Οι περηπέτιες του Οδυσσέα

Ο Οδυσσέας 

Ο Οδυσσέας βασιλιάς της Ιθάκης, είναι ο κυριότερος χαρακτήρας στο επικό ποίημα του ΟμήρουΟδύσσεια, και επίσης διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο άλλο έπος του Ομήρου, την Ιλιάδα. Eίναι ευρέως γνωστός για την πονηριά και εφευρετικότητά του, διάσημος και για τα δέκα χρόνια που του πήρε η επιστροφή στο σπίτι του, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, όπως αλληγορικά του απέδωσε ο ποιητής Όμηρος. Ήταν γιος του Λαέρτη και της Αντίκλειας, σύζυγος της Πηνελόπης και πατέρας του Τηλεμάχου.

Το γενεαλογικό δέντρο του Οδυσσέα, ενός από τους καλύτερους υπαρχηγούς του Αγαμέμνονα και ήρωα που διακρίθηκε όσο λίγοι στην Ιλιάδα, παραμένει σκοτεινό και δυσνόητο. Ο πατέρας (ή πατριός) του Λαέρτη είναι ο Αρκέσιος, γιος του Κέφαλου (ο οποίος, κατά τον μύθο, έδωσε το όνομά του στην Κεφαλλονιά), και εγγονός του Αιόλου. Στην τραγωδία «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη ο μυθικός Σίσυφος αναφέρεται ως ο πατέρας του, ενώ πιστεύεται ότι απέκτησε και ένα γιο με την Κίρκη, τον Τηλέγονο.

Η Ιθάκη ήταν ένα από τα πολλά νησιά που περιλαμβάνονταν στο βασίλειο του Οδυσσέα, μεταξύ των Ιόνιων νήσων της Αρχαίας Ελλάδας. Το βασίλειό του φαίνεται πως είχε και ένα μικρό προπύργιο στην ηπειρωτική Ελλάδα, κοντά στον ποταμό Αχελώο. Τα ακριβή στοιχεία και όρια του βασιλείου δεν είναι γνωστά, καθώς οι πληροφορίες που παρέχει ο Όμηρος είναι ασαφείς.

Οι περηπέτιες του Οδυσσέα

1) Στους Κίκονες, στους Λωτοφάγους και στους Κύκλωπες

Η χώρα των Κικόνων

Ο Οδυσσέας έφυγε µε δώδεκα καράβια από την Τροία. Όταν όµως ξανοίχτηκαν τα πλοία του στο Αιγαίο, οι θεοί έστειλαν άγριους ανέµους που τα έσπρωξαν βόρεια, στη χώρα των Κικόνων. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του άρπαξαν απ’ τους Κίκονες ζώα και γλυκό κρασί και κάθισαν στην αµµουδιά να φάνε. Τότε όµως τους επιτέθηκαν όλοι οι Κίκονες µαζί κι έγινε άγρια µάχη. Πολλοί πολεµιστές σκοτώθηκαν κι οι άλλοι µπήκανε στα καράβια γρήγορα κι έφυγαν µέσα σε άγρια καταιγίδα.

Η χώρα των Λωτοφάγων 

Ταξίδεψαν νότια ως τον κάβο Μαλέα. Τότε άρχισε να φυσά βοριάς που έσπρωξε τα καράβια µακριά, στην Αφρική. Έτσι έφτασαν στη χώρα των Λωτοφάγων. Βγήκανε στη στεριά κι ο Οδυσσέας έστειλε τρεις απ’ τους συντρόφους του να δουν τι άνθρωποι ζούσαν σ’ αυτή τη χώρα. Οι σύντροφοί του πήγαν κι όταν συνάντησαν τους Λωτοφάγους, εκείνοι τους έδωσαν να φάνε λωτούς, που ήταν φρούτα µαγεµένα! Αµέσως ξέχασαν πατρίδα και συντρόφους και δεν ήθελαν να φύγουν από εκεί.

