Π.Α.Ο.Κ. (ποδόσφαιρο ανδρών)

Ο Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών[1] είναι ελληνικό αθλητικό σωματείο το οποίο εδρεύει στη Θεσσαλονίκη. Ιδρύθηκε στις 20 Απριλίου 1926 και είναι από τους μεγαλύτερους αθλητικούς συλλόγους στην Ελλάδα.

Το ανδρικό τμήμα ποδοσφαίρου του Π.Α.Ο.Κ. αγωνίζεται στο πρώτο τη τάξει πρωτάθλημα της Α1 Εθνικής Κατηγορίας (Super League 1),[2] με την επίσημη επωνυμία «Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών Ποδοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρεία» και με τον διακριτικό τίτλο «Π.Α.Ο.Κ. Π.Α.Ε.».[3]

Συμμετέχει σε όλα τα πρωταθλήματα της Α΄ Εθνικής Κατηγορίας από την ίδρυση της, την περίοδο 1959–1960. Έχει κατακτήσει 4 φορές το Πρωτάθλημα Ελλάδας (1976198520192024) και 8 φορές το Κύπελλο Ελλάδας, (19721974200120032017201820192021) ενώ έχει συμμετάσχει και σε 15 ακόμη τελικούς της διοργάνωσης. Στο ενεργητικό του έχει επίσης αρκετές αξιομνημόνευτες πορείες και νίκες στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις με πιο πρόσφατη την πρόκριση του στην προημιτελική φάση του ΟΥΕΦΑ Κόνφερενς Λιγκ 2023–2024.

Ιστορία

1926–1945: Ίδρυση και πρώτες διακρίσεις

Ο ΠΑΟΚ ιδρύθηκε στις 20 Απριλίου 1926[4] από Έλληνες πρόσφυγες που κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη από την Κωνσταντινούπολη στον απόηχο του Ελληνοτουρκικού Πολέμου (1919–1922), κι έπειτα από δύο μήνες προετοιμασίας αποφασίστηκε ότι θα πρέπει να αγωνιστεί με τις υπόλοιπες ομάδες της Θεσσαλονίκης, ως μέλος της ΕΠΣΜ. Ο πρώτος αγώνας του συλλόγου ήταν μια νίκη εναντίον του Ηρακλή στις 26 Ιουλίου 1926 με σκορ 2–1. Ο πρώτος προπονητής του ΠΑΟΚ υπήρξε το 1926 αμισθί ο Κώστας Ανδρεάδης. Το πρώτο επαγγελματικό συμβόλαιο που υπογράφηκε στον ΠΑΟΚ αφορούσε τον Γάλλο ποδοσφαιριστή Ραϊμόν Ετιέν και συνάφθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1928. Το συμβόλαιο προέβλεπε ότι ο ποδοσφαιριστής, προερχόμενος από τον ελληνικό σύλλογο Πέρα Κλουμπ της Κωνσταντινούπολης, θα λάμβανε μισθό 4.000 δραχμών μηνιαίως.

Το όραμα των ιδρυτών του συλλόγου και του συνόλου της κοινότητας του ΠΑΟΚ για την απόκτηση έδρας έγινε πραγματικότητα το 1928 στο πλαίσιο της απορρόφησης της ΑΕΚ Θεσσαλονίκης, η οποία είχε ως έδρα το γήπεδο του Σιντριβανιού, που έτσι πέρασε στον ΠΑΟΚ. Στις 12 Δεκεμβρίου 1930 εγκαινιάστηκε επίσημα η έδρα του ΠΑΟΚ και ακολούθησε φιλικός αγώνας με αντίπαλο τον Άρη, στον οποίο ο ΠΑΟΚ νίκησε με σκορ 2–1. Το γήπεδο του Σιντριβανιού υπήρξε έδρα του ΠΑΟΚ ως το 1959.[5] Σήμερα στη θέση του βρίσκεται η Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ο πρώτος ξένος προπονητής στην ιστορία της ομάδας ήταν ο Αυστριακός Ρούντολφ Γκάσνερ, ο οποίος υπηρέτησε τον ΠΑΟΚ την περίοδο 1931–32. Την ίδια περίοδο ο ΠΑΟΚ κέρδισε τον Ηρακλή με 3-2, αλλά ο αγώνας αποφασίστηκε να επαναληφθεί μετά από ένσταση του Γηραιού. Ο ΠΑΟΚ δεν κατέβηκε να αγωνιστεί στον αγώνα που ορίστηκε στην Αθήνα σε ένδειξη διαμαρτυρίας, και έτσι καταταγεί τελευταίος από τις ομάδες της Μακεδονίας. Έτσι, κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον πρωταθλητή ΕΠΣ Μακεδονίας Μ. Αλέξανδρο. Όμως δεν κατέβηκε ξανά στους αγώνες και υποβιβάστηκε στο τοπικό πρωτάθλημα και τη θέση του στο πρωτάθλημα Ελλάδας την επόμενη χρονιά πήρε ο Μέγας Αλέξανδρος.

