Updated on May 9, 2020
Updated on May 9, 2020
Στην αρχαία Ελλάδα, συναντάμε την πρώτη μορφή εορτασμού της Μητέρας, μια γιορτή ανοιξιάτικη, αφιερωμένη στη Θεά Γαία (Μητέρα Γη), μητέρα των θεών και των ανθρώπων.Τη γιορτή αυτή διαδέχθηκε η γιορτή η αφιερωμένη στην κόρη της Γαίας, τη Ρέα, σύζυγο του Κρόνου και Μητέρα του Δία.Στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, συναντάμε τη Γιορτή της Μητέρας ως γιορτή αφιερωμένη στη Θεά Κυβέλη, που γινόταν κάθε Μάρτιο.
Στην Αγγλία του 15ου-16ου αι. μ.Χ., γιορταζόταν η «Mothering Sunday», δηλαδή η «Κυριακή της Μητέρας», την 4η Κυριακή της Σαρακοστής, και ήταν αφιερωμένη στις μητέρες. Εκείνη τη μέρα όλοι οι υπηρέτες έπαιρναν από τα αφεντικά τους μία μέρα άδεια, για να επισκεφτούν τα σπίτια τους και να περάσουν την μέρα τους μαζί με τις μητέρες τους.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, στις αρχές του 20ού αιώνα, η δασκάλα Άννα Τζάρβις (Anna Jarvis) από τη Φιλαδέλφεια, αγωνίστηκε για την καθιέρωση της Γιορτής της Μητέρας, τη 2η Κυριακή του Μαΐου. Ήθελε να τιμήσει τη μητέρα της που αγωνίστηκε για τη συμφιλίωση Νοτίων και Βορείων Αμερικανών μετά τη λήξη του Αμερικανικού Εμφυλίου πολέμου το 1864. Οι αγώνες της Άννας Τζάρβις δικαιώθηκαν το 1914, όταν το Κογκρέσο όρισε την επίσημη εθνική Γιορτή της Μητέρας.
Στην Ελλάδα, γιορτάστηκε για πρώτη φορά η Γιορτή της Μητέρας στις 2 Φεβρουαρίου του 1929, για να συνδυαστεί η Γιορτή αυτή με τη χριστιανική γιορτή της Υπαπαντής. Τελικά, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η γιορτή μεταφέρθηκε την 2η Κυριακή του Μαΐου.
Μάνα όμως γιορτάζει κάθε μέρα και κάθε στιγμή, όπως η αγάπη της που προσφέρεται κάθε ώρα και κάθε στιγμή. Ανθοδέσμες, γλάστρες, σοκολατάκια είναι ασήμαντα δώρα μπροστά σε ένα φιλί και μια σφιχτή αγκαλιά που θα δίνουμε κάθε μέρα στη μάνα μας. Η αγάπη είναι το μεγαλύτερο δώρο!
ΑBBAS MAHMOUD AL AKKAD ¨Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΛΕΓΕ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΑΝΤΑ¨
Η μάνα μου, μού είπε ψέματα οχτώ φορές. Αυτή η ιστορία ξεκινάει με τη γέννηση μου-ήμουν μοναχογιός μιας οικογένειας πολύ φτωχής.Δεν είχαμε ούτε τα απαραίτητα για να καλύψουν τις ανάγκες μας. Όταν καμιά φορά βρίσκαμε λίγο ρύζι για φαγητό η μάνα μου, μού έδινε το μερίδιό της και μου έλεγε, ενώ κένωνε το πιάτο της στο δικό μου:
Φάε αυτό το ρύζι παιδί μου, εγώ δεν πεινάω
Αυτό ήταν το πρώτο της ψέμα!
Όταν μεγάλωσα λίγο, η μάνα μου πήγαινε, αφού τελείωνε με τις δουλειές του σπιτιού, στο διπλανό ποτάμι για ψάρεμα, με την ελπίδα να πιάσει ένα ψάρι για να με βοηθήσει στην ανάπτυξη του σώματός μου-κι όταν μια φορά έπιασε δύο ψάρια,
Έτρεξε στο σπίτι και ετοίμασε το φαγητό και έβαλε τα δυο ψάρια μπροστά μου. Εγώ άρχισα να τρώω το πρώτο ψάρι κι αυτή έτρωγε ότι περίσσευε από το κρέας και τα αγκάθια, Η καρδιά μου ράγισε γι` αυτήν, της έβαλα το δεύτερο ψάρι μπροστά της να το φάει Αυτή όμως μου το επέστρεψε αμέσως λέγοντας:
Φάγε παιδί μου και το δεύτερο ψάρι. Δεν το ξέρεις ότι δεν μ` αρέσουν τα ψάρια.
