Posted on May 12, 2021
COVID-19
Η ασθένεια κορονοϊού 2019 (coronavirus disease 2019, COVID-19), επίσης γνωστή ως οξεία αναπνευστική νόσος 2019-nCoV, είναι μία μολυσματική ασθένεια που προκαλείται από τον κορονοϊό SARS-CoV-2. Ο ιός και η ασθένεια εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην πόλη Γουχάν της Κίνας στα τέλη του 2019 και έγιναν γνωστοί στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στις 31 Δεκεμβρίου 2019. Από τότε έχει διασπαρεί σε όλον τον πλανήτη και έχει εξελιχθεί σε πανδημία[1].
Τα συμπτώματα της Covid-19 ποικίλουν. Τα πιο συχνά συμπτώματα είναι ο πυρετός, ο ξηρός βήχας και η σωματική εξάντληση. Λιγότερο συχνά συμπτώματα είναι η απώλεια γεύσης ή μυρωδιάς, η ρινική συμφόρηση, η επιπεφυκίτιδα, ο πονόλαιμος, ο πονοκέφαλος, o πόνος στους μύες ή στις αρθρώσεις, τα δερματικά εξανθήματα, η ναυτία ή ο εμετός, η διάρροια, τα ρίγη και η ζάλη. Σε περίπτωση σοβαρής εξέλιξης της νόσου τα συμπτώματα περιλαμβάνουν δυσκολία στην αναπνοή, απώλεια όρεξης, σύγχυση, επίμονο πόνο ή πίεση στο στήθος και υψηλό πυρετό, άνω των 38°C. Λιγότερο συχνά συμπτώματα είναι η σύγχυση, η μειωμένη συνείδηση, η ανησυχία, η κατάθλιψη, οι διαταραχές ύπνου, πιο σοβαρές και σπάνιες νευρολογικές επιπλοκές. Άτομα όλων των ηλικιών που παρουσιάζουν πυρετό και βήχα, δύσπνοια, πόνο στο στήθος, θα πρέπει να αναζητήσουν αμέσως ιατρική περίθαλψη[1]. Στην Ελλάδα για αναζήτηση πληροφοριών και καθοδήγησης σε περίπτωση που έχετε ανάγκη μπορείτε να αναζητήσετε διαδικτυακά στον ιστότοπο του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας[2].
Η περίοδος επώασης του ιού, μέχρι την εμφάνιση της ασθένειας, κυμαίνεται έως 14 ημέρες, με διάμεσο χρόνο τις 5,1 ημέρες και το 97.5% των ατόμων που θα εμφανίσουν συμπτώματα θα το κάνουν έως 11,5 ημέρες από την μόλυνση. Υπάρχουν σπάνιες περιπτώσεις που πιθανώς να εμφανίσουν συμπτώματα μετά τις 14 ημέρες[3]. Από τα άτομα που θα εμφανίσουν συμπτώματα, τα περισσότερα, περίπου το 80%, θα ιαθεί χωρίς να χρειαστεί νοσηλεία. Από τους υπόλοιπους το 15% των ασθενών θα αναζητήσει νοσηλεία και θα χρειαστεί οξυγόνο, ενώ στο 5% η ασθένεια θα εξελιχθεί σοβαρά και χρειάζονται εντατική φροντίδα. Οι επιπλοκές που οδηγούν στον θάνατο μπορεί να είναι αναπνευστική ανεπάρκεια, σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας, σηψαιμία και σηπτικό σοκ, θρομβοεμβολισμό και πολυοργανική ανεπάρκεια[1]. Η θνητότητα των ασθενών που θα χρειαστούν μονάδα εντατικής θεραπείας κυμαίνεται από 39% έως 72% ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των ασθενών. Ο μέσος χρόνος νοσηλείας των ιαθέντων κυμαίνεται από 10 ημέρες έως 13[4].
