φράσεις
- σε προστακτικές

Ερωτηματικό (;)
Ως σχόλιο, μπορεί να δηλώνει:
- προβληματισμό
- προτροπή
- ειρωνεία
- αμφισβήτηση της αξιοπιστίας μιας θέσης
- αμφιβολία
- διατύπωση ρητορικής ερώτησης (ερώτησης δηλαδή της οποίας η απάντηση είναι
αυτονόητη)
- πρόθεση του γράφοντος να αφυπνίσει τον αναγνώστη
αλλά και για να δείξει απειλή, να προκαλέσει το ενδιαφέρον, να δώσει παραστατικότητα.

Παραδείγματα:
α) προβληματισμό:
Γιατί άραγε επιλέχτηκε μια εικόνα ως αφόρμηση και όχι ένα κείμενο;
β) προτροπή:
Δεν πρέπει οι νέοι να συμμετέχουν ενεργητικά στις κοινωνικές διαδικασίες;
γ) ειρωνεία:
Τέτοια ανασφάλεια νιώθουμε πια ως εθνικό σύνολο;
δ) αμφισβήτηση της αξιοπιστίας μιας θέσης:
Είναι παιχνίδι η ζωή;
ε) αμφιβολία:
Ο κατάλληλος(;) άνθρωπος στην κατάλληλη θέση.

Όταν το ερωτηματικό βρίσκεται εντός παρενθέσεων στο εσωτερικό της πρότασης, δηλώνει
αμφιβολία / αμφισβήτηση σε σχέση με ένα από τα στοιχεία του μηνύματος.
*Γ. Θεοτοκά, Αργώ, Έκφραση Έκθεση Λυκείου, τεύχος Α΄, ΟΕΔΒ, σελ.113

στ) διατύπωση ρητορικής ερώτησης:
Δεν έχει πια αποδείξει η ζωή πώς η τεχνολογία έχει το πρόσωπο του Ιανού;
ζ) πρόθεση του γράφοντος να αφυπνίσει τον αναγνώστη:
Δεν είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι η βλάβη στο φυσικό περιβάλλον είναι παράλληλα
και ηθική βλάβη;

Αποσιωπητικά (…)
Ως σχόλιο ο γράφων τα χρησιμοποιεί για να δηλώσει:
- κάποιο υπονοούμενο το οποίο πρέπει να συμπεράνει ο αναγνώστης
- στιγμιαία παύση της ανάγνωσης πριν από ένα στοιχείο του μηνύματος στο οποίο πρέπει ο
αναγνώστης να εστιάσει την προσοχή του
- συγκίνηση
- ντροπή
- δισταγμό
- απειλή
- προβληματισμό
Παραδείγματα:
α) κάποιο υπονοούμενο το οποίο πρέπει να συμπεράνει ο αναγνώστης:
Παρά τα όσα είχαν ανακοινωθεί, ο υπουργός δεν παραβρέθηκε στη συνάντηση των
συνδικαλιστών…
β) στιγμιαία παύση της ανάγνωσης πριν από ένα στοιχείο του μηνύματος στο οποίο πρέπει ο
αναγνώστης να εστιάσει την προσοχή του:
Γλώσσα είναι…ολόκληρος ο λαός σύμφωνα με τους Φλαμανδούς.
γ) συγκίνηση:
Μέσα στην πικρή μοναξιά της φυλακής, έφερε ξάφνου στο μυαλό του τους πολιτικούς
κρατούμενους άλλων εποχών…κι ένιωσε παράξενα συντροφευμένος για λίγο.
δ) ντροπή:
Στην εποχή της κατανάλωσης, το μέτρο, κύρια φιλοσοφική αρχή των αρχαίων Ελλήνων, μας
είναι πια ολωσδιόλου ξένο…τι να πει πια κανείς;
ε) δισταγμό:
Η ατομική αντίσταση…ναι, να ηρωοποιείται, αλλά όχι να ιεροποιείται.
στ) απειλή:
Λύματα, φυτοφάρμακα, σκουπίδια…ο πολιτισμός μας πολιορκείται ασφυκτικά από τα ίδια του
τα απορρίμματα.
ζ) προβληματισμό:
Ο ντόπιος τουρίστας αντιμετωπίζεται από την τουριστική βιομηχανία ρατσιστικά…

Εισαγωγικά (« »)
Ως σχόλιο, χρησιμοποιούνται δηλώνοντας:
- αποστασιοποίηση του γράφοντος από τα γραφόμενα
- μεταφορική χρήση μιας λέξης του κειμένου
- έμφαση
- αμφισβήτηση
- ειρωνεία

Παραδείγματα:
α) αποστασιοποίηση του γράφοντος από τα γραφόμενα, απαξίωση μιας έννοιας:
Περιορισμένα «κέρδη» άφησε στο λαό μας η μεταναστευτική πολιτική που ακολούθησε ως
τώρα.
β) μεταφορική χρήση μιας λέξης του κειμένου:
Γερή «γροθιά» δέχτηκε ο αθλητισμός προχθές την Κυριακή από τη δράση ταραχοποιών
στοιχείων στα γήπεδα.
γ) έμφαση:
Αρχίζω την κάθε μέρα μου προφέροντας τη λέξη «Ελευθερία»*.
δ) αμφισβήτηση:
Έτσι, οι ντόπιοι πληθυσμοί σ’ αυτές τις χώρες του πλανήτη, έπεσαν θύματα της απληστίας των
«πολιτισμένων» λευκών.
ε) ειρωνεία :
Ο υπεύθυνος έφτασε στο χώρο με τη «συντροφιά» αστυνομικών δυνάμεων.

* Γ. Α. Μαγκάκης, Γράμμα απ’ τη φυλακή για τους Ευρωπαίους, Θεματικοί Κύκλοι, ΟΕΔΒ,
σελ.390
Βιβλιογραφία
■ Νεοελληνική Γραμματική, Αναπροσαρμογή της Μικρής Νεοελληνικής
Γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 2006
■ Νεοελληνική Γλώσσα, Γ΄ Γυμνασίου, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων,
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, ΟΕΔΒ, Έκδοση Α΄, Αθήνα 2006
■ Έκφραση Έκθεση, Ενιαίου Λυκείου, τεύχος Β΄, ΟΕΔΒ, Έκδοση Γ΄, Αθήνα 2004
■ Γραμματική της Νέας Ελληνικής, Δομολειτουργική – Επικοινωνιακή, Χρ. Κλαίρης – Γ.
Μπαμπινιώτης, γ΄ έκδοση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005
■ Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτης, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998
■ Εισαγωγή στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και Στοιχεία Δημοσιογραφίας, Υπουργείο Παιδείας
και Πολιτισμού Κύπρου, ΥΑΠ Μέσης Εκπαίδευσης, Λευκωσία 2002

ΠΗΓΉ : ΥΠΟΥΡΓΕΊΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

https://archeia.moec.gov.cy/sm/316/14_05_2007stixi2.pdf

Σημεία στίξης (1)

 

Σημεία στίξης

 

Συντακτικά                                                      
τελεία
άνω τελεία
διπλή τελεία
κόμμα
παύλα
διπλή παύλα
παρενθέσεις
αγκύλες
Σχολιαστικά

