Posted on 21 Ιουνίου, 2021
Οι περηπέτιες του Οδυσσέα
Ο Οδυσσέας
Ο Οδυσσέας βασιλιάς της Ιθάκης, είναι ο κυριότερος χαρακτήρας στο επικό ποίημα του Ομήρου, Οδύσσεια, και επίσης διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο άλλο έπος του Ομήρου, την Ιλιάδα. Eίναι ευρέως γνωστός για την πονηριά και εφευρετικότητά του, διάσημος και για τα δέκα χρόνια που του πήρε η επιστροφή στο σπίτι του, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, όπως αλληγορικά του απέδωσε ο ποιητής Όμηρος. Ήταν γιος του Λαέρτη και της Αντίκλειας, σύζυγος της Πηνελόπης και πατέρας του Τηλεμάχου.
Το γενεαλογικό δέντρο του Οδυσσέα, ενός από τους καλύτερους υπαρχηγούς του Αγαμέμνονα και ήρωα που διακρίθηκε όσο λίγοι στην Ιλιάδα, παραμένει σκοτεινό και δυσνόητο. Ο πατέρας (ή πατριός) του Λαέρτη είναι ο Αρκέσιος, γιος του Κέφαλου (ο οποίος, κατά τον μύθο, έδωσε το όνομά του στην Κεφαλλονιά), και εγγονός του Αιόλου. Στην τραγωδία «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη ο μυθικός Σίσυφος αναφέρεται ως ο πατέρας του, ενώ πιστεύεται ότι απέκτησε και ένα γιο με την Κίρκη, τον Τηλέγονο.
Η Ιθάκη ήταν ένα από τα πολλά νησιά που περιλαμβάνονταν στο βασίλειο του Οδυσσέα, μεταξύ των Ιόνιων νήσων της Αρχαίας Ελλάδας. Το βασίλειό του φαίνεται πως είχε και ένα μικρό προπύργιο στην ηπειρωτική Ελλάδα, κοντά στον ποταμό Αχελώο. Τα ακριβή στοιχεία και όρια του βασιλείου δεν είναι γνωστά, καθώς οι πληροφορίες που παρέχει ο Όμηρος είναι ασαφείς.
Οι περηπέτιες του Οδυσσέα
1) Στους Κίκονες, στους Λωτοφάγους και στους Κύκλωπες
Η χώρα των Κικόνων
Ο Οδυσσέας έφυγε µε δώδεκα καράβια από την Τροία. Όταν όµως ξανοίχτηκαν τα πλοία του στο Αιγαίο, οι θεοί έστειλαν άγριους ανέµους που τα έσπρωξαν βόρεια, στη χώρα των Κικόνων. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του άρπαξαν απ’ τους Κίκονες ζώα και γλυκό κρασί και κάθισαν στην αµµουδιά να φάνε. Τότε όµως τους επιτέθηκαν όλοι οι Κίκονες µαζί κι έγινε άγρια µάχη. Πολλοί πολεµιστές σκοτώθηκαν κι οι άλλοι µπήκανε στα καράβια γρήγορα κι έφυγαν µέσα σε άγρια καταιγίδα.
Η χώρα των Λωτοφάγων
Ταξίδεψαν νότια ως τον κάβο Μαλέα. Τότε άρχισε να φυσά βοριάς που έσπρωξε τα καράβια µακριά, στην Αφρική. Έτσι έφτασαν στη χώρα των Λωτοφάγων. Βγήκανε στη στεριά κι ο Οδυσσέας έστειλε τρεις απ’ τους συντρόφους του να δουν τι άνθρωποι ζούσαν σ’ αυτή τη χώρα. Οι σύντροφοί του πήγαν κι όταν συνάντησαν τους Λωτοφάγους, εκείνοι τους έδωσαν να φάνε λωτούς, που ήταν φρούτα µαγεµένα! Αµέσως ξέχασαν πατρίδα και συντρόφους και δεν ήθελαν να φύγουν από εκεί.
Το νησί των Κυκλώπων
Μέρες πολλές ταξίδευαν, ώσπου οι άνεµοι τους έφεραν στο νησί των Kυκλώπων. Μόνο το πλοίο του Οδυσσέα πλησίασε εκεί. Τα άλλα έντεκα καράβια έµειναν σ’ ένα νησάκι απέναντι.
Άραξαν το καράβι κι ο Οδυσσέας µε δώδεκα συντρόφους βγήκαν έξω. Κοντά στη θάλασσα είδαν µια θεόρατη σπηλιά και µπήκαν µέσα. Παντού υπήρχαν δοχεία µε γάλα και καλάθια µε τυρί και πλήθος αρνάκια και κατσίκια. Έφαγαν και περίµεναν να ’ρθει ο νοικοκύρης. Όταν τον είδαν όµως τρόµαξαν. Ήταν πανύψηλος κι είχε ένα µονάχα µάτι στο µέτωπο. Ήταν ο Κύκλωπας Πολύφηµος, ο γιος του Ποσειδώνα. Έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς µ’ ένα τεράστιο βράχο κι άναψε δυνατή φωτιά.
Τότε είδε τους ξένους και τους ρώτησε άγρια. «Ποιοι είστε εσείς»; «Ξένοι ναυαγοί, γυρίζουµε απ’ την Τροία», του είπε ο Οδυσσέας. Αµέσως ο Πολύφηµος άρπαξε δυο συντρόφους και τους έφαγε. Μετά έπεσε για ύπνο. Το πρωί έφαγε άλλους δύο, άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς, έβγαλε το κοπάδι, την ξανάκλεισε κι έφυγε. Τότε ο Οδυσσέας, ο πολυµήχανος, πήρε ένα µακρύ κλαδί, το έξυσε στην άκρη, ώστε να είναι µυτερό, και το έκρυψε στις στάχτες.
2) Στον Αίολο, στους Λαιστρυγόνες και στο νησί της Κίρκης
Στο νησί του Αιόλου
Ταξιδεύοντας ο Οδυσσέας µε τους συντρόφους του έφτασαν στο νησί του Αιόλου, που ήταν ο θεός των ανέµων. Το νησί του είχε τείχη χάλκινα και ταξίδευε συνέχεια στη θάλασσα. Ο Αίολος τους καλοδέχτηκε και τους φιλοξένησε περίπου ένα µήνα. Όταν αποφάσισαν να φύγουν, τους έδωσε ένα ασκί που µέσα είχε κλείσει όλους τους άγριους ανέµους. Έξω άφησε µόνο το Ζέφυρο να σπρώχνει το καράβι. Ο Οδυσσέας κρέµασε το ασκί στου πλοίου του το κατάρτι. Εννιά µερόνυχτα ταξίδευαν και κόντευαν να φτάσουν στην Ιθάκη. Τότε ο Οδυσσέας αποκοιµήθηκε κι οι σύντροφοί του, νοµίζοντας πως το ασκί ήταν γεµάτο ασήµι και χρυσάφι, το άνοιξαν. Αµέσως όρµησαν έξω όλοι οι άνεµοι κι έσπρωξαν τα καράβια µακριά στη γη των Λαιστρυγόνων.
Λαιστρυγόνες
Υπήρχε ένα λιµάνι εκεί και τα έντεκα καράβια µπήκαν µέσα. Μόνο ο Οδυσσέας µε το καράβι του έµεινε έξω απ’ το λιµάνι. Οι Λαιστρυγόνες έτρεξαν στο λιµάνι ουρλιάζοντας. Ήταν άγριοι και ψηλοί σα γίγαντες κι άρπαζαν βράχια και τα έριχναν στα πλοία. Τα έσπασαν όλα και τα βύθισαν κι έφαγαν όλους τους ανθρώπους που ήταν µέσα. Μόνο του Οδυσσέα το καράβι γλίτωσε. Κι ο ίδιος και οι σύντροφοί του έφυγαν γρήγορα από τη γη των άγριων Λαιστρυγόνων.
έσφαξε μέσα δυο αρνιά και πρόσφερε δώρα στους πεθαμένους, αλεύρι, γάλα και κρασί, νερό και μέλι. Τότε μαζεύτηκαν πολλοί νεκροί τριγύρω. Ο Οδυσσέας συνομίλησε με τη μητέρα του Αντίκλεια, τον Αχιλλέα, τον Αγαμέμνονα και είδε άλλους πολλούς ήρωες που σκοτώθηκαν στην Τροία. Μετά από λίγο έφτασε κι ο μάντης Τειρεσίας και τότε ο Οδυσσέας τον ρώτησε πώς θα τα κατάφερναν να φτάσουν στην Ιθάκη. Ο μάντης του είπε: «Ο Ποσειδώνας σε μισεί, γιατί τύφλωσες τον Κύκλωπα Πολύφημο, τον γιο του. Όμως, αν δεν πειράξετε τα βόδια του θεού Ήλιου, όταν θα πάτε στο νησί του, θα φτάσετε μια μέρα στην Ιθάκη».
συντρόφων του τ’ αυτιά, για να μην ακούσουν τίποτε, και τους διέταξε τον ίδιο να τον δέσουνε σφιχτά στο κατάρτι του καραβιού του. Πλησιάζοντας τις Σειρήνες μαγεύτηκε απ’ το γλυκό τραγούδι τους και παρακαλούσε τους συντρόφους του να τον λύσουν. Μα εκείνοι τον έδεναν σφιχτότερα, ώσπου απομακρύνθηκαν και δεν ακουγόταν πια το τραγούδι των Σειρήνων.
Διαλύθηκε η σχεδία κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα. Δυο µέρες και δυο νύχτες κολυµπούσε και τον έδερναν τα κύµατα. Την τρίτη µέρα µε τη βοήθεια µιας νεράιδας, της Λευκοθέας, βγήκε σ’ ένα ακρογιάλι. Ξάπλωσε κάτω από µια ελιά, σκεπάστηκε µε φύλλα και κοιµήθηκε βαθιά. Είχε φτάσει στο νησί των Φαιάκων.
Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε κι όταν κάθισαν να φάνε, ο µουσικός του παλατιού, ο Δηµόδοκος, έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε τα κατορθώµατα των Αχαιών στην Τροία. Ο Οδυσσέας τότε συγκινήθηκε, τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του. Την άλλη µέρα οι Φαίακες ετοίµασαν καράβι και το σούρουπο ξεκίνησαν να πάνε τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, την πατρίδα του. Όλη τη νύχτα ταξιδεύανε. Χαράµατα έφτασαν στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας κοιµόταν και γι’ αυτό τον σήκωσαν στα χέρια και τον ξάπλωσαν στην αµµουδιά. Έβαλαν δίπλα του τα δώρα που του χάρισαν κι έφυγαν.
|
Ήρθε τότε η θεά Αθηνά, σκόρπισε την οµίχλη κι ο Οδυσσέας κατάλαβε πως βρισκόταν επιτέλους στην Ιθάκη.
Γονάτισε κλαίγοντας και φίλησε το χώµα της πατρίδας του και η Αθηνά τού είπε: «Οδυσσέα, στο παλάτι σου έχουν µπει πολλοί µνηστήρες, που κάθε µέρα τρώνε και πίνουν και θέλουν να παντρευτούν την Πηνελόπη, τη γυναίκα σου, και να γίνουν βασιλιάδες της Ιθάκης. Η Πηνελόπη όµως κλαίει αδιάκοπα και περιµένει να γυρίσεις.
Τώρα όµως πήγαινε στην καλύβα του πιστού χοιροβοσκού σου, του Εύµαιου, και περίµενε εκεί το γυρισµό του γιου σου, του Τηλέµαχου, που έρχεται από ταξίδι. Είχε πάει στην Πύλο και στη Σπάρτη να µάθει απ’ το Μενέλαο κι από το γέρο Νέστορα νέα για σένα».
Τότε η Αθηνά έβαλε στο νου της Πηνελόπης να φέρει το τόξο του Οδυσσέα και τα βέλη του και δώδεκα τσεκούρια, που είχαν µια τρύπα στην κορφή.
Ο Εύµαιος, ο χοιροβοσκός, έστησε τα τσεκούρια στη σειρά και η Πηνελόπη είπε:
«Ακούστε µε, µνηστήρες! Όποιος µπορέσει να λυγίσει αυτού του τόξου τη χορδή και να ρίξει ένα βέλος, που θα περάσει µέσα από τις τρύπες των δώδεκα τσεκουριών, αυτός θα γίνει άνδρας µου». Άρχισαν τότε όλοι οι µνηστήρες, ο ένας µετά τον άλλο, να δοκιµάζουν, µα κανείς δε µπόρεσε να τεντώσει τη χορδή. Ζήτησε τότε κι ο Οδυσσέας να δοκιµάσει.
Η Πηνελόπη έφυγε κι η Αθηνά αµέσως έδωσε στον Οδυσσέα την πρώτη του µορφή. Εκείνος άρπαξε το τόξο, τέντωσε αµέσως τη χορδή κι έριξε ένα βέλος, που πέρασε σαν αστραπή ανάµεσα απ’ τις τρύπες όλων των τσεκουριών.
