Ελληνικά

Το χαρτζιλίκι

«Θέλω να μου πεις αμέσως που ξόδεψες τα χρήματα που σου έδωσε η γιαγιά το πρωί!» του είπε η μητέρα του.
Εκείνος σιωπούσε.
«Έχεις μπλέξει έτσι; Το φαντάστηκα. Και σου έχω πει άπειρες φορές να προσέχεις τις παρέες σου. Σου το είπα ή δεν σου το είπα;»
Ο Θανάσης κούνησε το κεφάλι του. Συμφώνησε. Αμίλητος. Τόσην ώρα καθόταν όρθιος μπροστά στην μητέρα του. Αυτή καθόταν στην πολυθρόνα της. Αυστηρή. Αγέλαστη. Σχεδόν παγωμένη.
«Ο πατέρας σου κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά του. Τα χρήματα που έχουμε δεν μας φτάνουν. Η γιαγιά σου έδωσε για να το έχεις για φαγητό. Εσύ το ξοδεύεις αλλού. Που; Σε ρωτάω που;»
Ο Θανάσης σήκωσε τα μάτια του και την κοίταξε. Η μάνα του. Η ζωή του, που της λείπει η χαρά.
«Αχ δεν θα μπορέσω να αντέξω άλλο. Αρκετά παλεύω τόσο καιρό» αναστέναξε. «Αν έχεις μπλέξει με τίποτα ναρκωτικά, ή κάτι άλλο θα με πεθάνεις σου το λέω».
Ήταν τόσο βαριά η ατμόσφαιρα στο σπίτι τον τελευταίο καιρό που κόντευαν να βυθιστούν όλοι μέσα στη γη. Από τώρα. Ο Θανάσης αμίλητος γύρισε να φύγει.
«Δεν θα πας πουθενά αν δεν μου τα πεις όλα!» του φώναξε η μάνα με όση φωνή είχε.
Εκείνος της έγνεψε με το χέρι του. Να περιμένει. Όταν επέστρεψε κρατούσε στα χέρια του την πιο όμορφη ανθοδέσμη του κόσμου. Της την πρόσφερε.
«Σου πήρα αυτά τα λουλούδια», της είπε, «για να σε δω να χαμογελάσεις και να πολεμήσεις την κατάθλιψη σου».
Από το παράθυρο πέρασε στο δωμάτιο μια χρυσή αχτίδα φως.


Πηγές
Πρωτότυπο κείμενο
Φωτογραφία

5 σχόλια στο “Το χαρτζιλίκι”

Αφήστε μια απάντηση