  • θαυμαστικό
  • ερωτηματικό
  • αποσιωπητικά
  • εισαγωγικά

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ

Άνω τελεία (·) Σημειώνεται για να δηλώσει:
- το τέλος ημιπεριόδου
Η ημιπερίοδος έχει μεν νοηματική αυτοτέλεια, όχι όμως και ολοκληρωμένο νόημα. Για να ολοκληρωθεί, είναι απαραίτητο και το τμήμα του λόγου που ακολουθεί.
Διπλή τελεία (:) Χρησιμοποιείται για:
- να εισαγάγει παράθεμα
- να εισαγάγει κατάλογο στοιχείων
- να εισαγάγει γνωμικό, παροιμία κ.τ.λ.
- να συνδέσει προτάσεις από τις οποίες η δεύτερη επεξηγεί την πρώτη ή είναι αποτέλεσμα της πρώτης
- να γίνει διάκριση μεταξύ θέματος και σχολίου σε κείμενα επιγραμματικού χαρακτήρα
Κόμμα (,) Είναι ίσως το συχνότερο σημείο στίξης και χρησιμοποιείται:
- σε ασύνδετο σχήμα
- στην αρχή και το τέλος παρενθετικής πρότασης
- πριν και μετά την κλητική προσφώνηση
- στην παράθεση και την επεξήγηση
- στις δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις εκτός από τις ειδικές, τις ενδοιαστικές, τις πλάγιες ερωτηματικές και τις βουλητικές (όταν όμως αυτές χρησιμοποιούνται ως επεξηγήσεις, τότε το κόμμα μπορεί να σημειωθεί)
Ενωτικό (-) Χρησιμοποιείται για να δηλώσει:
- την εναλλαγή προσώπων στο διάλογο
- το διάστημα μεταξύ δυο ορίων
- την ένωση στοιχείων
- τη διάζευξη
Διπλή παύλα (—   —)

 

Χρησιμοποιείται για:
- την οριοθέτηση παρενθετικών σχολίων
Τα σχόλια αυτά είναι επεξηγηματικά ή συμπληρωματικά και θεωρούνται αρκετά χρήσιμα ώστε να συμπεριλαμβάνονται στα γραφόμενα.
Παρενθέσεις ( ) και Αγκύλες ([ ] { } < >)

 

Σημειώνονται για να συμπεριλάβουν:
- παραπομπές
- πηγές παραθεμάτων
- επεξηγηματικά στοιχεία
- σχόλιο που επεξηγεί ή συμπληρώνει αλλά είναι επουσιώδες 

 

Η στίξη ως σχόλιο

Θαυμαστικό (!)

 

δηλώνεται θαυμασμός / έκπληξη/ ειρωνεία / απορία/ αμφισβήτηση /αποφασιστικότητα/ ανησυχία κ.ά

Με την απλή συντακτική του χρήση το θαυμαστικό σημειώνεται:
- ύστερα από επιφωνήματα ή επιφωνηματικές φράσεις
- σε προστακτικές

Όταν το θαυμαστικό βρίσκεται εντός παρενθέσεων στο εσωτερικό της πρότασης, δηλώνει έκπληξη σε σχέση με ένα από τα στοιχεία του μηνύματος.

 

Ερωτηματικό (;)

 

Δηλώνει προβληματισμό / προτροπή /ειρωνεία / αμφισβήτηση της αξιοπιστίας μιας θέσης / αμφιβολία / διατύπωση ρητορικής ερώτησης /πρόθεση του γράφοντος να αφυπνίσει τον αναγνώστη

Όταν το ερωτηματικό βρίσκεται εντός παρενθέσεων στο εσωτερικό της πρότασης, δηλώνει αμφιβολία / αμφισβήτηση σε σχέση με ένα από τα στοιχεία του μηνύματος.

Αποσιωπητικά (…)

 

Δηλώνεται κάποιο υπονοούμενο το οποίο πρέπει να συμπεράνει ο αναγνώστης / συγκίνηση /ντροπή / δισταγμό /απειλή / προβληματισμό
Εισαγωγικά (« »)

 

Αυτούσια μεταφορά λόγων ενός άλλου προσώπου

Παράθεση ονομάτων, τίτλων κ.ά.

Παράθεση διαλόγων

Έμφαση

Ειρωνεία

 

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ ΣΗΜΕΙΩΝ ΣΤΙΞΗΣ

  • ειρωνεία: Φαίνεται πως κανένας Γερμανός πολίτης δε γνώριζε την ύπαρξη στρατοπέδων συγκέντρωσης !
    Σπουδαίος πολιτικός !!!
  • απορία: Τι παράξενη συμπεριφορά!
  • αμφισβήτηση: Πιστεύεις κι εσύ τέτοια πράγματα!
  • αποφασιστικότητα: Θέλω γράμματα! Αποκρίθηκε ο μικρός αυθόρμητα, μηχανικά, χωρίς να σκεφτεί τι έλεγε με το ίδιο πάντα αφαιρεμένο και παράξενο ύφος*.
  • ειρωνεία: Τέτοια ανασφάλεια νιώθουμε πια ως εθνικό σύνολο;
  • αμφισβήτηση της αξιοπιστίας μιας θέσης: Είναι παιχνίδι η ζωή;
  • αμφιβολία: Ο κατάλληλος(;) άνθρωπος στην κατάλληλη θέση.
  • διατύπωση ρητορικής ερώτησης: Δεν έχει πια αποδείξει η ζωή πώς η τεχνολογία έχει το πρόσωπο του Ιανού;
  • πρόθεση του γράφοντος να αφυπνίσει τον αναγνώστη: Δεν είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι η βλάβη στο φυσικό περιβάλλον είναι παράλληλα και ηθική βλάβη;
  • ντροπή: Στην εποχή της κατανάλωσης, το μέτρο, κύρια φιλοσοφική αρχή των αρχαίων Ελλήνων, μας είναι πια ολωσδιόλου ξένο…τι να πει πια κανείς;
  • δισταγμό: Η ατομική αντίσταση…ναι, να ηρωοποιείται, αλλά όχι να ιεροποιείται
  • πηγή : https://blogs.e-me.edu.gr/hive-neglossag/%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CE%AF%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%AF%CE%BE%CE%B7%CF%82/ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΝΟΙΞΗΣ

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ

ΜΕΡΟΣ Α

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗ ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ
Ως και το 2500 π.χ., η κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων ήταν η μητριαρχία, στην οποία υπολογιζόταν μόνο η μητρική συγγένεια ίσως διότι η γυναίκα ήταν σίγουρη ως μάνα των παιδιών που γεννούσε, ενώ ο πατέρας ήταν αμφισβητούμενος. Η γυναίκα αποτελούσε αρχηγό της γενιάς, είχε κύρος και αίγλη και απολάμβανε ελεύθερα τον έρωτα. Επιπλέον, είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι οι άνθρωποι ζούσαν αρμονικά χωρίς πολέμους, σε μια μητριαρχική κοινωνία.
H ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ
Στην αρχαία Σπάρτη οι γυναίκες μπορεί να μην ήταν ίσες με το αντρικό φύλο, αλλά είχαν σεβασμό και ασκούσαν έμμεσα μεγάλη επιρροή στις αποφάσεις των αρχών. Αντίθετα με τις Αθηναίες, οι Σπαρτιάτισσες ακολουθούσαν την ίδια μόρφωση με αυτή των αγοριών, τρέφονταν με φαγητά που είχαν ακριβώς τη ίδια ποιότητα.Ακόμη, η γυναίκα της Σπάρτης κυκλοφορούσε ελεύθερα μέσα και έξω από την πόλη, επέβλεπε και κατηύθυνε τις εργασίες των ειλώτων, προέβαινε στις αγορές που χρειαζόταν η οικία, μπορούσε να παρασταθεί η ίδια στα δικαστήρια και εν γένει αναλάμβανε να διεκπεραιώσει και να καλύψει όλες τις ανάγκες του οίκου της.
ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ

Όπως και στα προηγούμενα χρόνια, οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Ήταν όμως και υπόδουλες των συζύγων τους και πλήρως υποταγμένες. Ειδικότερα για την γυναίκα της αγροτικής κοινωνίας, ο μισογυνισμός ήταν βαθιά ριζωμένος. Οι γυναίκες ήταν η προσωποποίηση της αμαρτία

ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ

Από την περίοδο του Διαφωτισμού και μετά, οι γυναίκες άρχισαν να επαναστατούν και να αντιστέκονται στα στερεότυπα.  Διάφορες γυναίκες άφησαν ιστορία μέσα στα χρόνια του Διαφωτισμού. Μία από αυτές ήταν η  Caroline Herschel που εξαιτίας των παρατηρήσεων της στην αστροφυσική, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης μετονόμασε αργότερα ένα κολλέγιο προς τιμήν της.

ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΚΙΝΗΜΑ

Στη βιομηχανική επανάσταση, υπήρξαν διάφορα γυναικεία κινήματα που απαιτούσαν τα ίδια δικαιώματα για τις γυναίκες και τους άνδρες. Υποστήριζαν ότι οι γυναίκες καταπιέζονταν από τους άνδρες και ότι αυτή η καταπίεση έπρεπε να σταματήσει. Η Elizabeth Cady Stanton συγκάλεσε την πρώτη Συνέλευση για τα Δικαιώματα των Γυναικών στη Νέα Υόρκη, το 1848, για να διακηρύξει μια λίστα δικαιωμάτων για τις γυναίκες.

Ασημίνα Ξηρογιάννη

ΜΕΡΟΣ Β


Της Μαρίλιας Πλατσά

Τον 6ο αιώνα π.Χ., στον ελληνικό χώρο, αναδείχθηκαν ως ισχυρότερες δυνάμεις οι πόλεις της Αθήνας και της Σπάρτης. Στην Αθήνα, άνθιζαν οι τέχνες, τα γράμματα, η αρχιτεκτονική και ετίθεντο τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος. Την ίδια περίπου περίοδο, στην Σπάρτη, ο Λυκούργος προχωρούσε σε καινοτόμες αλλαγές στο νομοθετικό σύστημα της πόλης. Παρά τη μεγάλη πρόοδο, που σηματοδοτούσε η θεμελίωση του πολιτεύματος της «πλειοψηφίας» στην Αθήνα, η θέση της γυναίκας ήταν περιορισμένη, όπως και στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, με εξαίρεση την Σπάρτη.

Στο πλαίσιο της αθηναϊκής δημοκρατίας, λειτουργούσαν τρία ύψιστης σημασίας όργανα: η εκκλησία του δήμου, η βουλή των 500 και το δικαστήριο της Ηλιαίας, στα οποία συμμετείχαν απλοί πολίτες. Το πολίτευμα είχε άμεσο χαρακτήρα, καθώς ισοδυναμούσε με συμμετοχή όλων των ελεύθερων πολιτών στις εκλογές, τις δημόσιες συζητήσεις στην Πνύκα και την αγορά και την λήψη κρίσιμων αποφάσεων για το μέλλον της πόλης. Αξιοσημείωτο είναι ότι, την περίοδο της διακυβέρνησής της από τον Περικλή, οι Αθηναίοι απλοί πολίτες πληρώνονταν από το δημόσιο, προκειμένου να συμμετάσχουν στα κοινά, αντιμετωπίζοντας, με αυτόν τον τρόπο, την έντονη απουσία τους λόγω έλλειψης χρόνου. Ωστόσο, στο «λειτούργημα» αυτό δεν λάμβαναν μέρος οι γυναίκες, καθώς δεν συγκαταλέγονταν στην κατηγορία των πολιτών.

«Ο άντρας είναι από τη φύση καλύτερος από τη γυναίκα. Ο άντρας διευθύνει και η γυναίκα υπακούει σ’ αυτόν». Η αριστοτελική αυτή φράση αντανακλά ολόκληρη τη δομή της αρχαίας αθηναϊκής κοινωνίας και οικογένειας. Η γυναίκα ήταν κατώτερης θέσης από τον άνδρα. Δεν θεωρούταν πολίτης και κατ’ επέκταση δεν διέθετε πολιτικά δικαιώματα. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν ψήφιζε, δεν κατείχε ούτε μπορούσε να κληρονομήσει γη. Σε περίπτωση που ο πατέρας της πέθαινε, την περιουσία, εφόσον ήταν μοναχοπαίδι, καρπωνόταν ο κηδεμόνας ή ο σύζυγός της. Απαγορευόταν η συναναστροφή με άλλους άνδρες, εκτός των αρρένων συγγενών, γι’ αυτό και η συμμετοχή της στην κοινωνική ζωή ήταν ελεγχόμενη. Της επιτρεπόταν, πάντως, να λαμβάνει μέρος σε θρησκευτικές τελετές και εορτές της πόλης στον ρόλο, για παράδειγμα, της ιέρειας. Η ζωή της, επομένως, υποχρεωτικά ήταν αφιερωμένη στην ανατροφή των τέκνων και την αποπεράτωση των οικιακών εργασιών πιθανώς και με τη βοήθεια δούλων, αν προερχόταν από εύπορη οικογένεια.

Ειδικότερα, τα νεογέννητα κορίτσια είχαν λιγότερες πιθανότητες να επιβιώσουν από τα αγόρια, εξαιτίας του φαινομένου της εγκατάλειψης. Πάντως, όταν μεγάλωναν, αποκτούσαν στοιχειώδη μόρφωση, η οποία δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των αρρένων. Στα 18 τους, παντρεύονταν με τη μέθοδο του προξενιού, που προϋπέθετε να είναι παρθένες. Οι παντρεμένες απαιτούταν να είναι πιστές στους συζύγους τους, σε διαφορετική περίπτωση καταδικάζονταν για μοιχεία, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τους από τις θρησκευτικές τελετές -ίσως και το μοναδικό τους κοινωνικό δικαίωμα-. Οι σύζυγοι, μάλιστα, δικαιούνταν να τις δολοφονήσουν νομίμως. Η διάκριση μεταξύ των δύο φύλων αποτυπώνεται εντονότερα στο σημείο αυτό, καθώς ο άντρας μπορούσε να διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις, χωρίς κανένα περιορισμό. Μια ιδιάζουσα περίπτωση γυναικών αποτελούσαν οι εταίρες, οι οποίες, λόγω του επαγγέλματός τους, είχαν εντονότερη παρουσία στην κοινωνική ζωή της πόλης. Αξίζει να σημειωθεί, στο σημείο αυτό, ότι υπήρξαν και γυναίκες που ξεχώρισαν και διεκδίκησαν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις για τη ζωή τους, όπως η Ασπασία και η πρώτη γυναικολόγος της αρχαίας Αθήνας, η Αγνοδίκη.

Αγνοδίκη

Στον αντίποδα, η αρχαία Σπάρτη ακολουθούσε το δικό της πολίτευμα, στην κορυφή του οποίου βρίσκονταν οι δύο βασιλιάδες και μεταγενέστερα και οι έφοροι. Το πολίτευμα και οι νόμοι της αποδίδονται, κυρίως, στο έργο του νομοθέτη Λυκούργου. Ήταν, επίσης, γνωστή για την στρατιωτική της δύναμη, φυσικό επακόλουθο του μιλιταριστικού μοντέλου ζωής, στο οποίο μυούνταν όλα τα μέλη της πόλης, ακόμα και οι γυναίκες.

Η άνοδος της κοινωνικής θέσης της γυναίκας στην Σπάρτη δεν ήταν τυχαία, αλλά, μάλλον, ήταν προϊόν αναγκαιότητας. Στα τέλη του 8ου αιώνα, οι Σπαρτιάτες κατέκτησαν τη γειτονική πόλη, Μεσσηνία, κερδίζοντας, με τον τρόπο αυτό, εύφορη γη και αμισθί εργατικά χέρια, ήτοι δούλους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στον στρατό, για να είναι προετοιμασμένοι για μια πιθανή εξέγερση των υπόδουλων. Επιπλέον, η φύση της εργασίας τους μετατράπηκε από χειρωνακτική σε πνευματική, δηλαδή πλέον διηύθυναν τις καλλιεργούμενες από τους δούλους εκτάσεις, που δεν χρειαζόταν σωματική ρώμη και άρα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και από γυναίκες. Τέλος, οι δούλοι, που απέκτησαν, ασχολούνταν με τις δουλειές του σπιτιού απαλλάσσοντας έτσι τις Σπαρτιάτισσες από αυτό το καθήκον.