Τότε οι µνηστήρες κατάλαβαν ποιος ήταν και τρόµαξαν. Αµέσως ο Εύµαιος και η Ευρύκλεια έκλεισαν όλες τις πόρτες κι ο Οδυσσέας άρχισε να σηµαδεύει τους µνηστήρες που προσπαθούσαν να σωθούν. Δίπλα του ο Τηλέµαχος έριχνε κι εκείνος µε το τόξο. Τους σκότωσαν όλους και η Ευρύκλεια πήγε στην Πηνελόπη να της πει πως ήρθε ο Οδυσσέας. Εκείνη δεν την πίστεψε. Όταν όµως βεβαιώθηκε πως ο ξένος ήταν ο Οδυσσέας, τον αγκάλιασε κι έκλαψαν κι οι δυο από χαρά. Την άλλη µέρα το πρωί ο Οδυσσέας πήγε να δει τον πατέρα του, το γέρο Λαέρτη, που ζούσε µόνος στα κτήµατά του. Πικραµένος ο γέροντας χρόνια περίµενε το γιο του να γυρίσει. Κι όταν τον είδε µπροστά του ζωντανό τον αγκάλιασε κι έκλαψε πολλή ώρα.
Posted on 20 Ιουνίου, 2021
Οι περιπέτειες του Οδυσσέα!!!
Ο Οδυσσέας βασιλιάς της Ιθάκης, είναι ο κυριότερος χαρακτήρας στο επικό ποίημα του Ομήρου, Οδύσσεια, και επίσης διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο άλλο έπος του Ομήρου, την Ιλιάδα. Eίναι ευρέως γνωστός για την πονηριά και εφευρετικότητά του, διάσημος και για τα δέκα χρόνια που του πήρε η επιστροφή στο σπίτι του, μετά τον Τρωικό Πόλεμο, όπως αλληγορικά του απέδωσε ο ποιητής Όμηρος. Ήταν γιος του Λαέρτη και της Αντίκλειας, σύζυγος της Πηνελόπης και πατέρας του Τηλεμάχου.
1.Στη χώρα των Κικόνων
Ο Οδυσσέας έφυγε με δώδεκα καράβια από την Τροία. Όταν όμως ξανοίχτηκαν στο Αιγαίο, οι θεοί έστειλαν άγριους ανέμους που τα έσπρωξαν βόρεια, στη χώρα των Κικόνων. Επειδή ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του άρπαξαν απ' τους Κίκονες ζώα και κρασί, έγινε άγρια μάχη και πολλοί πολεμιστές σκοτώθηκαν.
2. Στον Αίολο, στους Λαιστρυγόνες και στο νησί της Κίρκης
Ταξιδεύοντας ο Οδυσσέας µε τους συντρόφους του έφτασαν στο νησί του Αιόλου, που ήταν ο θεός των ανέµων. Το νησί του είχε τείχη χάλκινα και ταξίδευε συνέχεια στη θάλασσα. Ο Αίολος τους καλοδέχτηκε και τους φιλοξένησε περίπου ένα µήνα.Ταξιδεύοντας ο Οδυσσέας µε τους συντρόφους του έφτασαν στο νησί του Αιόλου, που ήταν ο θεός των ανέµων. Το νησί του είχε τείχη χάλκινα και ταξίδευε συνέχεια στη θάλασσα. Ο Αίολος τους καλοδέχτηκε και τους φιλοξένησε περίπου ένα µήνα.Όταν αποφάσισαν να φύγουν, τους έδωσε ένα ασκί που µέσα είχε κλείσει όλους τους άγριους ανέµους. Έξω άφησε µόνο το Ζέφυρο να σπρώχνει το καράβι. Ο Οδυσσέας κρέµασε το ασκί στου πλοίου του το κατάρτι. Εννιά µερόνυχτα ταξίδευαν και κόντευαν να φτάσουν στην Ιθάκη. Τότε ο Οδυσσέας αποκοιµήθηκε κι οι σύντροφοί του, νοµίζοντας πως το ασκί ήταν γεµάτο ασήµι και χρυσάφι, το άνοιξαν. Αµέσως όρµησαν έξω όλοι οι άνεµοι κι έσπρωξαν τα καράβια µακριά στη γη των Λαιστρυγόνων.
3.Στον Άδη, στις Σειρήνες, στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη
Το καράβι του Οδυσσέα ταξίδεψε ως το τέρµα του ωκεανού που βρισκόταν η είσοδος του Άδη.
Μπήκε ο Οδυσσέας στον Άδη, έσκαψε λάκκο, έσφαξε µέσα δυο αρνιά και πρόσφερε δώρα στους πεθαµένους, αλεύρι, γάλα και κρασί, νερό και µέλι. Τότε µαζεύτηκαν πολλοί νεκροί τριγύρω.Ο Οδυσσέας είδε τον Αχιλλέα, τον Αγαµέµνονα κι άλλους πολλούς από αυτούς που σκοτώθηκαν στην Τροία. Από µακριά είδε και το Σίσυφο, που αγωνιζόταν ν’ ανεβάσει ένα βράχο στην κορυφή ενός βουνού.Μετά από λίγο έφτασε κι ο µάντης Τειρεσίας και τότε ο Οδυσσέας τον ρώτησε πώς θα τα κατάφερναν να φτάσουν στην Ιθάκη. Ο µάντης του είπε: «Ο Ποσειδώνας σε µισεί, γιατί τύφλωσες τον Κύκλωπα Πολύφηµο, το γιο του. Όµως, αν δεν πειράξετε τα βόδια του θεού Ήλιου, όταν θα πάτε στο νησί του, θα φτάσετε µια µέρα στην Ιθάκη».
4.Στο νησί του Ήλιου, στο νησί της Καλυψώς και στο νησί των Φαιάκων
Μετά από πολλά µερόνυχτα στη θάλασσα, έφτασαν στο νησί του θεού Ήλιου. Εκεί έβοσκαν τα παχιά βόδια του θεού. Θυµήθηκε τότε ο Οδυσσέας του Τειρεσία τα λόγια και παρακαλούσε τους συντρόφους του να φύγουν µακριά απ’ το νησί αυτό. Μα εκείνοι ήταν πολύ κουρασµένοι και δε δέχονταν.Όταν τους τέλειωσαν τα τρόφιµα, έµειναν µερικές µέρες νηστικοί. Μια µέρα όµως, που ο Οδυσσέας κοιµόταν, έσφαξαν µερικά βόδια και τα έψησαν. Όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας τρόµαξε, µα ήταν αργά. Φεύγοντας απ’ το νησί του Ήλιου ο Δίας τούς έστειλε άγρια καταιγίδα και κύµατα θεόρατα. Ένα αστροπελέκι χτύπησε το καράβι και το διέλυσε.Η Καλυψώ τον πήρε στη σπηλιά της και τον φρόντισε. Όταν συνήλθε, όµως, δεν τον άφηνε να φύγει. Επτά ολόκληρα χρόνια τον κράτησε στο νησί της. Ώσπου τον λυπήθηκε η Αθηνά και παρακάλεσε τον πατέρα της, το ∆ία, να τον βοηθήσει. Εκείνος έστειλε τον Ερµή στην Καλυψώ και τη διέταξε ν’ αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει.Έφτιαξε λοιπόν µια σχεδία ο Οδυσσέας και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα επτά µέρες ταξίδευε και κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη. Τότε όµως τον είδε ο Ποσειδώνας, που έτυχε να περνάει από εκεί. Χτύπησε µε την τρίαινα τη θάλασσα και σήκωσε κύµατα τεράστια.
Διαλύθηκε η σχεδία κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα. Δυο µέρες και δυο νύχτες κολυµπούσε και τον έδερναν τα κύµατα. Την τρίτη µέρα µε τη βοήθεια µιας νεράιδας, της Λευκοθέας, βγήκε σ’ ένα ακρογιάλι.Έφτιαξε λοιπόν µια σχεδία ο Οδυσσέας και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα επτά µέρες ταξίδευε και κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη. Τότε όµως τον είδε ο Ποσειδώνας, που έτυχε να περνάει από εκεί. Χτύπησε µε την τρίαινα τη θάλασσα και σήκωσε κύµατα τεράστια.
Διαλύθηκε η σχεδία κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα. Δυο µέρες και δυο νύχτες κολυµπούσε και τον έδερναν τα κύµατα. Την τρίτη µέρα µε τη βοήθεια µιας νεράιδας, της Λευκοθέας, βγήκε σ’ ένα ακρογιάλι.Έφτιαξε λοιπόν µια σχεδία ο Οδυσσέας και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα επτά µέρες ταξίδευε και κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη. Τότε όµως τον είδε ο Ποσειδώνας, που έτυχε να περνάει από εκεί. Χτύπησε µε την τρίαινα τη θάλασσα και σήκωσε κύµατα τεράστια.
Διαλύθηκε η σχεδία κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα. Δυο µέρες και δυο νύχτες κολυµπούσε και τον έδερναν τα κύµατα. Την τρίτη µέρα µε τη βοήθεια µιας νεράιδας, της Λευκοθέας, βγήκε σ’ ένα ακρογιάλι.Ξάπλωσε κάτω από µια ελιά, σκεπάστηκε µε φύλλα και κοιµήθηκε βαθιά. Είχε φτάσει στο νησί των Φαιάκων.Τον ξύπνησαν την άλλη µέρα κάποιες χαρούµενες φωνές. Ήταν η βασιλοπούλα Ναυσικά, που είχε πάει µε τις φίλες της να πλύνουν κι, αφού τελείωσαν, έπαιζαν τόπι. Η Ναυσικά λυπήθηκε τον ξένο και τον οδήγησε στο παλάτι του πατέρα της, του Αλκίνοου.Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε κι όταν κάθισαν να φάνε, ο µουσικός του παλατιού, ο Δηµόδοκος, έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε τα κατορθώµατα των Αχαιών στην Τροία. Ο Οδυσσέας τότε συγκινήθηκε, τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του. Την άλλη µέρα οι Φαίακες ετοίµασαν καράβι και το σούρουπο ξεκίνησαν να πάνε τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, την πατρίδα του. Όλη τη νύχτα ταξιδεύανε. Χαράµατα έφτασαν στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας κοιµόταν και γι’ αυτό τον σήκωσαν στα χέρια και τον ξάπλωσαν στην αµµουδιά. Έβαλαν δίπλα του τα δώρα που του χάρισαν κι έφυγαν.
Ήρθε τότε η θεά Αθηνά, σκόρπισε την οµίχλη κι ο Οδυσσέας κατάλαβε πως βρισκόταν επιτέλους στην Ιθάκη.
Γονάτισε κλαίγοντας και φίλησε το χώµα της πατρίδας του και η Αθηνά τού είπε: «Οδυσσέα, στο παλάτι σου έχουν µπει πολλοί µνηστήρες, που κάθε µέρα τρώνε και πίνουν και θέλουν να παντρευτούν την Πηνελόπη, τη γυναίκα σου, και να γίνουν βασιλιάδες της Ιθάκης. Η Πηνελόπη όµως κλαίει αδιάκοπα και περιµένει να γυρίσεις.
Τώρα όµως πήγαινε στην καλύβα του πιστού χοιροβοσκού σου, του Εύµαιου, και περίµενε εκεί το γυρισµό του γιου σου, του Τηλέµαχου, που έρχεται από ταξίδι. Είχε πάει στην Πύλο και στη Σπάρτη να µάθει απ’ το Μενέλαο κι από το γέρο Νέστορα νέα για σένα».
Την άλλη µέρα ξανάρθαν οι µνηστήρες στο παλάτι. Οι δούλες έστρωσαν τα τραπέζια κι εκείνοι πάλι άρχισαν να τρώνε και να πίνουν.
Τότε η Αθηνά έβαλε στο νου της Πηνελόπης να φέρει το τόξο του Οδυσσέα και τα βέλη του και δώδεκα τσεκούρια, που είχαν µια τρύπα στην κορφή.
Ο Εύµαιος, ο χοιροβοσκός, έστησε τα τσεκούρια στη σειρά και η Πηνελόπη είπε:
«Ακούστε µε, µνηστήρες! Όποιος µπορέσει να λυγίσει αυτού του τόξου τη χορδή και να ρίξει ένα βέλος, που θα περάσει µέσα από τις τρύπες των δώδεκα τσεκουριών, αυτός θα γίνει άνδρας µου».Άρχισαν τότε όλοι οι µνηστήρες, ο ένας µετά τον άλλο, να δοκιµάζουν, µα κανείς δε µπόρεσε να τεντώσει τη χορδή. Ζήτησε τότε κι ο Οδυσσέας να δοκιµάσει.Η Πηνελόπη έφυγε κι η Αθηνά αµέσως έδωσε στον Οδυσσέα την πρώτη του µορφή. Εκείνος άρπαξε το τόξο, τέντωσε αµέσως τη χορδή κι έριξε ένα βέλος, που πέρασε σαν αστραπή ανάµεσα απ’ τις τρύπες όλων των τσεκουριών.Τότε οι µνηστήρες κατάλαβαν ποιος ήταν και τρόµαξαν. Αµέσως ο Εύµαιος και η Ευρύκλεια έκλεισαν όλες τις πόρτες κι ο Οδυσσέας άρχισε να σηµαδεύει τους µνηστήρες που προσπαθούσαν να σωθούν. Δίπλα του ο Τηλέµαχος έριχνε κι εκείνος µε το τόξο.Τους σκότωσαν όλους και η Ευρύκλεια πήγε στην Πηνελόπη να της πει πως ήρθε ο Οδυσσέας. Εκείνη δεν την πίστεψε. Όταν όµως βεβαιώθηκε πως ο ξένος ήταν ο Οδυσσέας, τον αγκάλιασε κι έκλαψαν κι οι δυο από χαρά.Την άλλη µέρα το πρωί ο Οδυσσέας πήγε να δει τον πατέρα του, το γέρο Λαέρτη, που ζούσε µόνος στα κτήµατά του. Πικραµένος ο γέροντας χρόνια περίµενε το γιο του να γυρίσει. Κι όταν τον είδε µπροστά του ζωντανό τον αγκάλιασε κι έκλαψε πολλή ώρα.
