Από αρχαιοτάτων χρόνων ο άνθρωπος στράφηκε στον υποβρύχιο κόσμο. Η ιδέα της πρώτης αναπνευστικής συσκευής υποβρυχίως -μια χύτρα ανεστραμμένη πάνω από την κεφαλή του δύτη, ώστε να συγκρατεί τον αέρα, ανήκει στον Αριστοτέλη (βλ. Αριστοτέλους Προβλήματα). Ο Θουκυδίδης, επίσης, κάνει αναφορά για δύτες που πριόνιζαν τα υποβρύχια φράγματα προστασίας των Συρακουσίων, ενώ ο Αρριανός εξιστορεί πώς ο Αλέξανδρος έκανε χρήση δυτών στην πολιορκία της Τύρου.
Το όνειρο της παραμονής του ανθρώπου στο νερό παρέμεινε ζωντανό στο διάβα της ιστορίας. Φημισμένοι μηχανικοί του Μεσαίωνα όπως ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, σχεδίασαν, κατασκεύασαν και έθεσαν σε εφαρμογή μηχανισμούς, που θα μπορούσαν να παρατείνουν την παραμονή του δύτη στο νερό, κυρίως για κατασκευαστικούς ή πολεμικούς λόγους. Χρησιμοποιήθηκαν κώδωνες, ασκοί και πολυάριθμα άλλα υλικά με σχετική επιτυχία για τους σκοπούς που προορίζονταν. Η πρώτη κατασκευή αναπνευστικής συσκευής έρχεται από τον Ρότζερ Μπέικον το 1240. Έκτοτε ακολουθεί περίοδος ύφεσης για να φθάσουμε στον 17ο αιώνα και μετέπειτα στη βιομηχανική επανάσταση, οπότε και θεμελιώθηκε η πρακτική τεχνική της κατάδυσης με τη βοήθεια των ραγδαία αναπτυσσόμενων επιστημών. Σημαντική προσφορά για την ανάπτυξη της καταδυτικής λειτουργίας και βοήθεια για την κατανόηση της συμπεριφοράς του ανθρώπου σε υπερβαρεϊκό περιβάλλον στάθηκε η ανακάλυψη του Άγγλου Ρόμπερτ Μπόιλ (Robert Boyle), ο οποίος περί το 1660 μελέτησε τις φυσικές ιδιότητες του συμπιεσμένου αέρα. Ο νόμος του Μπόιλ περιγράφει την επίδραση της αλλαγής της πίεσης στον όγκο και την πυκνότητα των αερίων, γεγονός υψίστης σημασίας για την καταδυτική φυσιολογία.
Η πρώτη περιγραφή συσκευής ανταποκρινόμενης στους στόχους της κατάδυσης δημοσιεύθηκε από τον μαθηματικό Σκοτ στο περιοδικό Technica Curiosa το 1664 και ήταν ένας κώδωνας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1669 ο Σινκλέρ δημοσίευσε τα σχέδια ενός καταδυτικού μηχανήματος που είχε χρησιμοποιηθεί το 1588 και το 1665 σε αναζήτηση ναυαγίων με θησαυρούς. Αργότερα, οι Χάλεϊ και Σμίτον βελτίωσαν τον σχεδιασμό του κώδωνα και έγιναν οι πρώτες εφαρμογές του σε μια ποικιλία υποβρύχιων δραστηριοτήτων. Ακολούθησε ο μαθηματικός και φυσικός Τζιοβάνι Μπορέλι (Giovanni Alfonzo Borelli), το έργο του οποίου εκδόθηκε το 1680, που εμπνεύστηκε και διατύπωσε τη σύσταση σχεδόν ολόκληρου του εξοπλισμού (κώδωνα, υποβρύχιο, καταδυτική συσκευή κ.λπ.) σε θεωρητικό επίπεδο. Πρακτικά οι συσκευές του δε δοκιμάστηκαν ποτέ. Στη συνέχεια, περίπου το 1840, οι Μπενουά Ρουκαϊρόλ (Benoit Rouquayrol) και Ογκίστ Ντενερούζ (Auguste Denayrouze) βελτίωσαν το πρωτόγονο σκάφανδρο του Αουγκούστους Σιέμπε (Augustus Siebe) και το 1878 παρουσιάστηκε η πρώτη συσκευή κλειστού κυκλώματος.