Χάρη στη ριζική μεταβολή στις ανάγκες της πόλης, οι Σπαρτιάτισσες, σε αντίθεση με τις Αθηναίες, άρχισαν να διαθέτουν γη και να έχουν τη δυνατότητα να την κληρονομούν, να τη διαχειρίζονται και να την ελέγχουν. Όχι μόνο δεν υπήρχε περιορισμός στην κυκλοφορία τους εκτός σπιτιού, αλλά, ακόμα, γυμνάζονταν και ασκούνταν στην πάλη και την ιππασία, όπως και οι άρρενες. Τα κορίτσια λάμβαναν δημόσια μόρφωση, όπως και τα αγόρια, και παντρεύονταν σε σχετικά μεγάλη ηλικία με συνομηλίκους. Για να αντιληφθούμε καλύτερα το δυναμισμό και την επιρροή τους στην αρχαία Σπάρτη, παραθέτουμε το παρακάτω: Ερωτηθείσα υπό τινος Αττικής, «διά τι υμείς άρχετε μόναι των ανδρών αι Λάκαιναι;» «ότι», έφη, «και τίκτομεν μόναι άνδρας». Δηλαδή «Σπαρτιάτισσες είναι οι μόνες γυναίκες στην Ελλάδα που κυβερνάνε άντρες, επειδή μόνο αυτές γεννάνε άντρες». Πρόκειται για την απάντηση της Γοργούς, κόρης του βασιλιά Κλεομένη και συζύγου του Λεωνίδα, όπως διασώζεται από τον Πλούταρχο.

Γοργώ

Ωστόσο, όταν η Μεσσηνία, αιώνες αργότερα, έπαυσε να είναι υπόδουλη της Σπάρτης, τότε τα δικαιώματα των γυναικών υπονομεύτηκαν και εξομοιώθηκαν με εκείνα που ίσχυαν την ίδια περίοδο σε άλλες ελληνικές πόλεις.

Συνοψίζοντας, αν και η Αθήνα δεν είχε καταφέρει να εξασφαλίσει αντάξια θέση στις γυναίκες, παρότι συνιστούσε το λίκνο της δημοκρατίας, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί, που είχε εγκαθιδρύσει, και το γενικότερο πνεύμα ήταν ήδη πολύ πρωτοποριακό για την εποχή. Από την άλλη πλευρά, η Σπάρτη, για χρησιμοθηρικούς λόγους, αν και απολυταρχική, είχε εξοπλίσει τις γυναίκες με δικαιώματα πρωτόγνωρα. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι, στο ίδιο χρονικό πλαίσιο, σε πόλεις κοντινές, η θέση της γυναίκας ποίκιλε σημαντικά.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΠΗΓΗ: https://www.offlinepost.gr/2020/10/19/%CE%B7-%CE%B8%CE%AD%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B1%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B1-%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BD%CE%B1-%CE%BA/

ΜΕΡΟΣ Γ

                   Η θέση της γυναίκας κατά ιστορική περίοδο

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
Μεσαίωνας χαρακτηρίζεται η χρονική περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας που διαδέχεται την περίοδο της Αρχαιότητας και τελειώνει με την περίοδο της Αναγέννησης.
Ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος είναι σχεδόν πεπεισμένος ότι η θέση της γυναίκας στα χρόνια του Μεσαίωνα ήταν άθλια. Καταπιεσμένες από αυταρχικούς και βίαιους συζύγους, καταπιεσμένες από τους φεουδάρχες, καταπιεσμένες από την Εκκλησία που τις θεωρεί σύμβολα της αμαρτίας και του κακού, που όταν δεν τις στέλνει στην πυρά για να τις κάψει σαν μάγισσες, οι γυναίκες του Μεσαίωνα φαίνεται να ζούσαν σε συνθήκες απόλυτης δυστυχίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν απεικονίζει εξ ακριβώς την καθημερινή τους ζωή, καθώς ο Μεσαίωνας υπήρξε πολύ καλύτερος για τη γυναίκα απ’ ό,τι η Αρχαιότητα ή οι αιώνες που ακολούθησαν την “εποχή της φεουδαρχίας”. Ουσιαστικά, πρέπει να φτάσουμε στον 20ο αιώνα και ειδικότερα στο δεύτερο μισό του για να διαπιστώσουμε θεαματική βελτίωση.
Οι γυναίκες γενικά ήταν υπόδουλες και υποταγμένες στο πλαίσιο ενός κόσμου ο οποίος εμφανίζεται να κυριαρχείται από τις αντρικές αρετές ιπποτών ή ασκητικών μοναχών, καθώς η εξουσία απέκλειε τις γυναίκες από την κορυφή της κοινωνίας. Ωστόσο, μπορούμε να συναντήσουμε και γυναίκες που αποδεικνύουν το αντίθετο, εφόσον μπόρεσαν να διοικήσουν επικράτειες και να κυβερνήσουν υπηκόους. Πράγματι, δεν είναι λίγα τα παραδείγματα γυναικών που ασκούν τη βασιλική εξουσία όταν ο σύζυγός τους απουσιάζει ή ασθενεί ή αυτών στις οποίες έχει νομίμως ανατεθεί η αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωση του γιου τους. Άλλες πάλι είναι αρκούντως δυναμικές ώστε να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους και χωρίς να συμβαίνει κάτι από τα παραπάνω.
Τα ανωτέρω μοιάζουν πολύ ωραία, αλλά θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι αφορούν μόνο τα ανώτατα κοινωνικά στρώματα, όπου παραδοσιακά η γυναίκα τυγχάνει καλύτερης μεταχείρισης.
Η θέση της γυναίκας στη συντηρητική αγροτική κοινωνία είναι χειρότερη από αυτήν της αριστοκρατίας. Υπάρχει μισογυνισμός στη νοοτροπία των ανθρώπων εκεί, καθώς και αρκετά παραδείγματα ενδοοικογενειακής βίας. Εντούτοις, υπάρχουν σχεδόν ισάριθμες περιπτώσεις γυναικών υποταγμένων στους συζύγους τους και γυναικών που έχουν επιβληθεί κυριολεκτικά σ’ αυτούς. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων υπάρχει ισορροπία στους ρόλους των συζύγων όσον αφορά τη διαχείριση των οικιακών και οικογενειακών θεμάτων. Άλλωστε, όσες γυναίκες ευγενής διέμεναν κατά διαστήματα σε χωριά, αποδεικνύουν πως η θέση της γυναίκας των ανώτερων τάξεων είναι σαφώς καλύτερη.
Υπάρχουν και τα  μισογυνικά στερεότυπα που παρουσιάζουν τη γυναίκα ως προσωποποίηση της αμαρτίας. Υπάρχουν, ωστόσο, και τα ιστορικά στοιχεία που παρέχουν μια πολύ πιο ισορροπημένη εικόνα.
Καταρχάς, η μεσαιωνική Εκκλησία δεν διστάζει να αναθέσει σε γυναίκες θέσεις ευθύνης με πολιτική και οικονομική ισχύ. Οι ηγούμενες των μονών ασκούν εξουσία και διαχειρίζονται πολλές φορές τεράστιες περιουσίες. Ανάμεσα στις σημαντικές γυναικείες μορφές της Καθολικής Εκκλησίας του Μεσαίωνα δεν λείπουν και οι δυναμικές προσωπικότητες που δεν θα διστάσουν να αναμετρηθούν με την κοσμική εξουσία υπερασπίζοντας τα πιστεύω τους. Γενικά, η θέση της γυναίκας στο πλαίσιο της καθολικής Εκκλησίας είναι ακριβώς αυτή που κατέχει η γυναίκα στην κοινωνία τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Άρα, συμπεραίνουμε πως ο Μεσαίωνας αναγνώριζε στη γυναίκα θέση πολύ καλύτερη απ’ ό,τι οι περισσότερες περίοδοι της Ιστορίας και δεχόταν την ιδιαιτερότητα του φύλου της, στοιχείο πολύ σημαντικό όταν στην εποχή μας το πρότυπο που προσφέρεται στη σύγχρονη γυναίκα είναι αυτό της μίμησης του άντρα.
Αξίζει να σημειωθεί, επακόλουθα, και το γεγονός ότι κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα, η χριστιανική σύνθεση αρσενικού και θηλυκού κατέρρευσε, ενώ ο σκοταδισμός και η θρησκευτική μισαλλοδοξία, που χαρακτήριζε την περίοδο εκείνη, οδήγησε σε τρομερά εγκλήματα κατά του γυναικείου φύλου. Έτσι, άρχισε και ο δρόμος των γυναικών προς την Ιερά Εξέταση. Ιδιότητες των γυναικών που στα προχριστιανικά πατριαρχικά συστήματα αποτελούσαν αντικείμενα σεβασμού ή ακόμα και φόβου, όπως οι θεραπεύτριες και οι μάντισσες, έγιναν ηθικές απαξίες που χαρακτήριζαν τις γυναίκες ως μάγισσες και τις προόριζαν για την πυρά. Η σεξουαλικότητα της γυναίκας έγινε συνώνυμη με την αμαρτία. Κατά την περίοδο του Διαφωτισμού,  η γυναίκα εξακολούθησε να θεωρείται κατώτερο ον, ενώ η έντονη επίδραση που ασκούσε ο ηθικός κώδικας αξιών της Εκκλησίας διατηρήθηκε σε όλη τη βυζαντινή εποχή, παίζοντας κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του γυναικείου προτύπου και στην ενίσχυση της ιδεολογίας, που οδηγούσε σε διακρίσεις σε βάρος των γυναικών.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Στο Βυζάντιο, η κοινωνική θέση των γυναικών ήταν υψηλότερη από οποιαδήποτε άλλη πολιτισμένη κοινωνία της εποχής. Οι γυναίκες την περίοδο αυτή άσκησαν επιρροή στην πολιτική και στις υποθέσεις του κράτους, όχι μόνο μέσω των ανδρών, αλλά πολύ συχνά ασκώντας οι ίδιες άμεση, προσωπική εξουσία, ως ενθρονισμένες Αυτοκράτειρες. Η βυζαντινή κοινωνία ήταν μια πατριαρχική κοινωνία και μάλιστα αρκετά συντηρητική ώστε να έχει θεσμοθετήσει συγκεκριμένους ρόλους για τους άνδρες και τις γυναίκες τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια ζωή. Ο αποκλεισμός των γυναικών από τη δημόσια ζωή μπορούσε να σπάσει σε κάποιες περιπτώσεις όπου αυτές ήταν αναγκασμένες από τα πράγματα να ενισχύσουν οικονομικά τα σπίτια τους, είτε στις αγροτικές κοινότητες, είτε στις πόλεις, ασκώντας ένα βιοποριστικό επάγγελμα. Και βέβαια δεν ήταν λίγες οι ξεχωριστές προσωπικότητες βυζαντινών γυναικών που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της δικής τους εποχής, αλλά και στο μέλλον του Βυζαντίου. Παράλληλα, οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν περιγράψει με τα μελανότερα χρώματα τη γυναικεία φύση και την επικίνδυνη επιρροή της στους άντρες και πρόβαλλαν ως ιδανικό της σωστής κόρης και συζύγου την πλήρη υποταγή στον πατέρα και το σύζυγο και σχεδόν όλες οι γυναίκες που είναι αναγνωρίσιμα άτομα στις βυζαντινές ιστορίες ανήκουν σε οικογένειες που ήταν ιδιαίτερα ισχυρές πολιτικά και οικονομικά.Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
1453(Άλωση της Κων/πολης)-1821(Επανάσταση του Ελληνικού έθνους)