Αυτό ήταν το δεύτερό της ψέμα!
Όταν μεγάλωσα, έπρεπε να πάω σχολείο, αλλά λεφτά δεν είχαμε γι` αυτό. Η μάνα πήγε σε έναν έμπορα και έκλεισε μαζί του μια συμφωνία. Να γυρνάει στα σπίτια και να πουλάει τα ρούχα στις γυναίκες. Ένα βροχερό βράδυ η μάνα μου άργησε στη δουλειά της. Πήγα έξω στους γύρω δρόμους να τη βρω. Την βρήκα να κουβαλάει τα εμπορεύματα και να χτυπάει τις πόρτες. Της φώναξα: μάνα ας επιστρέψουμε στο σπίτι, είναι πολύ αργά και κάνει πολύ κρύο. Μπορείς να συνεχίσεις τη δουλειά το πρωί. Αυτή χαμογέλασε λέγοντας:
μα δεν είμαι κουρασμένη παιδί μου.
Αυτό ήταν το τρίτο της ψέμα!
Μια μέρα είχα τις εξετάσεις του τέλους της χρονιάς ,η μάνα μου επέμενε να έρθει μαζί μου. Εγώ μπήκα στην τάξη, ενώ αυτή με περίμενε στον καυτό ήλιο .Όταν βγήκα με αγκάλιασε με στοργή και αγάπη και μου έδωσε ευχή για καλή επιτυχία. Μαζί της βρήκα ένα ποτήρι με κρύο χυμό, το ήπια μέχρι που ξεδίψασα. Παρόλο που η αγκαλιά της μάνας μου ήταν πιο κρύα και πιο ασφαλής. Ξαφνικά κοίταξα τη μάνα μου και είδα το πρόσωπό της να ιδρώνει από την πολλή ζέστη. Αμέσως της έδωσα το ποτήρι λέγοντας: πιες μάνα. Αυτή μου απάντησε:
πιες εσύ παιδί μου, εγώ δεν διψάω.
Εκείνο ήταν το τέταρτο ψέμα που μου είπε!
Μετά το θάνατο του πατέρα μου έπρεπε να ζήσει ως χήρα και μάνα με όλες τις ευθύνες του σπιτιού. Τώρα πια έπρεπε αυτή να ικανοποιήσει όλες τις ανάγκες μας. Η ζωή μας έγινε πιο δύσκολη, υποφέραμε από πείνα, Ο θείος μου έμενε δίπλα μας, ήταν καλός άνθρωπος, μας βοηθούσε με όσα μπορούσε. Όταν οι γείτονες είδαν την κατάστασή μας, πρότειναν στη μάνα μου να ξαναπαντρευτεί έναν άντρα για να μας βοηθήσει, αφού ήταν ακόμα μικρή. Αυτή όμως απέρριψε την ιδέα λέγοντας τους:
Δεν έχω ανάγκη για αγάπη..
Εκείνο ήταν το πέμπτο της ψέμα!
Όταν τελείωσα τις σπουδές μου και αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο, βρήκα μια δουλειά. Αρκετά καλή, και πίστεψα πως είχε έρθει η ώρα η μάνα μου να ξεκουραστεί και να αναλάβω εγώ τα έξοδα του σπιτιού, Εκείνη τότε δεν είχε τη δυνατότητα να γυρνάει στα σπίτια να πουλάει τα ρούχα, Οπότε πήγαινε κάθε πρωί λίγα λαχανικά στην αγορά και τα πούλαγε. Όταν δεν ήθελε να εγκαταλείψει τη δουλειά, της αφιέρωσα ένα μερίδιο από το μισθό μου, Η μάνα μου πάλι δεν πήρε τα λεφτά και μου είπε:
Παιδί μου, κράτησε τα λεφτά σου, εγώ έχω λεφτά που μου φτάνουν.