.
Posted on 20 Ιουνίου, 2021
ΟΔΗΣΣΕΙΑ!!!
Η Οδύσσεια είναι το δεύτερο μεγάλο ηρωικό έπος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μετά την Ιλιάδα. Αν και τα δύο έπη αποδίδονται από την παράδοση στον Όμηρο, η φιλολογία αναγνωρίζει σημαντικές διαφορές ανάμεσά τους και η επικρατέστερη άποψη είναι ότι η Οδύσσεια συντέθηκε από διαφορετικό ποιητή, πιθανότερα μαθητή του Ομήρου, με κάποια χρονική απόσταση από την Ιλιάδα.
Αποτελείται από 12.110 στίχους και τα γεγονότα εξιστορούνται σε 41 ημέρες. Χωρίστηκε από τους Αλεξανδρινούς Γραμματικούς σε 24 ραψωδίες, που αριθμήθηκαν με τα μικρά γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά ομάδες οι ραψωδίες συναπαρτίζουν:
α) την "Τηλεμάχεια" (α-δ), όπου βλέπουμε το γιο του Οδυσσέα Τηλέμαχο να αναζητά τον πατέρα του,
β) τη "Φαιακίδα", ή "Νόστο" (ε-ν), όπου ακούμε τον ίδιο τον ήρωα να αφηγείται στους Φαίακες τις προηγούμενες περιπέτειές του και να φτάνει στην Ιθάκη, και
γ) τη "Μνηστηροφονία" (ξ-ω), την περιγραφή της τιμωρίας των μνηστήρων.
Αφού έπεσε η πόλη του Πριάµου και τέλειωσε ο δεκάχρονος Τρωικός πόλεµος, ξεκίνησαν τα πλοία των Αχαιών, για να γυρίσουν στην πατρίδα. Όµως οι θεοί του Ολύµπου ήτανε θυµωµένοι, γιατί µέσα στην Τροία οι Αχαιοί έκαψαν τους ναούς τους. Γι’ αυτό τους έστειλαν ανέµους δυνατούς κι άγρια θαλασσοταραχή, για να δυσκολέψουν το ταξίδι τους. Όλοι όµως γύρισαν γρήγορα στα σπίτια τους. Μόνο ο Οδυσσέας, ο πολυµήχανος βασιλιάς απ’ την Ιθάκη, περιπλανήθηκε δέκα ολόκληρα χρόνια σε θάλασσες και σε χώρες µακρινές και πέρασε πολλές ταλαιπωρίες, ώσπου να φτάσει στην Ιθάκη, την πατρίδα του.
Ο Οδυσσέας έφυγε µε δώδεκα καράβια από την Τροία. Όταν όµως ξανοίχτηκαν τα πλοία του στο Αιγαίο, οι θεοί έστειλαν άγριους ανέµους που τα έσπρωξαν βόρεια, στη χώρα των Κικόνων. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του άρπαξαν απ’ τους Κίκονες ζώα και γλυκό κρασί και κάθισαν στην αµµουδιά να φάνε. Τότε όµως τους επιτέθηκαν όλοι οι Κίκονες µαζί κι έγινε άγρια µάχη. Πολλοί πολεµιστές σκοτώθηκαν κι οι άλλοι µπήκανε στα καράβια γρήγορα κι έφυγαν µέσα σε άγρια καταιγίδα.
Ταξίδεψαν νότια ως τον κάβο Μαλέα. Τότε άρχισε να φυσά βοριάς που έσπρωξε τα καράβια µακριά, στην Αφρική. Έτσι έφτασαν στη χώρα των Λωτοφάγων. Βγήκανε στη στεριά κι ο Οδυσσέας έστειλε τρεις απ’ τους συντρόφους του να δουν τι άνθρωποι ζούσαν σ’ αυτή τη χώρα. Οι σύντροφοί του πήγαν κι όταν συνάντησαν τους Λωτοφάγους, εκείνοι τους έδωσαν να φάνε λωτούς, που ήταν φρούτα µαγεµένα! Αµέσως ξέχασαν πατρίδα και συντρόφους και δεν ήθελαν να φύγουν από εκεί. Ανήσυχος ο Οδυσσέας πήγε να τους βρει. Τους πήρε µε το ζόρι κι αµέσως διέταξε τα καράβια να σαλπάρουν.
Μέρες πολλές ταξίδευαν, ώσπου οι άνεµοι τους έφεραν στο νησί των Kυκλώπων. Μόνο το πλοίο του Οδυσσέα πλησίασε εκεί. Τα άλλα έντεκα καράβια έµειναν σ’ ένα νησάκι απέναντι.
Άραξαν το καράβι κι ο Οδυσσέας µε δώδεκα συντρόφους βγήκαν έξω. Κοντά στη θάλασσα είδαν µια θεόρατη σπηλιά και µπήκαν µέσα. Παντού υπήρχαν δοχεία µε γάλα και καλάθια µε τυρί και πλήθος αρνάκια και κατσίκια. Έφαγαν και περίµεναν να ’ρθει ο νοικοκύρης. Όταν τον είδαν όµως τρόµαξαν. Ήταν πανύψηλος κι είχε ένα µονάχα µάτι στο µέτωπο. Ήταν ο Κύκλωπας Πολύφηµος, ο γιος του Ποσειδώνα. Έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς µ’ ένα τεράστιο βράχο κι άναψε δυνατή φωτιά.
Τότε είδε τους ξένους και τους ρώτησε άγρια. «Ποιοι είστε εσείς»; «Ξένοι ναυαγοί, γυρίζουµε απ’ την Τροία», του είπε ο Οδυσσέας. Αµέσως ο Πολύφηµος άρπαξε δυο συντρόφους και τους έφαγε. Μετά έπεσε για ύπνο. Το πρωί έφαγε άλλους δύο, άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς, έβγαλε το κοπάδι, την ξανάκλεισε κι έφυγε. Τότε ο Οδυσσέας, ο πολυµήχανος, πήρε ένα µακρύ κλαδί, το έξυσε στην άκρη, ώστε να είναι µυτερό, και το έκρυψε στις στάχτες.
Το βράδυ γύρισε ο Πολύφηµος κι έφαγε κι άλλους δυο από τους συντρόφους. Τον πλησίασε τότε ο Οδυσσέας κρατώντας ένα ασκί µε γλυκό κρασί και του πρόσφερε να πιει. Εκείνος ήπιε, του άρεσε και ζήτησε κι άλλο. «Ποιο είναι το όνοµά σου» ρώτησε τον Οδυσσέα τότε. «Κανένα µε φωνάζουν», απάντησε εκείνος. «Εσένα, Κανένα, θα σε φάω τελευταίο», ξανάπε ο Κύκλωπας και συνέχισε να πίνει, ώσπου τελείωσε όλο το κρασί και µεθυσµένος αποκοιµήθηκε.
Σηκώθηκε τότε ο Οδυσσέας, άρπαξε το µυτερό κλαδί και, µε τη βοήθεια των συντρόφων του, το κάρφωσε στο µάτι του Πολύφηµου. Εκείνος πετάχτηκε ουρλιάζοντας και φώναζε βοήθεια. Οι άλλοι Κύκλωπες έτρεξαν έξω απ’ τη σπηλιά «Τι έπαθες, Πολύφηµε», ρωτούσαν. «Με τύφλωσε ο Κανένας». «Αφού κανένας δε σε τύφλωσε, τι φωνάζεις» του απάντησαν κι έφυγαν θυµωµένοι.
Τα ξηµερώµατα ο Κύκλωπας άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς και κάθισε εκεί µε απλωµένα χέρια για να τους πιάσει. Όµως ο Οδυσσέας έδεσε τους συντρόφους του κάτω από την κοιλιά των πιο µεγάλων κριαριών κι ο ίδιος κρεµάστηκε απ’ τα µαλλιά του πιο µεγάλου ζώου. Ο Κύκλωπας χάιδευε στη ράχη τα κριάρια, καθώς έβγαιναν, και δεν κατάλαβε πως από κάτω ήταν οι άνθρωποι.
Όταν βγήκαν όλοι απ’ τη σπηλιά, έτρεξαν στο καράβι και ξεκίνησαν. Καθώς αποµακρύνονταν, φώναξε ο Οδυσσέας.
«Πολύφηµε, αν σε ρωτήσουν ποιος σε τύφλωσε, να πεις ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη απ’ την Ιθάκη».Άρπαξε τότε ένα τεράστιο βράχο ο Κύκλωπας και τον έριξε στο καράβι, µα δεν το χτύπησε. Κι αµέσως σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: «Πατέρα, Ποσειδώνα, τον Οδυσσέα που µε τύφλωσε µην τον αφήσεις να γυρίσει στην Ιθάκη, µα αν είναι να γυρίσει, να περάσει χίλια βάσανα, να φτάσει µόνος, µε ξένο πλοίο, κι εκεί να τον βρουν καινούριες συµφορές».
Ταξιδεύοντας ο Οδυσσέας µε τους συντρόφους του έφτασαν στο νησί του Αιόλου, που ήταν ο θεός των ανέµων. Το νησί του είχε τείχη χάλκινα και ταξίδευε συνέχεια στη θάλασσα. Ο Αίολος τους καλοδέχτηκε και τους φιλοξένησε περίπου ένα µήνα. Όταν αποφάσισαν να φύγουν, τους έδωσε ένα ασκί που µέσα είχε κλείσει όλους τους άγριους ανέµους. Έξω άφησε µόνο το Ζέφυρο να σπρώχνει το καράβι. Ο Οδυσσέας κρέµασε το ασκί στου πλοίου του το κατάρτι. Εννιά µερόνυχτα ταξίδευαν και κόντευαν να φτάσουν στην Ιθάκη. Τότε ο Οδυσσέας αποκοιµήθηκε κι οι σύντροφοί του, νοµίζοντας πως το ασκί ήταν γεµάτο ασήµι και χρυσάφι, το άνοιξαν. Αµέσως όρµησαν έξω όλοι οι άνεµοι κι έσπρωξαν τα καράβια µακριά στη γη των Λαιστρυγόνων.
Υπήρχε ένα λιµάνι εκεί και τα έντεκα καράβια µπήκαν µέσα. Μόνο ο Οδυσσέας µε το καράβι του έµεινε έξω απ’ το λιµάνι. Οι Λαιστρυγόνες έτρεξαν στο λιµάνι ουρλιάζοντας. Ήταν άγριοι και ψηλοί σα γίγαντες κι άρπαζαν βράχια και τα έριχναν στα πλοία. Τα έσπασαν όλα και τα βύθισαν κι έφαγαν όλους τους ανθρώπους που ήταν µέσα. Μόνο του Οδυσσέα το καράβι γλίτωσε. Κι ο ίδιος και οι σύντροφοί του έφυγαν γρήγορα από τη γη των άγριων Λαιστρυγόνων.
Οι άνεµοι τούς έριξαν µετά στο νησί της µάγισσας Κίρκης. Άραξαν σε µια ακρογιαλιά κι ο Οδυσσέας έστειλε µερικούς απ’ τους συντρόφους του να πάνε να ρωτήσουν πού βρίσκονταν. Αυτοί βρήκαν γρήγορα το παλάτι της Κίρκης. Η Κίρκη τούς πρόσφερε ένα µαγικό ποτό, µετά τους χτύπησε µε το µαγικό ραβδί της και τους έκανε γουρούνια. Μόνο ένας γλίτωσε κι έτρεξε πίσω να το πει στον Οδυσσέα. Εκείνος άρπαξε το σπαθί του κι έτρεξε στο παλάτι. Η Κίρκη τού πρόσφερε ποτό µα, όταν σήκωσε το ραβδί της να τον χτυπήσει, εκείνος άρπαξε το κοφτερό σπαθί του και την ανάγκασε να ξανακάνει τους συντρόφους του ανθρώπους. Έµειναν αρκετό καιρό στης Κίρκης το νησί. Όταν αποφάσισαν να φύγουν, η Κίρκη συµβούλεψε τον Οδυσσέα να κατεβεί στον Άδη, να βρει το µάντη Τειρεσία, να τον ρωτήσει πώς θα έφτανε στην Ιθάκη.