Το νησί των Κυκλώπων 

Μέρες πολλές ταξίδευαν, ώσπου οι άνεµοι τους έφεραν στο νησί των Kυκλώπων. Μόνο το πλοίο του Οδυσσέα πλησίασε εκεί. Τα άλλα έντεκα καράβια έµειναν σ’ ένα νησάκι απέναντι.
Άραξαν το καράβι κι ο Οδυσσέας µε δώδεκα συντρόφους βγήκαν έξω. Κοντά στη θάλασσα είδαν µια θεόρατη σπηλιά και µπήκαν µέσα. Παντού υπήρχαν δοχεία µε γάλα και καλάθια µε τυρί και πλήθος αρνάκια και κατσίκια. Έφαγαν και περίµεναν να ’ρθει ο νοικοκύρης. Όταν τον είδαν όµως τρόµαξαν. Ήταν πανύψηλος κι είχε ένα µονάχα µάτι στο µέτωπο. Ήταν ο Κύκλωπας Πολύφηµος, ο γιος του Ποσειδώνα. Έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς µ’ ένα τεράστιο βράχο κι άναψε δυνατή φωτιά.
Τότε είδε τους ξένους και τους ρώτησε άγρια. «Ποιοι είστε εσείς»; «Ξένοι ναυαγοί, γυρίζουµε απ’ την Τροία», του είπε ο Οδυσσέας. Αµέσως ο Πολύφηµος άρπαξε δυο συντρόφους και τους έφαγε. Μετά έπεσε για ύπνο. Το πρωί έφαγε άλλους δύο, άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς, έβγαλε το κοπάδι, την ξανάκλεισε κι έφυγε. Τότε ο Οδυσσέας, ο πολυµήχανος, πήρε ένα µακρύ κλαδί, το έξυσε στην άκρη, ώστε να είναι µυτερό, και το έκρυψε στις στάχτες.

2) Στον Αίολο, στους Λαιστρυγόνες και στο νησί της Κίρκης

Στο νησί του Αιόλου 

Ταξιδεύοντας ο Οδυσσέας µε τους συντρόφους του έφτασαν στο νησί του Αιόλου, που ήταν ο θεός των ανέµων. Το νησί του είχε τείχη χάλκινα και ταξίδευε συνέχεια στη θάλασσα. Ο Αίολος τους καλοδέχτηκε και τους φιλοξένησε περίπου ένα µήνα. Όταν αποφάσισαν να φύγουν, τους έδωσε ένα ασκί που µέσα είχε κλείσει όλους τους άγριους ανέµους. Έξω άφησε µόνο το Ζέφυρο να σπρώχνει το καράβι. Ο Οδυσσέας κρέµασε το ασκί στου πλοίου του το κατάρτι. Εννιά µερόνυχτα ταξίδευαν και κόντευαν να φτάσουν στην Ιθάκη. Τότε ο Οδυσσέας αποκοιµήθηκε κι οι σύντροφοί του, νοµίζοντας πως το ασκί ήταν γεµάτο ασήµι και χρυσάφι, το άνοιξαν. Αµέσως όρµησαν έξω όλοι οι άνεµοι κι έσπρωξαν τα καράβια µακριά στη γη των Λαιστρυγόνων.

Λαιστρυγόνες

Υπήρχε ένα λιµάνι εκεί και τα έντεκα καράβια µπήκαν µέσα. Μόνο ο Οδυσσέας µε το καράβι του έµεινε έξω απ’ το λιµάνι. Οι Λαιστρυγόνες έτρεξαν στο λιµάνι ουρλιάζοντας. Ήταν άγριοι και ψηλοί σα γίγαντες κι άρπαζαν βράχια και τα έριχναν στα πλοία. Τα έσπασαν όλα και τα βύθισαν κι έφαγαν όλους τους ανθρώπους που ήταν µέσα. Μόνο του Οδυσσέα το καράβι γλίτωσε. Κι ο ίδιος και οι σύντροφοί του έφυγαν γρήγορα από τη γη των άγριων Λαιστρυγόνων.

