Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη...
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι κ' εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια.
Kαι πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα,
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!
Ας ξεκινήσουμε με τη θέση πως ο ψαλμός Β’ της ενότητας «Τα Πάθη», της συλλογής Το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη, ανήκει στα πιο συγκλονιστικά εθνοκεντρικά και πολιτισμικά τιμαλφή του ποιητή. Πρόκειται για έναν ύμνο στην ελληνική γλώσσα, που εκτείνεται σε είκοσι εννέα στίχους. Ας δούμε λεπτομερώς τι λέει.
Στο πρώτο δίστιχο παρουσιάζεται το δίδυμο «γλώσσα-σπίτι» και μας ξαφνιάζει μια υποδηλούμενη σύγκριση ανάμεσα σε δύο, ανόμοια φαινομενικά μεγέθη, η οποία όμως προβάλλει διακριτικά την αξία και υπεροχή της γλώσσας ως εξισορροπητικού αντισταθμίσματος στο «σπίτι». Η γλώσσα σηκώνει το βάρος της ιστορίας και της αξίας της – «ελληνική», το σπίτι στην αντίπερα όχθη – «φτωχικό». Οπότε το επίθετο «ελληνική» ισοδυναμεί με το «πλούσια». Ο ποιητής προτιμώντας το επίθετο «ελληνική» αντί του «πλούσια», το οποίο θα καταδήλωνε το αντιθετικό ζεύγος και το λόγο σύγκρισης, σε ώρα που υπάρχει εθνική ανάγκη, επιλέγει την εθνικότητα.
Εξαρχής προκύπτει το ερώτημα ποιοι είναι οι δωρητές, ποιο το υποκείμενο της ρηματικής φράσης «μου έδωσαν». Ο ποιητής όμως δεν τους κατονομάζει, αφήνοντας το ποίημα σιγά σιγά να αποκαλύψει τα μυστικά του. Από τη στιγμή της δωρεάς και έπειτα δηλώνει:
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.
Από τον στίχο προκύπτει η προσωπική ευθύνη του ποιητή για τη γλώσσα, της οποίας η ηλικία και η καταγωγή φανερώνεται από τη μνεία του Ομήρου, πράγμα που καθιστά αυτή την ευθύνη ακόμα μεγαλύτερη γι’ αυτόν που διαχειρίζεται μια πανάρχαια αξία. Ό,τι ο χρόνος δεν μπόρεσε να καταλύσει έχει χρέος και ο ποιητής όχι μόνο να σεβαστεί και να υπηρετήσει, αλλά και να παραδώσει στους επόμενους. Ο στίχος εύκολα μας θυμίζει τον ανάλογο του Διονυσίου Σολωμού:
Δεν έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και Γλώσσα.
Οι αμμουδιές του Ομήρου δηλώνουν τόπο και χρόνο, ή αλλιώς ληξιαρχική πράξη γέννησης της γλώσσας και στοιχεία ταυτότητας της ελληνικής γλώσσας. Συγχρόνως, η διακειμενική συγγένεια του στίχου με τον σολωμικό ανάλογο φέρνει στην επιφάνεια τρεις ποιητές μαζί (Όμηρος, Σολωμός, Ελύτης), δίνοντας έτσι μια παραλλαγή εκείνου που ο Ελύτης έχει ονομάσει «διαφάνεια». Ο αρχαίος, ο νεότερος και ο σύγχρονος υπηρέτησαν τη γλώσσα, είχαν έγνοια τη γλώσσα, δημιούργησαν με τη γλώσσα, σώθηκαν πολιτισμικά μέσα από τη γλώσσα. Έτσι, ο ποιητής γέννησε τη γλώσσα και γεννήθηκε από αυτήν.
Στους οκτώ στίχους που ακολουθούν, έχουμε μια ποικιλία θαλασσινών πλασμάτων, λέξεων με συγκεκριμένο ή αφηρημένο περιεχόμενο, χρωμάτων και αισθημάτων τα οποία φωτίζουνε πλέον μέσα του:
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα ν' ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Η ποικιλία αυτή με τον τρόπο της φανερώνει τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, διότι μέσω των λέξεων που διαθέτει, τα ορίζει, κάνει αισθητή την ύπαρξή τους, δείχνει τη ζωντάνια τους και τα κατακυρώνει στη ζωή, εφόσον τους δίνει όνομα. Αλλιώς χάνονται. Σημαντική είναι και η παρουσία των «Σειρήνων», των πλασμάτων εκείνων που γοήτευαν τους ναυτικούς με το τραγούδι τους και τους παραπλανούσαν, όμως συμβολίζουν και τη γνώση. Θαλασσινά πλάσματα οι Σειρήνες, επαναφέρουν, με την παρουσία τους στο ποίημα, την εκφρασμένη άποψη του Ελύτη για τη θάλασσα κληρονόμο του ελληνικού πολιτισμού. Στη συνέχεια, επανέρχεται ο δομικός στίχος,
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
ο οποίος συντίθεται από το πρώτο και επαναλαμβανόμενο πλέον ημιστίχιο-μοτίβο, «μονάχη έγνοια η γλώσσα μου», αλλάζοντας το δεύτερο ημιστίχιο κάθε φορά που ο ποιητής εστιάζει αλλού το ενδιαφέρον του, για να φωτίσει μια άλλη πτυχή της ελληνικής γλώσσας. Τα μαύρα ρίγη (γράμματα, λέξεις, όντα, αισθήματα) δείχνουν ό,τι γεννιέται στο στεριανό τοπίο. Αυτή τη φορά:
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι κ’ εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια.
