Η ιστορία της πόλης
https://www.cityofxanthi.gr/episkeptes/simera-istoria/2966-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B7%CF%82
Στην περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στη Βιστονίδα λίμνη (ανατολικά) και το Νέστο (δυτικά) στα αρχαία χρόνια ζούσαν οι θρακικές φυλές των Βιστόνων ( κοντά στη Βιστονίδα λίμνη) και οι Σαπαίοι (δυτικά των Βιστόνων και μέχρι το Νέστο ποταμό. Στα ορεινά της ίδιας περιοχής ζούσαν τα θρακικά φύλα των Τραυσών ( στα βορειοανατολικά, στην κοιλάδατου Τραύου ποταμού, που διαρρέει την κοιλάδα του Εχίνου και χύνεται στα βόρεια της Βιστονίδας λίμνης), των Σατρών στα βόρεια και των Δίων στην κοιλάδα του Νέστου.
Κεντρική κώμη των Σατραίων ήταν ένα χωριό που βρισκόταν στο πέρασμα του ποταμού Κοσσινίτη-Κοσύνθου, ακριβώς στην είσοδο της χαράδρας προς το εσωτερικό της ορεινής περιοχής. Το χωριό αυτό στα αρχαιοθρακικά ονομαζόταν Πάρα (το) και σήμαινε το πέρασμα, διάβαση δηλ. την ίδια έννοια με το νοτιοελληνικό πόρος:διάβαση.
Με την πάροδο του χρόνου το όνομα του χωριού αυτού ενώθηκε με το άρθρο το και έτσι μετονομάσθηκε σε Τόπαρα ή Τόπειρος με την ίδια πάντα σημασία.
Με τη διέλευση της Εγνατίας οδού μέσα από το χωριό αυτό (100 π.Χ.) το Τοπάρα αναπτύχθηκε σε πλούσια πόλη και ακμαία «ελεύθερη» με δικά της νομίσματα (2ος αιώνας μ.Χ.).
Η Τόπειρος ήταν γνωστή καθ' όλη τη ρωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή περίοδο σαν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Ν.Δ. Θράκης. Το 549 όμως την κατέλαβαν οι Σκλαβηνοί βάρβαροι (όπως και την παρακείμενη Αναστασιούπολη και την Τραϊανούπολη) και της μέν πόλεως κατέστρεψαν τα τείχη και τα οικήματα, τους δε κατοίκους της άλλους μεν έσφαξαν επί τόπου, ενώ τους υπολοίπους τους πήραν ως αιχμαλώτους μαζί τους πέρα από το Δούναβη. Αμέσως όμως μετά (522) την ξανάκτισε ο Ιουστινιανός και την οχύρωσε με θολωτά τείχη.
Τον 8ο μ.Χ. η πόλη ξανακαταστράφηκε, άγνωστο αν από σεισμό ή βαραβαρικές επιδρομές. Πάλι όμως ξανακτίσθηκε. Αλλά τώρα άλλαξε όνομα και μετονομάσθηκε σε (λατινικό) Ρούσιο (ίσως γιατί νόμισαν ότι η ονομασία Τόπερος προερχόταν από το Τόπυρος που σημαίνει το πύρινο). Αργότερα από Ρούσιο μετονομάσθηκε στο ελληνικότερο Ξάνθεια, όνομα με το οποίο πρωτομαρτυρείται το 879 μ.Χ., όταν ο επίσκοπος αυτής Γεώργιος αναφέρεται να συμμετέχει σε σύνοδο στην Κων/πολη.
Με αυτή την ονομασία είναι γνωστή σ' όλη την μετέπειτα ιστορία μέχρι και σήμερα.
Κατά τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας η Ξάνθεια πολλές φορές μαρτυρείται στις αλλεπάλληλες περιγραφές της ζωής και των περιπετειών της αυτοκρατορίας έως ότου τελικά το 1385 μ.Χ. κατελήφθη από τους Οθωμανούς.