Μάγισσα Κίρκη 
Οι άνεµοι τούς έριξαν µετά στο νησί της µάγισσας Κίρκης. Άραξαν σε µια ακρογιαλιά κι ο Οδυσσέας έστειλε µερικούς απ’ τους συντρόφους του να πάνε να ρωτήσουν πού βρίσκονταν. Αυτοί βρήκαν γρήγορα το παλάτι της Κίρκης.Η Κίρκη τούς πρόσφερε ένα µαγικό ποτό, µετά τους χτύπησε µε το µαγικό ραβδί της και τους έκανε γουρούνια. Μόνο ένας γλίτωσε κι έτρεξε πίσω να το πει στον Οδυσσέα. Εκείνος άρπαξε το σπαθί του κι έτρεξε στο παλάτι. Η Κίρκη τού πρόσφερε ποτό µα, όταν σήκωσε το ραβδί της να τον χτυπήσει, εκείνος άρπαξε το κοφτερό σπαθί του και την ανάγκασε να ξανακάνει τους συντρόφους του ανθρώπους. Έµειναν αρκετό καιρό στης Κίρκης το νησί. Όταν αποφάσισαν να φύγουν, η Κίρκη συµβούλεψε τον Οδυσσέα να κατεβεί στον Άδη, να βρει το µάντη Τειρεσία, να τον ρωτήσει πώς θα έφτανε στην Ιθάκη.
3) Στον Άδη, στις Σειρήνες, στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη
Στον ¨Αδη 
Το καράβι του Οδυσσέα ταξίδεψε ως το τέρμα του ωκεανού που βρισκόταν η είσοδος του Άδη. Μπήκε ο Οδυσσέας στον Άδη, έσκαψε λάκκο,
έσφαξε μέσα δυο αρνιά και πρόσφερε δώρα στους πεθαμένους, αλεύρι, γάλα και κρασί, νερό και μέλι. Τότε μαζεύτηκαν πολλοί νεκροί τριγύρω. Ο Οδυσσέας συνομίλησε με τη μητέρα του Αντίκλεια, τον Αχιλλέα, τον Αγαμέμνονα και είδε άλλους πολλούς ήρωες που σκοτώθηκαν στην Τροία. Μετά από λίγο έφτασε κι ο μάντης Τειρεσίας και τότε ο Οδυσσέας τον ρώτησε πώς θα τα κατάφερναν να φτάσουν στην Ιθάκη. Ο μάντης του είπε: «Ο Ποσειδώνας σε μισεί, γιατί τύφλωσες τον Κύκλωπα Πολύφημο, τον γιο του. Όμως, αν δεν πειράξετε τα βόδια του θεού Ήλιου, όταν θα πάτε στο νησί του, θα φτάσετε μια μέρα στην Ιθάκη».
Στο νησί των Σειρήνων 
Φεύγοντας απ’ τον Άδη, ο Οδυσσέας κι οι σύντροφοί του έφτασαν στο νησί των Σειρήνων. Αυτές μάγευαν τους ναυτικούς με το γλυκό τραγούδι τους, κι όταν αυτοί πλησίαζαν, τους έτρωγαν. Ο Οδυσσέας όμως, όπως τον είχε συμβουλέψει η Κίρκη, βούλωσε με κερί των
συντρόφων του τ’ αυτιά, για να μην ακούσουν τίποτε, και τους διέταξε τον ίδιο να τον δέσουνε σφιχτά στο κατάρτι του καραβιού του. Πλησιάζοντας τις Σειρήνες μαγεύτηκε απ’ το γλυκό τραγούδι τους και παρακαλούσε τους συντρόφους του να τον λύσουν. Μα εκείνοι τον έδεναν σφιχτότερα, ώσπου απομακρύνθηκαν και δεν ακουγόταν πια το τραγούδι των Σειρήνων.
Στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη 
