Ρατσισμος

Ρατσισμός είναι η πεποίθηση ότι ομάδες ανθρώπων διαθέτουν διαφορετικά χαρακτηριστικά συμπεριφοράς που αντιστοιχούν σε κληρονομικά χαρακτηριστικά και μπορούν να διαιρεθούν με βάση την ανωτερότητα μιας φυλής έναντι της άλλης.[1][2] Μπορεί επίσης να σημαίνει προκατάληψη, διάκριση ή ανταγωνισμό που στρέφεται εναντίον άλλων ανθρώπων, επειδή είναι διαφορετικής φυλής ή εθνότητας.

Το πιο συνηθισμένο είδος ρατσισμού, και αυτό που έχει δώσει την αρχική ονομασία στην λέξη, ιταλ. (ράτσα/ razza = φυλή), είναι ο φυλετικός ρατσισμός. Οι φυλετικοί ρατσιστές πιστεύουν σε βιολογικές διαφορές μεταξύ των φυλών, βάσει των οποίων και προσδιορίζουν αυτές σε ανώτερες και κατώτερες. Ως εκ τούτου, με τη θεωρία αυτή υποστηρίζουν ότι η φυλή με συγκεκριμένα (ανώτερα) εξωτερικά ή ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά, έχει το δικαίωμα να θεωρεί εαυτόν της ανώτερη από τις άλλες.

Οι σύγχρονες παραλλαγές του ρατσισμού βασίζονται συχνά στις κοινωνικές αντιλήψεις για τις βιολογικές διαφορές μεταξύ των λαών. Αυτές οι απόψεις μπορούν να λάβουν τη μορφή κοινωνικών δράσεων, πρακτικών ή πεποιθήσεων ή πολιτικών συστημάτων στις οποίες διαφορετικές φυλές κατατάσσονται ως εγγενώς ανώτερες ή κατώτερες η μία από την άλλη, με βάση τα υποτιθέμενα κοινά κληρονομήσιμα χαρακτηριστικά, ικανότητες ή ιδιότητες.

Ρασιαλισμός - Ρατσισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παλαιότερα συγγραφείς και κοινωνιολόγοι αντί του σύγχρονου όρου χρησιμοποιούσαν, ιδιαίτερα στις αγγλόφωνες χώρες, τον όρο ρασιαλισμός (racialism), που όλοι όμως συμφωνούν ότι πρόκειται για όρο δόγματος φυλετικής υπεροχής. Σημαντικότερος συγγραφέας που έκανε χρήση του όρου "ρασιαλισμός" ήταν ο Λ.Λ. Σνάιντερ στο έργο του "Ράτσα: Μια Ιστορία των Σύγχρονων Εθνικών θεωριών, ("Race: A History of Modern Ethnic Theories" - Νέα Υόρκη: Alliance 1939).
Ο νεότερος όμως όρος (εκ της ιταλικής) επικράτησε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, περισσότερο για λόγους προπαγάνδας. Συγκεκριμένα η Ρ. Μπένεντικτ (R. Benedict) ορίζει τον ρατσισμό ως:«...το δόγμα όπου μία εθνική ομάδα (ethnic group) έχει καταδικαστεί από τη Φύση σε κληρονομική κατωτερότητα (hereditary interiority) ενώ μια άλλη σε κληρονομική ανωτερότητα (hereditary superiority)».

Αρχή της θεωρίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά, ο ρατσισμός θεωρείται κάτι περισσότερο από τη φυλετική προκατάληψη (race prejudice). Η τυπική θεωρία του σε σύγχρονες αναζητήσεις και σχετικές έρευνες, έχει τις ρίζες της στο πολυθρύλητο έργο του Ζοζέφ Αρτύρ ντε Γκομπινώ (Joseph Arthur De Gobineau): "Essai sur l' inégalité des races humaines" (Δοκίμιο επί της ανισότητας των ανθρωπίνων φυλών), που δημοσιεύτηκε το 1853 και κυριολεκτικά αποτέλεσε τη θεωρητική κάλυψη και "ευλογία" των αποικιοκρατών. Ο πλέον εξέχων σύγχρονος υποστηρικτής του δόγματος αυτού, κατά τον 20ό αιώνα, θεωρείται ο Βρετανός δημοσιολόγος (πολιτογραφήθηκε Γερμανός το 1916), Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν (Houston Stewart Chamberlain).