Ο ΠΑΟΚ συμμετείχε για πρώτη φορά στο πρωτάθλημα Ελλάδας την περίοδο 1930–31. Το 1937 κατέκτησε τον πρώτο του τίτλο, όταν αναδείχθηκε πρωταθλητής Ε.Π.Σ. Μακεδονίας και συμμετείχε στο πανελλήνιο πρωτάθλημα κατακτώντας τη 2η θέση.

Το 1939 αναμετρήθηκε με την ΑΕΚ στον τελικό του κυπέλλου Ελλάδας, προηγήθηκε με γκολ του Ιωαννίδη όμως τελικά η ΑΕΚ επικράτησε με σκορ 2–1. Την ίδια χρονιά αγωνίστηκε στον τελικό του πανελληνίου πρωταθλήματος, όπου έχασε σε διπλό τελικό από την ΑΕΚ και κατέκτησε τη 2η θέση. Το 1940 κατέκτησε το πρωτάθλημα Μακεδονίας-Θράκης.

Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940–41 ο ΠΑΟΚ έχασε δύο ποδοσφαιριστές του, που έπεσαν για την πατρίδα στα βουνά της Αλβανίας, τον τερματοφύλακα της ομάδας Νίκο Σωτηριάδη (ο πρώτος παίκτης του ΠΑΟΚ που χρίστηκε διεθνής αγωνιζόμενος το 1938 σε επίσημο αγώνα της Εθνικής Ελλάδας), καθώς και τον αμυντικό Γιώργο Βατίκη.

1946–1958: Η κυριαρχία στη Θεσσαλονίκη

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή, στις αρχές της δεκαετίας του '50, άρχισαν να γράφονται οι «χρυσές» σελίδες της ιστορίας του ΠΑΟΚ. Δημιουργήθηκαν τα περίφημα «τσικό του Βίλλυ», του Αυστριακού προπονητή Βίλχελμ Σέφτσικ (Wilhelm "Willi" Sefzik), από τα οποία ξεπήδησαν μεγάλα ονόματα που άφησαν εποχή, όπως μεταξύ άλλων οι Λέανδρος Συμεωνίδης, Γιαννέλος Μαργαρίτης και Γιώργος Χαβανίδης.

Το 1948 ο ΠΑΟΚ κατέκτησε το πρωτάθλημα Μακεδονίας και στη συνέχεια συμμετείχε στην τελική φάση του πανελληνίου πρωταθλήματος, όπου κατετάγη 3ος. Το 1950 αναδείχθηκε για μια ακόμη φορά πρωταθλητής Μακεδονίας, ενώ την επόμενη χρονιά (1950–51) συμμετείχε για δεύτερη φορά σε τελικό του κυπέλλου Ελλάδας, ηττήθηκε όμως από τον Ολυμπιακό.