Πλησίασαν μετά το στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Από το ένα μέρος του στενού η Χάρυβδη ρουφούσε το νερό της θάλασσας κι έπνιγε τα καράβια. Δεν την πλησίασαν και γλίτωσαν. Από το άλλο μέρος όμως η Σκύλλα, κουλουριασμένη στη σπηλιά της, τέντωσε τα έξι φοβερά κεφάλια της  , άρπαξε έξι συντρόφους και τους έφαγε. Πέρασαν κλαίγοντας από το φοβερό στενό και βρέθηκαν στην ανοιχτή θάλασσα. 
4) Στο νησί του Ήλιου, στο νησί της Καλυψώς και στο νησί των Φαιάκων
Στο νησί του ¨Ηλιου 
Μετά από πολλά µερόνυχτα στη θάλασσα, έφτασαν στο νησί του θεού Ήλιου. Εκεί έβοσκαν τα παχιά βόδια του θεού. Θυµήθηκε τότε ο Οδυσσέας του Τειρεσία τα λόγια και παρακαλούσε τους συντρόφους του να φύγουν µακριά απ’ το νησί αυτό. Μα εκείνοι ήταν πολύ κουρασµένοι και δε δέχονταν.Όταν τους τέλειωσαν τα τρόφιµα, έµειναν µερικές µέρες νηστικοί. Μια µέρα όµως, που ο Οδυσσέας κοιµόταν, έσφαξαν µερικά βόδια και τα έψησαν. Όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας τρόµαξε, µα ήταν αργά. Φεύγοντας απ’ το νησί του Ήλιου ο Δίας τούς έστειλε άγρια καταιγίδα και κύµατα θεόρατα. Ένα αστροπελέκι χτύπησε το καράβι και το διέλυσε.
Στο νησί της Καλυψώς 
Η Καλυψώ τον πήρε στη σπηλιά της και τον φρόντισε. Όταν συνήλθε, όµως, δεν τον άφηνε να φύγει. Επτά ολόκληρα χρόνια τον κράτησε στο νησί της. Ώσπου τον λυπήθηκε η Αθηνά και παρακάλεσε τον πατέρα της, το ∆ία, να τον βοηθήσει. Εκείνος έστειλε τον Ερµή στην Καλυψώ και τη διέταξε ν’ αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει. Έφτιαξε λοιπόν µια σχεδία ο Οδυσσέας και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα επτά µέρες ταξίδευε και κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη. Τότε όµως τον είδε ο Ποσειδώνας, που έτυχε να περνάει από εκεί. Χτύπησε µε την τρίαινα τη θάλασσα και σήκωσε κύµατα τεράστια.
Διαλύθηκε η σχεδία κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα. Δυο µέρες και δυο νύχτες κολυµπούσε και τον έδερναν τα κύµατα. Την τρίτη µέρα µε τη βοήθεια µιας νεράιδας, της Λευκοθέας, βγήκε σ’ ένα ακρογιάλι. Ξάπλωσε κάτω από µια ελιά, σκεπάστηκε µε φύλλα και κοιµήθηκε βαθιά. Είχε φτάσει στο νησί των Φαιάκων.
Στο νησί των Φαιάκων
Τον ξύπνησαν την άλλη µέρα κάποιες χαρούµενες φωνές. Ήταν η βασιλοπούλα Ναυσικά, που είχε πάει µε τις φίλες της να πλύνουν κι, αφού τελείωσαν, έπαιζαν τόπι. Η Ναυσικά λυπήθηκε τον ξένο και τον οδήγησε στο παλάτι του πατέρα της, του Αλκίνοου.

Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε κι όταν κάθισαν να φάνε, ο µουσικός του παλατιού, ο Δηµόδοκος, έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε τα κατορθώµατα των Αχαιών στην Τροία. Ο Οδυσσέας τότε συγκινήθηκε, τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του. Την άλλη µέρα οι Φαίακες ετοίµασαν καράβι και το σούρουπο ξεκίνησαν να πάνε τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, την πατρίδα του. Όλη τη νύχτα ταξιδεύανε. Χαράµατα έφτασαν στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας κοιµόταν και γι’ αυτό τον σήκωσαν στα χέρια και τον ξάπλωσαν στην αµµουδιά. Έβαλαν δίπλα του τα δώρα που του χάρισαν κι έφυγαν.
5) Ο Οδυσσέας στην Ιθάκη
Όταν ο ήλιος ανέτειλε, ξύπνησε ο Οδυσσέας. Όµως υπήρχε οµίχλη γύρω του και δεν κατάλαβε πως ήταν στην Ιθάκη.    
      Ήρθε τότε η θεά Αθηνά, σκόρπισε την οµίχλη κι ο Οδυσσέας κατάλαβε πως βρισκόταν επιτέλους στην Ιθάκη.
Γονάτισε κλαίγοντας και φίλησε το χώµα της πατρίδας του και η Αθηνά τού είπε: «Οδυσσέα, στο παλάτι σου έχουν µπει πολλοί µνηστήρες, που κάθε µέρα τρώνε και πίνουν και θέλουν να παντρευτούν την Πηνελόπη, τη γυναίκα σου, και να γίνουν βασιλιάδες της Ιθάκης. Η Πηνελόπη όµως κλαίει αδιάκοπα και περιµένει να γυρίσεις.
Τώρα όµως πήγαινε στην καλύβα του πιστού χοιροβοσκού σου, του Εύµαιου, και περίµενε εκεί το γυρισµό του γιου σου, του Τηλέµαχου, που έρχεται από ταξίδι. Είχε πάει στην Πύλο και στη Σπάρτη να µάθει απ’ το Μενέλαο κι από το γέρο Νέστορα νέα για σένα».
Αµέσως η θεά µεταµόρφωσε τον Οδυσσέα σε ζητιάνο κι έτσι αγνώριστος πήγε στην καλύβα του Εύµαιου. Ο Εύµαιος δεν τον γνώρισε, όµως τον φιλοξένησε πρόθυµα κι ο Οδυσσέας έµεινε εκεί όλη τη νύχτα. Την άλλη µέρα έφτασε στην καλύβα ο Τηλέµαχος κι ο Εύµαιος πήγε στην πόλη να πει στην Πηνελόπη ότι ο γιος της γύρισε απ’ το ταξίδι. Σαν έµειναν µόνοι ο Οδυσσέας κι ο Τηλέµαχος, ήρθε η Αθηνά κι έδωσε στον Οδυσσέα την πρώτη του µορφή κι εκείνος φανερώθηκε στο γιο του. Γιος και πατέρας αγκαλιάστηκαν κι έκλαιγαν πολλή ώρα. Μετά κατέστρωσαν µαζί ένα σχέδιο, για να µπορέσουν να σκοτώσουν τους µνηστήρες. Τότε ήρθε πάλι η Αθηνά κι έκανε τον Οδυσσέα ζητιάνο. Το άλλο πρωί ο Τηλέµαχος έφτασε στο παλάτι και λίγο αργότερα έφτασαν κι ο Οδυσσέας µε τον Εύµαιο. Πάτησε ο Οδυσσέας για πρώτη φορά µετά από είκοσι χρόνια το χώµα της αυλής του. Κανένας δεν τον γνώρισε. Μόνο ο Άργος, το πιστό σκυλί του, που γέρικο πια περίµενε το αφεντικό του να γυρίσει. Όταν τον είδε να µπαίνει στην αυλή, κούνησε την ουρά του χαρούµενο. Ο Οδυσσέας το πλησίασε και το χάιδεψε δακρυσµένος. Μετά από λίγο ο Άργος, αφού είδε τον Οδυσσέα που γύρισε, ξεψύχησε. Μπήκε µετά ο Οδυσσέας στο σπίτι του και βρήκε τους µνηστήρες να τρώνε και να πίνουν. Κάθισε στο κατώφλι του σπιτιού κι ο Τηλέµαχος του έφερε να φάει. Οι µνηστήρες τον κορόιδευαν, τον χτυπούσαν, τον φοβέριζαν και του έλεγαν να φύγει. Έµαθε όµως η Πηνελόπη από τον Εύµαιο πως ήρθε ένας ζητιάνος από µακριά στο σπίτι της κι ήθελε να τον δει, να τον ρωτήσει µήπως ήξερε κάτι για τον άνδρα της. Και το βράδυ, που οι µνηστήρες τέλειωσαν το γλέντι και πήγαν στα σπίτια τους να κοιµηθούν, κάλεσε το ζητιάνο να τον ρωτήσει. Πρώτα όµως κάλεσε την Ευρύκλεια, την πιο πιστή της σκλάβα, να πλύνει τα πόδια του ξένου. Η Ευρύκλεια έφερε µια λεκάνη και νερό, µα καθώς του έπλενε τα πόδια, έπιασε ένα σηµάδι, που είχε ο Οδυσσέας πάνω από το δεξιό του γόνατο, και τον γνώρισε αµέσως. Πήγε να φωνάξει, όµως εκείνος πρόλαβε και της έκλεισε το στόµα. «Αν µ’ αγαπάς, κράτα το στόµα σου κλειστό», της είπε. Μετά µίλησε µε την Πηνελόπη, όµως δεν της φανερώθηκε. Μόνο την παρηγόρησε λέγοντάς της πως ο Οδυσσέας θα ερχόταν σύντοµα. Η Ευρύκλεια του έστρωσε κρεβάτι να κοιµηθεί, µα ο ύπνος δεν τον έπαιρνε.
6)  Ο Οδυσσέας σκοτώνει τους µνηστήρες
Την άλλη µέρα ξανάρθαν οι µνηστήρες στο παλάτι. Οι δούλες έστρωσαν τα τραπέζια κι εκείνοι πάλι άρχισαν να τρώνε και να πίνουν.