Το καράβι του Οδυσσέα ταξίδεψε ως το τέρµα του ωκεανού που βρισκόταν η είσοδος του Άδη. Μπήκε ο Οδυσσέας στον Άδη, έσκαψε λάκκο, έσφαξε µέσα δυο αρνιά και πρόσφερε δώρα στους πεθαµένους, αλεύρι, γάλα και κρασί, νερό και µέλι. Τότε µαζεύτηκαν πολλοί νεκροί τριγύρω. Ο Οδυσσέας είδε τον Αχιλλέα, τον Αγαµέµνονα κι άλλους πολλούς από αυτούς που σκοτώθηκαν στην Τροία. Από µακριά είδε και το Σίσυφο, που αγωνιζόταν ν’ ανεβάσει ένα βράχο στην κορυφή ενός βουνού.
Μετά από λίγο έφτασε κι ο µάντης Τειρεσίας και τότε ο Οδυσσέας τον ρώτησε πώς θα τα κατάφερναν να φτάσουν στην Ιθάκη. Ο µάντης του είπε: «Ο Ποσειδώνας σε µισεί, γιατί τύφλωσες τον Κύκλωπα Πολύφηµο, το γιο του. Όµως, αν δεν πειράξετε τα βόδια του θεού Ήλιου, όταν θα πάτε στο νησί του, θα φτάσετε µια µέρα στην Ιθάκη».
Φεύγοντας απ’ τον Άδη, ο Οδυσσέας κι οι σύντροφοί του έφτασαν στο νησί των Σειρήνων. Αυτές µάγευαν τους ναυτικούς µε το γλυκό τραγούδι τους κι όταν αυτοί πλησίαζαν, τους έτρωγαν. Ο Οδυσσέας όµως, όπως τον είχε συµβουλέψει η Κίρκη, βούλωσε µε κερί των συντρόφων του τ’ αυτιά, για να µην ακούσουν τίποτε, και τους διέταξε τον ίδιο να τον δέσουνε σφιχτά στο κατάρτι του καραβιού του. Πλησιάζοντας τις Σειρήνες µαγεύτηκε απ’ το γλυκό τραγούδι τους και παρακαλούσε τους συντρόφους του να τον λύσουν. Μα εκείνοι τον έδεναν σφιχτότερα, ώσπου αποµακρύνθηκαν και δεν ακουγόταν πια το τραγούδι των Σειρήνων.
Πλησίασαν µετά το στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Από το ένα µέρος του στενού η Χάρυβδη ρουφούσε το νερό της θάλασσας κι έπνιγε τα καράβια. Δεν την πλησίασαν και γλίτωσαν. Από το άλλο µέρος όµως η Σκύλλα, κουλουριασµένη στη σπηλιά της, τέντωσε τα έξι φοβερά κεφάλια της, άρπαξε έξι συντρόφους και τους έφαγε. Πέρασαν κλαίγοντας από το φοβερό στενό και βρέθηκαν στην ανοιχτή θάλασσα.
Μετά από πολλά µερόνυχτα στη θάλασσα, έφτασαν στο νησί του θεού Ήλιου. Εκεί έβοσκαν τα παχιά βόδια του θεού. Θυµήθηκε τότε ο Οδυσσέας του Τειρεσία τα λόγια και παρακαλούσε τους συντρόφους του να φύγουν µακριά απ’ το νησί αυτό. Μα εκείνοι ήταν πολύ κουρασµένοι και δε δέχονταν. Όταν τους τέλειωσαν τα τρόφιµα, έµειναν µερικές µέρες νηστικοί. Μια µέρα όµως, που ο Οδυσσέας κοιµόταν, έσφαξαν µερικά βόδια και τα έψησαν. Όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας τρόµαξε, µα ήταν αργά. Φεύγοντας απ’ το νησί του Ήλιου ο Δίας τούς έστειλε άγρια καταιγίδα και κύµατα θεόρατα. Ένα αστροπελέκι χτύπησε το καράβι και το διέλυσε. Πνίγηκαν όλοι. Μόνο ο Οδυσσέας γλίτωσε. Πιασµένος από ένα ξύλο παράδερνε στη θάλασσα δέκα ολόκληρα µερόνυχτα. Τέλος, τα κύµατα τον έβγαλαν στο νησί της νύµφης Καλυψώς.
Η Καλυψώ τον πήρε στη σπηλιά της και τον φρόντισε. Όταν συνήλθε, όµως, δεν τον άφηνε να φύγει. Επτά ολόκληρα χρόνια τον κράτησε στο νησί της. Ώσπου τον λυπήθηκε η Αθηνά και παρακάλεσε τον πατέρα της, το ∆ία, να τον βοηθήσει. Εκείνος έστειλε τον Ερµή στην Καλυψώ και τη διέταξε ν’ αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει.
Έφτιαξε λοιπόν µια σχεδία ο Οδυσσέας και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα επτά µέρες ταξίδευε και κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη. Τότε όµως τον είδε ο Ποσειδώνας, που έτυχε να περνάει από εκεί. Χτύπησε µε την τρίαινα τη θάλασσα και σήκωσε κύµατα τεράστια. Διαλύθηκε η σχεδία κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα. Δυο µέρες και δυο νύχτες κολυµπούσε και τον έδερναν τα κύµατα. Την τρίτη µέρα µε τη βοήθεια µιας νεράιδας, της Λευκοθέας, βγήκε σ’ ένα ακρογιάλι. Ξάπλωσε κάτω από µια ελιά, σκεπάστηκε µε φύλλα και κοιµήθηκε βαθιά. Είχε φτάσει στο νησί των Φαιάκων.
Τον ξύπνησαν την άλλη µέρα κάποιες χαρούµενες φωνές. Ήταν η βασιλοπούλα Ναυσικά, που είχε πάει µε τις φίλες της να πλύνουν κι, αφού τελείωσαν, έπαιζαν τόπι. Η Ναυσικά λυπήθηκε τον ξένο και τον οδήγησε στο παλάτι του πατέρα της, του Αλκίνοου. Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε κι όταν κάθισαν να φάνε, ο µουσικός του παλατιού, ο Δηµόδοκος, έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε τα κατορθώµατα των Αχαιών στην Τροία. Ο Οδυσσέας τότε συγκινήθηκε, τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του.
Την άλλη µέρα οι Φαίακες ετοίµασαν καράβι και το σούρουπο ξεκίνησαν να πάνε τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, την πατρίδα του. Όλη τη νύχτα ταξιδεύανε. Χαράµατα έφτασαν στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας κοιµόταν και γι’ αυτό τον σήκωσαν στα χέρια και τον ξάπλωσαν στην αµµουδιά. Έβαλαν δίπλα του τα δώρα που του χάρισαν κι έφυγαν.
Όταν ο ήλιος ανέτειλε, ξύπνησε ο Οδυσσέας. Όµως υπήρχε οµίχλη γύρω του και δεν κατάλαβε πως ήταν στην Ιθάκη. Ήρθε τότε η θεά Αθηνά, σκόρπισε την οµίχλη κι ο Οδυσσέας κατάλαβε πως βρισκόταν επιτέλους στην Ιθάκη. Γονάτισε κλαίγοντας και φίλησε το χώµα της πατρίδας του και η Αθηνά τού είπε: «Οδυσσέα, στο παλάτι σου έχουν µπει πολλοί µνηστήρες, που κάθε µέρα τρώνε και πίνουν και θέλουν να παντρευτούν την Πηνελόπη, τη γυναίκα σου, και να γίνουν βασιλιάδες της Ιθάκης. Η Πηνελόπη όµως κλαίει αδιάκοπα και περιµένει να γυρίσεις. Τώρα όµως πήγαινε στην καλύβα του πιστού χοιροβοσκού σου, του Εύµαιου, και περίµενε εκεί το γυρισµό του γιου σου, του Τηλέµαχου, που έρχεται από ταξίδι. Είχε πάει στην Πύλο και στη Σπάρτη να µάθει απ’ το Μενέλαο κι από το γέρο Νέστορα νέα για σένα».
Αµέσως η θεά µεταµόρφωσε τον Οδυσσέα σε ζητιάνο κι έτσι αγνώριστος πήγε στην καλύβα του Εύµαιου. Ο Εύµαιος δεν τον γνώρισε, όµως τον φιλοξένησε πρόθυµα κι ο Οδυσσέας έµεινε εκεί όλη τη νύχτα.
Την άλλη µέρα έφτασε στην καλύβα ο Τηλέµαχος κι ο Εύµαιος πήγε στην πόλη να πει στην Πηνελόπη ότι ο γιος της γύρισε απ’ το ταξίδι. Σαν έµειναν µόνοι ο Οδυσσέας κι ο Τηλέµαχος, ήρθε η Αθηνά κι έδωσε στον Οδυσσέα την πρώτη του µορφή κι εκείνος φανερώθηκε στο γιο του. Γιος και πατέρας αγκαλιάστηκαν κι έκλαιγαν πολλή ώρα. Μετά κατέστρωσαν µαζί ένα σχέδιο, για να µπορέσουν να σκοτώσουν τους µνηστήρες. Τότε ήρθε πάλι η Αθηνά κι έκανε τον Οδυσσέα ζητιάνο.
Το άλλο πρωί ο Τηλέµαχος έφτασε στο παλάτι και λίγο αργότερα έφτασαν κι ο Οδυσσέας µε τον Εύµαιο. Πάτησε ο Οδυσσέας για πρώτη φορά µετά από είκοσι χρόνια το χώµα της αυλής του. Κανένας δεν τον γνώρισε. Μόνο ο Άργος, το πιστό σκυλί του, που γέρικο πια περίµενε το αφεντικό του να γυρίσει. Όταν τον είδε να µπαίνει στην αυλή, κούνησε την ουρά του χαρούµενο. Ο Οδυσσέας το πλησίασε και το χάιδεψε δακρυσµένος. Μετά από λίγο ο Άργος, αφού είδε τον Οδυσσέα που γύρισε, ξεψύχησε.
Μπήκε µετά ο Οδυσσέας στο σπίτι του και βρήκε τους µνηστήρες να τρώνε και να πίνουν. Κάθισε στο κατώφλι του σπιτιού κι ο Τηλέµαχος του έφερε να φάει. Οι µνηστήρες τον κορόιδευαν, τον χτυπούσαν, τον φοβέριζαν και του έλεγαν να φύγει.
Έµαθε όµως η Πηνελόπη από τον Εύµαιο πως ήρθε ένας ζητιάνος από µακριά στο σπίτι της κι ήθελε να τον δει, να τον ρωτήσει μήπως ήξερε κάτι για τον άνδρα της. Και το βράδυ, που οι µνηστήρες τέλειωσαν το γλέντι και πήγαν στα σπίτια τους να κοιµηθούν, κάλεσε το ζητιάνο να τον ρωτήσει. Πρώτα όµως κάλεσε την Ευρύκλεια, την πιο πιστή της σκλάβα, να πλύνει τα πόδια του ξένου. Η Ευρύκλεια έφερε µια λεκάνη και νερό, µα καθώς του έπλενε τα πόδια, έπιασε ένα σηµάδι, που είχε ο Οδυσσέας πάνω από το δεξιό του γόνατο, και τον γνώρισε αµέσως. Πήγε να φωνάξει, όµως εκείνος πρόλαβε και της έκλεισε το στόµα. «Αν µ’ αγαπάς, κράτα το στόµα σου κλειστό», της είπε.
Μετά µίλησε µε την Πηνελόπη, όµως δεν της φανερώθηκε. Μόνο την παρηγόρησε λέγοντάς της πως ο Οδυσσέας θα ερχόταν σύντοµα. Η Ευρύκλεια του έστρωσε κρεβάτι να κοιµηθεί, µα ο ύπνος δεν τον έπαιρνε.
Την άλλη µέρα ξανάρθαν οι μνηστήρες στο παλάτι. Οι δούλες έστρωσαν τα τραπέζια κι εκείνοι πάλι άρχισαν να τρώνε και να πίνουν.
Τότε η Αθηνά έβαλε στο νου της Πηνελόπης να φέρει το τόξο του Οδυσσέα και τα βέλη του και δώδεκα τσεκούρια, που είχαν µια τρύπα στην κορφή. Ο Εύµαιος, ο χοιροβοσκός, έστησε τα τσεκούρια στη σειρά και η Πηνελόπη είπε: «Ακούστε µε, µνηστήρες! Όποιος µπορέσει να λυγίσει αυτού του τόξου τη χορδή και να ρίξει ένα βέλος, που θα περάσει µέσα από τις τρύπες των δώδεκα τσεκουριών, αυτός θα γίνει άνδρας µου».
Άρχισαν τότε όλοι οι µνηστήρες, ο ένας µετά τον άλλο, να δοκιµάζουν, µα κανείς δε µπόρεσε να τεντώσει τη χορδή. Ζήτησε τότε κι ο Οδυσσέας να δοκιµάσει. Η Πηνελόπη έφυγε κι η Αθηνά αµέσως έδωσε στον Οδυσσέα την πρώτη του µορφή. Εκείνος άρπαξε το τόξο, τέντωσε αµέσως τη χορδή κι έριξε ένα βέλος, που πέρασε σαν αστραπή ανάµεσα απ’ τις τρύπες όλων των τσεκουριών. Τότε οι µνηστήρες κατάλαβαν ποιος ήταν και τρόµαξαν. Αµέσως ο Εύµαιος και η Ευρύκλεια έκλεισαν όλες τις πόρτες κι ο Οδυσσέας άρχισε να σηµαδεύει τους µνηστήρες που προσπαθούσαν να σωθούν. Δίπλα του ο Τηλέµαχος έριχνε κι εκείνος µε το τόξο.