Η ασθένεια Covid-19, η οποία προκαλείται από τον κορονοϊό SARS-CoV-2, διαδίδεται μεταξύ των ανθρώπων κυρίως όταν ένα μολυσμένο άτομο βρίσκεται σε στενή επαφή με ένα άλλο. Ο ιός μπορεί να εξαπλωθεί από το στόμα ή τη μύτη ενός μολυσμένου ατόμου με υγρά σωματίδια τα οποία ονομάζονται, «αναπνευστικά σταγονίδια» τα μεγαλύτερα, ενώ τα μικρότερα, «αερολύματα».[1][4]
Η διάγνωση γίνεται με την αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR), το δείγμα περιλαμβάνει ρινοφαρυγγικό επίχρισμα, στοματοφαρυγγικό επίχρισμα, πτύελα, ή υλικό αναρρόφησης από τον τραχειοσωλήνα, όταν αφορά διασωληνωμένους ασθενείς. Η ακριβής διάγνωση απαιτεί εργαστηριακή ταυτοποίηση του ιού με την ανίχνευση του γενετικού του υλικού (RNA) με την παραπάνω εξέταση. Η υποψία για τη διάγνωση θα τεθεί μέσω συνδυασμού συμπτωμάτων, παραγόντων κινδύνου και των ευρημάτων στην ακτινογραφία ή την αξονική τομογραφία θώρακα, η οποία συχνά εμφανίζει χαρακτηριστικά άτυπης πνευμονίας[5].
Προληπτικά μέτρα αποτροπής της μόλυνσης από τον Sars-CoV-2 περιλαμβάνουν τη κοινωνική αποστασιοποίηση, τον αερισμό των εσωτερικών χώρων, την κάλυψη του προσώπου μας όταν βήχουμε ή φτερνιζόμαστε, το πλύσιμο των χεριών μας και την αποφυγή της επαφής με το πρόσωπό μας αν δεν έχουμε πλύνει τα χέρια μας. Σε δημόσιους χώρους συνιστάται η υποχρεωτική η χρήση μάσκας προσώπου για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου μετάδοσης. Μέχρι αυτή την στιγμή έχουν αναπτυχθεί και αδειοδοτηθεί τουλάχιστον 10 διαφορετικά εμβόλια κατά της Covid-19, από κάποια επίσημη αυστηρή ρυθμιστική αρχή. Περισσότερα αναμένεται να αδειοδοτηθούν σύντομα. Οι εμβολιασμοί ξεκίνησαν στα τέλη 2020 και έχουν χορηγηθεί, έως και τις 25 Απριλίου 2021, περισσότεροι από 1 δισεκατομμύρια δόσεις, ενώ ο ρυθμός εμβολιασμού είναι λίγο πάνω από τα 18,3 εκατομμύρια ημερησίως[6]. Στις 27 Δεκεμβρίου 2020, έγιναν στην Ελλάδα οι πρώτοι εμβολιασμοί κατά του κορονοϊού.[7]. Η νοσηλεύτρια Ευσταθία Καμπισιούλη (ΜΕΘ, «Ευαγγελισμός») έγινε ο πρώτος άνθρωπος που εμβολιάστηκε στη χώρα μας, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους της πανδημίας[8].
Κλινικές έρευνες για την ανάπτυξη φαρμακευτικής αγωγής, που αναστέλλουν την αναπαραγωγή του ιού, βρίσκονται σε εξέλιξη. Αυτή τη στιγμή η κύρια θεραπεία είναι συμπωματική, η οποία περιλαμβάνει διαχείριση των συμπτωμάτων, υποστηρικτική φροντίδα και απομόνωση[4].
Ωστόσο, παραμένουν σε απόλυτη ισχύ οι συστάσεις προς τον γενικό πληθυσμό για τήρηση των προληπτικών μέτρων προφύλαξης. Στα άτομα που υποψιάζονται ότι έχουν εκτεθεί στον ιό ή πιθανολογούν ότι είναι φορείς και έχουν ήπια συμπτώματα, να μένουν σπίτι και να αναζητούν ιατρική συμβουλή, είτε στον προσωπικό τους ιατρό, είτε στην πλησιέστερη δομή υγείας, είτε επικοινωνώντας με τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας[2].
Ονοματοδοσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το όνομα COVID-19, αποδόθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, σύμφωνα με τις συστάσεις που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του Παγκόσμιου Οργανισμού για την Υγεία των Ζώων, του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ώστε να μην αναφέρεται σε μία γεωγραφική τοποθεσία, ένα ζώο, ένα άτομο ή μία ομάδα ατόμων αλλά να έχει εμφανή συσχέτιση με την ασθένεια, ώστε να αποφευχθεί κάποια ανακρίβεια ή στιγματισμός των ομάδων αυτών[9].
Η ονομασία COVID-19 για την ασθένεια, αποτελεί ένα ακρωνύμιο των γραμμάτων, CO, από το corona, που σημαίνει κορώνα, VI, από το virus, που σημαίνει ιός, D από το disease, που σημαίνει ασθένεια και το 19 από το έτος την πρώτης καταγραφής της. Ο ιός μέχρι τότε ονομαζόταν ως "νέος κορονοϊός 2019" ή "2019-nCov"[10].
Η Κίνα, που είχε ήδη ονομάσει την νέα λοίμωξη ως "νέα πνευμονία κορονοϊού"[11], με νεότερη ανακοίνωσή της, αναθεώρησε την αγγλική ονομασία σε "COVID-19", ενώ διατήρησε την κινεζική ονομασία ως είχε[12].
Συμπτώματα και εξέλιξη της νόσου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύμπτωμα | Ποσοστό |
---|---|
Πυρετός | 87.9% |
Ξηρός βήχας | 67.7% |
Κόπωση | 38.1% |
Φλέγματα | 33.4% |
Δύσπνοια | 18.6% |
Μυαλγία ή αρθραλγία | 14.8% |
Πονόλαιμος | 13.9% |
Πονοκέφαλος | 13.6% |
Ρίγος | 11.4% |
Ναυτία ή εμετός | 5.0% |
Ρινική συμφόρηση | 4.8% |
Διάρροια | 3.7% |
Αιμόπτυση | 0.9% |
Επιπεφυκίτιδα | 0.9% |
Η περίοδος επώασης του ιού, μέχρι την εμφάνιση της ασθένειας, κυμαίνεται έως 14 ημέρες, με διάμεσο χρόνο τις 5,1 ημέρες και το 97.5% των ατόμων που θα εμφανίσουν συμπτώματα θα το κάνουν έως 11,5 ημέρες από την μόλυνση. Υπάρχουν σπάνιες περιπτώσεις που πιθανώς να εμφανίσουν συμπτώματα μετά τις 14 ημέρες[14].
Από τα άτομα που θα εμφανίσουν συμπτώματα, τα περισσότερα, περίπου το 80%, θα ιαθεί χωρίς να χρειαστεί νοσηλεία. Από τους υπόλοιπους το 15% των ασθενών θα αναζητήσει νοσηλεία και θα χρειαστεί οξυγόνο, ενώ στο 5% η ασθένεια θα εξελιχθεί σοβαρά και χρειάζονται εντατική φροντίδα. Οι επιπλοκές που οδηγούν στον θάνατο μπορεί να είναι αναπνευστική ανεπάρκεια, σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας, σηψαιμία και σηπτικό σοκ, θρομβοεμβολισμό και πολυοργανική ανεπάρκεια[1]. Η θνητότητα των ασθενών που θα χρειαστούν μονάδα εντατικής θεραπείας κυμαίνεται από 39% έως 72% ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των ασθενών. Ο μέσος χρόνος νοσηλείας των ιαθέντων κυμαίνεται από 10 ημέρες έως 13[4].
