Ελληνικά

2ο εργαστήριο Δεξιοτήτων-Παγκόσμια και τοπική πολιτιστική Κληρονομιά

1ο Εργαστήριο

Επαφή και γνωριμία με τα βιβλία του Καζαντζάκη.

Οι μαθητές έψαξαν στη βιβλιοθήκη τους και έφεραν βιβλία του Καζαντζάκη.

Ψάξαμε και μάθαμε πληροφορίες για τη ζωή του, πόσο διαχρονικά είναι τα λόγια του απο τα βιβλία του. Σχολιάσαμε αρχικά τα αποφθέγματα του και διαλέξαμε ένα το οποίο μας εκφράζει. Το καταγράψαμε στο χαρτόνι και φτιάξαμε ένα ομαδικό κολαζ.

 

2ο Εργαστήριο

Κατασκευή για το παζάρι με θέμα τον Καζαντζάκη.

Ψάξαμε και βρήκαμε τα ταξίδια του στο χάρτη και τοποθετήσαμε πινέζες.

Στην συνέχεια ερευνήσαμε κάθε έργο του σε ποια χώρα το έγραψε και βρήκαμε ένα απόσπασμα απο κάθε βιβλίο του.

 

3ο Εργαστήριο

Τον γνωρίσαμε μέσα απο τα αποσπάσματά του...

Η ΓΕΝΝΗΣΗ

Ήταν 18 Φεβρουαρίου, ημέρα Παρασκευή, των Ψυχών. Από τα ξημερώματα οι γυναίκες του Μεγάλου Κάστρου, οι Καστρινές, είχαν σηκωθεί κι είχαν αρχίσει τις ετοιμασίες για τα κόλλυβα. Έπρεπε μέχρι το απόγευμα να τα έχουν ετοιμάσει για να τα πάνε στην εκκλησία. Μύριζε ο τόπος κανέλλα και αβάρσαμο (δυόσμος). Η Μαργή, η γυναίκα του καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, μικροκοπέλα 20 χρονών, έγκυος το πρώτο της παιδί, δεν μπορούσε να βοηθήσει στις ετοιμασίες. Τα κόλλυβα τα ετοίμασαν και θα τα πήγαιναν στην εκκλησία οι συγγένισσες και οι γειτόνισσές της.

Ο άντρας της ο καπετάν Μιχάλης, όπως τον φώναζαν στο Μεγάλο Κάστρο, είχε φύγει αξημέρωτα από το σπίτι. Έφταναν εμπορεύματα στο λιμάνι κι έπρεπε να είναι εκεί να τα παραλάβει. Ήταν, βλέπετε, έμπορος λιανικής γενικού εμπορίου. Η Μαργή, μόνη στο σπίτι, άρχισε να έχει τους πρώτους πόνους. Κτύπησε συνθηματικά τον τοίχο της γειτόνισσας, της κυράς Koύλας, για να την ειδοποιήσει ότι ήρθε η ώρα. Η κυρά Κούλα μαντιλοδέθηκε και σαν αερικό βγήκε στο δρόμο. Έτρεχε, κρατώντας με τα χέρια τα φουστάνια της να μην τα παίρνει ο αέρας. Φυσούσε ένας τρελόνοτος εκείνη τη μέρα...

Λαχανιασμένη έφτασε στο μαγαζί του καπετάν Μιχάλη, στην Πλαθιά Στράτα. Στάθηκε απ’ έξω κι άρχισε να φωνάζει: -Μιχαλάαακη, εεε! Μιχαλάκη… Πρόβαλλε ο καπετάν Μιχάλης από την πόρτα του μαγαζού του να δει τι τρέχει. Είδε τη γειτόνισσα, κατάλαβε… Έβγαλε την μπροστοποδιά που ’χε ζωσμένη στη μέση του, την πέταξε στον πάγκο, κλείδωσε το μαγαζί και με γοργά βήματα πήρε κάτω τα σοκάκια για το σπίτι της κερά μαμής. Ο νοτιάς ήταν τόσο δυνατός, που ακόμη κι αυτόν τον άντρακλα δεν τον άφηνε να προχωρήσει με ταχύτητα, που τόσο χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή.

