Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΛΑΘΟΣΦΑΙΡΙΣΗΣ

Ήταν ένα κρύο και βροχερό χειμωνιάτικο απόγευμα του 1891 όταν ο Καναδός Τζιμ Νέισμιθ, ο νεαρός γυμναστής του Κολεγίου Σπρίνκγφιλντ της Μασσαχουσέττης, καθόταν προβληματισμένος στο γραφείο του. Σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα παχνίδι για να παίζουν οι μαθητές του σε κλειστό χώρο και ταυτόχρονα να είναι ενδιαφέρον και θεαματικό.Η ώρα περνούσε κι άρχισε ν’ απογοητεύεται. “Άδικα πονοκεφαλιάζω“, είπε και εκνευρισμένος πέταξε στο καλάθι των σκουπιδιών ένα τσαλακωμένο χαρτί, που όση ώρα σκεφτόταν, το ταλαιπωρούσε στα χέρια του.
Το χάρτινο μπαλάκι μπήκε στο καλάθι και τότε ο Νέισμιθ, σαν να χτυπήθηκε από ηλεκτρικό ρεύμα. Πετάχτηκε όρθιος. Χτύπησε τα χέρια του και φώναξε σαν νέος Αρχιμήδης: “Εύρηκα“. Η ενστικτώδης κίνηση που έκανε, του έδωσε την ιδέα πάνω στην οποία θα στήριζε το παιχνίδι.
Ο Νέισμιθ είχε σπουδάσει θρησκευτικά, αλλά τον κέρδισε ο αθλητισμός γιατί, όπως έλεγε κι ο ίδιος, “πιο εύκολα μπορώ να επηρεάσω τους νεαρούς να γίνουν Χριστιανοί μέσω του αθλητισμού, παρά με το κήρυγμα“.