Την εποχή που η Ευρώπη γνώριζε την Αναγέννηση της, που αποτέλεσε θεμέλιο ενός νέου κόσμου, η Ελλάδα μαζί με όλους τους λαούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας περνούσαν κάτω από την τουρκική κυριαρχία. Στη χειρότερη θέση από όλους τους υπόδουλους ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη βρίσκονταν οι γυναίκες. Η γυναίκα και η θέση της κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο δεν έχει μελετηθεί συστηματικά και παραμένει σχεδόν άγνωστη έως σήμερα. Η επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών περιορίζονταν σε ενασχολήσεις που θεωρούνταν γυναικείες, όπως είναι η υφαντική και γενικά τα χειροτεχνήματα. Υπάρχουν περιπτώσεις που οι γυναίκες εργαζόταν το ίδιο σκληρά με τους άνδρες και μάλιστα σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες δουλεύοντας σε γεωργικές εργασίες ή σε βιομηχανικές επιχειρήσεις.
Καθώς το επίπεδο ζωής τα χρόνια εκείνα ήταν πολύ χαμηλό και οι έννοιες πολλές, οι γονείς δεν πρόσφεραν κάποια ιδιαίτερη μόρφωση στα παιδιά τους και κυρίως στις γυναίκες. Αυτό ίσχυε σχεδόν σε όλες τις ελληνικές οικογένειες, ίσως με μοναδική εξαίρεση τις οικογένειες που είχαν εξουσία και κάποια οικονομική άνεση. Οι γυναίκες που κατάφερναν να σπουδάσουν και να μορφωθούν ήταν αυτές οι οποίες συνήθως δώριζαν κάποιο χρηματικό ποσό ή χορηγούσαν λογοτεχνικά κείμενα κλπ. Ουσιαστικά το σχολείο είχε καταργηθεί εκείνη την εποχή. Γι αυτό το εναλλακτικό πλέον σχολείο αποτελούσε το λεγόμενο '' κρυφό σχολείο '', όπου παρέχονταν η βασική μόρφωση και εκπαίδευση στον κάθε νέο.
Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας γυναικών και αντρών ήταν ταυτόσημα και υποβάλλονται στους ίδιους εθιμικούς περιορισμούς, ενώ οι πωλήσεις της γης γίνονταν σε μεγάλο ποσοστό από γυναίκες χωρίς την σκιά των αντρών.
Η παρουσία των γυναικών στην ελληνική επανάσταση ήταν καθοριστική. Αυτό είναι
σαφώς αποδεκτό από τον καθένα, μιας και είχαν προσφέρει υπεραρκετά, αφού έπαιξαν για ακόμα μία φορά καθοριστικό ρόλο.
Συμπερασματικά, η θέση της γυναίκας συγκριτικά με παλαιότερα έχει βελτιωθεί σε αρκετά σημεία και με τη συνεισφορά τους στην επανάσταση και στην εργασία κέρδισαν τον σεβασμό των ανδρών, αλλά, όπως και κατά τις προηγούμενες περιόδους, δεν εξισώθηκαν με τους άνδρες σε καμία περίπτωση.