Έφτασε στο σπίτι της κερα-μαμής, που εκείνη την ώρα έπινε το βραστάρι της από φασκόμηλο και έτρωγε ένα παξιμάδι. -Κερά μαμή, φώναξε δυνατά. -Ε! Ποιος είσαι τουλόγουσου (εσύ); -Ο καπετάν Ψωμής είμαι… Η Μαργή κοιλοπονά… Είπε το παρατσούκλι του για να καταλάβει αμέσως η κερά μαμή ποιος ήταν. Ώστε να τ’ ακούσει (μόλις τ’ άκουσε) η κερά μαμή μαντιλοδέθηκε καλά καλά και μ’ ένα πήδο, αν και ήταν μεγάλης ηλικίας, βρέθηκε στο δρόμο.

Έπιασε τον καπετάν Μιχάλη από το μπράτσο κι αυτός αναβαστάζοντάς την, έφτασαν γρήγορα στο σπίτι. Οι γειτόνισσες είχαν εν τω μεταξύ μαζευτεί στο σπίτι να παρασταθούν στην ετοιμόγεννη. Η μαμή τους έβγαλε όλους έξω.

Έδωσε σε μια γειτόνισσα τις συνηθισμένες διαταγές που έδιναν τότε οι

μαμές.

-Βραστό νερό, καθαρές πετσέτες, είπε κι εξαφανίστηκε μέσα στην κάμερα της Μαργής.

-Σπρώξε, σπρώξε, Μαριγώ μου, έρχεται… μια ολιά (λίγο) ακόμη και τέλεψες, της έλεγε, για να την ενθαρρύνει.

Με το σπρώξε κι έρχεται ελευθερώθηκε η Μαργή.

Κλάμα δυνατό ακούστηκε μέσα στην κάμερα, πέρασε τους τοίχους κι έφτασε ίσαμε το λιμάνι. Ο γιος είχε γεννηθεί…

Τη συνέχεια τη διηγείται ο Νίκος Καζαντζάκης στο βιβλίο του

«Αναφορά στον Γκρέκο».

«Η γριά μαμή τον φούχτωσε στα χέρια της, τον πήγε στο φως και τον κοίταξε καλά καλά, σαν να ’βλεπε λες μυστικά σημάδια απάνω του, τον σήκωσε αψηλά κι είπε:

-Ετούτο το παιδί, να μου το θυμηθείτε, μια μέρα θα γίνει δεσπότης.»

ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Το σπίτι ήταν στη σημερινή οδό Νίκου Καζαντζάκη. Τότε ήταν ένα σοκάκι στη συνοικία που οι Κρητικοί ονόμαζαν «του Αγίου Ιωάννη Μακελά», αφού εκεί κοντά βρισκόταν ένα σφαγείο, κάποιοι λένε στα χρόνια της βενετσιάνικης ακόμη κυριαρχίας. Στα λατινικά το σφαγείο λέγεται macelum. Οι Τούρκοι ονόμαζαν διαφορετικά τη συνοικία: του Ρετζίπ Αγά ή και Σιβρί Τσεσμέ.

Το σπίτι καταστράφηκε από βομβαρδισμό στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, κι έτσι το δείχνουν οι φωτογραφίες που παρουσιάζουμε, από τη συλλογή του κ. Μηνά Γεωργιάδη, γιού του αείμνηστου δημάρχου Γιώργου Γεωργιάδη.

Οι επόμενες φωτογραφίες που δημοσιεύουμε σήμερα απαθανάτισαν το κατεστραμμένο σπίτι που γεννήθηκε ο μεγάλος στοχαστής και συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης. Ήταν λίγους μήνες πριν το θάνατό του, πιθανώς το καλοκαίρι του 1955 ή 1956, όταν ο δήμος Ηρακλείου και ο δήμαρχος Γιώργος Γεωργιάδης οργάνωσαν μια σεμνή τελετή για την τοποθέτηση μιας αναμνηστικής πλάκας με την ένδειξη «ΕΔΩ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΤΟ 1881 Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ».

