Αυτό το ερώτημα γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό όταν το θέτει κάποιος που έχει ζήσει αλλού. Όταν ένας δημότης επιστρέφει στην Καστοριά μετά από 17 χρόνια στο Μόναχο και 10 χρόνια σε πόλεις της Αγγλίας το πολιτισμικό σοκ είναι τεράστιο. Δεν επιστρέφει απλά σε μια επαρχιακή πόλη – επιστρέφει σε μια κοινωνία βολεμένη, κλειστή, φοβική και αμετανόητα πρόχειρη.

Απέναντί του βρίσκει δημόσιους λειτουργούς που δεν έχουν ζήσει ούτε μία μέρα σε διαφορετική αστική κουλτούρα – μόνο ολιγοήμερες τουριστικές εξορμήσεις, ίσα-ίσα για να τραβήξουν φωτογραφίες με κάποιο ευρωπαϊκό φόντο και να επιστρέψουν «σοφότεροι». Άνθρωποι που κατέχουν θέσεις ευθύνης χωρίς να έχουν ποτέ πραγματικά μορφωθεί, όχι μόνο τυπικά, αλλά ουσιαστικά. Που ζουν με τη νοοτροπία τού «δεν βαριέσαι», τού «καλά είμαστε κι έτσι», τού «σιγά μη αλλάξει τίποτα». Άνθρωποι που αντιδρούν με επιθετικότητα στην αλλαγή γιατί τους ξεβολεύει από τον μικρόκοσμό τους.

Πώς να εξηγήσεις σε αυτούς τι σημαίνει βιώσιμος δημόσιος χώρος, τι σημαίνει πόλη για τον άνθρωπο, όταν το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να βρουν κάπου να παρκάρουν και να ανοίξει άλλο ένα μαγαζί με καφέ; Πώς να τους μιλήσεις για σύγχρονη αστική ταυτότητα, όταν είναι δέσμιοι μιας κουλτούρας που έχει μάθει να μεταφράζει την κάθε "ανάπλαση" ως περισσότερα πλακάκια, περισσότερο τσιμέντο και πιο πολλές καρέκλες κάτω από τέντες;

Το να προσπαθεί να εξηγήσει ότι αυτό που σήμερα θεωρούμε «ανάπλαση» είναι ένα κακέκτυπο σύγχρονου σχεδιασμού, ακούγεται σαν πολυτέλεια ή ακόμα και ως "γκρίνια". Όταν επισημαίνει την έλλειψη παιδείας – όχι μόνο ακαδημαϊκής αλλά πολιτισμικής – θεωρείται υπερβολικός ή αλαζόνας. Μα πώς να πείσεις κάποιον για την αξία ενός πάρκου, όταν ό,τι ξέρει είναι η πλατεία-καφετέρια; Πώς να εξηγήσεις την έννοια της βιωσιμότητας, όταν αυτή αντικαθίσταται από πλακάκια, κάγκελα και καλαίσθητα… παγκάκια χωρίς ζωή γύρω τους;

Η σύγκρουση εδώ δεν είναι απλώς διαφορά νοοτροπίας. Είναι ρήγμα εμπειριών. Κι αν δεν γεφυρωθεί, τότε καμία πρόοδος δεν μπορεί να σταθεί. Γιατί η πρόοδος ξεκινάει όταν πρώτα καταλάβουμε τι μας λείπει.

Είναι τραγικό – και εξοργιστικό – το ότι μια πόλη με φυσική ομορφιά και ιστορικό υπόβαθρο πνίγεται στην αμορφωσιά, στην αδιαφορία και στην ανικανότητα. Γιατί, ναι, εδώ δεν μιλάμε για καλοπροαίρετη άγνοια. Μιλάμε για έναν εθελούσιο σκοταδισμό, μια άρνηση να δεις το φως ακόμα κι όταν σου το δείχνουν.

Όσο τέτοιες νοοτροπίες συνεχίζουν να ελέγχουν την εξέλιξη της πόλης, τόσο η Καστοριά θα παραμένει στάσιμη – παγιδευμένη σε μια μετριότητα που δεν της αξίζει. Και τόσο οι λίγοι που έχουν δει κάτι καλύτερο, θα νιώθουν ξένοι στον ίδιο τους τον τόπο.

ΖΗΣΗΣ ΝΙΤΣΑΣ