Καρποί, θεοί, θείοι κι εξάδελφοι, σε φυσική σειρά και σχέση δίνουν τη γενιά των προγόνων που θα φτάσει στον ποιητή. Ένα οικογενειακό δέντρο του οποίου οι γόνοι, άνθρωποι του ελληνικού τοπίου, καταγόμενοι από θεούς, απόγονοι «καλής γενιάς», στη Μυτιλήνη αλλά και αλλού, ασχολούνται με το λάδι. Διακριτικά ο ποιητής αυτοβιογραφείται μιλώντας για τη Λέσβο, η οποία έχει τον μεγαλύτερο ελληνικό ελαιώνα και τα περισσότερα ελαιοτριβεία, και στην οποία Λέσβο η οικογένειά του είχε ελαιοκτήματα. Οι ελιές, επιπλέον, ανήκουν στα δέντρα που ιδιαιτέρως συχνά μνημονεύει στο έργο του, λόγω της αγιότητας και ιερότητας που έχουν στη συνείδηση και στην παράδοση του ελληνικού λαού. Η ενότητα συμπληρώνεται με τους στίχους:
Και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!
Έτσι φυσιολογικά με τα γεννήματα και τα πλάσματα της ελληνικής γης γεννιούνται και οι ευωδιές και οι φυσικοί ήχοι, οι οποίοι εξελίσσονται φυσιολογικά στο δοξαστικό για τον ωραίο τόπο, «εκεί», με το επίρρημα να επανέρχεται εμφατικά. Και η ενότητα ολοκληρώνεται με το μοτίβο:
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Τα δοξαστικά, στις εθνικές και θρησκευτικές μας γιορτές, ταυτόχρονα και μυριστικά, φυσιολογικά ακολουθούνται από θυμιατό και λιβάνισμα, το οποίο με τη σειρά του ευλογεί τα όπλα τα ιερά στους αγώνες για τη λευτεριά. Ακολουθεί ο παραδοσιακός τρόπος γιορτής, που συγχωνεύει την Ανάσταση του Χριστού με την Ανάσταση του Γένους και τις συνήθειες των κλεφτών:
Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα,
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.
Το ποίημα ολοκληρώνεται με:
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!
Εδώ, στις μυστικές αγάπες, διαφαίνεται ο Διονύσιος Σολωμός, μια αγάπη του ποιητή συχνά επανερχόμενη στο έργο του, και ο Ύμνος που συνέθεσε Εις την Ελευθερίαν αλλά και στην Ελλάδα. Το ποίημα τελειώνει «με τα πρώτα λόγια του Ύμνου». Και τα πρώτα λόγια του Ύμνου είναι ο χαιρετισμός της Ελευθερίας που είναι και ο Εθνικός μας Ύμνος. Έτσι τελειώνοντας ο Ελύτης το ποίημά του «με τα πρώτα λόγια του Ύμνου» μοιάζει σαν να τον ψάλλει συγχρόνως, δεδομένου ότι ο χρόνος στον οποίο αναφέρεται η όλη σύνθεση είναι η Κατοχή, οπότε, κατά το «ο καθείς και τα όπλα του» ο ποιητής κάνει την αντίστασή του. Έτσι, ο ύμνος στη γλώσσα την ελληνική είναι ύμνος στον τόπο πάνω στον οποίο μιλήθηκε, στα πλάσματα που γεννήθηκαν σε στεριά και θάλασσα, στις αξίες, ιδέες, πολιτισμό, στους αγώνες των ηθικών δυνάμεων. Ο ποιητής παρακολουθεί την ελληνική γλώσσα να γεννιέται, όπως γεννιέται ο κόσμος, σταδιακά: πρώτα η θάλασσα και ο κόσμος της, μετά η στεριά και ο δικός της, ακολουθούν οι θεοί και οι άνθρωποι, έπονται οι αγώνες. Χρονικά, γεννιέται στις αμμουδιές του Ομήρου, αφομοιώνει τους ήχους της ελληνικής γης, υψώνεται στους θεούς και καταλήγει στον Ύμνο. Έχουμε δηλαδή μία δημιουργία της γλώσσας κατ' αναλογίαν της δημιουργίας του κόσμου. Με τον λεξιλογικό της πλούτο, στα συγκεκριμένα αλλά και στα αφηρημένα, αποδεικνύεται ως η μόνη ικανή να ψάλει τα πάντα.