Βέβαια σʼ αυτή την αναφορά υπήρχε λαθεμένη αναγραφή για την ημερομηνία γέννησης του Καζαντζάκη, αφού ήλθε στο φως το 1883, στις 18 Φεβρουαρίου με το παλιό ημερολόγιο. Παλιότερα αναγραφόταν λαθεμένα ότι ο χρόνος γέννησής του ήταν το 1881, κι όχι ο πραγματικός, δηλαδή το 1883.

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ  ΑΝΑΦΟΡΑ σελ. 38

 

«Η κληματαριά απάνω από το πηγάδι στη γωνιά της αυλής μια μεγάλη γαζία και μοσκομύριζε, οι γλάστρες ο βασιλικός τριγύρα κι οι κατιφέδες και το αράπικο γιασεμί, κι η μάνα κάθουνταν ομπρός στο παράθυρο κι έπλεκε κάλτσες, καθάριζε χορταρικά, χτένιζε τη μικρή μου αδερφή ή τη μάθαινε να στραταρίζει…..Κι εγώ, κουκουβισμένος σ΄ένα σκαμνάκι, την κοίταζα, άκουγα τους διαβάτες που περνούσαν απόξω από την κλεισμένη πόρτα, ανάσαινα τη μυρωδιά από το γιασεμί και το βρεμένο χώμα κι έμπαινε στο κορμί μου ο κόσμος έτριζαν τα κόκαλα του κεφαλιού μου να τον χωρέσουν…….

 

Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα΄ βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα εσώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία.»

Το τί ακριβώς είχε γίνει με το σπίτι του – που είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς κατά τη διάρκεια του πολέμου – εξηγεί στο κείμενο που υπογράφει με τίτλο «Η Οδύσσεια ενός Μουσείου» ο Γιώργος Ανεμογιάννης, ο άνθρωπος που παραχώρησε το σπίτι του, στους Βαρβάρους (σημερινή Μυρτιά) για να εκπληρώσει την αρχική επιθυμία του Καζαντζάκη, και να γίνει το Μουσείο.

Η διαθήκη και η αναφορά στο πατρικό 

«Όλα ξεκίνησαν κάποιο χειμωνιάτικο πρωινό του 1976, όταν για πρώτη φορά επισκέφθηκα την «ΑΙΘΟΥΣΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ», που στεγάζεται στο Iστορικό Μουσείο Ηρακλείου Κρήτης. Εκεί, ανάμεσα στα εκθέματα, είδα και φωτοαντίγραφο της διαθήκης του: « Παραγγέλλω εις αυτήν — γράφει τον Απρίλιο του 1956 για τη γυναίκα του — όπως μεριμνήση, να περιέλθουν τα βιβλία μου και ο,τι άλλο ήθελε κρίνει, προσωπικά μου ενθύμια, όπως χειρόγραφα, εικόνες, το χρυσό μου δακτυλίδι, τον στυλό μου, bibelots, κλπ. εις το ενδεχομένως και ει δυνατόν εντός της πατρικής μου οικίας «ΣΠIΤI ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ». Αλλά η αδελφή του Ελένη Θεοδοσιάδη το έχει πουλήσει από καιρό και ο νέος ιδιοκτήτης για να το πουλήσει ξανά στον Καζαντζάκη ζήτα ένα εξωφρενικό ποσό: 2.000 χρυσές λίρες. Έτσι, με ημερομηνία 3 Ιουνίου 1957, ο Καζαντζάκης τροποποιεί το αρχικό σχέδιο και με κωδίκελλο προσδιορίζει: “Όπως έχω συνεννοηθεί με την Εταιρεία Ιστορικών Σπουδών του Ηρακλείου Κρήτης, θα ιδρυθεί μια καινούργια αίθουσα στο μέγαρο της Εταιρείας όπου θα μεταφερθεί το γραφείο μου όπως είναι και βρίσκεται στην Antibes. Θα μεταφερθεί στην αίθουσα αυτή το τραπέζι όπου γράφω και όλα τα επίλοιπα έπιπλα καθώς και τα βιβλία μου, δλα τα χειρόγραφα, η αλληλογραφία μου, ταμπλώ, το παληό μου stylo που έγραφα 40 χρόνια τα έργα μου, η ασημένια μου ζώνη, το χρυσό μου δακτυλίδι. Στο ανώφλι της αίθουσας να γράφει «ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ».

