Ενημερώθηκε στις 13 Φεβρουαρίου, 2020
Οικονομική κρίση
Αίτια της κρίσης χρέους
Η περίοδος μετά το 1974 υπήρξε περίοδος μεγάλου δανεισμού για την Ελλάδα με συνέπεια τη γρήγορη διόγκωση του χρέους. Μεταξύ του 1980 και 1993 το χρέος εκτινάχτηκε από 28,6% σε 111,6% του ΑΕΠ.[4][5][6] Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών με το εξωτερικό έφθανε τα 2,5 δις δολάρια το 1981 και η βιομηχανική παραγωγή είχε μείωση 2 % το 1981. Τη δεκαετία διακυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου αυξήθηκαν οι, μη παραγωγικές, δαπάνες χωρίς επαρκή έσοδα, αυτό οδήγησε σε υπέρογκους δανεισμούς με τα όποια επιτόκια. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή και Παπανδρέου αύξησαν περαιτέρω τα έξοδα του δημοσίου για τη συντήρηση των κρατικοποιημένων επιχειρήσεων αλλά και η μη είσπραξη των δανείων που είχαν λάβει. Δηλαδή το κεφάλαιο που διατιθόταν για τις δαπάνες του δημοσίου τομέα αυξήθηκε κατά 22% κατά 1981-1989, δηλαδή από 625δις δραχμές σε 3.2τρις δραχμές. Το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών μετά από το 1984 αυξανόταν με αλματώδους ρυθμούς. Οι συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις το 1989 όξυναν το πρόβλημα αναγκάζοντας τον Τζαννή Τζαννετάκη να δανείζεται με επιτόκιο 27%[7] και ο προϋπολογισμός του 1990 να έχει έλλειμμα 19.89%[8]. Οι φιλελεύθερες πολιτικές του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και η εξυγίανση συγκεκριμένων εταιρειών ομαλοποίησαν την κατάσταση της οικονομίας, ιδίως μετά το 1993 η οικονομία μπήκε σε έναν πιο ομαλό δρόμο με στόχο να ικανοποιήσει τα κριτήρια σύγκλισης της συνθήκης του Μάαστριχτ. Χάρη στην επίτευξη υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης το χρέος άρχισε να μειώνεται (με λογιστικές πρακτικές ) ελαφρά ως ποσοστό του ΑΕΠ και το έλλειμμα μειώθηκε. Σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της Eurostat την περίοδο αυτή το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε από το 9,1% του ΑΕΠ το 1995 στο 3,1% το 1999. Το δημόσιο χρέος μειώθηκε από 97% του ΑΕΠ το 1995 στο 94% το 1999. Η Ελλάδα αύξησε σημαντικά τα φορολογικά της έσοδα την περίοδο αυτή και συγκράτησε τις πρωτογενείς δαπάνες, καταφέρνοντας να έχει πρωτογενές πλεόνασμα. Το πρωτογενές πλεόνασμα αυξήθηκε από 2,2% του ΑΕΠ το 1995 σε 4,3% το 1999. Έτσι και σε συνδυασμό με τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, από 11,2% του ΑΕΠ το 1995 στο 7,4% το 1999, κατάφερε την σημαντική μείωση ελλειμμάτων και χρέους. Το φθινόπωρο του 2004, ο τότε υπουργός οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης προχώρησε σε οικονομική απογραφή κατόπιν πίεσης[εκκρεμεί παραπομπή] από την Eurostat. Η απογραφή αποκάλυψε αποκρύψεις δαπανών της προηγούμενης κυβέρνησης με αποτέλεσμα να αναθεωρηθούν τα ελλείμματα των προηγούμενων ετών προς τα πάνω. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μείωση της αξιοπιστίας της χώρας και σε τριετή επιτήρηση από την Ε.Ε.. Την ίδια χρονιά η Eurostat προχώρησε σε αναθεώρηση παλαιότερων ελλειμμάτων της Ελλάδας, από τα οποία προέκυπτε ότι η Ελλάδα δεν ικανοποιούσε ποτέ τα κριτήρια σύγκλισης του Μάαστριχτ αφού ακόμα και την κρίσιμη χρονιά του 1999 εξακολουθούσε να έχει έλλειμμα πάνω από 3%.