Posted on 20 Ιουνίου, 2021
Οι περιπέτειες του Οδυσσέα!!!
Ο Οδυσσέας βασιλιάς της Ιθάκης, είναι ο κυριότερος χαρακτήρας στο επικό ποίημα του Ομήρου, Οδύσσεια, και επίσης διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο άλλο έπος του Ομήρου, την Ιλιάδα. Eίναι ευρέως γνωστός για την πονηριά και εφευρετικότητά του, διάσημος και για τα δέκα χρόνια που του πήρε η επιστροφή στο σπίτι του, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, όπως αλληγορικά του απέδωσε ο ποιητής Όμηρος. Ήταν γιος του Λαέρτη και της Αντίκλειας, σύζυγος της Πηνελόπης και πατέρας του Τηλεμάχου.
1.Στη χώρα των Κικόνων
Ο Οδυσσέας έφυγε με δώδεκα καράβια από την Τροία. Όταν όμως ξανοίχτηκαν στο Αιγαίο, οι θεοί έστειλαν άγριους ανέμους που τα έσπρωξαν βόρεια, στη χώρα των Κικόνων. Επειδή ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του άρπαξαν απ' τους Κίκονες ζώα και κρασί, έγινε άγρια μάχη και πολλοί πολεμιστές σκοτώθηκαν.
2. Στον Αίολο, στους Λαιστρυγόνες και στο νησί της Κίρκης
Ταξιδεύοντας ο Οδυσσέας µε τους συντρόφους του έφτασαν στο νησί του Αιόλου, που ήταν ο θεός των ανέµων. Το νησί του είχε τείχη χάλκινα και ταξίδευε συνέχεια στη θάλασσα. Ο Αίολος τους καλοδέχτηκε και τους φιλοξένησε περίπου ένα µήνα.Ταξιδεύοντας ο Οδυσσέας µε τους συντρόφους του έφτασαν στο νησί του Αιόλου, που ήταν ο θεός των ανέµων. Το νησί του είχε τείχη χάλκινα και ταξίδευε συνέχεια στη θάλασσα. Ο Αίολος τους καλοδέχτηκε και τους φιλοξένησε περίπου ένα µήνα.Όταν αποφάσισαν να φύγουν, τους έδωσε ένα ασκί που µέσα είχε κλείσει όλους τους άγριους ανέµους. Έξω άφησε µόνο το Ζέφυρο να σπρώχνει το καράβι. Ο Οδυσσέας κρέµασε το ασκί στου πλοίου του το κατάρτι. Εννιά µερόνυχτα ταξίδευαν και κόντευαν να φτάσουν στην Ιθάκη. Τότε ο Οδυσσέας αποκοιµήθηκε κι οι σύντροφοί του, νοµίζοντας πως το ασκί ήταν γεµάτο ασήµι και χρυσάφι, το άνοιξαν. Αµέσως όρµησαν έξω όλοι οι άνεµοι κι έσπρωξαν τα καράβια µακριά στη γη των Λαιστρυγόνων.
3.Στον Άδη, στις Σειρήνες, στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη
Το καράβι του Οδυσσέα ταξίδεψε ως το τέρµα του ωκεανού που βρισκόταν η είσοδος του Άδη.
Μπήκε ο Οδυσσέας στον Άδη, έσκαψε λάκκο, έσφαξε µέσα δυο αρνιά και πρόσφερε δώρα στους πεθαµένους, αλεύρι, γάλα και κρασί, νερό και µέλι. Τότε µαζεύτηκαν πολλοί νεκροί τριγύρω.Ο Οδυσσέας είδε τον Αχιλλέα, τον Αγαµέµνονα κι άλλους πολλούς από αυτούς που σκοτώθηκαν στην Τροία. Από µακριά είδε και το Σίσυφο, που αγωνιζόταν ν’ ανεβάσει ένα βράχο στην κορυφή ενός βουνού.Μετά από λίγο έφτασε κι ο µάντης Τειρεσίας και τότε ο Οδυσσέας τον ρώτησε πώς θα τα κατάφερναν να φτάσουν στην Ιθάκη. Ο µάντης του είπε: «Ο Ποσειδώνας σε µισεί, γιατί τύφλωσες τον Κύκλωπα Πολύφηµο, το γιο του. Όµως, αν δεν πειράξετε τα βόδια του θεού Ήλιου, όταν θα πάτε στο νησί του, θα φτάσετε µια µέρα στην Ιθάκη».