Η επιθυμία πραγματοποιήθηκε, τα αντικείμενα μεταφέρθηκαν και στο ανώφλι υπάρχει επιγραφή: «ΑΙΘΟΥΣΑ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ».

Όμως, παρά τα αξιόλογα εκθέματα, το σύνολο που δημιουργήθηκε σ’ έναν πολύ περιορισμένο χώρο, δε θα πρέπει να ικανοποιεί, σκέφθηκα τότε, τους επισκέπτες που, προετοιμασμένοι από ανάλογα μουσεία αφιερωμένα σε γίγαντες του γραπτού λόγου με παγκόσμια αναγνώριση, τον Γκαίτε, τον Βερν, τον Ουγκώ, τον Βολτέρο, τον Άντερσεν, θα πρέπει να ζητούν μια πληρέστερη εικόνα του συγγραφέα που ανάλωσε τη ζωή του σε κολοσσιαία λογοτεχνική δημιουργία».

Έτσι δημιουργήθηκε το Μουσείο στη Μυρτιά, τόπο καταγωγής του Καζαντζάκη.

Ο Ανεμογιάννης εκείνη την εποχή θα προσεγγίσει και τη δημοτική αρχή σε μια προσπάθεια το πατρικό να αξιοποιηθεί κάτι και το οποίο δεν έγινε.

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ icreta.gr

 

ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ

Ο πατέρας, Μιχάλης Καζαντζάκης (1856-1932), έμπορος και κτηματίας, καταγόταν από το χωριό Βαρβάροι (σημερινή Μυρτιά), της επαρχίας Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Είχε μαγαζί γενικού εμπορίου αλλά κυρίως πουλούσε γεωργικά προϊόντα, στη Λεωφόρο Καλοκαιρινού ή Πλαθιά Στράτα, όπως λεγόταν τότε. Η μητέρα του, η Μαρία ή Μαργή Χριστοδουλάκη (1862-1932), καταγόταν από το χωριό Ασυρώτοι (το σημερινό Κρυονέρι), του Δήμου Κουλούκωνα, της επαρχίας Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνου.

Αναφέρει ο συγγραφέας στο βιβλίο του «Αναφορά στον Γκρέκο»:

«…Το σόι του κυρού μου αποσέρνει από ένα χωριό, δυο ώρες από το Μεγάλο Κάστρο, που το λεν Βαρβάρους· όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Νικηφόρος Φωκάς πήρε πίσω το δέκατο αιώνα την Κρήτη από τους Άραβες, μάντρωσε σε μερικά χωριά όσους Αραβίτες απόμειναν από τη σφαγή, και τα χωριά αυτά ονομάστηκαν Βαρβάροι. Σε τέτοιο χωριό ρίζωσαν οι πατροπρόγονοί μου, κι όλοι τους έχουν αραβίτικα ψυχικά σουσούμια: περήφανοι,    πεισματάρηδες, λιγομίλητοι, λιγοφάγοι, μονόχνωτοι·…»

Οι γονείς του Νίκου Καζαντζάκη παντρεύτηκαν το 1882 και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Τον Νίκο το 1883, την Αναστασία το 1884, την Ελένη το 1888 και τον Γιώργο, που πέθανε σε βρεφική ηλικία.