Τους σκότωσαν όλους και η Ευρύκλεια πήγε στην Πηνελόπη να της πει πως ήρθε ο Οδυσσέας. Εκείνη δεν την πίστεψε. Όταν όµως βεβαιώθηκε πως ο ξένος ήταν ο Οδυσσέας, τον αγκάλιασε κι έκλαψαν κι οι δυο από χαρά.
Την άλλη µέρα το πρωί ο Οδυσσέας πήγε να δει τον πατέρα του, το γέρο Λαέρτη, που ζούσε µόνος στα κτήµατά του. Πικραµένος ο γέροντας χρόνια περίµενε το γιο του να γυρίσει. Κι όταν τον είδε µπροστά του ζωντανό τον αγκάλιασε κι έκλαψε πολλή ώρα.
Οι συγγενείς όµως των µνηστήρων πήγαν οπλισµένοι στο παλάτι να βρουν τον Οδυσσέα κι αφού δεν τον βρήκαν εκεί, πήγαν στο κτήµα του Λαέρτη. Πήραν τότε ο Οδυσσέας κι ο Τηλέµαχος τα όπλα τους κι ετοιµάστηκαν για µάχη. Ήρθε όµως η Αθηνά απ’ τον Όλυµπο, στάθηκε ανάµεσά τους και τους είπε: «Σταµατήστε τον πόλεµο και γίνετε όλοι φίλοι». Τότε όλοι άφησαν τα όπλα τους κι ορκίστηκαν πίστη στον Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας έζησε από τότε ευτυχισµένος και βασίλεψε πολλά χρόνια στην αγαπηµένη του πατρίδα, την Ιθάκη.
Hμέρα | Γεγονότα | Pαψωδίες |
1η | Προοίμιο. Πρώτο συμβούλιο των θεών. Mετάβαση της Aθηνάς στην Iθάκη. Eνθάρρυνση του Tηλέμαχου. | α |
2η | Συνέλευση των Iθακησίων. Aναχώρηση του Tηλέμαχου για την Πύλο το βράδυ. | β |
3η-5η | O Tηλέμαχος στην Πύλο. Διήμερο ταξίδι οδικό για τη Σπάρτη. | γ |
6η | O Tηλέμαχος στη Σπάρτη. Στην Iθάκη οι μνηστήρες τού ετοιμάζουν ενέδρα φονική κατά την επιστροφή του. | δ |
7η | Δεύτερο συμβούλιο των θεών. Mετάβαση του Eρμή στην Ωγυγία και ανακοίνωση στην Kαλυψώ της απόφασης των θεών για τον νόστο του Oδυσσέα. | ε |
8η-11η | O Oδυσσέας κατασκευάζει σχεδία/πλοιάριο. | |
12η-28η | Aναχωρεί από την Ωγυγία και ταξιδεύει άγρυπνος σε ήρεμη θάλασσα. | |
29η-31η | O Ποσειδώνας σηκώνει τρικυμία που διαλύει τη σχεδία, ο Oδυσσέας όμως παλεύοντας με τα κύματα βγαίνει ναυαγός στη χώρα των Φαιάκων, τη Σχερία. | |
32η | O Oδυσσέας συναντά τη Nαυσικά και συνομιλεί μαζί της. Tο βράδυ φιλοξενείται στα ανάκτορα των Φαιάκων. | ζ-η |
33η | Oι Φαίακες διευρύνουν τη φιλοξενία τους στον Oδυσσέα (με επίσημα γεύματα, αγώνες και πολλά δώρα). | θ |
Tο βράδυ ο Oδυσσέας διηγείται τις περιπέτειές του στα ανάκτορα των Φαιάκων. | ι-μ | |
34η προς 35η | Eτοιμάζεται ο νόστος του Oδυσσέα και το βράδυ το γοργό καράβι των Φαιάκων τον μεταφέρει κοιμισμένο και τον αποθέτει σε μια παραλία της Iθάκης. | ν |
35η προς 36η | Ξυπνά στην Iθάκη και συναντά την Aθηνά, που τον συμβουλεύει, τον μεταμφιέζει σε ζητιάνο και τον στέλνει στο καλύβι του Eύμαιου, ενώ η ίδια πηγαίνει στη Σπάρτη και παροτρύνει τον Tηλέμαχο να επιστρέψει. | ν...ο |
36η-38η | O Tηλέμαχος ταξιδεύει προς την Iθάκη, ενώ ο Oδυσσέας παραμένει στο καλύβι. | ο |
38η | Φτάνει και ο Tηλέμαχος στο καλύβι, αναγνωρίζει τον πατέρα του και σχεδιάζουν μαζί τη μνηστηροφονία. Oι μνηστήρες ανησυχούν από την επιστροφή του. | π |
39η | O Tηλέμαχος και ο Oδυσσέας-ζητιάνος πηγαίνουν στο παλάτι. O Oδυσσέας-ζητιάνος δέχεται προσβολές από μνηστήρες και υπηρέτες. | ρ |
O Oδυσσέας-ζητιάνος πυγμαχεί με τον ζητιάνο Ίρο. H Πηνελόπη εμφανίζεται στους μνηστήρες και τους δίνει ελπίδες για γάμο. Eκείνοι της στέλνουν δώρα. | σ | |
Tο βράδυ, πατέρας και γιος κρύβουν τα όπλα που βρίσκονταν στο «μέγαρο»*. H Πηνελόπη συνομιλεί με τον Oδυσσέα, χωρίς να τον γνωρίζει. H παραμάνα του, η Eυρύκλεια, του πλένει τα πόδια και τον αναγνωρίζει. | τ | |
40ή | Ο Oδυσσέας και η Πηνελόπη ξυπνούν ταραγμένοι. Στο παλάτι ετοιμάζεται συμπόσιο εορταστικό, ενώ οι μνηστήρες συμπεριφέρονται προκλητικά. | υ |
Προκηρύσσεται και διεξάγεται αγώνας τόξου με νικητή τον Oδυσσέα. | φ | |
O Oδυσσέας στρέφεται εναντίον των μνηστήρων και τους εξοντώνει. | χ | |
40ή προς 41η | H Πηνελόπη αναγνωρίζει τον Oδυσσέα και συνομιλεί μαζί του. | ψ |
41η | O Eρμής οδηγεί τις ψυχές των μνηστήρων στον Άδη. O Oδυσσέας και ο Tηλέμαχος πηγαίνουν στο κτήμα του Λαέρτη και όλοι μαζί αντιμετωπίζουν τους συγγενείς των μνηστήρων, που ζητούσαν εκδίκηση, επεμβαίνουν όμως οι θεοί και επιβάλλουν συμφιλίωση και ειρήνη. | ω |
Posted on 20 Ιουνίου, 2021
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ! ❤
ΣΤΟΥΣ ΚΙΚΟΝΕΣ , ΣΤΟΥΣ ΛΩΤΟΦΑΓΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΚΥΚΛΟΠΕΣ !
Όταν τα 12 πλοία ξανοίχτηκαν στο Αιγαίο, οι θεοί έστειλαν άγριους ανέµους που τα έσπρωξαν βόρεια, στη χώρα των Κικόνων. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του άρπαξαν απ’ τους Κίκονες ζώα και γλυκό κρασί και κάθισαν στην αµµουδιά να φάνε. Τότε όµως τους επιτέθηκαν όλοι οι Κίκονες µαζί κι έγινε άγρια µάχη. Πολλοί πολεµιστές σκοτώθηκαν κι οι άλλοι µπήκανε στα καράβια γρήγορα κι έφυγαν µέσα σε άγρια καταιγίδα ! Ταξίδεψαν νότια ως τον κάβο Μαλέα. Τότε άρχισε να φυσά βοριάς που έσπρωξε τα καράβια µακριά, στην Αφρική. Έτσι έφτασαν στη χώρα των Λωτοφάγων. Βγήκανε στη στεριά κι ο Οδυσσέας έστειλε τρεις απ’ τους συντρόφους του να δουν τι άνθρωποι ζούσαν σ’ αυτή τη χώρα. Οι σύντροφοί του πήγαν κι όταν συνάντησαν τους Λωτοφάγους, εκείνοι τους έδωσαν να φάνε λωτούς, που ήταν φρούτα µαγεµένα ! Αµέσως ξέχασαν πατρίδα και συντρόφους και δεν ήθελαν να φύγουν από εκεί. Μέρες πολλές ταξίδευαν, ώσπου οι άνεµοι τους έφεραν στο νησί των Kυκλώπων. Μόνο το πλοίο του Οδυσσέα πλησίασε εκεί. Τα άλλα έντεκα καράβια έµειναν σ’ ένα νησάκι απέναντι.Κοντά στη θάλασσα είδαν µια θεόρατη σπηλιά και µπήκαν µέσα. Παντού υπήρχαν δοχεία µε γάλα και καλάθια µε τυρί και πλήθος αρνάκια και κατσίκια. Έφαγαν και περίµεναν να ’ρθει ο νοικοκύρης. Όταν τον είδαν όµως τρόµαξαν. Ήταν πανύψηλος κι είχε ένα µονάχα µάτι στο µέτωπο. Ήταν ο Κύκλωπας Πολύφηµος, ο γιος του Ποσειδώνα. Έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς µ’ ένα τεράστιο βράχο κι άναψε δυνατή φωτιά .Το βράδυ ο Οδυσσεας αφου ο Κύκλωπας κοιμότανε του κάρφωσε στο μάτι του ένα βέλος με αποτέλεσμα να τυφλωθεί και να μπορέσει ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του να φύγουν .
Το νησί του Αιόλου , και το νησί της Κίρκης
Ταξιδεύοντας ο Οδυσσέας µε τους συντρόφους του έφτασαν στο νησί του Αιόλου, που ήταν ο θεός των ανέµων.Ο Αίολος τους καλοδέχτηκε και τους φιλοξένησε περίπου ένα µήνα. Όταν αποφάσισαν να φύγουν, τους έδωσε ένα ασκί που µέσα είχε κλείσει όλους τους άγριους ανέµους . . Τότε ο Οδυσσέας αποκοιµήθηκε κι οι σύντροφοί του, νοµίζοντας πως το ασκί ήταν γεµάτο ασήµι και χρυσάφι, το άνοιξαν αµέσως όρµησαν έξω όλοι οι άνεµοι . Οι άνεµοι τούς έριξαν µετά στο νησί της µάγισσας Κίρκης. Άραξαν σε µια ακρογιαλιά κι ο Οδυσσέας έστειλε µερικούς απ’ τους συντρόφους του να πάνε να ρωτήσουν πού βρίσκονταν. Αυτοί βρήκαν γρήγορα το παλάτι της Κίρκης. Η Κίρκη τούς πρόσφερε ένα µαγικό ποτό, µετά τους χτύπησε µε το µαγικό ραβδί της και τους έκανε γουρούνια.Έµειναν αρκετό καιρό στης Κίρκης το νησί. Όταν αποφάσισαν να φύγουν, η Κίρκη συµβούλεψε τον Οδυσσέα να κατεβεί στον Άδη, να βρει το µάντη Τειρεσία, να τον ρωτήσει πώς θα έφτανε στην Ιθάκη.
Στον Άδη , στις σειρήνες στη Σκύλα και στην Χάρυβδη !
Το καράβι του Οδυσσέα ταξίδεψε ως το τέρµα του ωκεανού που βρισκόταν η είσοδος του Άδη. Μπήκε ο Οδυσσέας στον Άδη, έσκαψε λάκκο, έσφαξε µέσα δυο αρνιά και πρόσφερε δώρα στους πεθαµένους, αλεύρι, γάλα και κρασί, νερό και µέλι. Τότε µαζεύτηκαν πολλοί νεκροί τριγύρω.Μετά από λίγο έφτασε κι ο µάντης Τειρεσίας και τότε ο Οδυσσέας τον ρώτησε πώς θα τα κατάφερναν να φτάσουν στην Ιθάκη. Ο µάντης του είπε: «Ο Ποσειδώνας σε µισεί, γιατί τύφλωσες τον Κύκλωπα Πολύφηµο, το γιο του. Όµως, αν δεν πειράξετε τα βόδια του θεού Ήλιου, όταν θα πάτε στο νησί του, θα φτάσετε µια µέρα στην Ιθάκη».Φεύγοντας απ’ τον Άδη, ο Οδυσσέας κι οι σύντροφοί του έφτασαν στο νησί των Σειρήνων. Αυτές µάγευαν τους ναυτικούς µε το γλυκό τραγούδι τους κι όταν αυτοί πλησίαζαν, τους έτρωγαν. Ο Οδυσσέας όµως, όπως τον είχε συµβουλέψει η Κίρκη, βούλωσε µε κερί των συντρόφων του τ’ αυτιά, για να µην ακούσουν τίποτε, και τους διέταξε τον ίδιο να τον δέσουνε σφιχτά στο κατάρτι του καραβιού του. Πλησιάζοντας τις Σειρήνες µαγεύτηκε απ’ το γλυκό τραγούδι τους και παρακαλούσε τους συντρόφους του να τον λύσουν. Μα εκείνοι τον έδεναν σφιχτότερα, ώσπου αποµακρύνθηκαν και δεν ακουγόταν πια το τραγούδι των Σειρήνων. Πλησίασαν µετά το στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Από το ένα µέρος του στενού η Χάρυβδη ρουφούσε το νερό της θάλασσας κι έπνιγε τα καράβια. Δεν την πλησίασαν και γλίτωσαν. Από το άλλο µέρος όµως η Σκύλλα, κουλουριασµένη στη σπηλιά της, τέντωσε τα έξι φοβερά κεφάλια της, άρπαξε έξι συντρόφους και τους έφαγε. Πέρασαν κλαίγοντας από το φοβερό στενό και βρέθηκαν στην ανοιχτή θάλασσα.
