Σκέψεις περί του σωστού και του λάθους

Να δογματίσει κάποιος για το σωστό και το λάθος στη γλώσσα είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Σίγουρα οι κανόνες είναι κανόνες, όμως η ιστορία της γλώσσας έχει αποδείξει ότι η γλώσσα διαμορφώνεται από τον λαό που τη μιλά και με τη σειρά του, φυσικά, αυτή τον διαμορφώνει. Αν η γλώσσα δεν άλλαζε μέσα από τα μικρά της λάθη, δεν εξελισσόταν μέσα από τα σφάλματά της στο χρόνο, θα μιλούσαμε ακόμη αρχαία ελληνικά, θα βρισκόμασταν δηλαδή στην πρωταρχική και τέλεια μορφή της γλώσσα μας.
Να ορίσει κάποιος το λάθος είναι σε πολλές περιπτώσεις εξίσου αυθαίρετο με την ίδια την παραβίαση του κανόνα. Λέμε οι φιλόλογοι: Δεν είναι σωστή η πρόταση «ευχαρίστησε όλους όσους του ευχήθηκαν». Η σωστή είναι « ευχαρίστησε όλους όσοι του ευχήθηκαν». Σωστά, αυτός είναι ο κανόνας, επειδή η εσωτερική σύνταξη της εξαρτημένης αναφορικής πρότασης « όσους του ευχήθηκαν», { δεν βγαίνει και νόημα ε;}, απαιτεί την αναφορική αντωνυμία όσους στην ονομαστική όσοι, για να έχει τη συντακτική θέση του υποκειμένου.
Αυτά στη νέα ελληνική. Στην αρχαία ελληνική τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά:
Θουκ. 7.21.3 «καὶ πρὸς ἄνδρας τολμηρούς, οἵους καὶ Ἀθηναίους», ( μτφρ. και σε άντρες τολμηρούς, όπως είναι οι Αθηναίοι). Κανονικά θα έπρεπε να λέει «οἷοι Ἀθηναῖοι εἰσιν» γιατί κι εδώ το οἵους καὶ Ἀθηναίους, όπως στα νέα ελληνικά το «όσους», δεν μπορεί να είναι σε αιτιατική. Δεν το επιτρέπει η σύνταξη της αναφορικής πρότασης, όπως και στο προηγούμενο παράδειγμα στα νέα ελληνικά. Δικαιολογείται όμως στο Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής. Το φαινόμενο ονομάζεται έλξη του Αναφορικού και συναντάται από τον Όμηρο ακόμη. Με απλά λόγια το αναφορικό έλκεται από την πτώση της λέξης στην οποία αναφέρεται ή προσδιορίζει. Στην αρχαία γλώσσα σωστό, στη νέα λάθος. Κανόνες…
Οι κανόνες, όμως, ορίζονται από επιστήμονες, όχι από τη ζωντανή γλώσσα, που μιλά ο λαός, ο οποίος χαράσσει το δικό του δρόμο, κι ας εξεγείρεται ο Μπαμπινιώτης γιατί ο κόσμος λέει «στις μία» κι όχι «στη μία», Σαββάτο κι όχι Σάββατο. Όταν το λάθος γίνει συνήθεια θα γίνει το λάθος ο κανόνας.
Θα δώσω άλλο ένα παράδειγμα από τον Αριστοφάνη με τον οποίο καταγίνομαι λίγο τώρα τελευταία. Στον στίχο 66 της κωμωδίας Πλούτος συναντάμε τη φράση «κακόν κακῶς», που έχει την ίδια σημασία με τη σημερινή «κακήν κακώς» ( π.χ στα νέα ελληνικά, όταν λέμε την έδιωξε κακήν κακώς), μόνο που στην περίπτωση του «κακόν κακῶς», αναφερόμαστε σε αρσενικό πρόσωπο. Τον έδιωξε κακόν κακώς. Εννοείται σε αιτιατική πτώση η μετοχή του ρήματος εἰμί ( είμαι), ὄντα, (επειδή ήταν κακός). Έτσι και στα νέα ελληνικά την έδιωξε κακώς, με άσχημο τρόπο, επειδή ήταν κακιά. Παρόμοια και στο στίχο 68 χρησιμοποιείται η φράση «κακούς κακῶς», καθώς και στον 879 «εἰ τούς συκοφάντας ἐξολεῖ κακούς κακῶς», ( αν αφανίσει κακήν κακώς τους συκοφάντες, γράφει ο μεταφραστής). Το σωστό θα ήταν να αφανίσει κακούς κακώς τους συκοφάντες. Παρέμεινε το κακήν κακώς, ένα λάθος που το δικαίωσε κι εδώ η χρήση της γλώσσας κι ο λαός που τη μιλά. Προφανώς το λάθος να δέχεται και κοινωνιογλωσσικού τύπου ανάλυση, μια και στους περασμένους αιώνες ο άνδρας έδιωχνε τη γυναίκα κακήν κακώς κι όχι το αντίστροφο.
Δεν έχει σημασία. Εκείνο που έχει σημασία, μπροστά στο μεγαλείο της γλώσσας που μας έδωσαν, της ελληνικής, είναι να τη μελετάμε και να την διδάσκουμε, με τους κανόνες της βεβαίως, χωρίς υπερβολές όμως, χωρίς φιλολογική υστερία και σχολαστικισμό. Εξάλλου, εκτός από τα λόγια μας τα ελληνικά, πιο πολύ μας χαρακτηρίζουν οι ελληνικές οι πράξεις μας….