Η ΜΑΝΑ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΦΟΡΑ σελ. 35

«…Η μάνα μου ήταν μια αγία γυναίκα… Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο· καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να ’ταν ο αγέρας ανάμεσά μας γάλα και βύζαινα. Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα ’βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία. Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μού δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου· δε μ’ έφταναν τα μαρτύριά τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατά της, της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: -Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στεναχωριέσαι, σεριανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανά τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάνουν βίζιτα στο Θεό. Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυά της, με κοίταζε σαν να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε. Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να ’χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να ’χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους. Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου· δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν’ ακούσω καναρίνι, χωρίς ν’ ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού. Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει· χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να ’χαν τα χέρια της μια καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινή ανάγκη…»

Ο ΚΥΡΗΣ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΦΟΡΑ σελ. 32

Ο πατέρας μου σπάνια μιλούσε, δε γελούσε, δε μάλωνε· κάποτε μονάχα έτριζε τα δόντια του ή έσφιγγε τη γροθιά του, κι αν τύχαινε να κρατάει κανένα πετραμύγδαλο, έστριβε τα δάκτυλά του και το ’κανε σκόνη… Βαρίσκιωτος, αβάσταχτος… Βαριά η καρδιά του, ασήκωτη…»

Σελ. 33

«…Ποτέ δε θυμούμαι να μου ’πε τρυφερό λόγο· μια φορά μονάχα· ήμασταν στη Νάξο,… και πήγαινα στη φράγκικη Σχολή,… είχαμε δώσει εξετάσες κι είχα πάρει κάμποσα βραβεία, μεγάλα, χρυσοδεμένα βιβλία· δεν μπορούσα μόνος μου να τα σηκώσω, πήρε ο πατέρας μου τα μισά και γυρίσαμε σπίτι. Σε όλο το δρόμο δεν άνοιξε το στόμα· προσπαθούσε να κρύψει τη χαρά του που ο γιος του δεν τον ντρόπιασε· και μονάχα όταν μπήκαμε στο σπίτι, χωρίς να με κοιτάξει: -Δεν ντρόπιασες την Κρήτη, είπε με κάποια τρυφεράδα. Μα ευτύς θύμωσε με τον εαυτό του που προδόθηκε κι έδειξε πως ήταν συγκινημένος, κι όλη τη βραδιά απέφυγε να με κοιτάξει κι ήταν κατσουφιασμένος…»

Σελ. 100

«…Ο πατέρας μου, ευτύς ως μ’ έβαλε στη Σχολή (στη Νάξο) και τακτοποιήθηκα, έφυγε κρυφά μ’ ένα καΐκι για την Κρήτη να πολεμήσει· κάποτε μου ’στειλε ένα σύντομο μπαρουτοκαπνισμένο γράμμα: «Εγώ πολεμώ τον Τούρκο, κάνω το χρέος μου· πολέμα κι εσύ… μην ξεχνάς πως είσαι Κρητικός και πως το μυαλό σου δεν είναι δικό σου, είναι της Κρήτης, ακόνιζέ το όσο μπορείς, να βοηθήσεις κι εσύ μια μέρα με το μυαλό σου την Κρήτη να λευτερωθεί. Μια και δεν μπορείς με τ’ άρματα, ας είναι και με το μυαλό· τουφέκι είναι κι αυτό. Ακούς τι σου παραγγέλνω; Ακούω να λες. Αυτά για σήμερα και για αύριο και για πάντα. Μη με ντροπιάσεις!...»

ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ

Το μαγαζί του πατέρα του βρίσκονταν στην Πλατιά ή Πλαθιά Στράτα τη σημερινή λεωφόρο Καλοκαιρινού.