Ήταν η έκτη φορά που μου είπε ψέματα!
Μαζί με τη δουλειά μου, συνέχισα τις σπουδές ώστε να πάρω και μεταπτυχιακό .Πέρασα και αυξήθηκε ο μισθός μου. Η εταιρία στην οποία δούλευα μου έδωσε την ευκαιρία για εργασία στη Γερμανία. Ένιωσα μεγάλη χαρά. Άρχισα να ονειρεύομαι μια καινούργια και ευτυχισμένη ζωή. Αφού ταξίδεψα και προετοίμασα το έδαφος, Επικοινώνησα με τη μάνα μου και την κάλεσα να έρθει να ζήσει μαζί μου. Αυτή όμως, δεν ήθελε να μ` ενοχλήσει, έτσι μου είπε:
Παιδί μου, εγώ δεν έχω συνηθίσει τη ζωή της πολυτέλειας.
Αυτό ήταν το έβδομο της ψέμα!
Η μάνα μου μεγάλωσε και εμφάνισε καρκίνο. Έπρεπε να είχε δίπλα της κάποιον για να την φροντίζει. Μα τι να κάνω που ήμουν πολύ μακριά; Άφησα λοιπόν τα πάντα και πήγα να την επισκεφτώ. Στο σπίτι μας την βρήκα καθηλωμένη στο κρεβάτι, αφού είχε εγχειριστεί. Όταν με είδε προσπάθησε να χαμογελάσει. Η καρδιά μου όμως είχε ραγίσει επειδή ήταν πολύ αδύνατη και πολύ αδύναμη. Δεν ήταν η μάνα μου που ήξερα. Τα κλάματα έτρεχαν από τα μάτια μου, Η μάνα μου προσπάθησε να με παρηγορήσει λέγοντας:
Μην κλαις παιδί μου, εγώ δεν πονάω.
Αυτό ήταν το όγδοό της ψέμα!
Κι αφού μου τα `πε αυτά, έκλεισε τα μάτια της και δεν τα άνοιξε ποτέ ξανά.
Νίκος Καζαντζάκης ¨Αναφορά στον Γκρέκο¨
Οι ώρες που περνούσα με την μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο. Καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να΄ ταν ο αγέρας ανάμεσά μας και βύζαινα.
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα΄βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.
Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με την φαντασία μου· δε μ? έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα:
-Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχιωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό.
Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε.
Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να΄ χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να΄ χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους.
Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν΄ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν΄ ανέβει από το μνήμα της από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού.
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να΄ χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη. Μπορεί και να ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντιλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το κεφαλομάντιλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζα να πηγαινοέρχεται, ν΄ ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω απ΄ το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντιλό της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου· κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ξέρω πως ζητάει το κεφαλομάντιλό της να φύγει.
Η μητέρα του ήταν μια τρυφερή,ευαίσθητη και υπομονετική γυναίκα.Στο σπίτι υπήρχαν δυο εξουσίες που υπολόγιζαν όλοι:του Θεού και του πατέρα.Στον άντρα της δεν αντιμιλούσε ούτε του εναντιωνόταν ποτέ.Μόνο μια φορά τόλμησε όταν τον είδε να δέρνει με μανία το παιδί τους,το Μανώλη,επειδή έδωσε ένα νόμισμα στη μαϊμού ενός πλανόδιου γύφτου αντί να αγοράσει αλάτι.Εκείνη τη φορά η μητέρα προσπάθησε να συγκρατήσει τον άντρα της,για να μη σκοτώσει το παιδί.Πρόκειται για μια γυναικεία μορφή χαρακτηριστική της εποχής της. Διακρίνεται,όπως και άλλες γυναίκες της εποχής,για την εργατικότητα και τη νοικοκυροσύνη της.Ήταν άξια, προκομμένη και εργατική γυναίκα.Την έβλεπαν σαν το σκεπασμένο ήλιο,που τον μαντεύεις,μα οι αχτίδες του δεν φτάνουν ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε.Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να χαϊδέψει τα παιδιά και να τα πάρει στα γόνατά της και να τους πει ένα παραμύθι.Ο Μανώλης τη θυμάται να δουλεύει πάντα ασταμάτητα,προσπαθώντας να προλάβει όλες τις δουλειές μέσα στο σπίτι αλλά και στα χωράφια.Ξυπνούσε πολύ πρωί για να ετοιμάσει το φαγητό,να φροντίσει το μωρό στην κούνια,να πλύνει και να φροντίσει το καθημερινό νοικοκυριό του σπιτιού.