Τη γλώσσα μας έδωσαν ελληνική…

Τη γλώσσα μας έδωσαν ελληνική…
Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική

Δεν χρειάζονται περιττές εισαγωγικές αναφορές. Στόχος αυτών των αναρτήσεων είναι να καταδείξω τη συνέχεια της γλώσσας μας και κατ’ επέκταση τη φυσική συνέχεια του ελληνισμού. Η γλώσσα μας που είναι ενιαία και μία, δεν έπαψε ποτέ της να ομιλείται. Η συνέχεια αυτή, που είναι συνέχεια και τρόπου αντίληψης των πραγμάτων, αλλά και ηθών, μαρτυρείται και αποδεικνύεται κυρίως με τη μελέτη των αρχαίων κειμένων. Πηγή, όπως και στις τελευταίες μου αναρτήσεις, ο Αριστοφάνης. Οι αναφορές από Αχαρνής, Νεφέλαι, Λυσιστράτη, Ειρήνη, Ιππείς και Όρνιθες.
Αχαρνής
Μια γνωστή φράση με τον κούκο στα νέα ελληνικά συναντάται στον στίχο 598, όπου ο Δικαιόπολης κατηγορεί τον Λάμαχο ότι ως στρατηγός εισπράττει το παραδάκι του μισθού (πρβλ μισθαρχίδης) και ο Λάμαχος διαμαρτύρεται: «εχειροτόνησάν γαρ με», δηλαδή «με ψηφίσανε» [με ανάταση του χεριού]. Αλλ’ ο Δικαιόπολης τον κόβει: «κόκκυγες γε τρεις», (τρεις κούκοι,) δηλαδή λίγοι και να μην καυχιέσαι. Ο Ησύχιος, λεξικογράφος του 6ου αιώνα μ.Χ. επεξηγεί τη φράση: «επί υπονοηθέντων πλειόνων είναι και ολίγων όντων», δηλαδή όταν δίνεται η εντύπωση πως είναι περισσότεροι ενώ είναι λίγοι. Τρεις κι ο κούκος…
Νεφέλαι
Στον αγώνα λόγων του δίκαιου και του άδικου λόγου και στους στίχους 903-4 συναντάμε στα λόγια του δίκαιου λόγου τον άγραφο νόμο να σηκωνόμαστε και να παραχωρούμε τη θέση μας στους γεροντότερους «καί τῶν θώκων τοῖς πρεσβυτέροις ὑπανίστασθαι προσιοῦσιν»( και να δίνεις στους γέρους τη θέση σου).
Λυσιστράτη
Στον στ. 612 συναντάται ένα ταφικό έθιμο που έμεινε αναλλοίωτο κατά τους αιώνες που πέρασαν. Η Λυσιστράτη αναφερόμενη στον Πρόβουλο, ένα άνδρα που διαπραγματεύεται για τις προθέσεις των γυναικών, λέει: «Ἀλλ' εἰς τρίτην γοῦν ἡμέραν σοι πρῲ πάνυ ἥξει παρ' ἡμῶν τά τρίτ' ἐπεσκευασμένα», (Πρωί πρωί θα έρθουμε στο τριήμερο να σου ψάλλουμε «τρισάγιο». Προσφορές στους τάφους γίνονταν την τρίτη, ένατη και δέκατη τρίτη μέρα ύστερα από τον θάνατο και μετά μια φορά τον χρόνο (Κ. Γεωργουσόπουλος (Κ.Χ.ΜΥΡΗΣ), 1993, σ. 172). Και σήμερα μνημόσυνα τελούνται την τρίτη και την ένατη ημέρα από την ταφή, και μετά μια φορά το χρόνο..
Ειρήνη
Άλλο ένα ευφυολόγημα με ζώα λίγο στο στ.1083 «Οὔποτε ποιήσεις τόν καρκίνο ὀρθά βαδίζειν», ( ποτέ δεν θα κάνεις τον κάβουρα να περπατά ίσια). Πασίγνωστο το λαϊκό γνωμικό στα νέα ελληνικά «στραβά πηγαίνεις κάβουρα θα δω την καταντιά σου».
Στους στ.1340-1343 συναντάται το έθιμο του γάμου να σηκώνουν το γαμβρό στα χέρια, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα: «Ἀλλ' ἀράμενοι φέρομεν οἱ προτεταγμένοι τόν νυμφίον», ( αλλά εμείς οι μπροστινοί τώρα να σηκώσουμε το γαμπρό στα χέρια).
Ιππείς
Στον στ.116 συναντάμε την προσκύνηση: «ἔπειτα τήν γῆν πρόσκυνον καί τους θεούς»( προσκύνησε τη γη και τους θεούς). Και στον 640 «Κἀγώ προσέκυσα», ( κι εγώ προσκύνησα). Οι αρχαίοι προσκυνούσαν τους θεούς τους, όχι όμως και ανθρώπους. Η περίφημη φράση του γέρου του Μοριά «έλληνα σήκω όρθιος εμείς ούτε τους θεούς προσκυνάμε» είναι αμφιβόλου προέλευσης και αναληθής.
Όρνιθες
Τέλος στους στ.503-507 συναντάται ένας διάλογος Πισθέταιρου και Ευελπίδη που παρουσιάζει ιδιαίτερο γλωσσολογικό ενδιαφέρον. Ο διάλογος αναφέρεται στην προσφορά των πουλιών. Λέει ο Πισθέταιρος:
- Στην Αίγυπτο, εξάλλου, και σ’ όλη τη Φοινίκη βασιλιάς ήταν ο κούκκος (κόκκυξ). Όποτε αυτός έκανε κούκου «εἴποι κόκκυ», τότε όλοι οι φοίνικες πήγαιναν στους κάμπους και θέριζαν το σιτάρι και το κριθάρι.
Στο σημείο αυτό ο Ευελπίδης συμπληρώνει:
-Καλά το λέει η παροιμία «άμα σε κάνει κούκου τράβα να σπείρεις…», «κόκκυ, ψωλοί πεδίονδε…»
Είναι γνωστή βέβαια η φράση στα νέα ελληνικά «αν σου κάνει κούκου». Παρόμοια είναι, και με σεξουαλικό υπονοούμενο, η αρχαία αυτή παροιμία, που είναι και κυριολεκτική, καθώς ο κούκος «κάνει κούκου» στην Αίγυπτο και τη Φοινίκη τον Μάρτιο, μήνα κατά τον οποίο οι αιγύπτιοι και οι φοίνικες σπέρνουν κριθάρι και σιτάρι.
Ι. Αναγνώστου