Τα συνήθη συμπτώματα μπορούν να ποικίλουν και χωρίζονται στις εξής κατηγορίες, συστημικά, αναπνευστικά, οφθαλμών-μύτης- λαιμού, γαστρεντερικά, κεντρικού νευρικού συστήματος και οφθαλμών.[15] Τα συστημικά αποτελούνται από πυρετό, κόπωση, μυαλγίες, αρθραλγία και εξανθήματα. Τα αναπνευστικά αποτελούνται από ξηρό βήχα, παραγωγικό βήχα, δύσπνοια, πόνο στο στήθος, αιμόπτυση και συριγμό της αναπνοής. Ο πονόλαιμος, καταρροή, ζάλη, ρινική συμφόρηση, απώλεια γεύσης, απώλεια όσφρησης και η ωταλγία αποτελούν συμπτώματα των οφθαλμών-μύτης- λαιμού. Ο επηρεασμός του γαστρεντερικού εκφράζεται με διάρροια, ναυτία, εμετό, κοιλιακό άλγος. Το κεντρικό νευρικό σύστημα, επηρεάζεται δημιουργώντας πονοκεφάλους, σύγχυση και αταξία. Τέλος οι οφθαλμοί έχουν ως συμπτώματα την επιπεφυκίτιδα, οφθαλμαλγία και την φωτοφοβία[15].
Συνήθως ένας στους έξι ασθενείς θα παρουσιάσει επιδείνωση της υγείας του, εμφανίζοντας επιδεινούμενη δύσπνοια και σημεία λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος, τόσο ακτινολογικά όσο και εργαστηριακά. Η εξέλιξη της νόσου μπορεί να χωριστεί σε τρεις διαφορετικές φάσεις, ωστόσο αυτές οι φάσεις μπορεί να διαφέρουν και να υπάρχει επικάλυψη τους από κάθε ασθενή, και είναι οι εξής, η φάση της πρώιμης λοίμωξης, η πνευμονική φάση και η φάση της σοβαρής υπερφλεγμονής που περιλαμβάνει και φλεγμονή δευτερογενών οργάνων[16]. Κατά τη διάρκεια της πρώιμης φάσης της μόλυνσης, περνάει χωρίς έντονες ενοχλήσεις, όπως κάθε άλλη ίωση που προκαλεί κοινό κρυολόγημα ή άλλη λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού. Ο ιός διεισδύει στους πνεύμονες και αρχίζει να πολλαπλασιάζεται. Αυτό το στάδιο χαρακτηρίζεται από ήπια συμπτώματα και σηματοδοτεί την αρχική απόκριση από έμφυτη ανοσία[16]. Η πλειοψηφία των εισαγωγών στο νοσοκομείο πραγματοποιείται ύστερα από περίπου μία εβδομάδα συμπτωματικής ασθένειας λόγω επιδείνωσης της κατάστασης και η εντατική ιατρική θεραπεία, γίνεται απαραίτητη περίπου δέκα ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων[17]. Ακτινολογικά, η συχνότερη ένδειξη είναι η εικόνα θολής υάλου κατά την αξονική τομογραφία που γίνεται την ώρα της εισαγωγής[18][19]. Η λεμφοκυτταροπενία, δηλαδή ο ελαττωμένος αριθμός λεμφοκυττάρων στο αίμα, είναι ένα βασικό εργαστηριακό εύρημα σε αυτό το στάδιο και παρουσιάζει το 83% των ασθενών[16][20]. Η ασθένεια εξελίσσεται στην πνευμονική φάση, που χαρακτηρίζεται από αναπνευστική δυσκολία. Η τρίτη και πιο επικίνδυνη εξέλιξη, είναι η ταχεία εξέλιξη προς το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS), το οποίο είναι απειλητικό για την ζωή[21]. Η υπερβολική συστημική φλεγμονή ή η καταιγίδα κυτοκίνης, μπορεί να συσχετιστεί με τη λεμφοκυτταροπενία και αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα σοβαρής νόσου και παρατηρείται πολλαπλή ανεπάρκεια οργάνων[16]. Η εμπλοκή του νευρικού συστήματος στην εξέλιξη και μετάδοση της νόσου δεν έχει μελετηθεί κλινικά εκτενώς, αναμένεται όμως να είναι σημαντική με βάση τις γνώσεις μας στην νευροανατομία και νευροφυσιολογία [22].Έχει παρατηρηθεί ότι σε παιδιά και νέους, η συμπτωματολογία είναι ηπιότερη.