Τότε η Αθηνά έβαλε στο νου της Πηνελόπης να φέρει το τόξο του Οδυσσέα και τα βέλη του και δώδεκα τσεκούρια, που είχαν µια τρύπα στην κορφή.

Ο Εύµαιος, ο χοιροβοσκός, έστησε τα τσεκούρια στη σειρά και η Πηνελόπη είπε:
«Ακούστε µε, µνηστήρες! Όποιος µπορέσει να λυγίσει αυτού του τόξου τη χορδή και να ρίξει ένα βέλος, που θα περάσει µέσα από τις τρύπες των δώδεκα τσεκουριών, αυτός θα γίνει άνδρας µου». Άρχισαν τότε όλοι οι µνηστήρες, ο ένας µετά τον άλλο, να δοκιµάζουν, µα κανείς δε µπόρεσε να τεντώσει τη χορδή. Ζήτησε τότε κι ο Οδυσσέας να δοκιµάσει.

Η Πηνελόπη έφυγε κι η Αθηνά αµέσως έδωσε στον Οδυσσέα την πρώτη του µορφή. Εκείνος άρπαξε το τόξο, τέντωσε αµέσως τη χορδή κι έριξε ένα βέλος, που πέρασε σαν αστραπή ανάµεσα απ’ τις τρύπες όλων των τσεκουριών.

Τότε οι µνηστήρες κατάλαβαν ποιος ήταν και τρόµαξαν. Αµέσως ο Εύµαιος και η Ευρύκλεια έκλεισαν όλες τις πόρτες κι ο Οδυσσέας άρχισε να σηµαδεύει τους µνηστήρες που προσπαθούσαν να σωθούν. Δίπλα του ο Τηλέµαχος έριχνε κι εκείνος µε το τόξο. Τους σκότωσαν όλους και η Ευρύκλεια πήγε στην Πηνελόπη να της πει πως ήρθε ο Οδυσσέας. Εκείνη δεν την πίστεψε. Όταν όµως βεβαιώθηκε πως ο ξένος ήταν ο Οδυσσέας, τον αγκάλιασε κι έκλαψαν κι οι δυο από χαρά. Την άλλη µέρα το πρωί ο Οδυσσέας πήγε να δει τον πατέρα του, το γέρο Λαέρτη, που ζούσε µόνος στα κτήµατά του. Πικραµένος ο γέροντας χρόνια περίµενε το γιο του να γυρίσει. Κι όταν τον είδε µπροστά του ζωντανό τον αγκάλιασε κι έκλαψε πολλή ώρα. 

                                                                     Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΖΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΩ. . . (JEAN-PIERRE VERNANT) – xyth.gr
                                                                                                                                                                                                                                   Σοφία Σαραμανίδη 

Leave a Reply