4.Στο νησί του Ήλιου, στο νησί της Καλυψώς και στο νησί των Φαιάκων
Μετά από πολλά µερόνυχτα στη θάλασσα, έφτασαν στο νησί του θεού Ήλιου. Εκεί έβοσκαν τα παχιά βόδια του θεού. Θυµήθηκε τότε ο Οδυσσέας του Τειρεσία τα λόγια και παρακαλούσε τους συντρόφους του να φύγουν µακριά απ’ το νησί αυτό. Μα εκείνοι ήταν πολύ κουρασµένοι και δε δέχονταν.Όταν τους τέλειωσαν τα τρόφιµα, έµειναν µερικές µέρες νηστικοί. Μια µέρα όµως, που ο Οδυσσέας κοιµόταν, έσφαξαν µερικά βόδια και τα έψησαν. Όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας τρόµαξε, µα ήταν αργά. Φεύγοντας απ’ το νησί του Ήλιου ο Δίας τούς έστειλε άγρια καταιγίδα και κύµατα θεόρατα. Ένα αστροπελέκι χτύπησε το καράβι και το διέλυσε.Η Καλυψώ τον πήρε στη σπηλιά της και τον φρόντισε. Όταν συνήλθε, όµως, δεν τον άφηνε να φύγει. Επτά ολόκληρα χρόνια τον κράτησε στο νησί της. Ώσπου τον λυπήθηκε η Αθηνά και παρακάλεσε τον πατέρα της, το ∆ία, να τον βοηθήσει. Εκείνος έστειλε τον Ερµή στην Καλυψώ και τη διέταξε ν’ αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει.Έφτιαξε λοιπόν µια σχεδία ο Οδυσσέας και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα επτά µέρες ταξίδευε και κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη. Τότε όµως τον είδε ο Ποσειδώνας, που έτυχε να περνάει από εκεί. Χτύπησε µε την τρίαινα τη θάλασσα και σήκωσε κύµατα τεράστια.
Διαλύθηκε η σχεδία κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα. Δυο µέρες και δυο νύχτες κολυµπούσε και τον έδερναν τα κύµατα. Την τρίτη µέρα µε τη βοήθεια µιας νεράιδας, της Λευκοθέας, βγήκε σ’ ένα ακρογιάλι.Έφτιαξε λοιπόν µια σχεδία ο Οδυσσέας και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα επτά µέρες ταξίδευε και κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη. Τότε όµως τον είδε ο Ποσειδώνας, που έτυχε να περνάει από εκεί. Χτύπησε µε την τρίαινα τη θάλασσα και σήκωσε κύµατα τεράστια.
Διαλύθηκε η σχεδία κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα. Δυο µέρες και δυο νύχτες κολυµπούσε και τον έδερναν τα κύµατα. Την τρίτη µέρα µε τη βοήθεια µιας νεράιδας, της Λευκοθέας, βγήκε σ’ ένα ακρογιάλι.Έφτιαξε λοιπόν µια σχεδία ο Οδυσσέας και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα επτά µέρες ταξίδευε και κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη. Τότε όµως τον είδε ο Ποσειδώνας, που έτυχε να περνάει από εκεί. Χτύπησε µε την τρίαινα τη θάλασσα και σήκωσε κύµατα τεράστια.
Διαλύθηκε η σχεδία κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα. Δυο µέρες και δυο νύχτες κολυµπούσε και τον έδερναν τα κύµατα. Την τρίτη µέρα µε τη βοήθεια µιας νεράιδας, της Λευκοθέας, βγήκε σ’ ένα ακρογιάλι.Ξάπλωσε κάτω από µια ελιά, σκεπάστηκε µε φύλλα και κοιµήθηκε βαθιά. Είχε φτάσει στο νησί των Φαιάκων.Τον ξύπνησαν την άλλη µέρα κάποιες χαρούµενες φωνές. Ήταν η βασιλοπούλα Ναυσικά, που είχε πάει µε τις φίλες της να πλύνουν κι, αφού τελείωσαν, έπαιζαν τόπι. Η Ναυσικά λυπήθηκε τον ξένο και τον οδήγησε στο παλάτι του πατέρα της, του Αλκίνοου.Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε κι όταν κάθισαν να φάνε, ο µουσικός του παλατιού, ο Δηµόδοκος, έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε τα κατορθώµατα των Αχαιών στην Τροία. Ο Οδυσσέας τότε συγκινήθηκε, τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του. Την άλλη µέρα οι Φαίακες ετοίµασαν καράβι και το σούρουπο ξεκίνησαν να πάνε τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, την πατρίδα του. Όλη τη νύχτα ταξιδεύανε. Χαράµατα έφτασαν στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας κοιµόταν και γι’ αυτό τον σήκωσαν στα χέρια και τον ξάπλωσαν στην αµµουδιά. Έβαλαν δίπλα του τα δώρα που του χάρισαν κι έφυγαν.