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ

Μετά το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο και με την ίδρυση του
ελληνικού κράτους το 1832, η γυναίκα και πάλι δεν είναι ισότιμη με τον άντρα.
Στους νεότερους χρόνους και συγκεκριμένα στο τέλος του 18ου αιώνα, λίγες μορφωμένες και μαχητικές γυναίκες κινητοποιούνται για ζητήματα ισότητας. Το κίνημα αυτό μαζικοποιείται οριστικά τον 20ο αιώνα με τη γενικότερη ανάπτυξη όλων των προοδευτικών κινημάτων. Η συνειδητοποίηση και η προβολή του αιτήματος για ουσιαστική ισότητα, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και δημόσια ζωή, η ηθική και κοινωνική απελευθέρωση της γυναίκας, μόλις τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε να πραγματοποιείται.
Η γυναίκα πάλεψε για την κατάκτηση συγκεκριμένων ατομικών και κοινωνικών
δικαιωμάτων, ξεκινώντας από το δικαίωμα στην εκπαίδευση αφού η παιδεία ήταν
απρόσιτη σε αυτή. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι γυναίκες ήταν σχεδόν αποκλεισμένες από τη μισθωτή εργασία. Θεωρούνταν άεργες, αφού ούτε αυτή η οικιακή εργασία τους δεν αναγνωρίζονταν, αμόρφωτες και '' οπισθοδρομικές '', μέσα σε μια κοινωνία που άρχιζε να προβάλλει τις αντίθετες ακριβώς αξίες. Ακόμη και όταν η εργασία τους θεωρήθηκε απαραίτητη για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας, τα επαγγέλματα που κοινωνικά τους επιτρέπονταν ήταν αυτά που αποτελούσαν μια προέκταση του παραδοσιακού ρόλου των γυναικών μέσα στην οικογένεια. Περιορισμένες οι γυναίκες σε εργασίες μονότονες και δίχως δυνατότητα επαγγελματικής εξέλιξης, αλλά ιδιαίτερα κοπιαστικές και ανθυγιεινές, αποθαρρύνονταν και αποκλείονταν από εκείνες που απαιτούσαν τεχνική κατάρτιση, μόρφωση και υπευθυνότητα. Ήταν για χρόνια το εφεδρικό εργατικό δυναμικό, τα φτηνά εργατικά χέρια.

Η αντιμετώπιση της γυναίκας ανάλογα την κοινωνική της θέση

Στις αγροτικές οικογένειες, καθώς τις περισσότερες φορές ήταν πατριαρχικές, οι γυναίκες είχαν περιορισμένη ζωή, κλεισμένες στο σπίτι των αντρών τους ή των πατεράδων τους στην περίπτωση που δεν είχαν παντρευτεί ακόμη. Είχαν στερημένο βίο, γεμάτο κακουχίες και χωρίς ανέσεις. Ένα ιδανικό αποτελεί το να μην δει κανείς την ανύπαντρη κοπέλα, καθώς δεν είχαν να προσφέρουν στους γαμπρούς πολλά προικιά εκτός από την αγνότητα, την τιμή και την αθωότητα των ίδιων των κοριτσιών.
Για να παντρευτεί μια κοπέλα έπρεπε οι γονείς της να προσφέρουν όσο το δυνατόν γίνεται περισσότερο δελεαστική προίκα, ενώ χωρίς αυτήν ήταν σχεδόν αδύνατο σε κάθε περίπτωση να υπάρξει γάμος, αφού αποτελούσε πολλές φορές τον κύριο σκοπό ενός γάμου. Η προίκα ήταν απαραίτητη, ενώ για να εμπλουτιστεί δούλευαν σκληρά όλα τα αρσενικά της οικογένειας, καθώς και τα θηλυκά όσο μπορούσαν και όσο τους ήταν επιτρεπτό.
Ρίχνοντας μια προσεκτική ματιά στον ''Μονόλογο ευαισθήτου'', παρατηρούμε πως είναι προτιμότερο το κορίτσι να στερηθεί οποιοδήποτε έξοδο για την σωστή του ανατροφή, τις ανάγκες και την ψυχαγωγία του, με σκοπό να εμπλουτιστεί η προίκα του. Στερείται και κακοπαθένει, ενώ μπορεί να φτάσει ακόμα και στο σημείο να πάρει τον ρόλο της δούλας της οικογένειάς της δουλεύοντας γι' αυτήν, έτσι ώστε να προστεθούν και αυτά τα χρήματα στην προίκα του.
Οι γονείς προτιμούν να μαζεύουν χρήματα ταλαιπωρώντας και τις κόρες τους, αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους και να κακομεταχειρίζονται τα παιδιά τους προσπαθώντας να τα κάνουν  να ''αποδώσουν'' τα χρήματα που τους ''χρωστάνε'' για να μπορούν να τις ''ξεφορτωθούν'' με το οικονομικό θέλγητρο της προίκας. Προτιμούν να δίνουν και τις ίδιες τους τις κόρες, αλλά και τις οικονομίες τους σε έναν επιτήδειο χαρακτηρίζοντάς τον <<γαμπρό>> , ο οποίος πιθανότατα να μην ψάχνει τίποτα άλλο παρά έναν τρόπο για να εξασφαλίσει την ζωή του, ενώ πρόκειται να τη μεταχειρίζεται ως δούλα, παρά να διαθέσουν αυτό το χρηματικό ποσό για να τις μορφώσουν, να τις καλλιεργήσουν πνευματικά, να τους ανοίξουν τον πνευματικό τους ορίζοντα, κι αν όχι για την προσωπική τους μόρφωση, τότε για να βρίσκονται στο σημείο να μπορούν να διαλέξουν τον σύντροφό τους, να δεχτούν εκείνον που θα κρίνουν κατάλληλο να τις κάνουν ευτυχισμένες και να απορρίψουν εκείνον που το μόνο που θέλει από αυτές είναι η προίκα τους.
Σε αντίθεση με την αγροτική κοινωνία και με μια περιθωριοποιημένη θέση της γυναίκας και με βάση το ''Έρωτος αποτελέσματα'', στις εύπορες οικογένειες οι γυναίκες δεν είχαν υποτιμητική θέση, καθώς ήταν σχεδόν ισάξιες με τα αρσενικά του σπιτιού.
Δεν στερούνται τίποτα, δεν ασχολούνται με τις οικιακές δουλειές όσο οι κοπέλες των κατώτερων τάξεων. Έχουν ό,τι ποθήσουν ακόμα και αν δεν τους είναι αναγκαίο. Δεν θεωρούνται ''κτήμα'' ή ''ιδιοκτησία'' κάποιου, ούτε των γονιών της, αλλά και ούτε του μελλοντικού της συζύγου, ενώ έχουν το δικαίωμα να τους φέρει αντίρρηση πάνω σε κάποιο θέμα.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι γονείς ενδιαφέρονται για την υγεία της κόρης τους. Ακόμη και ο αρχηγός της οικογένειας, ο πατέρας, ανησυχεί και ενδιαφέρεται για το καλό της, ρωτώντας την επανειλημμένες φορές για να σιγουρευτεί για την σωματική και πνευματική της ακεραιότητα στην περίπτωση που την δει λίγο σκεπτική ή ανήσυχη, πιστεύοντας πως ενδεχομένως να βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση επειδή επιθυμεί κάποιο επιπλέον απ' τα καλούδια που της εξασφαλίζουν.
Όταν υπάρξει κάποιο ενδεχόμενο προξενιό, την ρωτούν για την συγκατάθεσή της, ενώ δεν της επιβάλλουν όποιον γαμπρό θεωρούν οι ίδιοι άξιο ή κατάλληλο.
Ενώ στην περίπτωση που ζητήσει κάποιου είδους βοήθεια, ακόμη και οικονομική, όπως ακριβώς συμβαίνει στο ''Της νύφης που κακοπάθησε'', οι γονείς της την βοηθούν χωρίς δεύτερη σκέψη, ακόμα και όταν είναι παντρεμένη έχοντας δική της οικογένεια, ενώ οι ίδιοι δεν παύουν ούτε στιγμή να τρέφουν την αγάπη τους προς το παιδί τους, καθώς είναι διατεθειμένοι να φτάσουν και στο σημείο να την δεχτούν πίσω.
Ωστόσο, σύμφωνα με το διήγημα ''Ερωτόκριτος'', ακόμη και σε αυτήν την κοινωνία συναντάμε πατριαρχικές οικογένειες όπου οι πατεράδες, παρότι ενδιαφέρονται για το καλό των κορών τους, όταν έρχεται η ώρα για την απόφαση του γαμπρού της κόρης τους, δεν παίρνουν την συγκατάθεσή της, ενώ οι ίδιοι αποφασίζουν για το μέλλον της.
Όσον αφορά το παράδειγμα της ''Στέλλας Βιολάντη'', διαπιστώνουμε πως παρότι κατάγεται και αυτή από εύπορη οικογένεια αποτελεί άλλη μία περίπτωση κατά την οποία οι γονείς της είναι αυτοί που την ορίζουν και της προδιαγράφουν το μέλλον.
Είναι πολύ σίγουρη για τα αισθήματα που τρέφει για τον Χρηστάκη, ενώ είναι σίγουρη μέχρι και για το τι μπορεί να αισθάνεται και εκείνος γι' αυτήν. Ωστόσο, μέχρι να έρθει αντιμέτωπη με την μόνη σκληρή αλήθεια, μαθαίνοντας πως αυτή της η πεποίθηση αποτελεί απλά και μόνο ένα ψέμα, μια οφθαλμαπάτη, ενώ όσα είχε πιστέψει και είχε αγωνιστεί γι' αυτά ήταν ανύπαρκτα, πολεμάει για τον έρωτά της , καθώς αποτελεί την μοναδική της ''σανίδα σωτηρίας'', στηρίζεται πάνω του, δεν τον αρνείται, δεν φοβάται για τις ακόλουθες συνέπειες, έχει επαναστατική ψυχή γεμάτη πίστη και ελπίδα για κάτι που δεν υφίσταται. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, άλλωστε, όταν διαπιστώσει την συντριπτική αλήθεια της πραγματικότητας, το μόνο που επιθυμεί να διαπράξει είναι να ''δώσει τέλος'' στην ζωή της και στην πονεμένη, πληγωμένη και προδομένη της καρδιά που χτυπούσε μόνο και μόνο για τον υποκριτή και ψεύτη Χρηστάκη. Αρνείται επανειλημμένες φορές να ζήσει την ζωή που θέλουν οι γονείς της να έχει, ενώ, παρότι είχε μαθευτεί το γεγονός στην γειτονιά και είχε σπιλωθεί η τιμή και η υπόληψη της μια για πάντα, η οικογένειά της στιγμή δεν σκέφτηκε το ενδεχόμενο να την παντρέψουν μ' αυτόν που θέλει, εφόσον είναι ένας φτωχός και δεν της αρμόζει ένας τέτοιος σύντροφος, αλλά ένας κατά πολύ ανώτερος και άξιος μη λογαριάζοντας την δυσμενή θέση στην οποία βρίσκεται η κόρη τους.