Το καλοκαίρι του 1952 πραγματοποιήθηκε ο πρώτος νυχτερινός αγώνας στο γήπεδο του Συντριβανίου ανάμεσα στον ΠΑΟΚ και τον Πανιώνιο, εγκαινιάζοντας μ' αυτόν τον τρόπο τους προβολείς που είχαν τοποθετηθεί στο γήπεδο, το οποίο ήταν μόλις το δεύτερο στην Ελλάδα, μετά από αυτό της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, που απέκτησε ηλεκτροφωτισμό.

Το 1953 σηματοδότησε την έναρξη μιας σπουδαίας εποχής για τον ΠΑΟΚ. Κατά τη διάρκεια των μεταγραφών του καλοκαιριού στην ομάδα ήρθαν οι Κουϊρουκίδης, Πετρίδης, Πρόγιος, Γερούδης, Κεμανίδης, Χασιώτης και Αγγελίδης. Η απόκτηση του Λάμπη Κουϊρουκίδη από τη Δόξα Δράμας αποτέλεσε τη μεγάλη κίνηση για τη διοίκηση του ΠΑΟΚ, καθώς μαζί με τους Λευτέρη Παπαδάκη και Χριστόφορο Γιεντζή δημιουργήθηκε η ξακουστή επιθετική τριπλέτα και η τριετία 1953–1956 αποτέλεσε την πρώτη εποχή διακρίσεων του συλλόγου.

Για τέσσερις συνεχόμενες περιόδους (1954, 1955, 1956, 1957) ο ΠΑΟΚ κατέκτησε το πρωτάθλημα Μακεδονίας και συμμετείχε στο πανελλήνιο πρωτάθλημα, με τον Γιεντζή να αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ την περίοδο 1953–54 και τον Κουϊρουκίδη την περίοδο 1955–56. Το 1955 ο ΠΑΟΚ αγωνίστηκε για 3η φορά σε τελικό κυπέλλου και ηττήθηκε από τον Παναθηναϊκό.

1959–1979: Γήπεδο Τούμπας και οι πρώτοι τίτλοι

Το 1959 ο ΠΑΟΚ γύρισε σελίδα στην ιστορία του, καθώς απέκτησε νέα έδρα, το γήπεδο της Τούμπας. Ήδη από το 1958 είχε ενταχθεί στα εφηβικά τμήματα του συλλόγου ο Γιώργος Κούδας, ο ποδοσφαιριστής που αποτέλεσε μια από τις κορυφαίες μορφές της ομάδας. Η παρά λίγο μετακίνησή του το 1966 στον Ολυμπιακό δημιούργησε μια από τις μεγαλύτερες έριδες του ελληνικού αθλητισμού, με συνέπεια ο αθλητής να μείνει για δυο χρόνια εκτός επίσημων αγώνων και να επιστρέψει στον ΠΑΟΚ την περίοδο όπου, στα τέλη της δεκαετίας, έμπαιναν οι βάσεις για τη δημιουργία μίας πολύ ισχυρής ομάδας. Ο σύλλογος προχώρησε σε μεταγραφές σπουδαίων νεαρών Ελλήνων ποδοσφαιριστών, με πρώτο το καλοκαίρι του 1968 από την Αναγέννηση Επανωμής τον Σταύρο Σαράφη, μετέπειτα κορυφαίο σκόρερ της ιστορίας του στην Α΄ Εθνική κατηγορία με 136 τέρματα. Τον επόμενο χρόνο εντάχθηκαν στο δυναμικό του ΠΑΟΚ οι ΤερζανίδηςΠαρίδηςΑσλανίδης και η μεγάλη ομάδα άρχισε να δημιουργείται.

Τα δυο πρώτα κύπελλα Ελλάδος

Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν όλο το οικοδόμημα του ΠΑΟΚ βασίστηκε σε Θεσσαλονικείς και Βορειοελλαδίτες ποδοσφαιριστές. Ο ΠΑΟΚ αποτέλεσε τον μοναδικό ελληνικό σύλλογο από τους πέντε δημοφιλέστερους,[σ. 1] ο οποίος αρνήθηκε να εντάξει στο δυναμικό του «ελληνοποιημένους» ξένους παίκτες και επιπρόσθετα κατήγγειλε το διαρκές σκάνδαλο επί Δικτατορίας, προσφεύγοντας στο Συμβούλιο της Επικρατείας.[6]