Ήρθε τότε η θεά Αθηνά, σκόρπισε την οµίχλη κι ο Οδυσσέας κατάλαβε πως βρισκόταν επιτέλους στην Ιθάκη.
Γονάτισε κλαίγοντας και φίλησε το χώµα της πατρίδας του και η Αθηνά τού είπε: «Οδυσσέα, στο παλάτι σου έχουν µπει πολλοί µνηστήρες, που κάθε µέρα τρώνε και πίνουν και θέλουν να παντρευτούν την Πηνελόπη, τη γυναίκα σου, και να γίνουν βασιλιάδες της Ιθάκης. Η Πηνελόπη όµως κλαίει αδιάκοπα και περιµένει να γυρίσεις.
Τώρα όµως πήγαινε στην καλύβα του πιστού χοιροβοσκού σου, του Εύµαιου, και περίµενε εκεί το γυρισµό του γιου σου, του Τηλέµαχου, που έρχεται από ταξίδι. Είχε πάει στην Πύλο και στη Σπάρτη να µάθει απ’ το Μενέλαο κι από το γέρο Νέστορα νέα για σένα».
Την άλλη µέρα ξανάρθαν οι µνηστήρες στο παλάτι. Οι δούλες έστρωσαν τα τραπέζια κι εκείνοι πάλι άρχισαν να τρώνε και να πίνουν.
Τότε η Αθηνά έβαλε στο νου της Πηνελόπης να φέρει το τόξο του Οδυσσέα και τα βέλη του και δώδεκα τσεκούρια, που είχαν µια τρύπα στην κορφή.
Ο Εύµαιος, ο χοιροβοσκός, έστησε τα τσεκούρια στη σειρά και η Πηνελόπη είπε:
«Ακούστε µε, µνηστήρες! Όποιος µπορέσει να λυγίσει αυτού του τόξου τη χορδή και να ρίξει ένα βέλος, που θα περάσει µέσα από τις τρύπες των δώδεκα τσεκουριών, αυτός θα γίνει άνδρας µου».Άρχισαν τότε όλοι οι µνηστήρες, ο ένας µετά τον άλλο, να δοκιµάζουν, µα κανείς δε µπόρεσε να τεντώσει τη χορδή. Ζήτησε τότε κι ο Οδυσσέας να δοκιµάσει.Η Πηνελόπη έφυγε κι η Αθηνά αµέσως έδωσε στον Οδυσσέα την πρώτη του µορφή. Εκείνος άρπαξε το τόξο, τέντωσε αµέσως τη χορδή κι έριξε ένα βέλος, που πέρασε σαν αστραπή ανάµεσα απ’ τις τρύπες όλων των τσεκουριών.Τότε οι µνηστήρες κατάλαβαν ποιος ήταν και τρόµαξαν. Αµέσως ο Εύµαιος και η Ευρύκλεια έκλεισαν όλες τις πόρτες κι ο Οδυσσέας άρχισε να σηµαδεύει τους µνηστήρες που προσπαθούσαν να σωθούν. Δίπλα του ο Τηλέµαχος έριχνε κι εκείνος µε το τόξο.Τους σκότωσαν όλους και η Ευρύκλεια πήγε στην Πηνελόπη να της πει πως ήρθε ο Οδυσσέας. Εκείνη δεν την πίστεψε. Όταν όµως βεβαιώθηκε πως ο ξένος ήταν ο Οδυσσέας, τον αγκάλιασε κι έκλαψαν κι οι δυο από χαρά.Την άλλη µέρα το πρωί ο Οδυσσέας πήγε να δει τον πατέρα του, το γέρο Λαέρτη, που ζούσε µόνος στα κτήµατά του. Πικραµένος ο γέροντας χρόνια περίµενε το γιο του να γυρίσει. Κι όταν τον είδε µπροστά του ζωντανό τον αγκάλιασε κι έκλαψε πολλή ώρα.
.