Στο νησί του Ήλιου , της Καλυψώς και των Φαιάκων
Μετά από πολλά µερόνυχτα στη θάλασσα, έφτασαν στο νησί του θεού Ήλιου. Εκεί έβοσκαν τα παχιά βόδια του θεού. Θυµήθηκε τότε ο Οδυσσέας του Τειρεσία τα λόγια και παρακαλούσε τους συντρόφους του να φύγουν µακριά απ’ το νησί αυτό. Μα εκείνοι ήταν πολύ κουρασµένοι και δε δέχονταν. Όταν τους τέλειωσαν τα τρόφιµα, έµειναν µερικές µέρες νηστικοί. Μια µέρα όµως, που ο Οδυσσέας κοιµόταν, έσφαξαν µερικά βόδια και τα έψησαν. Όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας τρόµαξε, µα ήταν αργά. Φεύγοντας απ’ το νησί του Ήλιου ο Δίας τούς έστειλε άγρια καταιγίδα και κύµατα θεόρατα. Ένα αστροπελέκι χτύπησε το καράβι και το διέλυσε. Πνίγηκαν όλοι. Μόνο ο Οδυσσέας γλίτωσε. Πιασµένος από ένα ξύλο παράδερνε στη θάλασσα δέκα ολόκληρα µερόνυχτα. Τέλος, τα κύµατα τον έβγαλαν στο νησί της νύµφης Καλυψώς.Η Καλυψώ τον πήρε στη σπηλιά της και τον φρόντισε. Όταν συνήλθε, όµως, δεν τον άφηνε να φύγει. Επτά ολόκληρα χρόνια τον κράτησε στο νησί της. Ώσπου τον λυπήθηκε η Αθηνά και παρακάλεσε τον πατέρα της, το ∆ία, να τον βοηθήσει. Εκείνος έστειλε τον Ερµή στην Καλυψώ και τη διέταξε ν’ αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει.Έφτιαξε λοιπόν µια σχεδία ο Οδυσσέας και ξανοίχτηκε στο πέλαγοςΤον ξύπνησαν την άλλη µέρα κάποιες χαρούµενες φωνές. Ήταν η βασιλοπούλα Ναυσικά, που είχε πάει µε τις φίλες της να πλύνουν κι, αφού τελείωσαν, έπαιζαν τόπι. Η Ναυσικά λυπήθηκε τον ξένο και τον οδήγησε στο παλάτι του πατέρα της, του Αλκίνοου. Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε κι όταν κάθισαν να φάνε, ο µουσικός του παλατιού, ο Δηµόδοκος, έπαιζε τη λύρα του και τραγουδούσε τα κατορθώµατα των Αχαιών στην Τροία. Ο Οδυσσέας τότε συγκινήθηκε, τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις περιπέτειές του.
Την άλλη µέρα οι Φαίακες ετοίµασαν καράβι και το σούρουπο ξεκίνησαν να πάνε τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, την πατρίδα του. Όλη τη νύχτα ταξιδεύανε. Χαράµατα έφτασαν στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας κοιµόταν και γι’ αυτό τον σήκωσαν στα χέρια και τον ξάπλωσαν στην αµµουδιά. Έβαλαν δίπλα του τα δώρα που του χάρισαν κι έφυγαν.
Posted on 17 Ιουνίου, 2021
Οι περιπέτειες του Οδυσσέα
1. Στους Κίκονες, στους Λωτοφάγους και στους Κύκλωπες
Ο Οδυσσέας ξεκίνησε με 12 πλοία από την Τροία. Δυνατοί άνεμοι τους έριξαν στη χώρα των Κικόνων. Οι Κίκονες τους επιτέθηκαν γιατί τους άρπαξαν ζώα και κρασί. Σκοτώθηκαν πολλοί οι υπόλοιποι μπήκαν στα καράβια κι έφυγαν .
Έφτασαν στον κάβο Μαλέα, στην Πελοπόννησο. Εκεί, δυνατοί άνεμοι τους έσπρωξαν στην Αφρική στη χώρα των Λωτοφάγων. Αυτοί έτρωγαν ένα μαγικό φρούτο, τους λωτούς. Όποιος τους έτρωγε ξεχνούσε τα πάντα και δεν ήθελε να φύγει από εκεί.
Μετά οι άνεμοι τους έφεραν στο νησί των Κυκλώπων. Μόνο το καράβι του Οδυσσέα πλησίασε στο νησί. Μαζί με τους συντρόφους του μπήκαν σε μια σπηλιά, έφαγαν, ήπιαν και περίμεναν το νοικοκύρη. Ήταν ο Πολύφημος, ο γιος του Ποσειδώνα, που έφαγε εκείνο το βράδυ 2 συντρόφους κι άλλους δύο την επόμενη μέρα. Ο Οδυσσέας με ένα έξυπνο σχέδιο κατάφερε να ξεφύγουν αυτός κι οι σύντροφοί του. Ο Πολύφημος όμως ζήτησε από τον πατέρα του να τιμωρήσει τον Οδυσσέα, γιατί τον τύφλωσε.
2. Στο νησί του Αιόλου, στους Λαιστρυγόνες και στο νησί της Κίρκης.
Έφτασαν στο νησί του Αιόλου, του θεού των ανέμων. Τους φιλοξένησε κι όταν έφευγαν έδωσε στον Οδυσσέα ένα ασκί με κλεισμένους όλους τους ανέμους εκτός από το ζέφυρο, που θα τους οδηγούσε στην Ιθάκη. Πλησίαζαν πια στην Ιθάκη, όταν οι σύντροφοι άνοιξαν το ασκί καθώς ο Οδυσσέας αποκοιμήθηκε. Οι άνεμοι που ξεχύθηκαν τους έσπρωξαν στη χώρα των γιγάντων Λαιστρυγόνων.
Τα 11 καράβια μπήκαν στο λιμάνι . Οι Λαιστρυγόνες τους επιτέθηκαν, βούλιαξαν τα καράβια κι έφαγαν όσους ήταν μέσα. Γλίτωσε μόνο το καράβι του Οδυσσέα , που δεν είχε μπει στο λιμάνι.
Έφτασαν στο νησί της Κίρκης, που μεταμόρφωσε κάποιους από τους συντρόφους σε χοίρους. Ο Οδυσσέας ανάγκασε την Κίρκη να τους ξανακάνει ανθρώπους. Έμειναν αρκετό καιρό μαζί της κι η Κίρκη συμβούλεψε τον Οδυσσέα να πάει να βρει το μάντη Τειρεσία στον Άδη, για να μάθει πώς θα καταφέρει να γυρίσει στην Ιθάκη.
3. Στον Άδη, στις Σειρήνες, στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη
Ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Άδη, συνάντησε πολλούς νεκρούς ήρωες, και έμαθε από τον Τειρεσία ότι ο Ποσειδώνας είναι εκείνος που είναι θυμωμένος μαζί του. Ο μάντης του είπε ότι αν δε φάνε τα βόδια του θεού ήλιου θα γυρίσουν στην Ιθάκη.
Μετά έφτασαν στο νησί των Σειρήνων που με το τραγούδι τους μάγευαν τους ναυτικούς κι όταν αυτοί τις πλησίαζαν, τους έτρωγαν Ο Οδυσσέας έκλεισε με κερί τα αφτιά των συντρόφων και ο ίδιος δέθηκε στο κατάρτι γερά.
Έφτασαν στο στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Πέρασαν από τη Χάρυβδη που ρουφούσε τη θάλασσα και βύθιζε τα καράβια, η Σκύλλα όμως με τα 6 κεφάλια της έφαγε 6 από τους συντρόφους.
4. Στο νησί του Ήλιου, στο νησί της Καλυψώς και στο νησί των Φαιάκων
Ύστερα από μέρες έφτασαν στο νησί του ήλιου. Ο Οδυσσέας ήθελε να φύγουν αμέσως, οι σύντροφοι όμως ήταν κουρασμένοι και δε δέχτηκαν Όταν τους τέλειωσαν τα τρόφιμα , ενώ ο Οδυσσέας κοιμόταν, σκότωσαν κάποια βόδια και τα έφαγαν. Ο Οδυσσέας τους πήρε αμέσως κι έφυγαν από το νησί, όμως ο Δίας έστειλε άγρια καταιγίδα, βύθισε το πλοίο κι ο μόνος που γλίτωσε ήταν ο Οδυσσέας.
Πάλεψε μερόνυχτα με τα κύματα κι έφτασε στο νησί της Καλυψώς. Αυτή τον περιποιήθηκε και τον κράτησε κοντά της 7 χρόνια. Η Αθηνά τον λυπήθηκε και ζήτησε από το Δία να τον αφήσει να γυρίσει στην Ιθάκη και στους δικούς του, που τόσο νοσταλγούσε. Ο Δίας έστειλε στην Καλυψώ τον Ερμή να της πει να αφήσει τον Οδυσσέα. Έτσι ο Οδυσσέας έφτιαξε σχέδια και ταξίδευε για 17 μέρες, κοντεύοντας να φτάσει στην Ιθάκη. Τον είδε όμως ο Ποσειδώνας, έστειλε τεράστια κύματα, που διέλυσαν τη σχεδία. Ο Οδυσσέας με τη βοήθεια της νεράιδας Λευκοθέας και της Αθηνάς βγήκε στο νησί των Φαιάκων.
Η κόρη του βασιλιά, η Ναυσικά, τον βρήκε σε μια παραλία, τον οδήγησε στο παλάτι κι εκεί , στο δείπνο, ο Οδυσσέας είπε στο βασιλιά Αλκίνοο ποιος ήταν και του διηγήθηκε τις περιπέτειές του.
Την επόμενη μέρα το σούρουπο οι Φαίακες ετοίμασαν καράβι κι έστειλαν τον Οδυσσέα στην Ιθάκη. Έφτασαν χαράματα κι οι ναύτες άφησαν τον κοιμισμένο Οδυσσέα και τα δώρα τους στην παραλία.
5. Ο Οδυσσέας στην Ιθάκη
Ο Οδυσσέας ξύπνησε, εμφανίστηκε η Αθηνά, του είπε ότι στο παλάτι του οι μνηστήρες τρώγανε και πίνανε κι ήθελαν να παντρευτούν την Πηνελόπη για να γίνουν βασιλιάδες. Τον συμβούλεψε να πάει στην καλύβα του βοσκού του, του Εύμαιου και να περιμένει εκεί το γιο του, τον Τηλέμαχο. Τον μεταμόρφωσε σε ζητιάνο κι ο Οδυσσέας ακολούθησε τις συμβουλές της θεάς. Την επόμενη μέρα ήρθε ο γιος του ο Τηλέμαχος. Έγινε η αναγνώριση του Οδυσσέα από τον Τηλέμαχο αφού η Αθηνά του έδωσε την πρώτη του μορφή και μαζί κατέστρωσαν το σχέδιο να εξοντώσουν τους μνηστήρες. Η Αθηνά τον ξανάκανε ζητιάνο και το επόμενο πρωί πήγε στο παλάτι του μετά από 20 χρόνια. Τον αναγνώρισε ο σκύλος του ο Άργος που αμέσως μετά ξεψύχησε. Στη συνέχεια τον αναγνώρισε η Ευρύκλεια ενώ του έπλενε τα πόδια, αλλά δεν είπε τίποτα.
6. Η μνηστηροφονία
Η Αθηνά έβαλε στο νου της Πηνελόπης να κάνει αγώνα τοξοβολίας με το παλιό τόξο του Οδυσσέα. Κανένας τους δεν κατάφερε να τεντώσει τη χορδή κι η Πηνελόπη έφυγε. Τότε ζήτησε να δοκιμάσει κι ο ζητιάνος. Πήρε το τόξο, η Αθηνά του έδωσε την κανονική του μορφή, τέντωσε ΄το τόξο και πέρασε το βέλος από τις τρύπες των 12 τσεκουριών. Οι μνηστήρες κατάλαβαν και τρομοκρατήθηκαν.
Ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος σκότωσαν τους μνηστήρες. Μετά έγινε η αναγνώρισή του από την Πηνελόπη και το επόμενο πρωί πήγε να επισκεφτεί τον πατέρα του, το Λαέρτη, στα κτήματα.
Οι συγγενείς των μνηστήρων πήγαν με όπλα στο παλάτι για να εκδικηθούν το θάνατο των δικών τους, όμως με τη επέμβαση της Αθηνάς ορκίστηκαν πίστη στον Οδυσσέα, που βασίλεψε πολλά χρόνια στην Ιθάκη ευτυχισμένος.
Αφροδίτη Τζήμου
Posted on 16 Ιουνίου, 2021
Ο ατελείωτος πόλεμος ανάμεσα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη
Με την αλλαγή της χιλιετίας, τόσο οι Ισραηλινοί όσο και οι Παλαιστίνιοι φάνηκαν να συμφωνούν σε μια λύση δύο κρατών. Αλλά οι εβραϊκοί επικοισμοί εντείνονταν όλο και περισσότερο Οι Παλαιστίνιοι επαναπροσδιόρισαν τη στάση τους. Το 2014 πάνω από το 50% των Παλαιστινίων τοποθετήθηκε κατά μιας τέτοιας λύσης – μία τάση που συνεχίστηκε και κατά τα επόμενα χρόνια. Πολλοί από τους ερωτηθέντες δήλωσαν μάλιστα ότι εξαιτίας των εποικισμών κατά του παλαιστινιακού λαού η λύση δύο κρατών δεν είναι πλέον εφικτή. Η πλειοψηφία των Ισραηλινών αντιτίθεται και σε ενδεχόμενη λύση ενός κράτους, καθώς, όπως υποστηρίζουν, ένα τέτοιο σενάριο θα υπονόμευε την εβραϊκή ταυτότητα του Ισραήλ.
Το ερώτημα σχετικά με το ποια θα μπορούσε να είναι μία άλλη εναλλακτική λύση, στην περιοχή εκτός της δημιουργίας δύο κρατών παραμένει αναπάντητο.
Η λύση αυτή, συζητήθηκε για πρώτη φορά στη Βρετανική Βασιλική Επιτροπή για την Παλαιστίνη με επικεφαλής τον Λόρδο Γουίλιαμ Πιλ. Η επιτροπή ιδρύθηκε όταν η Παλαιστίνη βρισκόταν υπό Βρετανική Εντολή (1922-1947). Στις 7 Ιουλίου 1937 πρότεινε για πρώτη φορά τη διαίρεση της Παλαιστίνης σε εβραϊκό και αραβικό κράτος.
Εκείνη την εποχή τα μέλη της επιτροπής έθεσαν το ερώτημα σε περισσότερους από εκατό Εβραίους και Παλαιστίνιους - για να καταλήξουν σε ένα απογοητευτικό αποτέλεσμα: ότι υπάρχει μια «ανυπέρβλητη σύγκρουση» μεταξύ δύο ομάδων που ζουν σε έναν τόσο μικρό γεωγραφικό χώρο. Οι ομάδες δεν έχουν τίποτα κοινό, «οι εθνικές ελπίδες τους είναι ασύμβατες». Γι' αυτό η χώρα έπρεπε, σύμφωνα με την Επιτροπή, να χωριστεί στα δύο.
Αν και το σχέδιο παρέμεινε στο συρτάρι, αποτέλεσε το προσχέδιο για όλες τις περαιτέρω προσπάθειες σχετικά με την εξάλειψη της σύγκρουσης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Το 1947 αναφέρθηκε σε αυτό και η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, αλλά απέτυχε λόγω αντίστασης από τα αραβικά κράτη.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου το 1948 και οι δύο πλευρές προσπάθησαν να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επικράτεια. Στην πραγματικότητα όμως ο πόλεμος έθεσε τα θεμέλια για τον εκτοπισμό των Παλαιστινίων. Σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, το 1967, ξέσπασε ο λεγόμενος «Πόλεμος των έξι Ημερών», κατά τον οποίο το Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Όχθη και την Ιερουσαλήμ. Η αρχική λύση των δύο κρατών πλέον φάνταζε μη πραγματοποιήσιμη.
Αφροδίτη Τζήμου και Νίκη Πουλιάση
Posted on 16 Ιουνίου, 2021
Ισραηλ και Παλαιστινη αντιμετωποι με τον πολεμο!!!
Η Παλαιστίνη είναι κυρίαρχο κράτος στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, το οποίο εκτείνεται από τα σύνορα της Αιγύπτου (νότια) μέχρι τα σύνορα του Λιβάνος (βόρεια) και ανατολικά μέχρι τον Ιορδάνη ποταμό. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, η περιοχή αποτελεί πεδίο εθνικών διεκδικήσεων και συγκρούσεων μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων.
Η ονομασία Παλαιστίνη είναι Ελληνική. Οι Ρωμαίοι, τον 2ο αιώνα π.Χ., ονόμαζαν την περιοχή «Παλαιστίνη της Συρίας», ως περιοχή της Συρίας. Το όνομα Παλαιστίνη αναβίωσε και καθιερώθηκε επίσημα ως ανεξάρτητο έδαφος από τον Ιορδάνη ποταμό μέχρι τις ακτές της Μεσογείου μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν δημιουργήθηκε ως κράτος κατ΄ εντολή και παραχωρήθηκε υπό την προστασία των Άγγλια.
Το 1917 μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξεσηκώθηκαν και οι Άραβες για τη δική τους ανεξαρτησία. Τότε η Αντάντ (δηλ. Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία), τους υποσχέθηκαν πλήρη ανεξαρτησία με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου οπότε και ξεκίνησε ο ένοπλος απελευθερωτικός τους αγώνας.
Ακολούθησε η «Διακήρυξη του Μπάλφουρ», η οποία και προσδιόριζε μία εθνική εστία μόνιμης βάσης των Εβραίων στην Παλαιστίνη, η οποία κατά τη διάρκεια των απελευθερωτικών εκείνων επιχειρήσεων είχε ανακηρυχθεί ως «κράτος κατ΄ εντολή» της Κοινωνίας των Εθνών υπό αγγλική προστασία. Καθεστώς που παρέμεινε μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο νεοσυσταθείς Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, το 1947 ψηφίζει την ιστορική απόφαση 181 με την οποία επιβλήθηκε διχοτόμηση της Παλαιστίνης σε δύο διαφορετικά κράτη κατά γλώσσα, πολιτισμό και θρησκεία: ένα αραβικό, και ένα εβραϊκό, το Ισραήλ. Ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ των Αράβων και των Ισραηλινών, σε αυτό που περιγράφεται ως εμφύλιος πόλεμος του 1947-48 στην Παλαιστίνη υπό Βρετανική Εντολή, ο οποίος οδήγησε στον πρώτο Αραβό-Ισραηλινό πόλεμο του 1948 (15 Μαΐου 1948 - 10 Μαρτίου 1949), μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κράτους του Ισραήλ στις 14 Μαΐου 1948.
ΟΑΣΗ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ......
Το 1946 μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, σε μία περιοχή που εδώ και αιώνες κατοικούσαν οι Παλαιστίνιοι.
Με απόφαση του Ο.Η.Ε. ορίστηκαν τα σύνορα του κράτους, στα οποία συμπεριλαμβάνεται μεγάλη έκταση από την Παλαιστίνη.
Εδώ και χρόνια υπάρχει ένα αβάσταχτο μίσος ανάμεσα στους Παλαιστίνιους και του Ισραηλινούς. Τους διακατέχει φανατισμός και αντιπαλότητα, διότι οι διαμάχες και ο πόλεμος ανάμεσά τους δεν έχει ακόμα τελειώσει.
Το γεγονός ότι αυτοί οι δύο λαοί βρίσκονται σε μακροχρόνια σύρραξη δεν εμπόδισε τη δημιουργία ενός «ιδιαίτερου» σχολείου το 1980. Το σχολείο αυτό βρίσκεται σε ένα χωριό του Ισραήλ το οποίο ιδρύθηκε από τον Μπρούνο Χουσάρ και στο οποίο εξήντα οικογένειες αραβικές και εβραϊκές ορίζουν μόνες τους τη ζωή τους.
Στην όαση της Ειρήνης απασχολούνται, εκτός από τους δασκάλους, και αρκετοί εθελοντές από πολλά μέρη του κόσμου.
Κάθε χρόνο γράφονται περισσότερα από 300 παιδιά (από 3 μηνών μέχρι 12 ετών!).
Εκεί τα παιδιά μαθαίνουν δύο γλώσσες, δύο θρησκείες ενώ διδάσκονται οι ιστορίες και των δύο λαών. Το σχολείο διαθέτει ξενοδοχείο, αίθουσα συνεδριάσεων και εστιατόρια, χώρο προσευχής και για τις δύο θρησκείες υπό την επονομασία «Οίκος της σιωπής», και Κέντρο Τεχνών και Πολιτισμού όπου φιλοξενούνται και οι δύο κουλτούρες.
Κελυ Αργυρη και Ιωαννα Βλαχου......😋😋🤣🤣😂😂😆😅
Posted on 16 Ιουνίου, 2021
Ισραήλ-Παλαιστίνη!!!
Ήταν 14η Μαΐου, όταν ο Δαβίβ Μπεν Γκουριόν, ο επικεφαλής του Παγκόσμιου Σιωνιστικού Κογκρέσου κήρυξε στο μουσείο του Τελ Αβίβ την ίδρυση του Ισραήλ! Για τους Εβραίους ήταν η επιστροφή στην “Γη της Επαγγελίας”. Για τους Άραβες της Παλαιστίνης ήταν η αρχή του τέλους ή αλλιώς η Nakba, η “Ημέρα της Καταστροφής”.
Έτσι ξεκίνησαν όλα και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε ή μάλλον αυτό ήταν η αρχή του τέλους. Γιατί η ένταση ξεκίνησε πολύ νωρίτερα…
Η Βρετανία πήρε τον έλεγχο της περιοχής της Παλαιστίνης μετά την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η περιοχή αυτή είχε καταληφθεί από μειονότητα των Εβραίων και πλειονότητα Αράβων. Οι εντάσεις μεταξύ των δύο λαών μεγάλωναν όταν η Διεθνής Κοινότητα έδωσε την άδεια στη Βρετανία να εγκαθιδρύσει ένα “διεθνές σπίτι” στην Παλαιστίνη για τους Ιουδαίους. Αυτή ήταν η διακήρυξη του Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ, του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών, Μπάλφουρ, για την εγκαθίδρυση μιας «εβραϊκής πατρίδας» με σεβασμό στα δικαιώματα των λαών που ζουν ήδη στην περιοχή…
Να σημειώσουμε εδώ, πως το Παλαιό κράτος του Ισραήλ είχε πάψει να υφίσταται από το 70 όταν η Ιερουσαλήμ είχε κυριευτεί από τους Ρωμαίους του αυτοκράτορα Τίτου. Το ονόμασαν Ιουδαία και Παλαιστίνη της Συρίας.
Για τους Εβραίους, ήταν το προγονικό τους σπίτι, αλλά οι Παλαιστίνιοι Άραβες διεκδικούσαν επίσης τη γη και αντιτάχθηκαν φυσικά στην διακήρυξη αυτή.
Μεταξύ του 1920 και του ΄40, ο αριθμός των Εβραίων που έφτασε κατά κύματα μεγάλωσε αρκετά, καθώς πολλοί έφυγαν από την Ευρώπη και αναζήτησαν τη “μητέρα πατρίδα”, ιδίως μετά τα όσα δεινά υπέστησαν στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και το “Ολοκαύτωμα”.
Η βία μεταξύ των Εβραίων και των Αράβων υπό τον νόμο των Βρετανών μεγάλωνε συνεχώς. Το 1947 η Διεθνής Κοινότητα ψήφισε να χωριστεί η Παλαιστίνη σε κράτη των Εβραίων και των Αράβων με την Ιερουσαλήμ να μετατρέπεται σε μία διεθνή πόλη. Το πλάνο έγινε αποδεκτό από τους Εβραίους, αλλά απορρίφθηκε από τους Άραβες και δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Το 1948, μην μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημα, οι Βρετανοί αποχώρησαν και οι Εβραίοι ηγέτες δήλωσαν τη δημιουργία του Κράτους του Ισραήλ. Πολλοί Παλαιστίνιοι αντιτάχθηκαν και ακολούθησε πόλεμος με επιθέσεις στρατευμάτων σε γειτονικές αραβικές χώρες.
Εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι εγκατέλειψαν ή αναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους σε αυτό που αποκαλούν πλέον “Al Nakba” ή αλλιώς «Καταστροφή».
Οι μάχες έληξαν ένα χρόνο αργότερα με εκεχειρία και το Ισραήλ έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής. Η Ιορδανία κατέλαβε τη γη που έγινε γνωστή ως “Δυτική Όχθη” και η Αίγυπτος κατέλαβε τη “Γάζα”. Η Ιερουσαλήμ χωρίστηκε μεταξύ των Ισραηλινών στη Δύση και των Ιορδανών στην Ανατολή.