Ξεκινούσε (όπως και σήμερα) από το Μεϊντάνι και έφτανε στη Χανιώπορτα, όπου ήταν κτισμένη μια από τις πύλες της πόλης, η πύλη του Παντοκράτορα, απ’ όπου έμπαιναν και έβγαιναν οι κάτοικοι του νησιού. Από το Μεϊντάνι και μέχρι τα μισά του δρόμου ήταν η περιοχή των χριστιανών. Από τη μεση της Πλατιάς Στράτας και μέχρι τη Χανιώπορτα υπήρχαν τα μαγαζιά των Τούρκων. Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν αυτόν τον δρόμο Στράντα Ιμπεριάλε (Strada Imperiale) δηλαδή Αυτοκρατορικό Δρόμο. Οι Βενετοί τον μετονόμασαν σε Πλατιά Στράντα (Strada Larga-Στράντα Λάργκα). Αυτή η ονομασία χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα παρ’ ότι ο δρόμος, μετά το 1930, ονομάζεται Λεωφόρος Καλοκαιρινού. Τα καταστήματα, κατά την εποχή που ζούσε ο Νίκος Καζαντζάκης στο Ηράκλειο, αλλά και για πολλά χρόνια μετά, έμεναν κάθε μέρα ανοικτά εκτός από τα Χριστούγεννα, τα Φώτα και τη Λαμπρή. Ο δρόμος αυτός πάντα έσφυζε από ζωή. Ήταν γεμάτος με διάφορα μαγαζιά. Γιαμαλίδικα, (υφασματοπωλεία), ραφεία (τερζίδικα), φούρνοι, παπλωματάδικα, στιβανάδικα, μπαρμπέρικα (κουρεία), χρυσοχοεία, γυαλάδικα, μαγειρεία, σπετσαρίες (φαρμακεία), εμπορικά, χάνια, καφενέδες ήταν παραταγμένα στη σειρά και «περίμεναν»… Όλα των Χριστιανών και όλα κολλητά το ένα με το άλλο. Ανάμεσα στα μαγαζιά αυτά είχε και ο πατέρας του Νίκου Καζαντζάκη το δικό του.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ ΑΡΧΕΣ 19ου αιώνα

ΠΛΑΤΙΑ ΣΤΡΑΤΑ Ή ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ

 

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ»

 

«…Μπήκε στην Πλατιά Στράτα, έρημη· λιγοστά φανάρια με πετρέλαιο έριχναν αχνές κοκκινωπές λάμψες χάμω στο καλντερίμι… σελ. 42

…Η Πλατιά Στράτα ήταν η μια από τις δυο βασιλόφλεβες του Μεγαλόκαστρου· ξεκινούσε από των Χανιών την Πόρτα δυτικά, κι έφτανε στου Λαζαρέτου την Πόρτα, όπου ήταν η μεγάλη πλατεία, οι Τρεις Καμάρες, κι ο μπαξές του Πασά -ένα ξύλινο κιόσκι μέσα σε μια τούφα κατασκόνιστα δέντρα, όπου κάθε Παρασκευή έπαιζαν οι νιζάμηδες μουσική. Η άλλη βασιλόφλεβα έκοβε σταυρωτά την πρώτη. Κινούσε από την Καινούρια Πόρτα, κατανότου, και κατέβαινε ως το λιμάνι· στη σταύρωση ήταν το μεϊντάνι, η καρδιά της πολιτείας. Στην Πλατιά Στράτα βρίσκουνταν τα στιβανάδικα, τα γυαλάδικα, τα εμπορικά, οι ρωμέικοι καφενέδες, οι σπετσαρίες. Τα μαγαζιά, κολλητά το ένα στο άλλο, έπιαναν ψιλή κουβέντα, οι νοικοκύρηδες, καλφάδες και παραγιοί έκαναν χωρατάδες, πείραζε ο ένας τον άλλο, κουτσομπόλευαν και σκούσαν στα γέλια, κι αλίμονο στην Εφεντίνα να περνούσε, ή κανένας καμπούρης, αλλήθωρος, κουτσός ή παρακούζουλος. Οι στιβανάδες χτυπούσαν όλοι μαζί τα καλαπόδια τους, τα μαστορόπουλα σφύριζαν, και πού βρίσκονταν τόσες λεμονόκουπες και σάπιες ντομάτες!