Έκτοτε αρχίζει μια περίοδος πολύ δύσκολη γεμάτη από δημεύσεις, καταπιέσεις, βασανιστήρια και φόρους προς τους χριστιανούς κατοίκους της πόλεως, οι οποίοι παρά τις πολλές καταπιέσεις και δοκιμασίες δεν έχασε την ελληνικότητά της. Αντίθετα, ανεδείχθη το μόνο ελληνικό-χριστιανικό κέντρο ανάμεσα στην Ανδριανούπολη και τη Θεσσαλονίκη και εδώ κατέφευγαν πολλοί καταδιωκόμενοι Έλληνες της ευρύτερης θρακικής και μακεδονικής γης. Χαρακτηριστικό δείγμα του ελληνικού φρονήματος των Ξανθίων είναι ότι (όπως προκύπτει από επίσημα οθωμανικά αρχεία) ποτέ δεν επέτρεψαν στους κατακτητές να κατοικήσουν μέσα σ' αυτή. Πάντοτε το ελληνικό στοιχείο υπερτερούσε συντριπτικά 90-95%).
Μετά δε τη διάδοση της καπνοκαλλιέργειας στην περιοχή αποδείχθηκε ότι το είδος των καπνών της ήταν μοναδικό και περιζήτητο μέσα στο παλάτι του σουλτάνου. Τότε άρχισε μια άλλη περίοδος οικονομικής άνθησης της πόλεως, καθώς ανεγέρθηκαν καπναποθήκες και συνέρρευσαν καπνεργάτες για την επεξεργασία και εμπορία των καπνών της, των οποίων η φήμη ξεπέρασε τα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και έγιναν περιζήτητα από τη Ρωσία μέχρι την Αίγυπτο και την Αυστρία.
Την οικονομική άνθηση της πόλης προς καιρό σταμάτησαν δύο δύσκολες περίοδοι,
α) η ελληνική επανάσταση, κατά την οποία πολλοί Ξάνθιοι συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν (μεταξύ των οποίων και ο τότε μητροπολίτης Σεραφείμ) ή και σφαγιάσθηκάν και κρεμάστηκαν και
β) δυο αλλεπάλληλοι σεισμοί το 1829, που κυριολεκτικά ισοπέδωσαν την πόλη και τα χωριά της περιοχής.
Πολύ γρήγορα όμως μέσα από τις στάχτες και τους κονιορτούς των χαλασμάτων οι Ξάνθιοι θα ξανακτίσουν την πόλη τους με νέα, πιο όμορφα και πιο άνετα σπίτια, νέες εκκλησίες και νέα καπνομάγαζα, όπου σα μελίσσι θα συρρέουν οι καπνεργάτες για την επεξεργασία του φημισμένου καπνού της.
Την λαμπρή οικονομική και στρατηγική της θέση θα φθονήσουν οι Βούλγαροι, που τότε άρχισαν να αποκτούν εθνική συνείδηση και θα θελήσουν να διεισδύσουν μέσα στην πόλη για να δημιουργήσουν βουλγαρικούς θύλακες. Οι Ξάνθιοι όμως με πρωτοστάτη τον τότε μητροπολίτη τους Ιωακείμ τον Σγουρό, αγρυπνούν και αποσοβούν κάθε προσπάθεια, μη διστάζοντας να κατέβουν σε απεργίες ή να καταγγείλουν τον Καϊμακάμη για φιλοβουλγαρισμό.