Κορονοφοβικό άγχος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πρόκειται για ένα επίκτητο ψυχοπαθολογικό σύμπλεγμα. Το οποίο παρατηρείται πρόδρομα, δηλαδή πριν καν το άτομο νοσήσει από τον ιό, έχοντας ως ψευδή φοβική πεποίθηση την εκδήλωση των αναμενόμενων συμπτωμάτων, χωρίς όμως στην πραγματικότητα να νοσεί. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα, είναι η υποθετική αντίληψη του ατόμου ότι βρίσκεται σε εμπύρετη κατάσταση, η συνοδεία κεφαλαλγίας, αθραλγίας, μυαλγίας, ρινικής καταρροής, δύσπνοιας ή πονόλαιμου. Αποτέλεσμα, είναι η αποφυγή οποιουδήποτε χώρου, η υπερπροστασία της προσωπικής υγιεινής που καθίσταντο κουραστική και επίπονη σε ψυχοσωματικό επίπεδο, η αποξένωση από τις ενδοπροσωπικές και διαπροσωπικές του σχέσεις, έχοντας την υποθετική συνεχή σκέψη στην αόρατη ύπαρξη του ιού σε κάθε επίπεδο της καθημερινότητας. Επιπλέον, μπορεί να παρουσιαστεί και όταν ο ασθενής υφίσταντο τον ιό, καθώς το μεταφοβικό στρες που δημιουργήθηκε από την προαναφερθείσα κατάσταση, δημιουργεί ακούσια την εσωτερική αντίληψη, ότι το άτομο όπου προσέρχεται πιστεύει ακράδαντα ότι θα επαναπροσλάβει τον ιό, και ότι θα εμπίπτει σε αυτήν ιική κατάσταση συνεχώς. Αυτή η ψυχοπαθολογική κατάσταση χρήζει ψυχοθεραπείας και ψυχολογικής υποστήριξης σε περιπτώσεις που επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό την αποδοτικότητα του ατόμου σε όλες τις πτυχές της ρουτίνας και της καθημερινής του ζωής, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις αν η κατάσταση είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, συνίστανται ψυχιατρική παρέμβαση για την δοσοληψία φαρμακευτικής αγωγής, σχετιζόμενης με το φοβικό στρες
Επιγραμματικά οι αιτίες θανάτου που καταγράφηκαν σε μελέτη, από 113 ασθενείς που έχασαν την ζωή τους από την λοίμωξη COVID-19 στην έναρξης της πανδημίας, ήταν σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας(100%), αναπνευστική ανεπάρκεια τύπου Ι(51%), σήψη(100%), οξεία καρδιακή βλάβη(77%), καρδιακή ανεπάρκεια(49%), αλκάλωση(40%), υπερκαλιαιμία(37%), νεφρική βλάβη (25%) και υποξική εγκεφαλοπάθεια(20%)[25].
Η πυκνότητα του ACE2 σε κάθε ιστό σχετίζεται με την σοβαρότητα της νόσου[26]. Ο μηχανισμός αυτός, έχει οδηγήσει σε έρευνες, για την πιθανότητα φαρμακευτικών σκευασμάτων που θα αποκλείουν τους υποδοχείς αυτούς, ώστε να δρουν προστατευτικά[27].
