Αφιέρωμα στη γιορτή της μητέρας

  • για τους ποιητές:

Γεώργιος Βιζυηνός,  ¨ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ¨

Πως να πειράξω την μητέρα  να κάμω να μου λυπηθεί,

που όλη νύχτα κι όλη μέρα  για το καλό μου προσπαθεί;

Αυτή στα στήθη τα γλυκά της με είχε βρέφος απαλό

με εκάθισε στα γόνατά της και μ έμαθε για να μιλώ.

Αυτή με τρέφει και με ντύνει, όλο το χρόνο που γυρνά

και δίπλα στη μικρή μου κλίνη, σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.

Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω, φιλά, να γιάνει η πληγή.

Αυτή τι πρέπει να αφήσω και τι να κάμω με οδηγεί.

Πως το λοιπόν τέτοια μητέρα να κάμω να μου λυπηθεί.

που όλη νύχτα κι όλη μέρα, για το καλό μου προσπαθεί; 


Νικηφόρος Βρεττάκος "Η μητέρα μου στην εκκλησία" 
Άλλαξε τη μπόλια* της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία. 
Καθαρή σαν αστέρι, 
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα 
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου 
τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη 
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου. 
Δεν ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες, 
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα. 
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά. 
Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό 
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά. 
Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα 
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς. 

 

Κική Δημουλά "Το μικρό μου παιδί"
Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι τουτο κρεμασμένο
στον τοίχο τ’ ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.Ο Θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να έρχεται σε μένα.Κι εγώ κάθομαι τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί,
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ "Ο αποχαιρετισμός της μάνας"

Μισεύεις για την ξενιτιά και μένω μοναχή μου,
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
για χάρη σου ν’ ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.

Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ’ ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να ‘ναι αυτό γεμάτο,
σα να ‘ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να ‘σαι από κάτω.

Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου, αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγκώμηση συχωρεμένος να ‘σαι.

Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας, ντροπή σου φέρνει,
ωστόσο και πάλι θα ‘μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ’ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
να ‘ναι η ζωή σου, όπου κι αν πας, αγκάθια και τριβόλοι.


Γιάννης Ρίτσος,[Η μητέρα μου] (από τον Ορέστη)

«…Κ’ η φωνή της μητέρας, πόσο σύγχρονη, καθημερινή, σωστή, -

μπορεί να προφέρει φυσικά τα πιο μεγάλα λόγια

ή και τα πιο μικρά, στην πιο μεγάλη σημασία τους, όπως:

“μια πεταλούδα μπήκε απ’ το παράθυρο”,

ή: “ο κόσμος είναι ανυπόφορα υπέροχος”,

ή “θα χρειαζόταν πιότερο λουλάκι στις λινές πετσέτες”,

ή “μου διαφεύγει μια νότα απ’ αυτήν την ευωδιά της νύχτας”,

και γελάει, ίσως για να προλάβει κάποιον που μπορούσε να γελάσει –

Αυτή η βαθιά της κατανόηση κ’ η τρυφερή επιείκεια

για όλους και για όλα (σχεδόν μια περιφρόνηση), -

τη θαύμαζα πάντα και την τρόμαζα

μ’ αυτή την ενσυνείδητη, υψηλή περηφάνια της,

αναμιγνύοντας το μικρό, πονηρό, πολυδιάστατο γέλιο της,

με το μικρό κρότο του σπίρτου και τη φλόγα του σπίρτου,

καθώς άναβε την λάμπα της τραπεζαρίας,

κ’ ήταν εκεί, φωτισμένη απ’ τα κάτω,

μ’ εντοπισμένο πιο ισχυρό το φωτισμό το ευθύγραμμο πηγούνι της

και στα λεπτά, παλλόμενα ρουθούνια της, που για λίγο

σταματούσαν ν’ ανασαίνουν και στένευαν

σαν για να μείνει κοντά μας, να σταθεί, ν’ ακινητήσει

μη διαλυθεί σα μια στήλη γαλάζιος καπνός στις πνοές της νύχτας,

μην την πάρουν τα δέντρα με τα μακριά κλαδιά τους, μη φορέσει

τη δαχτυλήθρα ενός άστρου για ένα απέραντο εργόχειρο –

Έτσι έβρισκε πάντα η μητέρα την πιο ακριβή της κίνηση και στάση

ακριβώς τη στιγμή της απουσίας της, – πάντα φοβόμουνα

μήπως χαθεί απ’ τα μάτια μας, μήπως αναληφθεί καλύτερα, -

όταν έσκυβε να δέσει το σανδάλι της που άφηνε απ’ έξω τα υπέροχα

βαμμένα, κυκλαμένια νύχια της ή όταν διόρθωνε

τα μαλλιά της μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη με μια κίνηση

της παλάμης της τόσο χαριτωμένη, νεανική κι ανάλαφρη

σα να μετακινούσε – τέσσερα αστέρια στο μέτωπο του κόσμου,

σα να ‘βαζε να φιληθούν δυο μαργαρίτες πλάι στην κρήνη

ή σα να κοίταζε με τόλμη στοργική δυο σκυλιά

να κάνουν έρωτα καταμεσίς του σκονισμένου δρόμου

σ’ ένα καυτό, θερινό μεσημέρι.

Τόσο απλή και πειστική ήταν η μητέρα,

επιβλητική κι ανεξερεύνητη.» […]

(Γ. Ρίτσος, “Ορέστης, Τέταρτη διάσταση”, εκδ. Κέδρος)

“Η καρδιά της μάνας μοιάζει με άβυσσο που στον πυθμένα της θα βρεις πάντα συγχώρεση” (Ονορέ ντε Μπαλζάκ). Η μητρότητα, τόσο αναντικατάστατη και βαθιά, γίνεται με κάθε μορφή και τρόπο, αντικείμενο προβολής. Σας παρουσιάζουμε 10 πίνακες ζωγραφικής, που απεικόνισαν με τις πινελιές τους, διάφορες εκδοχές της μητρικής αγάπης.

Leave a Reply