Κάθε σαββατόβραδο το κέφι κόρωνε· κι απόψε βούιζε πάλι η Πλατιά Στράτα, οι καμπάνες του εσπερινού την είχαν αναστατώσει· τέλεψε, δόξα σοι ο Θεός, κι η βδομάδα ετούτη, μαστορόπουλα και μπακαλόπουλα ξεζώνουνταν τις ποδιές τους κι έγερναν, έξω στο πεζοδρόμιο, στ’ αφεντικά τους να πλυθούν. Πλένουνταν αυτοί και ξετινάζουνταν, έστριβαν τα μουστάκια, έβγαζαν έξω τις καρέκλες να καθίσουν, παράγγελναν το μερακλίδικο καφεδάκι τους και το ναργιλέ. Σε λίγο θα ξεπρόβαινε από το μεϊντάνι κι η Αραπίνα η Ρουχένη,… και κρατούσε, σοζυγισμένο στο κεφάλι της, ένα ταψί σουσαμόπιτες. Κι απ’ του Ιδομενέα τη βρύση, να σου και θα πρόβαινε ο Τουλουπανάς, σιγομίλητος πάντα και θλιμμένος, μ’ έναν ταβλά στο κάθε χέρι, στον ένα σπανακόπιτες, στον άλλο σουσαμοκούλουρα με κανέλα. Δεν ήταν ετούτη πια Πλατιά Στράτα· ήταν μεγάλο αρχοντόσπιτο κι έβγαιναν τα τραταρίσματα… …σελ. 92

Στην Πλατιά Στράτα άνοιξαν παραταριά τα στιβανάδικα, κάθισαν τ’ αφεντικά στα ψηλά σκαμνιά τους, πήραν τις φαλτσέτες κι έκοβαν τα πετσιά, κι οι καλφάδες και τα μαστορόπουλα έβγαζαν όξω τους πάγκους και τα σύνεργα και στρώθηκαν στη δουλειά. Κι όλο κι έριχναν απάνω κάτω στο δρόμο ματιές, μπας και ξεπρόβαινε κανένας σημαδιακός ή παρακούζουλος, να τον βάλουν μπροστά, να περάσει η ώρα τους…»

ΕΡΓΑΣΙΑ 1

Φαντάσου ότι βρίσκεσαι στην Πλατιά Στράτα της εποχής του Ν. Καζαντζάκη. Περπατάς στο δρόμο και κατευθύνεσαι προς το μαγαζί του καπετάν Μιχάλη. Τι βλέπεις, τι ακούς, τι μυρίζεις στον αέρα; Φαντάσου ότι συναντάς κάποιον. Γράψε ένα διάλογο και δραματοποίησέ τον με ένα φίλο ή φίλη σου.

ΕΡΓΑΣΙΑ 2

Βρίσκεσαι έξω από το σπίτι του Ν. Καζαντζάκη. Μελέτησε τις φωτογραφίες από το σπίτι του και προσπάθησε να το ζωγραφίσεις. Μην ξεχάσεις να βάλεις τίτλο στη ζωγραφιά σου και να συμπεριλάβεις την αγαπημένη του γαζία .

ΕΡΓΑΣΙΑ 3

Διάβασε το απόσπασμα που αναφέρεται στη μητέρα του Ν. Καζαντζάκη. Μπορείς να γράψεις λίγα λόγια για τον χαρακτήρα της;

ΕΡΓΑΣΙΑ 4

Διάβασε τα αποσπάσματα για τον πατέρα του Ν. Καζαντζάκη. Μπορείς να γράψεις ένα φανταστικό διάλογο του Καζαντζάκη με τον πατέρα του με όποιο θέμα θέλεις;

Δημιουργίες των παιδιών :

Σκίτσο του Καζαντζάκη

ΦΩΤΟ

Βρίσκουν ένα απόφθεγμα του Νίκου Καζαντζάκη και εξηγούν γιατί τους αρέσει

 ΦΩΤΟ