[9][10] Την πενταετία 2003-2008 υπάρχει μια αύξηση δαπανών για μισθούς συντάξεις κατά 28%, 46.7δις το 2003 και 80δις το 2008, και κατά 19.6% αυξήθηκε τη διετία 2008-2009 η κατά κεφαλήν δαπάνη ανά συνταξιούχο. Την τριετία 2004-2007 το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνεται, και το ίδιο το ΑΕΠ ταυτοχρόνως, ενώ σημειώνονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης με το εθνικό εισόδημα να αυξάνεται κατά 12-15 δισ. τον χρόνο. Υπάρχει μια γενική αύξηση των δαπανών της γενικής κυβέρνησης και αύξησης του χρέους, κυρίως λόγω μη καταγεγραμμένων εξοπλιστικών δανείων και 18 ομόλογα swaps, της περιόδου 1996-2001[11], τόκοι ομολόγων σταθερού επιτοκίου αξίας 48.8 δισεκατομμυρίων ευρώ που έπρεπε να αποπληρωθούν καθώς είχαν διάρκεια ζωής 6 ετών, αποπληρωμή χρεών προς ΔΕΚΟ και ασφαλιστικών ταμείων του ποσού των 4.1 δις ευρώ[12], τιτλοποιήσεις εσόδων 400εκ ευρώ[13]. Δηλαδή, η κυβέρνηση Καραμανλή ανέλαβε χρέη της κυβέρνησης Σημίτη που η ανάγκη για την αποπληρωμή τους συνέπεσε με την έλλειψη ρευστότητας του κράτους. Το ΑΕΠ από 241.990 δις ευρώ το 2008, το υψηλότερο που κατεγράφη στα ελληνικά δεδομένα, συρρικνώθηκε στα 176.488 δις ευρώ, το 2015. Το 2009 το ετήσιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών άγγιξε τα 30 δις και με ρυθμό ανάπτυξης -2,3%, με αυτά τα δεδομένα ο δανεισμός της χώρας άρχισε να καθίσταται δύσκολος καθώς θα μπορούσε μόνον με υψηλά επιτόκια να πραγματοποιηθεί. Οι κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή μπορούν να χαρακτηριστούν από υπέρογκες δαπάνες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, πολλές φορές και με πλασματικά στοιχεία.
Τον Νοέμβριο του 2010 η Eurostat προχώρησε σε αναθεώρηση των ελληνικών ελλειμμάτων των τελευταίων ετών. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά το έλλειμμα του 2006 τοποθετήθηκε στο 5,7% του ΑΕΠ (12,1 δισ. ευρώ), του 2007 στο 6,4% του ΑΕΠ (14,4 δισ. ευρώ), του 2008 στο 9,4% του ΑΕΠ (22,3 δισ ευρώ) και του 2009 στο 15,4% του ΑΕΠ (36,1 δισ. ευρώ). Αντίστοιχα αναθεωρήθηκε προς τα πάνω και το χρέος, με το χρέος του 2009 να αναθεωρείται στο 126,8% του ΑΕΠ που αντιστοιχεί σε 298 δις Ευρώ.
Εν ολίγοις, η βάση της ελληνικής οικονομίας ήταν σαθρή και υπήρχαν διαρθρωτικά προβλήματα , δηλαδή στηρίχθηκε σε ευκόλως πληττόμενους τομείς όπως η ναυτιλία και η οικοδομή αλλά και λιανεμπόριο. Με την επεκτατική πολιτική των ελληνικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στα Βαλκάνια, εξετέθησαν σε μεγάλο κίνδυνο.[15] Ο αποκλεισμός του απευθείας δανεισμού από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η υποχρέωση δανεισμού από τις εμπορικές τράπεζες, σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων λόγω της αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων και ομολόγων, κατέστησαν την κατάσταση πιο σοβαρή. Το ευρώ ήταν καταλύτης. Πριν το ευρώ διευκολυνόταν η μεταφορά πόρων προς τις χώρες που αναπτύσσονταν ταχύτερα. Οι κεφαλαιακές αυτές εισροές ισοσκέλιζαν το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας, δηλαδή επέτρεπαν πριν την κρίση στην Ελλάδα και άλλες χώρες να διατηρούν έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Με την ένταξη, αυτή η δυνατότητα αυτή δεν υπήρχε, καθώς συρρικνώθηκαν οι κεφαλαιακές εισροές. Επίσης η χαμηλή παραγωγικότητα, η φοροδιαφυγή και η υπονόμευση του ανταγωνισμού έπαιξαν ρόλο.