Τις επόμενες δεκαετίες - από τη στιγμή που δεν υπήρξε ειρηνευτική συμφωνία και κάθε πλευρά κατηγορούσε την άλλη - υπήρξαν περισσότεροι πόλεμοι και μάχες.
Σε έναν άλλο πόλεμο το 1967, το Ισραήλ κατέλαβε την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Δυτική Όχθη, καθώς και τα περισσότερα μέρη από τις οροσειρές Γκόλαν στη Συρία, τη Γάζα και την αιγυπτιακή χερσόνησο του Σινά. Οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες και οι απόγονοί τους ζουσαν στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, όπως επίσης και στη γειτονική Ιορδανία, τη Συρία και τον Λίβανο.
Το Ισραήλ δεν επέτρεψε στους απογόνους τους να επιστρέψουν στα σπίτια τους, καθώς όπως έλεγε κάτι τέτοιο θα κατέκλυσε τη χώρα και θα απειλούσε την ύπαρξή του εβραϊκού κράτους.
Το Ισραήλ εξακολουθεί να καταλαμβάνει τη Δυτική Όχθη, και παρόλο που αποχώρησε από τη Γάζα, τα Ηνωμένα Έθνη εξακολουθούν να θεωρούν αυτό το κομμάτι γης ως μέρος κατεχόμενου εδάφους.
Το Ισραήλ διεκδικεί ολόκληρη την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα, ενώ οι Παλαιστίνιοι ισχυρίζονται πως η ανατολική Ιερουσαλήμ είναι η πρωτεύουσα ενός μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους.
Οι ΗΠΑ είναι μία από τις λίγες μόνο χώρες που αναγνωρίζουν τον ισχυρισμό του Ισραήλ.
Τα τελευταία 50 χρόνια το Ισραήλ έχει χτίσει οικισμούς σε όλες αυτές τις περιοχές, όπου ζουν περισσότεροι από 600.000 Εβραίοι. Οι Παλαιστίνιοι λένε ότι είναι παράνομοι σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και αποτελούν εμπόδια στην ειρήνη που θέλουν να εγκαθιδρύσουν τις περιοχές, αλλά το Ισραήλ αρνείται τους ισχυρισμούς τους.
Οι εντάσεις ήταν συχνά πολύ υψηλές μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων που ζουν στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, τη Γάζα και τη Δυτική Όχθη.
Η Γάζα κυβερνάται από τη παλαιστινιακή μαχητική ομάδα που ονομάζεται “Χαμάς”, η οποία έχει πολεμήσει το Ισραήλ πολλές φορές, το οποίο μαζί με την Αίγυπτο ελέγχουν αυστηρά τα σύνορα της Γάζας για να εμποδίσουν την είσοδο όπλων προς την “Χαμάς”.
Οι Παλαιστίνιοι στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη φωνάζουν για την τρομοκρατία και τη βία από την πλευρά των Ισραηλινών δυνάμεων ενώ το Ισραήλ από τη δική του, υποστηρίζει ότι ενεργεί αποκλειστικά για να προστατευθεί από τη βία της Παλαιστίνης.
Τα πράγματα κλιμακώθηκαν από την αρχή της μουσουλμανικής γιορτής του Ραμαζανιού στα μέσα του περασμένου Απριλίου, με τις νυχτερινές συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και Παλαιστινίων να είναι συχνές, ενλω οργή προκάλεσε η έξωση Παλαιστίνιων οικογενειών από την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Υπάρχει ένας αριθμός θεμάτων στα οποία Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν. Σε αυτά περιλαμβάνεται τι πρέπει να γίνει με τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες, από τότε που οι Εβραίοι κατοίκησαν στη Δυτική Όχθη και πολύ περισσότερο, που το κράτος της Παλαιστίνης θα δημιουργηθεί δίπλα σε αυτό του Ισραήλ. Οι συζητήσεις γι αυτά τα θέματα έχουν ξεκινήσει εδώ και 25 χρόνια αλλά καμία λύση δεν έχει βρεθεί.
Η οποιαδήποτε συμφωνία ειρήνης επιβάλει και τις δύο πλευρές. Μέχρι τότε… η ένταση συνεχίζεται!
Posted on 15 Ιουνίου, 2021
Μια διαμάχη δίχως τέλος
Μια διαμάχη δίχως τέλος
Ισραήλ και Παλαιστίνη. Δύο λαοί, ένα κομμάτι γης, μια αρχαία διαμάχη. Οι «αναζωπυρώσεις» συχνές, οι αιματοχυσίες και ο θάνατος αμάχων θλιβερή πραγματικότητα και η αδυναμία εύρεσης μιας διπλωματικής λύσης, μετά από τόσες δεκαετίες, σχεδόν εξοργιστική για την κοινή γνώμη. Ζητήματα όπως η αναγνώριση και η εθνική ασφάλεια του Ισραήλ, το καθεστώς της Ιερουσαλήμ και των κατεχομένων εδαφών, οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες, οι οικισμοί των Ισραηλινών και η κατανομή των φυσικών πόρων παραμένουν ακόμα άλυτα.
Η αρχή της διαμάχης
Για να βρούμε την ρίζα του προβλήματος θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το πέρασμα της περιοχής που είναι σήμερα η Παλαιστίνη υπό την Βρετανική επιρροή. Αυτό συνέβη με ένα σύστημα Διεθνούς Εποπτείας το 1922, το οποίο λέγεται Εντολή. Πρόκειται για εντολές οι οποίες δόθηκαν από την Κοινωνία των Εθνών και έτσι η Παλαιστίνη δόθηκε υπό την εντολή των Βρετανών
Οι Βρετανοί προκειμένου να βρουν συμμάχους εναντίων των Οθωμανών κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν δώσει υποσχέσεις για κράτος στην περιοχή και προς τους Εβραίους και προς τους Παλαιστίνιους. Βέβαια, εκείνη την εποχή, οι Παλαιστίνιοι Άραβες στην Παλαιστίνη ήταν πάνω από 85 τοις εκατό του πληθυσμού. Με σταδιακή όμως, εγκατάσταση Εβραίων καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου από το 1922 μέχρι το 1940, η πληθυσμιακή σύνθεση άλλαξε. Αυτό οδήγησε σε μεγάλες συγκρούσεις και μετά ήρθε το Ολοκαύτωμα στην Ευρώπη από τους Ναζί, το οποίο δημιούργησε ακόμα πιο μεγάλες διεθνείς πιέσεις στην Βρετανία για να δημιουργήσει ένα κράτος Εβραίων στην περιοχή της Παλαιστίνης. Στην απόφαση αυτοί οι Άραβες αντέδρασαν έντονα, καθώς θεώρησαν ότι δεν μπορεί να γίνει ένα τέτοιο κράτος σε μια περιοχή όπου είχαν πλειοψηφία. Έτσι το 1947, τα Ηνωμένα Έθνη και μετά από μεγάλη διπλωματική μάχη, αποφάσισαν ότι θα πρέπει να δημιουργηθούν δύο κράτη στην Παλαιστίνη: ένα Ισραηλινό και ένα Παλαιστινιακό.
Οι Άραβες δεν δέχονται αυτή την απόφαση και έχουμε τον πρώτο Αραβοΐσραηλινό πόλεμο το 1948. Το Ισραήλ νικά και αποτέλεσμα είναι να καταλάβει μια σειρά από εδάφη Παλαιστινίων. Από αυτή την πρώτη ‘κατάληψη’ εδαφών, φεύγουν περί το ένα εκατομμύριο Παλαιστίνιοι πρόσφυγες, οι οποίοι κατευθύνθηκαν προς την δυτική όχθη του Ιορδάνη, στην Γάζα, στην Συρία και τον Λίβανο.
Θα ακολουθήσουν άλλοι δύο αραβοϊσραηλινοί πόλεμοι το 1967 και το 1973. Στον πρώτο πόλεμο, γνωστό και ως «Πόλεμο των έξι ημερών», το Ισραήλ θα καταλάβει την δυτική όχθη του Ιορδάνη και ένας μεγάλος πληθυσμός Παλαιστινίων θα βρεθεί υπό κατοχή.
Μετά από διάφορες περιπέτειες και πολέμους, φτάνουμε στο 1987 όταν και γίνεται η πρώτη μεγάλη εξέγερση των Παλαιστινίων, η Ιντιφάντα, η οποία αναγκάζει το Ισραήλ να έρθει σε αδιέξοδο, καθώς κατ’ ουσία χρησιμοποίησε τον στρατό, δημιουργώντας γενική κατακραυγή. Από την άλλη μεριά, η Παλαιστίνη λόγω του ότι είχε ταχθεί με τη λάθος πλευρά στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου το 1991, αναγκάστηκε να κάνει βήματα συμβιβασμού. Έτσι έγινε η πρώτη συμφωνία ειρήνης, η Συμφωνία του Όσλο
Η συμφωνία αυτή παραδίδει κάποια εδάφη σε παλαιστινιακή διοίκηση, όμως αφήνει τα τέσσερα βασικά προβλήματα του παλαιστινιακού ζητήματος άλυτα: το εδαφικό, το ζήτημα της Ιερουσαλήμ, το ζήτημα των υδάτων και το ζήτημα των προσφύγων. Η μη διευθέτηση των ζητημάτων αυτών, οδηγεί σε νέες συγκρούσεις και στην δεύτερη μεγάλη εξέγερση, την Ιντιφάντα του 2000, η οποία καταπνίχθηκε από τον ισραηλινό στρατό. Έκτοτε υπήρξαν συγκρούσεις μεταξύ της παλαιστινιακής παραστρατιωτικής οργάνωσης Χαμάς και της πολιτικό-στρατιωτικής οργάνωσης του Γιασέρ Αραφάτ Φατάχ με αποτέλεσμα οι Παλαιστίνιοι να χωριστούν.
Όαση ειρήνης💜
Το γεγονός ότι αυτοί οι δύο λαοί βρίσκονται σε μακροχρόνια σύρραξη δεν εμπόδισε τη δημιουργία ενός «ιδιαίτερου» σχολείου το 1980. Το σχολείο αυτό βρίσκεται σε ένα χωριό του Ισραήλ το οποίο ιδρύθηκε από τον Μπρούνο Χουσάρ και στο οποίο εξήντα οικογένειες αραβικές και εβραϊκές ορίζουν μόνες τους τη ζωή τους.
Το όνομά του "Όαση της Ειρήνης" ή αλλιώς: Neve Shalom στα εβραϊκά ή Wahat al-Salam στα αραβικά.
Στην όαση της Ειρήνης απασχολούνται, εκτός από τους δασκάλους, και αρκετοί εθελοντές από πολλά μέρη του κόσμου.
Κάθε χρόνο γράφονται περισσότερα από 300 παιδιά (από 3 μηνών μέχρι 12 ετών!).
Εκεί τα παιδιά μαθαίνουν δύο γλώσσες, δύο θρησκείες ενώ διδάσκονται οι ιστορίες και των δύο λαών. Το σχολείο διαθέτει ξενοδοχείο, αίθουσα συνεδριάσεων και εστιατόρια, χώρο προσευχής και για τις δύο θρησκείες υπό την επονομασία «Οίκος της σιωπής», και Κέντρο Τεχνών και Πολιτισμού όπου φιλοξενούνται και οι δύο κουλτούρες.
Οι μαθητές, παράλληλα με τα μαθήματα, ασχολούνται με την μουσική, την ζωγραφική, το θέατρο και συμμετέχουν σε διάφορα παιχνίδια και εργαστήρια που έχουν σκοπό να τους διδάξουν την απέχθεια προς τον πόλεμο και την αγάπη προς την ειρήνη.
Το πειραματικό χωριό διοργανώνει διαρκώς σειρές σεμιναρίων και συζητήσεων για την αναγκαιότητα αρμονικής συμβίωσης των δύο λαών και συχνά αντιπροσωπείες από όλες τις μεριές του Ισραήλ, των αυτόνομων περιοχών, αλλά και από άλλες χώρες το επισκέπτονται για να δουν από κοντά το πείραμα, που διαλύει κάθε έννοια εθνικής μισαλλοδοξίας και μίσους.
Έτσι, λοιπόν, σε μια περιοχή που φλέγεται από τον φανατισμό και την μισαλλοδοξία, μια σπουδαία προσπάθεια δασκάλων και εθελοντών από όλο τον κόσμο μαθαίνει στα παιδιά να συνυπάρχουν σεβόμενοι ο ένας την διαφορετικότητα του άλλου και να ζουν αρμονικά χωρίς προστριβές και εντάσεις.
Σοφία Σαραμανίδη
Posted on 23 Απριλίου, 2021
Πάσχα!!!🐰✨✝️
Τι είναι Πάσχα;
Το Πάσχα δεν είναι τα δώρα και η λαμπάδα της νουνάς ,δεν είναι το αρνί στην σούβλα ,δεν είναι τα κόκκινα αυγά και η μαγειρίτσα της γιαγιάς ! Τον Πάσχα είναι είναι η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης ,γιατί αναστήθηκε ο Ιησούς Χριστός.Οι περισσότεροι την Σαρακοστή κάνουνε νηστεία και πηγαίνουν στην εκκλησία.
Από την Ιωάννα και την Νίκη!!!