Και ο Θεός έπλασε τη Μάνα", ή "Όταν ο Θεός έφτιαξε τις μαμάδες", Πάολο Κοέλιο
Ο Θεός κάλεσε τον πιο αγαπημένο Του άγγελο και του παρουσίασε ένα πρότυπο μητέρας. Στον άγγελο δεν άρεσε αυτό που είδε.
- Εργαστήκατε πολύ, Κύριε, δεν ξέρετε πλέον τι κάνετε, είπε ο άγγελος. Κοιτάξτε! Φιλί ειδικό, που θεραπεύει όλες τις αρρώστιες, έξι ζευγάρια χέρια για να μαγειρεύει, να πλένει, να σιδερώνει, να φροντίζει, να ελέγχει, να καθαρίζει. Δε θα δουλέψει!
- Το πρόβλημα δεν είναι τα χέρια, αντέτεινε ο Θεός. Είναι τα τρία ζευγάρια μάτια που χρειάστηκε να βάλω: ένα, για να βλέπει το παιδί της πίσω από κλειστές πόρτες και να το προστατεύει από ανοιχτά παράθυρα, ένα άλλο, για να το κοιτάζει με αυστηρότητα, όταν πρέπει να του μάθει κάτι ουσιώδες και το τρίτο, για να του δείχνει διαρκώς τρυφερότητα και αγάπη, όση δουλειά κι αν έχει εκείνη!
Ο άγγελος εξέτασε το πρότυπο της μητέρας πιο προσεκτικά.
- Κι αυτό τι είναι;
- Ένας μηχανισμός αυτοθεραπείας. Δε θα έχει χρόνο να αρρωσταίνει, θα πρέπει να ασχολείται με το σύζυγό της, με τα παιδιά, με το σπίτι.
- Νομίζω ότι πρέπει να ξεκουραστείτε λίγο, Κύριε, είπε ο άγγελος. Και να επιστρέψετε στο κλασικό πρότυπο με τα δύο χέρια, τα δύο μάτια, κ.λπ.
Ο Θεός συμφώνησε με τον άγγελο. Αφού ξεκουράστηκε, μεταμόρφωσε τη μητέρα σε κανονική γυναίκα. Εξομολογήθηκε όμως στον άγγελο:
- Χρειάστηκε να της δώσω μια τόσο δυνατή θέληση, ώστε να νομίζει ότι θα έχει έξι χέρια, τρία ζευγάρια μάτια και ικανότητα αυτοθεραπείας. Αλλιώς, δε θα καταφέρει να εκπληρώσει το καθήκον της.
Ο άγγελος την εξέτασε από κοντά. Κατά τη γνώμη του, αυτή τη φορά ο Θεός είχε επιτύχει. Ξαφνικά όμως πρόσεξε ένα λάθος:
- Αδειάζει. Αναρωτιέμαι, Κύριε, μήπως βάλατε ξανά υπερβολικά πολλά πράγματα σε αυτό το πρότυπο μητέρας.
- Δεν αδειάζει. Αυτό ονομάζεται δάκρυ.
- Και σε τι χρησιμεύει;
- Για να δείχνει χαρά, λύπη, απογοήτευση, πόνο, θυμό, ενθουσιασμό.
- Κύριε, είστε μεγαλοφυΐα! αναφώνησε ο άγγελος. Ακριβώς αυτό ήταν που έλειπε, για να συμπληρωθεί το πρότυπο.
Ο Θεός πρόσθεσε με ύφος μελαγχολικό:
- Δεν το έβαλα εγώ. Όταν συναρμολόγησα όλα τα μέρη, το δάκρυ εμφανίστηκε από μόνο του.
Ο άγγελος συγχάρηκε πάλι τον Παντοδύναμο κι έτσι δημιουργήθηκαν οι μητέρες.