Από άποψη τεχνικής, το ποίημα δείχνει τις ελευθερίες του, αλλά ένα προσεκτικότερο μάτι θα έβλεπε τις κρυφές δεσμεύσεις του. Π.χ. παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία σε ό,τι αφορά τον αριθμό των συλλαβών, με εξαίρεση τους δομικούς στίχους «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου...», που τις δύο πρώτες φορές έχουν 17 συλλαβές και τις άλλες δύο 18, και αυτοί είναι και οι μεγαλύτεροι, ενώ υπάρχουν στίχοι που περιορίζονται και στις 6 συλλαβές. Στη μορφή επίσης παρατηρείται ένας ελαφρός κυματισμός, εφόσον ο ένας στίχος τυπώνεται στην αρχή της σελίδας και ο επόμενος μπαίνει δύο συλλαβές μέσα, δημιουργώντας μια οπτική αίσθηση κινητικότητας που πάει κι έρχεται, ανεβαίνει και κατεβαίνει, με την ευλυγισία, τον αέρα και τη μουσικότητα των λέξεων.
Από άποψη δομής φαίνεται απλό, έχει όμως την κρυφή του γεωμετρία. Στηρίζεται στους τέσσερις δομικούς στίχους-μοτίβα, οι οποίοι το χωρίζουν σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο περιλαμβάνει τους τρεις πρώτους στίχους με τη μνεία του Ομήρου. Το δεύτερο περιλαμβάνει τους επόμενους οκτώ στίχους με αναφορά στα θαλασσινά πλάσματα. Το τρίτο εκτείνεται σε εννέα στίχους με θέμα τη στεριά και την καταγωγή των θεών. Το τελευταίο μέρος πάλι με εννέα στίχους έχει θέμα τους αγώνες του έθνους και την συνυποδηλούμενη μνεία του Σολωμού. Τούτο σημαίνει πως κλιμακωτά αφιέρωσε στίχους περισσότερους στην τρίτη και τέταρτη ενότητα, δηλαδή στους θεούς και στους αγώνες. Όσον αφορά το σχήμα, που αρχίζει με έναν αρχαίο ποιητή, τον Όμηρο, και τελειώνει με τον μεγαλύτερο της νεότερης Ελλάδας, αυτό επέτρεψε στον Ελύτη να διαγράψει την πορεία της ελληνικής ποίησης και γλώσσας. Ευρηματική είναι και η επανάληψη του στίχου-μοτίβου ο οποίος, ενώ στο πρώτο ημιστίχιο παραμένει σταθερός, στο δεύτερο ημιστίχιο αλλάζει ανάλογα με το εξαιρόμενο κάθε φορά θέμα δείχνοντας έτσι και το πέρασμα του χρόνου. Όμως το σταθερό «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου» με την επαναφορά του επιμένει να υποδεικνύει τη σημασία της, την προσωπική σχέση του ποιητή μαζί της, αλλά και του κάθε Έλληνα, τονίζει την προτεραιότητα και τη μοναδικότητά της, επισημαίνει πόσο σοβαρό είναι το θέμα.
Οι αμμουδιές του Ομήρου είναι η πρώτη αρχή της γλώσσας, και όσα ακολουθούν, ρίγη, Δόξα Σοι, Ύμνος, πάντα με το επίθετο «πρώτα» μπροστά, κάνουν έμφαση στην πρώτη αρχή, συγχρόνως φανερώνουν τη βαθιά προσήλωση του Ελύτη στην αρχαιότητα (Ομήρου), στη γραμμένη γλώσσα (μαύρα ρίγη), στη θρησκευτική παράδοση (Δόξα Σοι), στον Σολωμό (Ύμνου). Τώρα πλέον μπορούμε να πούμε ποιοι είναι οι δωρητές της γλώσσας. Είναι η αρχαιότητα, οι πρόγονοι όλοι, άνθρωποι, Σειρήνες, θεοί, θείοι κι εξάδελφοι, αυτοί που μετέφεραν τη γλώσσα μέχρι σήμερα. Είναι η θρησκεία και οι αγώνες που έγιναν για το έθνος. Είναι οι ποιητές. Το ποίημα αποτελεί Ύμνο σ' αυτούς όλους.
Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική, δηλαδή πλούσια πολιτισμική αξία, και οι αγώνες του ελληνικού έθνους για ελευθερία είναι αγώνες για τις ιδέες και για τη γλώσσα που μέσω αυτής μεταδίδονται. Με τη θέση που έχει το ποίημα στην ενότητα «Τα Πάθη», 2ο αμέσως μετά το εισαγωγικό, στο οποίο ο ποιητής παίρνει θέση κατά των «αποφασισμένων» και δηλώνει ότι θα χρησιμοποιήσει τα όπλα του, «Ο καθείς και τα όπλα του, είπα», προσπαθεί να τονώσει το ηθικό των Ελλήνων σε μια δύσκολη στιγμή με τη γλώσσα, δύναμη άφθαρτη και ανίκητη από το χρόνο. Λαμβανομένης υπόψη της περίστασης που το γέννησε και του χρόνου στον οποίο αναφέρεται, το ποίημα είναι εθνικό και –με τον τρόπο του– αντιστασιακό.
της Ανθούλας Δανιήλ