Ποίηση

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Τραβώ απεγνωσμένα το καλοκαίρι από το πέτο για να μη μου φύγει
Του στήνω ξόβεργες φραγκοσυκιές και του φυλακίζω τα τζιτζίκια
Δένω τους γλάρους με ασημί κλωστές και κάνω πως τους διαφεντεύω
Ποτίζω στάλα - στάλα τον βασιλικό
και θυμώνω στη βουκαμβίλια που αμέριμνη φεγγοβολά
Κι όλα τους αυτά με κοροϊδεύουν
Νενίκηκάς με καλοκαίρι

 

 

ΛΕΞΕΙΣ

Κυνηγώ τις λέξεις μα κείνες μου ξεγλιστρούν
Τρυπώνουν σε τρούλους και καμπαναριά
Λιάζονται σε καυτά πεζούλια και μαύρα βότσαλα
Και μετά βουτούν να ξεδιψάσουν σε τυρκουάζ νερά, κρυστάλλινα, καθάρια
Ακροβατούν πότε στου γλάρου τα φτερά και πότε σε ενεργά ηφαίστεια
Και καμώνονται πως τίποτα δεν τις μέλλει
Δεν τις αγγίζει τ' άσχημο και τ' άδικο δεν το φοβούνται
Γνωρίζουν λες του πυρήνα τους τη δύναμη;