Θα ακολουθήσουν οι βαλκανικοί πόλεμοι, όπου στις 8 Νοεμβρίου του 1912 η Ξάνθη θα καταληφθεί από τους «συμμάχους» Βουλγάρους, οι οποίοι όμως θα θελήσουν με βίαια μέτρα, καταπιέσεις και δολοφονίες να εξαναγκάσουν τους Ξάνθιους να μεταστραφούν στον εκβουλγαρισμό τους. Πλην μάταια. Στις 13 Ιουλίου 1913, στο δεύτερο βαλκανικό πόλεμο η Ξάνθη θα απελευθερωθεί από τα ελληνικά στρατεύματα, αλλά πολύ γρήγορα με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, 28 Ιουλίου του ίδιου χρόνου θα επιδικασθεί όλη η Θράκη στην ηττημένη Βουλγαρία. Μπροστά στη δεύτερη αυτή κατοχή οι Ξάνθιοι προτιμούν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους παρά να βρεθούν κάτω από τη βουλγαρική κατοχή. Έτσι έμειναν αυτοεξόριστοι μέχρι το 1919, οπότε στις 4 Οκτωβρίου του έτους εκείνου, μετά την ήττα των Γερμανών και των συμμάχων της ΑΝΤΑΝΤ εισέρχονται στην Ξάνθη και απελευθερώνουν την πόλη, ενώ τα υπόλοιπα συμμαχικά στρατεύματα προωθούνται πέραν του Ιάσμου. Η πλήρης ενσωμάτωση της Ξάνθης και όλης της Δ. Θράκης στην Ελλάδα θα λάβει χώρα με την συνθήκη των Σεβρών στις 28 Ιουλίου 1920.
Έκτοτε η Ξάνθη, ζώντας μέσα στην αγκαλιά της μητέρας Ελλάδας, προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της και να ξανακτίσει την οικονομία της. Πολύ γρήγορα (1922-23) θα δεχθεί νέους ξεριζωμένους αδελφούς από τις αλησμόνητες πατρίδες του Πόντου, της Μ. Ασίας και της Αν. Θράκης. Θα τους αγκαλιάσει και όλοι μαζί θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν τη νέα Ξάνθη. Το έργο δύσκολο και οι αγώνες πολύ σκληροί. Ευτυχώς το πολύτιμο αγαθό της γης αυτής, ο καπνός, θα στηρίξει τις πρώτες αυτές προσπάθειες, ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργηθούν και οι προσφυγικοί συνοικισμοί της πόλης για την εγκατάσταση των προσφύγων.
Δε θα προλάβει όμως να συνέλθει η πόλη και δέχεται νέο πλήγμα τόσο με το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο όσο και μάλιστα με τη νέα βουλγαρική κατοχή για νέο εκβουλγαρισμό των κατοίκων της. Γρήγορα όμως (σχετικά) θα φύγουν και πάλι τα νέφη των κατακτητών για να επανέλθει η ελευθερία και στην πόλη (14 Σεπτεμβρίου1944). Το μόνο που αφήνουν πίσω τους οι κατακτητές ήταν στάχτες και αποκαϊδια.
Θα αρχίσει ένας νέος τιτάνιος αγώνας για οικονομική ανόρθωση και κοινωνική-πνευματική ανάπτυξη. Μπορεί το εγχείρημα να είναι δύσκολο αλλά και ηεπιμονή των Ξανθίων τεράστια. Μέσα στα εξήντα χρόνια που πέρασαν από την εποχή εκείνη, η Ξάνθη έγινε ήδη αγνώριστη. Με το Πανεπιστήμιο, το Δ΄ Σώμα Στρατού, την εγκατάσταση των νεοπροσφύγων από τις ανατολικές χώρες και τη φυσική δυναμική των κατοίκων της, καθώς και τη δημιουργία νέων βιομηχανικών μονάδων στην ευρύτερη περιοχή της, η πόλη και περιοχή της ατενίζει με αισιοδοξία και πίστη το μέλλον. Χαρακτηριστικό δείγμα της νέας αυτής δυναμικής προοπτικής της πόλεως είναι ότι ο πληθυσμός αυτής έχει υπερβεί ήδη τις 60.000 κατοίκους, η δε έκτασή της από την ανατολική (Κιμμέρια) έως τη δυτική (εργοστάσιο Ζαχάρεως) παρυφή της εγγίζει τα 20 χιλιόμετρα. Ελπίζεται τα σύννεφα του κακού και της μιζέριας να πέρασαν για πάντα από την Ξάνθη και το αύριο της πόλεως και της Θράκης ολόκληρης να είναι πλέον ειρηνικό και ανθηρό.