Η θέση της γυναίκας στον 19ο αιώνα
Οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν διαφορετικά από τους άνδρες και έπρεπε να φτάσουν μέχρι σήμερα για να αποκτήσουν ίσα δικαιώματα. Ωστόσο, όσον αφορά εκείνη την εποχή ισχύουν οι ακόλουθη ''κανόνες''.
Από την μια μεριά, σύμφωνα με το διήγημα-μυθιστόρημα '' Η Φόνισσα '', η γυναίκα αυτή την εποχή αποτελεί ένα βάρος για τον οικογενειακό της περίγυρο, ενώ τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζεται σαν ένα άψυχο σώμα, σαν μια δούλα, μια σκλάβα,  που υπάρχει μόνο για να υπηρετεί αυτούς που έχουν επίδραση πάνω της, όπως οι γονείς της κατά την παιδική και εφηβική της ηλικία, ο σύζυγος της από την στιγμή που τον παντρεύεται, καθώς και αργότερα τα παιδιά της ή και ακόμα τα εγγόνια της. Όσο ακόμα  ανήκει στους γονείς της, η οικογένειά της ψάχνει κάποιον “ιδανικό” για να παντρευτεί, ο οποίος προτιμάται να μην έχει πολλές απαιτήσεις όσον αφορά την προίκα που οι γονείς είναι διατεθειμένοι να δώσουν και να είναι ολιγαρκής και μετριόφρον.
Ύστερα, ο σύντροφός της έχει τον ρόλο του αφέντη της, ενώ αποτελεί μια μορφή που την καθορίζει εξ ολοκλήρου. Ωστόσο, παρότι είναι ο αρχηγός της οικογένειας, δεν διαθέτει εξίσου κύριο και καθοριστικό ρόλο για τα κύρια βάρη της, αφού σε αρκετές περιπτώσεις δεν υπήρχε η συνδρομή του στα τρέχοντα οικονομικά ζητήματα. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί πως εκείνη την εποχή η γέννηση κοριτσιών ήταν περισσότερο συχνή από αυτήν των αγοριών. Έτσι, οι γαμπροί είχαν υπέρμετρες απαιτήσεις όσον αφορά την προίκα που ζητούσαν.
Ωστόσο, σύμφωνα με το κείμενο '' Το Αμάρτημα της Μητρός μου '', υπάρχουν και αυτές οι περιπτώσεις που κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, βασιζόμενοι πάνω σε καταστάσεις που έστω ο ένας γονέας δεν βλέπει την κόρη του ως ένα φόρτωμα, αλλά ως ένα θείο δώρο, ενώ προτιμά χωρίς δεύτερη σκέψη να θυσιάσει όλα τα υπάρχοντα του για την σωστή και κατάλληλη ανατροφή της. Στην προκειμένη κατάσταση ακόμα και άρρωστη αν είναι δεν εύχεται να οδηγηθεί στον θάνατο για να γλυτώσουν την προίκα που θα αναγκαστούν να παραχωρήσουν για χάρη της στον σύζυγό της, αλλά κάνει τα αδύνατα δυνατά για να της εξασφαλίσει μια ζωή γεμάτη υγεία. Δεν διστάζει να ξοδέψει εάν χρειαστεί ένα σεβαστό ποσό χρημάτων για το καλό της, ενώ φτάνει ακόμη και στο σημείο να παρακαλάει τους Αγίους να μην της την πάρουν προσφέροντας αντί αυτήν ένα από τα υπόλοιπα παιδιά της και μάλιστα έναν από τους υιούς της.
Παρόλα αυτά, με βάση το κείμενο ''Πατέρας στο σπίτι'', συναντάμε και μια γυναικεία μορφή που συμβάλλει αισθητά στα οικονομικά έξοδα σε ένα νοικοκυριό, παρότι ανώτατο και κυρίαρχο φύλο αποτελεί και πάλι το αντρικό σε σχέση με το γυναικείο και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εργασία τους δεν ανταμείβεται ισάξια με την δουλειά των αντρών. Βλέπουμε τους άντρες να ξοδεύουν, αν όχι όλο το ποσό του μισθού τους, τότε σίγουρα το μεγαλύτερο, πίνοντας σε καφενεία με φίλους και συναδέλφους. Με αυτόν τον τρόπο, μένουν με χρήματα που δεν είναι επαρκή για να ζήσουν τις πολυπληθής οικογένειες της εποχής. Παρατηρούμε, λοιπόν, από την μια πλευρά, έναν άντρα που μπορεί να μην δουλεύει σκληρά ή πολλές ώρες, ενώ ανταμείβεται με σημαντικό ποσό χρημάτων για την εποχή, και από την άλλη, μια γυναίκα που μπορεί να εργάζεται σκληρότερα και περισσότερο σε σχέση με το άλλο φύλο και να ανταμείβεται με πολύ λιγότερα χρήματα, μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα και, επομένως, βρίσκεται σε κατώτερη θέση από αυτή του άντρα, το οποίο σημαίνει πως και ό,τι κάνει θα είναι, παράλληλα, και πιο ''κατώτερο''. Επιπρόσθετα, μπορεί κανείς να συναντήσει συχνά και το φαινόμενο ο σύζυγος να εγκαταλείπει την οικογένεια του, την γυναίκα μαζί με τα παιδιά του, και να είναι πρόθυμος να παντρευτεί κάποια άλλη γυναίκα κάνοντας μαζί της μια άλλη οικογένεια, με την προϋπόθεση, ασφαλώς, η νέα του σύζυγος να είναι εύπορη, διαγράφοντας παντελώς την ''παλιά'' του οικογένεια.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως κατά τη νουβέλα '' Η Φόνισσα '' ολόκληρη η ζωή της γυναίκας  αποτελεί απλά και μόνο έναν σχεδόν ανώφελο και μάταιο βίο, σε αντίθεση με αυτό, έρχεται '' Το Αμάρτημα της Μητρός μου '', που συναντάμε μια κατάσταση που αποτελεί εξαίρεση σε αυτή την κοινωνία, ενώ το ''Πατέρας στο σπίτι'' περιγράφει μια γυναίκα που αψηφά την κοινωνία και τις δυσμενείς δυσκολίες που διαθέτει και επιλέγει να δίνει καθημερινές μάχες για να μεγαλώσει τα παιδιά της μη θέλοντας να πάρει τον ρόλο της κακότυχης μητέρας χωρίς τον ''στυλοβάτη'' του σπιτιού της.
Η θέση της γυναίκας στα δημοτικά τραγούδιαΗ γυναίκα είναι πολύ συνηθισμένο πρόσωπο στα δημοτικά τραγούδια, μιας και βρίσκονται αποσπάσματα από την παιδική της ηλικία έως και τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Σε πολλά κείμενα βρίσκουμε χαρακτηριστικά για τη ζωή της, χωρίς αυτά να είναι πάντα ομαλά και φυσιολογικά.
Πιο συγκεκριμένα, λοιπόν, έχοντας κατά νου την ιστορία ''Του νεκρού αδελφού'', μπορούμε να αντλήσουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή τους ξεκινώντας μόλις από την παιδική. Σαφώς τα κορίτσια έπρεπε να είναι κλεισμένα στο σπίτι, έτσι ώστε η παρθενικότητα τους να εξαρτάται από τα λιγοστά αντικρίσματα προς αυτές. Έπειτα, στα πλαίσια μιας φυσιολογικής -για την εποχή- κατάστασης το ''απομονωμένο'' κορίτσι προξενεύεται σε πολύ μικρή ηλικία. Βέβαια, όχι από την ίδια την οικογένεια, αλλά από τρίτα πρόσωπα. Ωστόσο, τα πολύ συγγενικά πρόσωπα, όπως οι γονείς της, επιθυμούν να μην παντρευτεί η κόρη τους σε άλλη πόλη. Και αυτό γιατί κάθε γυναίκα είναι χρήσιμη και απαραίτητη για τα γηρατειά των γονιών της.
Επιπρόσθετα, στα δημοτικά τραγούδια μας γίνεται η στενή σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοβοήθειας που έχουν καθ' όλη τη διάρκεια της μέρας μέσα στο σπίτι για τη καθαριότητα και τη περιποίηση του. Έπειτα, στο τυπικό της προίκας ήταν αναπόφευκτο και πολύ σημαντικό για τους γονείς της νύφης. Εξάλλου, η μητέρα της θα προσπαθήσει πάντα με κάθε τρόπο να συμβάλλει και αυτή ''αθόρυβα'' δίνοντας ένα ποσό από τις κρυμμένες οικονομίες της.
Τέλος, κορυφώνοντας τα χαρακτηριστικά της θέσης της γυναίκας είναι η τιμή. Πάντα μια νύφη σε κάθε οικογένεια έπρεπε να είναι έντιμη και αφοσιωμένη πεθερικά της. Ο δε γαμπρός προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μην κουράζει τη γυναίκα του, προσφέροντας τις χρηματικές ανέσεις και με το παραπάνω.