Με το σύνολο που «έχτισε» ο ΠΑΟΚ, κατάφερε να αντιμετωπίσει επάξια τις παραδοσιακές ποδοσφαιρικές δυνάμεις της Αθήνας, κατακτώντας δύο κύπελλα το 1972 και το 1974 και ένα πρωτάθλημα το 1976. Από το 1970 μέχρι και το 1974 ο Δικέφαλος αγωνίστηκε σε πέντε συνεχόμενους τελικούς κυπέλλου Ελλάδας. Καθοριστική για την εκτίναξη προς τις επιτυχίες υπήρξε η άφιξη του Άγγλου προπονητή Λες Σάνον το 1971.

Το 1972 στον τελικό του κυπέλλου Ελλάδας ο ΠΑΟΚ επικράτησε με 2–1 επί του Παναθηναϊκού και κατέκτησε για πρώτη φορά το τρόπαιο με τον Γιώργο Κούδα να σημειώνει και τα 2 γκολ. Το 1973 κατέκτησε τη δεύτερη θέση στο πρωτάθλημα Ελλάδας μένοντας για 2 βαθμούς μακριά από την κορυφή. Ήταν η καλύτερη επίδοση της ομάδας από τη θέσπιση της Α΄ Εθνικής. Το 1974 κατέκτησε για δεύτερη φορά το κύπελλο Ελλάδας όταν επικράτησε με 4–3 στα πέναλτι επί του Ολυμπιακού. Οι Παρίδης και Ασλανίδης σημείωσαν τα τέρματα της κανονικής διάρκειας του αγώνα και το τρόπαιο κατακτήθηκε με το εύστοχο πέναλτι του Αποστολίδη.

Το 1974 ο ΠΑΟΚ προκρίθηκε στον τρίτο γύρο του κυπέλλου Κυπελλούχων, αποκλείοντας διαδοχικά τη Λέγκια Βαρσοβίας και στη συνέχεια τη Λυών, την οποία νίκησε με 4–0 στον πρώτο αγώνα. Αποκλείστηκε από τη μετέπειτα φιναλίστ της διοργάνωσης Μίλαν καθώς το ισόπαλο αποτέλεσμα του πρώτου αγώνα δεν στάθηκε αρκετό για να του δώσει την πρόκριση.

Το πρώτο πρωτάθλημα

Ο Σάνον αποχώρησε από την ομάδα στις 11 Οκτωβρίου 1974 και δύο μήνες αργότερα ανέλαβε την τεχνική ηγεσία ο Ούγγρος Γκιούλα Λόραντ, υπό την καθοδήγηση του οποίου ο ΠΑΟΚ κατέκτησε το πρώτο του πρωτάθλημα το 1976 με απολογισμό 21 νίκες, 7 ισοπαλίες και μόλις 2 ήττες, έχοντας την καλύτερη επίθεση και άμυνα (60–17 τέρματα). Οι Κούδας, Γκουερίνο και Σαράφης ήταν οι πρώτοι σκόρερ της ομάδας με τους ΦούρτουλαΓούναρηΙωσηφίδηΑναστασιάδηΤερζανίδη, Αποστολίδη, Πέλλιο, Φουντουκίδη, Κερμανίδη να είναι επίσης εκ των διακριθέντων της ομάδας.

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1975 υπό την καθοδήγηση του Γκιούλα Λόραντ ο ΠΑΟΚ σημείωσε μια μεγάλη νίκη επί της Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ με 1-0 για το κύπελλο ΟΥΕΦΑ.[7] Το 1978 ο ΠΑΟΚ αναδείχθηκε 2ος στο πρωτάθλημα Ελλάδας αφήνοντας πίσω τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό.

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0.%CE%91.%CE%9F.%CE%9A._(%CF%80%CE%BF%CE%B4%CF%8C%CF%83%CF%86%CE%B1%CE%B9%CF%81%CE%BF_%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CF%8E%CE%BD)#