Ελληνικά

ΦΥΣΗ

Φύση: από το αρχαιοελληνικό φύω φυτρώνω, θεριεύω, αναπτύσσομαι. Πολλές φορές η εστίαση στο φυσικό περιβάλλον ως μία συνολική έννοια γίνεται εφικτή με την χρήση του όρου "φύση" καθώς ο όρος του περιβάλλοντος εμπεριέχει μία ανθρωποκεντρική αντίληψη, φανερώνει μία οπτική για το όλον η οποία ξεκινάει από τον άνθρωπο και κατευθύνεται σε όλα αυτά που βρίσκονται γύρω του, χωρίς όμως απαραίτητα να συμπεριλαμβάνει και τον εαυτό του. Η φύση, με την ευρύτερή της έννοια, αναφέρεται στο φαινόμενο του φυσικού κόσμου και της ζωής γενικότερα.
Ειδικότερα όμως στην οικονομία η φύση αποτελεί τον κυρίαρχο χώρο αγαθών της πρωτογενούς παραγωγής καθώς επίσης και τον πρώτο συντελεστή της παραγωγής γενικότερα.