Διαφορετική συντέλεση και απεικόνιση στην ''Τιμή και το χρήμα''

Πέρα από την πεπατημένη οδό, στο κείμενο ''Η τιμή και το χρήμα'', απεικονίζεται κάτι διαφορετικό απ' όλα τα συνηθισμένα ''καθεστώτα και ιδανικά'' των γυναικών της εποχής εκείνης. Στο συγκεκριμένο κείμενο, λοιπόν, αντικρίζουμε μια γυναίκα που αν και καταπατημένη από την μοίρα, μπορεί να σταθεί όρθια, έχοντας τώρα να θρέψει και μια καινούρια ζωή, το παιδί της. Αυτόχρημα, συνεπώς, εκτός από το παιδί που πρέπει οπωσδήποτε να αποκτά τα προς το ζην, ώστε να το αναθρέψει, έχει και να αντιμετωπίσει και τους σχολιασμούς των γύρων της για το καινό ξεκίνημά της.
Εστιάζοντας στο κείμενο, λοιπόν, το πρώτο χαρακτηριστικό της Ρίνης είναι μια κοινή, ερωτευμένη κοπέλα, η οποία όντας σε ηλικία γάμου, πίστευε πως έχει βρει το έτερον της ήμισυ. Αφού, ωστόσο, υπάρχει η διαφωνία για τον γάμο από τον αγαπημένο της, τελικά βρίσκουν μια μέση λύση και αποφασίζουν να συζήσουν. Πράγμα ανήκουστο και εξωπραγματικό -με αρνητική βεβαίως σημασία για την εποχή. Εκτός αυτού, και χωρίς να πτοούνται από τα λεγόμενα των γονιών της Ρίνης, η κοπέλα μένει έγκυος. Εν τω μεταξύ, όμως, η Ρίνη έχει καταλάβει ότι το πρώτο μέλημα του αγαπημένου της δεν ήταν η αγάπη και ο έρωτας, αλλά το χρήμα. Έτσι, η Ρίνη φεύγει από το σπίτι και γυρίζει πίσω στο πατρικότης παρά τις αποφασιστικές διαφωνίες των γονιών της.
Γενικεύοντας, ωστόσο, η Ρίνη όντας αποφασισμένη να κρατήσει το παιδί, ανακοινώνει στον άνδρα της ότι δεν επιθυμεί να μείνει άλλο μαζί του και του λέει κατηγορηματικά να διακόψουν την όποια σχέση μεταξύ τους.

Οι αλλαγές στη θέση της γυναίκας στις μέρες μας

Στις σύγχρονες κοινωνίες τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Οι γυναίκες είναι αφ' ενός πιο ελεύθερες, και αφ' ετέρου ολοκληρωτικά απελευθερωμένες. Σαφώς, λέγοντας πιο ελεύθερες εννοείται πως οι γυναίκες τώρα πλέον δεν είναι υπάκουες στο τυπικό της νοικοκυράς και μάνας. Τώρα προστίθεται και ένα νέο καθεστώς γι' αυτές, η εργασία. Πράγμα ανήκουστο για την εποχή εκείνη. Συνεχίζοντας, χρησιμοποιώντας τις λέξεις ''εντελώς απελευθερωμένη'' τονίζεται ότι η γυναίκα δεν καθοδηγείται από κανενός το χαλινάρι, αλλά είναι αυτοδύναμη και άξια να σταθεί μόνη στα πόδια της, εκτελώντας τα πάντα με υψηλά ποσοστά επιτυχίας.
Γενικεύοντας, λοιπόν, και γινόμενη πιο συγκεκριμένη, ζωντανό παράδειγμα αποτελεί η μονογονεϊκή οικογένεια με κυρίαρχο τη μητέρα. Εκτός αυτού, το ότι δόθηκε στις γυναίκες το δικαίωμα του ''εκλέγειν και του εκλέγεσθαι'', είναι κοσμοϊστορικό γεγονός. Επίσης, το συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό του φεμινισμού που παρατηρείται και ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια. Όλα αυτά συντελούν σε μια εξελιγμένη πρόοδο των γυναικών προς την εκσυγχρόνιση.

                                                       

Κατωπόδη Ευαγγελία
Καούρα Παναγιώτα

 

ΠΗΓΉ: http://mariakosioni.blogspot.com/2012/12/1_28.html