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, το 1866 ο Συμιακός Φώτιος Μαστορίδης έφερε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Σύμη την πρώτη συσκευή με σκάφανδρο (το φόρεμα όπως λεγότανε) για σπογγαλιεία, δίνοντας μια νέα διάσταση στο επάγγελμα. Το σκάφανδρο Μαστορίδη, είχε δωρίσει αγγλική ναυαγοσωστική εταιρεία ως αναμνηστικό δώρο για την προσφορά του σε εργασίες στις lνδικές Θάλασσες. Η πρώτη δοκιμή της συσκευής έγινε στο Νημποριό της Σύμης όπου μαζεύτηκαν πλήθος κόσμου να δούνε την επίδειξη αλλά κανένας άντρας δεν τολμούσε να δοκιμάσει τη στολή του δύτη γιατί ήταν κάτι άγνωστο και είχε κακή φήμη. Τότε η Ευγενία Μαυριού (σύζυγος του Μαστορίδη) αν και τριών μηνών έγκυος ντύθηκε το σκάφανδρο και περπατώντας καταδύθηκε χωρίς δισταγμό στα νερά του λιμανιού της Σύμης. Μόλις έφτασε στα 15 μέτρα βάθος όπου ο πυθμένας ήταν στρωτός άρπαξε μια πέτρα σαν αποδεικτικό στοιχείο και αναδύθηκε στην επιφάνεια. Βλέποντάς την οι άντρες πήραν θάρρος και δοκίμασαν αμέσως τη μηχανή όπως αποκαλούσαν τότε το πλήρες σύστημα με παροχή αέρα απο την επιφάνεια και έτσι πείστηκαν και τα σφουγγαράδικα να την αγοράσουν. Η Ευγενία Μαυριού έγινε έτσι η πρώτη γυναίκα που καταδύθηκε φορώντας σκάφανδρο.
Η σημαντική εφεύρεση, το 1920, των πτερυγίων κολύμβησης, από τον Υποπλοίαρχο του γαλλικού ναυτικού Κορλύ, επέλυσε το πρόβλημα της προώθησης υποβρυχίως και παρείχε το έναυσμα για την αυτόνομη κατάδυση. Από εκεί και πέρα η επινόηση και τελειοποίηση του ρυθμιστή πίεσης από τον Γάλλο ωκεανογράφο Ζακ Κουστώ και τον Γκανιό άλλαξε ριζικά το σκηνικό. Με τη βοήθεια ανδρών όπως ο Ντιμά, ο Χανς Χας κ.α. πραγματοποιούνται σπουδαία άλματα για την κατάκτηση των βυθών. Σε αυτό το σημείο βέβαια θα πρέπει να αναφερθεί πως ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες για την αλματώδη ανάπτυξη της μελέτης και τεχνολογίας των καταδύσεων υπήρξε η τελειοποίηση του καταδυτικού υλικού.
Στην Ελλάδα σημαντική προσφορά στην ανάπτυξη της αυτόνομης κατάδυσης παρείχε η Μονάδα Υποβρυχίων Καταστροφών (Μ.Υ.Κ.) και πιο συγκεκριμένα ο διοικητής της Μανώλης Παπαγρηγοράκης, ο οποίος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την εγκαθίδρυση και τεκμηρίωση του θεωρητικού υπόβαθρου για το γνωστικό πεδίο της αυτόνομης κατάδυσης και φυσικά του κατάλληλου εκπαιδευτικού προγράμματος. Έκτοτε, παρόλο το σφικτό και αρνητικό προς τις καταδύσεις νομικό υπόβαθρο στην Ελλάδα, υπήρξε ραγδαία ανάπτυξη αυτής της ενδιαφέρουσας δραστηριότητας με τις πολλαπλές δυνατότητες σε ερασιτεχνικό και επαγγελματικό επίπεδο.