Ρινική κοιλότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η λοίμωξη COVID-19 επηρεάζει το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα που αποτελείται από μύτη - ρινοφάρυγγας - λάρυγγας. Επειδή ο κορονοϊός SARS-CoV-2 διαδίδεται κυρίως με αναπνευστικά σταγονίδια, η ρινική κοιλότητα είναι η πρώτη οδός εισόδου. Μεταξύ των κυττάρων που υπάρχουν στο σημείο αυτό, στα αναπνευστικά επιθηλιακά κύτταρα υπάρχουν το ένζυμο ACE2 που είναι υπεύθυνο για την προσκόλληση του ιού, έτσι συμβάλουν ενεργά στην αναπαραγωγή του ιού και ανιχνεύεται υψηλό ιικό φορτίο. Επίσης αυτά τα κύτταρα αποτελούν πιθανή δεξαμενή του ιού κατά την διάρκεια της μετάδοσής του, Για αυτόν το λόγο το ρινοφαρυγγικό επίχρισμα χρησιμοποιείται ως τρόπος διάγνωσης.[28]
Οσφρητικό Επιθήλιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η λοίμωξη της ρινικής κοιλότητας σχετίζεται και με οσφρητικές και γευστικές δυσλειτουργίες, οι οποίες παρατηρούνται ως συμπτώματα της λοίμωξης καθώς παρατηρούνται σε περισσότερο από το 50% των ασθενών. Το ένζυμο ACE2 παρατηρείται και σε αυτά τα κύτταρα. Η λοίμωξη, η οποία προκαλεί τοπική φλεγμονή αγγειακών και υποστηρικτικών κυττάρων του οσφρητικού βολβού, οδηγεί σε προβλήματα στην όσφρηση. Επίσης η βλάβη στα υποστηρικτικά κύτταρα, μπορεί να επηρεάσει τους οσφρητικούς νευρώνες.[28]
Αναπνευστικό σύστημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το κατώτερο αναπνευστικό σύστημα που το αποτελούν τραχεία - βρόγχοι - πνεύμονες και ιδιαίτερα οι πνεύμονες είναι τα όργανα που επηρεάζονται περισσότερο από τον Sars-Cov-2, επειδή εισέρχεται στα κύτταρα του ξενιστή μέσω του ενζύμου μετατροπής της αγγειοτενσίνης 2(ACE2). Καθώς η λοίμωξη εξελίσσεται σε πνευμονία και σε σοβαρές περιπτώσεις αναπνευστικής ανεπάρκειας, η οποία και είναι η κύρια αιτία θανάτου. [29] Στο πλαίσιο της λοίμωξης από τον SARS-CoV-2, παρατειρούνται διαφορετικά παθολογικά σχήματα οξείας πνευμονικής βλάβης όπως την διάχυτη κυψελιδική βλάβη (DAD), η οποία σχετίζεται στενά με σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS), την οξεία ινώδη και οργανωμένη πνευμονία (AFOP) και λεμφοκυτταρική πνευμονία.[28]
Ο ιός επηρεάζει επίσης τα γαστρεντερικά όργανα καθώς το ένζυμο ACE2 υπάρχει σε αφθονία στα αδενικά κύτταρα του γαστρικού συστήματος, του δωδεκαδακτύλου και του ορθικού επιθηλίου καθώς και στα ενδοθηλιακά κύτταρα και τα κύτταρα του λεπτού εντέρου[30]. Ιικό RNA έχει ανιχνευθεί στα κόπρανα ορισμένων ασθενών ακόμη και μετά την υποχώρηση των αναπνευστικών συμπτωμάτων και έως και 35 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, οδηγώντας σε μια παρατεταμένη μορφή ασθένειας που χαρακτηρίζεται από συμπτώματα γαστρεντερίτιδας.[28]