Αριστοφάνης και ελληνικότητα…

Αριστοφάνης και ελληνικότητα…

 

Δεν υπάρχει ίσως άλλος κλασσικός, του οποίου ο λόγος να παραμένει τόσο ζωντανός και οικείος και να μαρτυρά τη διαχρονική συνέχειά μας, όσο ο Αριστοφάνης. Η γλώσσα του, καυστική και ευφάνταστη, μεταφέρει ως τις μέρες μας το μήνυμα της συνέχειας του ελληνισμού, ως τρόπου σκέψης και θέασης του κόσμου, μέσα από γλωσσικές μεταφορές και ειρωνείες, μέσα από παροιμίες, πανομοιότυπες γλωσσικές εκφράσεις και βρισιές των απλών αθηναίων, των δούλων, των ημίθεων και των θεών. Ίσως γιατί ο Αριστοφάνης γράφει τη γλώσσα του λαού, γι’ αυτό και πολλές εκφράσεις στα έργα του απαντούν στην δική μας καθημερινή νεοελληνική γλώσσα.

Σημειώνω μερικές που έχουν ενδιαφέρον, αρχίζοντας από την παροιμιώδη βρισιά των αρχαίων αθηναίων, η οποία και απαντάται στο σύνολο σχεδόν των έργων του Αριστοφάνη: «ἐς κόρακας», άι στον κόρακα, δηλαδή, όπως θα λέγαμε κι εμείς σήμερα, φράση η οποία, όπως παραδίδει ο αρχαίος σχολιαστής στον «Πλούτο», προήλθε από έναν απόκρημνο τόπο στην Αθήνα, ορμητήριο κοράκων, από τον οποίο έριχναν τους κακούργους. Μπορούμε να φανταστούμε συνεπώς ότι ο αρχαίος αθηναίος που είχε στο νου του το τοπωνύμιο χρησιμοποιούσε τη φράση όπως εμείς σήμερα την αντίστοιχη « άι στα τσακίδια».