Προειδοποιητική πινακίδα (1989) σε ακτή της Νότιας Αφρικής.
Θύματα του Πογκρόμ στη Ρωσία, 1905

Σύγχρονος προσδιορισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα, η λέξη ρατσισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις πράξεις μιας ομάδας ανθρώπων εναντίον μίας άλλης ομάδας. Έτσι, οι ρατσιστές δεν υποστηρίζουν την διαφορετικότητα των φυλών. Επίσης, οι φυλετικοί ρατσιστές θεωρούν μία συγκεκριμένη ομοιογενή ομάδα ανθρώπων ως ανώτερη, π.χ. θεωρούν τους "λευκούς" ανθρώπους ανώτερους από τους "μαύρους". Ο ρατσισμός θεωρείται παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου στην ισότητα στους τομείς της εργασίας, της πολιτικής, της οικονομίας και άλλων παραγόντων της καθημερινότητας.

Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ρατσισμού αποτελούν οι πεποιθήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, ο οποίος πίστευε ότι η ξανθή Άρια φυλή (άνθρωποι που κατάγονται από τη φυλή των Αρείων) έχει δικαίωμα να κυριαρχεί στον πλανήτη, εις βάρος όλων των άλλων.

Σπουδαίοι αγωνιστές κατά του ρατσισμού, αναγνωρισμένοι παγκοσμίως, και μάλιστα χωρίς χρήση βίας, είναι οι βραβευμένοι με βραβείο Νόμπελ, Νέλσον Μαντέλα που αγωνίσθηκε κατά του Απαρτχάιντ και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ που αγωνίστηκε εναντίον των φυλετικών διακρίσεων στις ΗΠΑ.

Επίσημη θέση επιστημών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τέτοιες πεποιθήσεις έχουν αποδειχτεί λανθασμένες από επιστημονική και ανθρωπολογική έρευνα, η οποία αποδεικνύει πώς ενώ υπάρχουν πράγματι ορισμένες ανατομικές και φυσιολογικές διαφορές μεταξύ των ατόμων διαφορετικών φυλών δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια που να κατατάσσουν τις φυλές σε ανώτερες και κατώτερες, οι δε διαφορές σχετίζονται περισσότερο με τη προσαρμογή των φυλών στις συνθήκες του τόπου τους (π.χ. χρώμα επιδερμίδας, λίπος). Επίσης δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι υπάρχει ιεραρχία στη νοητική ικανότητα μεταξύ των φυλών και πολλές έρευνες έχουν δείξει πως το εισοδηματικό χάσμα μεταξύ ανθρώπων διαφορετικής φυλής οφείλεται σε κοινωνιολογικούς παράγοντες και όχι βιολογικούς.

Ο ρατσισμός στο σχολείο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ρατσισμός είναι ένας σημαντικός παράγοντας σχολικής αποτυχίας και εκπαιδευτικού αποκλεισμού. [3] Μια διερεύνηση του ρατσισμού στα σχολεία έρχεται από το ξεκίνημά της αντιμέτωπη με την πεποίθηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ότι δεν σημειώνονται και επομένως δεν χρειάζεται να αντιμετωπιστούν τέτοια φαινόμενα. Το γεγονός αυτό είναι πιθανό να οφείλεται στα διαφορετικά περιεχόμενα που δίδεται στην έννοια του ρατσισμού, όπως και στο ποιες εκδηλώσεις συμπεριλαμβάνονται στις ρατσιστικές. Εντούτοις, η άρνηση του ρατσισμού συνιστά από μόνη της μια δυσκολία ως προς την αντιμετώπισή του και κατά συνέπεια και ως προς την εκπαιδευτική επιτυχία των μελών των διαφορετικών εθνικών/εθνοτικών/πολιτισμικών ομάδων. [4]

Σ' ότι αφορά στην "αναγνώριση" του ρατσισμού στα σχολεία, θα πρέπει πρώτα να τονιστεί ότι οι ρατσιστικές συμπεριφορές μπορεί να προέρχονται από μαθητές/τριες, από μέλη του προσωπικού του σχολείου, όπως και από γονείς και κηδεμόνες. [5]

Leave a Reply