2η εκδοχή
Όταν ο καλός Θεός δημιουργούσε τις μητέρες, βρισκόταν στην έκτη μέρα συνεχούς δουλειάς, όταν ο άγγελος εμφανίστηκε και είπε: "Παιδεύεστε πολύ με αυτό το δημιούργημα."
Και είπε ο Θεός: " Έχεις διαβάσει τις προδιαγραφές που πρέπει να έχει αυτό εδώ; Πρέπει να είναι εντελώς αδιάβροχο αλλά όχι πλαστικό, να έχει 180 μετακινούμενα μέρη που να μπορούν να αντικαθίστανται, να κινείται πάνω σε χυμένο καφέ και σε άλλα τροφικά κατάλοιπα, να έχει ποδιά που εξαφανίζεται όταν σηκώνεται, ένα φιλί που να θεραπεύει οτιδήποτε από ένα σπασμένο πόδι μέχρι μια ερωτική απογοήτευση, και να έχει έξι ζευγάρια χέρια."
Ο άγγελος κούνησε το κεφάλι του αργά και είπε: "Έξι ζευγάρια χέρια...με κανέναν τρόπο."
"Δεν είναι τα χέρια που μου δημιουργούν προβλήματα," είπε ο Θεός. "Είναι τα τρία ζευγάρια μάτια που πρέπει να έχουν οι μητέρες."
"Αυτά θα υπάρχουν στο στάνταρ μοντέλο;" ρώτησε ο άγγελος.
Ο Θεός έγνεψε καταφατικά. "Το ένα ζευγάρι για να βλέπει μέσα από κλειστές πόρτες όταν αυτή ρωτάει, "Τι κάνουν τα παιδιά εκεί;" όταν ήδη αυτή ξέρει. Το άλλο ζευγάρι στο πίσω μέρος του κεφαλιού της για να βλέπει όσα δεν μπορούσε αλλά πρέπει να ξέρει, και φυσικά ένα τρίτο ζευγάρι εδώ μπροστά για να μπορεί να βλέπει πότε ένα παιδί κάνει γκάφες και να λέει, "Καταλαβαίνω και σ' αγαπώ," χωρίς να χρειάζεται να βγάλει λέξη.
"Κύριε," είπε ο άγγελος αγγίζοντας ευγενικά το μανίκι του, "Ξεκουραστείτε τώρα. Αύριο είναι άλλη μέρα.".
"Δεν μπορώ," είπε ο Θεός. "Είμαι πολύ κοντά στο να δημιουργήσω κάτι που μοιάζει τόσο πολύ με μένα. Ήδη έχω κάνει μία πού θεραπεύει μόνη της τον εαυτό της όταν είναι άρρωστη, που μπορεί να ταΐσει μια οικογένεια έξη ατόμων με μια μπουκιά ψωμί και που μπορεί να βάλει ένα εννιάχρονο παιδί να σταθεί κάτω από το ντους."
Ο άγγελος περιτριγύρισε το μοντέλο της μητέρας πολύ αργά. "Είναι πολύ απαλή," αναστέναξε."
"Αλλά και πολύ σκληρή!" είπε ο Θεός με έμφαση. "Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να κάνει ή τι μπορεί να αντέξει μια μητέρα."
"Μπορεί να σκέφτεται;"
"Όχι μόνο σκέφτεται, αλλά μπορεί να λογικεύει και να συμβιβάζει," είπε ο Δημιουργός.
Τελικά ο άγγελος έσκυψε πάνω της άγγιξε με το δάχτυλο του το μάγουλό της. "Εδώ υπάρχει μια διαρροή," είπε. "Σας το είπα, προσπαθήσατε να τοποθετήσετε πάρα πολλά σ' αυτό το μοντέλο."
"Δεν είναι διαρροή," είπε ο Θεός. "Είναι ένα δάκρυ."
"Και σε τι χρησιμεύει;"
"Είναι για χαρά, λύπη, απογοήτευση, πόνο, μοναξιά και υπερηφάνεια."
"Είστε μεγαλοφυΐα," είπε ο άγγελος.
Ο Θεός κοίταξε μελαγχολικά, "Δεν το έβαλα εγώ εκεί."