Η κωμωδία «Σφῆκες», από το όνομά της και μόνο μαρτυρά τη γλωσσική ελληνική συνέχεια και σκέψη, αφού και σήμερα θα ονομάζαμε σφηκοφωλιά μια άνομη συντεχνία, όπως αυτή των δικομανών ηλιαστών, των επ’ αμοιβή δηλ. δικαστών του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας, που δεν θα άλλαζαν τη συκοφαντία «οὐδ΄ἄν ὀρνίθων γάλα λάβοιμι», ούτε με του πουλιού το γάλα, καθώς λέμε σήμερα για να εκφράσουμε την ευημερία και τον πλούτο.

Προσπερνώ τα αυτούσια «ὅ μή γένοιτο», που αναφωνούν οι αριστοφανικοί ήρωες για να μεταφέρω κάποια πιο διασκεδαστικά, όπως το «με ποίησον καπνόν», φράση με την οποία παρακαλά τον Δία ο δικομανής Φιλοκλέων για να ξεφύγει από τον γιο του και να τρέξει στην Ηλιαία, να γίνει δηλαδή καπνός… ή το εξίσου εντυπωσιακό «αν σας λέω κάτι παραπανήσιο να με φτύσετε» στους Βατράχους «ἤ στοιβήν ἴδης ἐνοῦσαν τοῦ λόγου κατάπτυσον», φράση με την οποία προλογίζει τους στίχους που πρόκειται να απαγγείλει ενώπιον του Διόνυσου ο Ευριπίδης, κατά την ποιητική αναμέτρησή του με τον Αισχύλο κάτω στον Άδη. Φέρνουν και μια ζυγαριά μάλιστα για να μετρήσει το « βᾶρος τῶν ρημάτων», το βάρος των λόγων, άλλη μια μεταφορά που κι αυτή άντεξε στο χρόνο.

Αλλά μήπως κι οι «Θεσμοφοριάζουσαι» δεν μαρτυρούν την ελληνική μας συνέχεια από τον πρώτο κιόλας στίχο τους, «Ὦ Ζεῦ, χελιδών ἆρά ποτε φανήσεται;», του κηδεστού (συγγενή) που συνοδεύει τον Ευριπίδη και παρακαλά να τελειώσει η χειμωνιάτικη ταλαιπωρία του και να έρθει η άνοιξη, την οποία, όπως ξέρουν και οι πέτρες στην Ελλάδα, φέρνουν τα χελιδόνια…

Ο κατάλογος δεν έχει σταματημό και ίσως δεν θα ήταν ανάγκη να υπενθυμίζουμε τα αυτονόητα, αν διάφοροι περισπούδαστοι ανθέλληνες δεν τα αρνούνταν. Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε σ’ όποιον αρνιέται την ταυτότητά μας την ελληνική ότι ελπίζουμε πως «πρύμναν ἀνακρούσηται», και να μην τρώγεται τόσο «μηδ' οὔτω σεαυτόν ἔσθιε» (Σφήκες), γιατί όσα ισχυρίζεται δεν αξίζουν ούτε μία τρίχα «ἄξιόν τι καί τριχός»( Βάτραχοι).

Και κλείνω εδώ, με την ελπίδα να προσέξουμε τα λόγια αυτά χαράμι να μην πέσουν χάμω, «τά εὖ λεγέσθαι μη πέσῃ φαύλως χαμᾶζ', εὐλαβεῖσθε», όπως προτρέπει ο αριστοφανικός χορός των Σφηκών. Να αναλογιστούμε ότι ο λαός μας, ο απλός ελληνικός λαός, αυτό που ονομάζουμε ελληνικό έθνος και που φυσικά δεν γεννήθηκε  κατά την επανάσταση του 1821, από τον 5 04/19/2021ο π.Χ αιώνα θαρρούσε πως τα λόγια ενίοτε μπορούν να πέσουν και κάτω. Και πως εδώ και χιλιάδες χρόνους ήξερε πως υπάρχουν… καθαρές κουβέντες και είχε το νου του να τις ακούσει: «προσέχετε τόν νοῦν εἴπερ καθαρόν τι φιλεῖτε [ρήμα]» (Σφήκες).

Ι. Αναγνώστου