Συκώτι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κατά την διάρκεια της COVID-19 έχουν αναφερθεί αυξημένα επίπεδα ασπαρτικής τρανσαμινάσης (AST), τρανσαμινάσης αλανίνης (ALT) και χολερυθρίνης. Αυτοί οι τρεις δείκτες μαρτυρούν τραυματισμό στο ήπαρ. Αυτή η ηπατική βλάβη είναι συνήθως ήπια και παροδική. Έχει αποδειχθεί ότι το SARS-CoV-2 είναι ικανό να στοχεύει τα χολαγγειοκύτταρα. Εκτός από τις άμεσες επιπτώσεις των ιών, δεν μπορούν να αποκλειστούν άλλοι μηχανισμοί, όπως η τοξικότητα στα φάρμακα.[28]
Καρδιαγγειακό σύστημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
O Sars-Cov-2 μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα του μυοκαρδίου και χρόνια βλάβη στο καρδιαγγειακό σύστημα[31]. Ο οξύς τραυματισμός της καρδιάς βρέθηκε στο 12% των ασθενών που χρειάστηκαν νοσηλεία στο νοσοκομείο της Γουχάν κατά την έναρξης της πανδημίας και είναι συχνότερη όταν η λοίμωξη εξελίσσεται σοβαρότερα[32]. Τα ποσοστά των καρδιαγγειακών συμπτωμάτων είναι υψηλά, λόγω της συστημικής φλεγμονής και των διαταραχών του ανοσοποιητικού κατά την εξέλιξη της νόσου αλλά και με τον αριθμό των υποδοχέων ACE2 που υπάρχουν στην καρδιά, όπου παρουσιάζονται σε μεγάλο βαθμό[31]. Η δυσλειτουργία των αιμοφόρων αγγείων και σχηματισμών θρόμβων πιστεύεται ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στη θνητότητα, καθώς τα περιστατικά θρόμβων που οδηγούν σε πνευμονικές εμβολές και ισχαιμικά επεισόδια στον εγκέφαλο, τα οποία έχουν σημειωθεί ως επιπλοκές σε άτομα που έχουν μολυνθεί από τον ιό. Η λοίμωξη προκαλεί μια αλυσίδα αποκρίσεων στο σώμα όπως τη συστολή των αιμοφόρων αγγείων στην πνευμονική κυκλοφορία που οδηγεί στην μειωμένη οξυγόνωση παράλληλα με την ιογενή πνευμονία[33].
Νευρικό σύστημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Υπάρχει πιθανότητα, ο SARS-CoV-2, να μπορεί να εισβάλει στο νευρικό σύστημα, αυτό όμως παραμένει ακόμα άγνωστο. Πολλά άτομα που έχουν νοσήσει παρουσιάζουν νευρολογικά ή ψυχικά προβλήματα. Ο ιός δεν ανιχνεύεται στο κεντρικό νευρικό σύστημα της πλειοψηφίας των ατόμων με COVID-19 που παρουσιάζουν νευρολογικά προβλήματα. Ωστόσο ο Sars-Cov-2 έχει ανιχνευθεί σε χαμηλά επίπεδα στον εγκέφαλο όσων έχουν πεθάνει από την λοίμωξη[14].Ο SARS-CoV-2 θα μπορούσε να προκαλέσει αναπνευστική ανεπάρκεια από τον επηρεασμό του εγκεφάλου καθώς και άλλοι κορονοϊοί έχει αποδειχθεί ότι έχουν την δυνατότητα να εισβάλουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Έχει εντοπιστεί ιός στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό των αυτοψιών, όμως ο ακριβής μηχανισμός που εισβάλει στο κεντρικό νευρικό σύστημα παραμένεις ασαφής καθώς υπάρχει χαμηλό επίπεδο ενζύμων ACE2 στον εγκέφαλο[34]. Ο ιός έχει την δυνατότητα να εισχωρήσει στην κυκλοφορία του αίματος από τους πνεύμονες, πιθανώς μέσω ενός μολυσμένου λευκού αιμοσφαιρίου, ώστε να μολύνει τον εγκέφαλο[14]. Η απώλεια μυρωδιάς, που εμφανίζεται σαν σύμπτωμα της λοίμωξης, οφείλεται στη μόλυνση των κυττάρων του οσφρητικού επιθηλίου και με επακόλουθη βλάβη τους οσφρητικούς νευρώνες[35].
