Κανένα γραπτό μνημείο δεν μας πληροφορεί, ποιο μήνα γεννήθηκε ο Χριστός. Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια οι συνθήκες γέννησης του Χριστού ήταν γνωστές σε όλους γι αυτό δεν χρειάστηκε να ζητήσει κανείς να μάθει κάτι που όλοι γνώριζαν. Άλλωστε τους πρώτους Χριστιανούς δεν τους ενδιέφερε πότε και πώς γεννήθηκε ο Χριστός αλλά εκείνο που όλους ενδιέφερε ήταν η διδασκαλία Του για μια πανανθρώπινη κοινωνία από όπου θα έλειπε το μίσος και όλοι θα ήταν ισότιμοι.
Έτσι σήμερα αν κάποιος θελήσει να ζητήσει πληροφορίες για τη γέννηση του Χριστού μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει με βάση την Αγία Γραφή.
Εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών μόνο ο Λουκάς και ο Ματθαίος αρχίζουν τις αφηγήσεις τους από τη Γέννηση του Ιησού. Οι δύο αυτές περιγραφές φέρονται να συμπληρώνουν η μία την άλλη. Ενώ πληρέστερη φέρεται του Λουκά. Από τον συνδυασμό των παραπάνω και άλλων πηγών, το ιστορικό έχει ως εξής:
Επί Ρωμαίου Αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου , διατάχθηκε απογραφή πληθυσμού σε όλη την Αυτοκρατορία. (Λουκάς Β’ 1-3). Άγγελος Κυρίου επισκέφθηκε τον Ιωσήφ και τον ενημέρωσε για την Θεία Γέννηση του Θεανθρώπου εκ της Παρθένου Μαρίας (Ματθαίος Α’ 20). Τότε ο Ιωσήφ παρέλαβε την Μαρία και από την Ναζαρέτ ήλθαν στη Βηθλεέμ, που Βασιλεύς της περιοχής ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας, όπου και γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός (Ματθ. Β’ 1, - Λουκ. Β’ 4-7). Άγγελος Κυρίου εμφανίζεται σε ποιμένες αγγέλλοντας το χαρμόσυνο γεγονός ενώ πλήθος αγγέλων ψάλλουν «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. Β’ 8-14). Ενώ συμβαίνουν αυτά, άστρο εξ Ανατολής οδηγεί τρεις Μάγους προς τα Ιεροσόλυμα, που, μετά τη συνάντηση με τον Βασιλέα Ηρώδη, συνεχίζουν και φθάνουν στη Βηθλεέμ όπου μαζί με τους βοσκούς προσκυνούν τον Θεάνθρωπο προσφέροντας Χρυσόν Λίβανο και Σμύρνα. (Ματθ. Β’ 2-12).
Οι χριστιανοί θεωρούν ότι η γέννηση του Χριστού εκπληρώνει τις προφητείες των Γραφών και ότι ο Χριστός ως Μεσσίας ήλθε για να λυτρώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους.
Τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, η γέννηση του Ιησού Χριστού δεν αποτελούσε ιδιαίτερη γιορτή και οι χριστιανοί τη γιόρταζαν μαζί με τη βάφτιση στις 6 Ιανουαρίου. Το 354 μ.Χ, μετά από πολλές αντιρρήσεις ορίστηκε σαν ημέρα γέννησης του Χριστού η 25η Δεκεμβρίου για τον εξής λόγο:
Η ημέρα ήταν καθιερωμένη από τους Ρωμαίους σαν ημέρα γέννησης του Περσικού θεού Μίθρα. Οι Ρωμαίοι επιστρέφοντας από πολέμους της Ανατολής έφεραν μαζί τους την λατρεία πολλών θεών. Από τους πιο δημοφιλείς ήταν ο Μίθρας γιατί ήταν ο θεός του φωτός, του Ήλιου που μάχεται και διώχνει το σκοτάδι και η γέννησή του είχε συνδυαστεί με τη χειμερινή τροπή του ήλιου που στις 25 Δεκεμβρίου αρχίζει να κερδίζει έδαφος και να στέκεται περισσότερο στο Ουράνιο στερέωμα. Αυτή ήταν ημέρα χαράς για τους Ρωμαίους. Ήταν τόσο γιορτινή και αγαπητή που καμία προτροπή των πατέρων της Εκκλησίας δε στάθηκε ικανή να ελαττώσει τη συμμετοχή των πρώτων Χριστιανών σε αυτήν.
Οι πατέρες της Εκκλησίας βρήκαν ένα δοκιμασμένο μέσο, την «υποκατάσταση». Όρισαν την 25η Δεκεμβρίου σαν ημέρα γέννησης του Χριστού, δηλαδή του νέου Ήλιου που έδιωξε τα σκοτάδια της ειδωλολατρίας, από τις ψυχές των ανθρώπων και τις πλημμύρισε με χριστιανικό φως. Έτσι, στις 25 Δεκεμβρίου ο ένας Ήλιος υποκατέστησε τον άλλο με αποτέλεσμα η ημερομηνία να οριστεί ως η επίσημη ημερομηνία γέννησης του Χριστού.
Σύμφωνα με την παράδοση, πρώτος ο Μέγας Βασίλειος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ εκφώνησε την πρώτη ομιλία για τη γιορτή των Χριστουγέννων. Πολύ αργότερα, το 529 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός απαγόρευσε την εργασία και τα δημόσια έργα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και τα ανακήρυξε δημόσια αργία. Ως το 1.100 μ.Χ., όλα τα έθνη της Ευρώπης γιόρταζαν τα Χριστούγεννα.