Νεφροί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Επίσης επηρεασμός και επιπλοκές των νεφρών είναι μία ακόμα αιτία θανάτου που έχει καταγραφεί. Εκθέσεις δείχνουν ότι έως και το 30% των νοσηλευόμενων ασθενών, τόσο στην Κίνα, όσο και στην Νέα Υόρκη, έχουν υποστεί κάποιο τραυματισμό στα νεφρά τους, συμπεριλαμβανομένων ατόμων, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως νεφρικά προβλήματα[36]. Το SARS-CoV-2 φαίνεται να είναι ικανό να στοχεύσει το νεφρό: σωματίδια τύπου ιού ήταν ορατά στο νεφρό με ηλεκτρονική μικροσκοπία και η ανοσοϊστοχημεία έδειξε συσσώρευση του αντιγόνου SARS-CoV-2 σε σωληνάρια νεφρού.[28]
Λιπώδης ιστός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία δείχνουν ότι αποτελεί σημαντικός παράγοντας για την εξέλιξη της COVID-19 σε σοβαρή μορφή. Σχεδόν οι μισοί ασθενείς που εισήχθησαν σε μονάδα εντατικής θεραπείας είχαν δείκτη μάζας σώματος μεγαλύτερη από 30, ανεξάρτητα από την ύπαρξη διαβήτη, υπέρτασης, το φύλο και την ηλικία. Αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση καθώς η παχυσαρκία αποτελεί παράγοντα για την νοσηρότητα και από άλλες ιογενείς λοιμώξεις όπως η γρίπη Η1Ν1. Ο λιπώδης ιστός βρίσκεται στον στόχο του SARS-CoV-2 καθώς το ένζυμο ACE2 υπάρχει στα λιποκύτταρα του λιπώδους ιστού. Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο λιπώδης ιστός δρα ως δεξαμενή του ιού.[28]
Λεμφικό σύστημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο SARS-CoV-2 φαίνεται ότι στοχεύει και το ανοσοποιητικό σύστημα. Το ένζυμο ACE2 παρουσιάζεται στα μακροφάγα και στον σπλήνα. Επιπλέον, αν και τα Τ και Β κύτταρα δεν στοχεύονται άμεσα από τον κορονοϊό, προκαλεί θάνατο των λεμφοκυττάρων, η οποία μπορεί να εξηγήσει την λεμφοπενία που παρατηρείται σε μολυσμένους ασθενείς και σχετίζονται με φαινόμενα που προκαλούνται από κυτοκίνες.[28]
Καταιγίδα κυτοκίνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η σοβαρότητα της φλεγμονής από την COVID-19 μπορεί να αποδοθεί από την καταιγίδα κυτοκίνης η οποία παρουσιάζεται κατά την διάρκεια της λοίμωξης και είναι μια από τις κύριες αιτίες νοσηρότητας και θνητότητας από τον SARS-CoV-2[37]. Η απόκριση αυτή είναι υπεύθυνη για την νοσηρότητα σε μια σειρά ασθενειών, όμως στην COVID-19, σχετίζεται με χειρότερη πρόγνωση και αυξημένη θνητότητα. Η καταιγίδα προκαλεί σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας, γεγονότα πήξης του αίματος όπως εγκεφαλικά επεισόδια, έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλίτιδα, οξεία νεφρική βλάβη και αγγειίτιδα. Τα κύτταρα του κεντρικού νευρικού συστήματος , τα μικρογλοιακά κύτταρα, οι νευρώνες, και τα αστροκύτταρα , εμπλέκονται επίσης στην απελευθέρωση των κυτοκινών που επηρεάζουν το κεντρικό νευρικό σύστημα[38].
Μυοσκελετικό σύστημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η μυαλγία και η κόπωση έχουν αναφερθεί ως συμπτώματα σε ασθενής της COVID-19. Το ACE2 εκφράζεται σε χαμηλά επίπεδα στον μυϊκό ιστό. Αυτό έχει ως συνέπεια να επηρεαστούν και οι αναπνευστικοί μύες. Δεν έχει καταγραφεί πρόβλημα με τις αρθρώσεις και τα οστά.