Ο επικεφαλής του αθλητικού τμήματος στο Σπρίνγκφιλντ είχε προετοιμάσει τον Νέισμιθ. Του επίστησε την προσοχή ότι οι μαθητές του ήταν “επαναστάτες”, ότι οι παλιές ασκήσεις γυμναστικής τους άφηναν παντελώς αδιάφορους κι ότι έπρεπε να βρεθεί ένα νέο παιχνίδι που να τους αποσπάσει το ενδιαφέρον.
Ο οραματιστής Νέισμιθ σκεφτόταν: “θα είναι παιχνίδι με μπάλα, αλλά όχι ποδόσφαιρο που είναι επικίνδυνο. Οι παίκτες δεν θα μπορούν να τρέχουν με την μπάλα, άρα δεν θα γίνονται τάκλιν, άρα δεν θα υπάρχουν τραυματισμοί“.
Το επόμενο πρόβλημα ήταν και το πιο βασικό. Πώς το παιχνίδι θα γινόταν ανταγωνιστικό.
Δηλαδή πώς θα σκόραραν οι παίκτες. Σκέφτηκε να βάλει ένα κουτί στο πάτωμα και να έριχναν εκεί οι παίκτες την μπάλα, αλλά αυτό ήταν ανέφικτο, καθώς οι αμυντικοί θα στέκονταν μπροστά και το παιχνίδι θα γινόταν τραχύ.
Έτσι αποφάσισε να βάλει τα κουτιά να κρέμονται πάνω από τα κεφάλια των παικτών.
Το επόμενο μέλημα του ήταν να βρει την κατάλληλη μπάλα. Αυτή του αμερικανικού ποδοσφαίρου ήταν εύκολο να κουβαληθεί από τους παίκτες και έτσι αποφάσισε ότι η μπάλα του ποδοσφαίρου ήταν η πιο κατάλληλη.
Το πρωί ο Νέισμιθ βρήκε τον κ. Στέμπινς, επιστάτη του κολεγίου και του ζήτησε δύο κουτιά.
Ο επιστάτης απάντησε αρνητικά, αλλά είπε στον Νέισμιθ ότι έχει δύο καλάθια από ροδάκινα να του δώσει.
Ο Νέισμιθ πήρε τα καλάθια και τα κρέμασε στο μπαλκόνι του γυμναστηρίου, είχε ύφος 3 μέτρα και 5 εκατοστά. Αυτό το ύψος έχουν μέχρι και σήμερα τα καλάθια του μπάσκετ.
Στις 11.30 ο Νέισμιθ περίμενε τους μαθητές του να τους παρουσιάσει το νέο παιχνίδι. Νωρίτερα τους είχε δείξει κι άλλα παιχνίδια, αλλά οι μαθητές του τα απέρριψαν, γελώντας ειρωνικά.
Η αγωνία του νεαρού καθηγητή ήταν μεγάλη. “Ει, άλλο ένα νέο παιχνίδι” φώναξε ένας μαθητής, μόλις μπήκε στο γυμναστήριο.
“Δοκιμάστε κι αυτό και αν δεν σας αρέσει, δεν θα σας παρουσιάσω ποτέ κανένα άλλο” είπε ο Τζιμ.
Στη συνέχεια χώρισε τους 18 μαθητές του σε δύο ομάδες των 9 ατόμων και έβαλε τους δύο αρχηγούς να σταθούν στη μέση του γηπέδου. Πέταξε την μπάλα ψηλά ανάμεσα τους. Ήταν το πρώτο τζάμπολ.
Οι δύο νέοι πήδηξαν να διεκδικήσουν την μπάλλα και … ήταν γεγονός: το πρώτο παιχνίδι μπάσκετ είχε αρχίσει.Οι παίκτες, αφού δεν μπορούσαν να τρέχουν κρατώντας την μπάλα στα χέρια, άρχισαν να αλλάζουν πάσες και να προσπαθούν να τη βάλουν στο καλάθι.
Έκαναν αυτό που κάνουν σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι σ’ ολόκληρη τη γη. Έπαιζαν το πιο συναρπαστικό από όλα τα σπορ, αυτό που μαγνητίζει στις μέρες μας όλο τον κόσμο.
Τα γέλια και οι φωνές των μαθητών του Νέισμιθ αντηχούσαν στο παλιό γυμναστήριο. Οι παίκτες, φορώντας μακρύ παντελόνι και μπλούζα, απολάμβαναν το νέο παιχνίδι και ο Νέισμιθ τους κοιτούσε γεμάτος περηφάνεια.
Μετά από μισή ώρα παιχνιδιού κι ενώ είχε μπει ένα μόνο καλάθι, οι μαθητές ήταν εξουθενωμένοι, αλλά ευτυχισμένοι.Το “μικρόβιο” του μπάσκετ τους είχε κατακτήσει για τα καλό. Ρώτησαν το γυμναστή τους πότε θα μπορούσαν να ξαναπαίξουν αυτό το υπέροχο παιχνίδι. Έπαιζαν συχνά στη συνέχεια.
Τον Ιανουάριο του 1892, όταν οι μαθητές γύρισαν από τις διακοπές των Χριστουγέννων, άρχισαν να δίνουν αγώνες με τα γειτονικά σχολεία που κι αυτά είχαν αρχίσει να παίζουν το νέο παιχνίδι.
Τα πρώτα ματς της εποχής έληγαν συνήθως με 3-2 ή με 2-1. Το κάθε καλάθι μετρούσε ένα πόντο.
Το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, διοργανώθηκε στο Σπρίνγκφιλντ το πρώτο τουρνουά μπάσκετ. μεταξύ των μαθητών του κολεγίου. Διάφορες γυναίκες που παρακολουθούσαν τους αγώνες από το μπαλκόνι πρότειναν να παίξουν κι αυτές. Μόλις τελείωσαν οι αγώνες των αντρών, οι γυναίκες μπήκαν στο γήπεδο και έπαιξαν. Ήταν ένα πρωτόγνωρο θέαμα, καθώς φορώντας μακριά φουστάνια προσπαθούσαν να τρέξουν και να βάλουν την μπάλα στο καλάθι. Δεν το κατάφεραν, αλλά μην ξεχνάμε ότι αυτό που μετράει στον αθλητισμό είναι η προσπάθεια.
Την άνοιξη, το παιχνίδι μεταφέρθηκε έξω. Εκεί έστησαν δύο σιδερένιους πασσάλους και κρέμασαν σ’ αυτούς τα καλάθια. Το μπάσκετ είχε ανοίξει τις πόρτες του και είχε ξεκινήσει για να κατακτήσει τον κόσμο.

ΠΗΓΗ=North Baskrt.gr

Ο ΑΗΤΤΗΤΟΣ ΑΡΗΣ 80′

Η ομάδα του Άρη, την χρονική περίοδο από το 1985 μέχρι και 1991, αποτέλεσε τον απόλυτο κυρίαρχο στο ελληνικό μπάσκετ, αφού κατέκτησε 7 συνεχόμενα πρωταθλήματα και 6 κύπελλα.

Κατά τη διάρκεια αυτής της εφταετίας, οι φίλοι του Άρη έχουν σίγουρα αμέτρητους λόγους για να είναι περήφανοι, να καμαρώνουν αλλά και να νοσταλγούν.

Τα κατορθώματα του μπασκετικού Άρη, ήταν τόσο επιβλητικά και πρωτόγνωρα για τον ελληνικό αθλητισμό, που έδωσαν το προσωνύμιο «Ο Αυτοκράτορας του Ελληνικού Μπάσκετ».

Το απόγειο της επιτυχιών της ομάδας του Άρη, ήρθε την τριετία 1987-1990.

Εκείνο το διάστημα, οι παίκτες του Γιάννη Ιωαννίδη εκτός από τις εγχώριες επιτυχίες, έλαμψαν και στα ευρωπαϊκά γήπεδα, λαμβάνοντας την καθολική αναγνώριση από όλους τους Έλληνες φιλάθλους.

Επί πρόσθετα, εκείνο το διάστημα, η χημεία των παικτών του Άρη είχε φτάσει στο ζενίθ της, προσφέροντας σ

Η Θεσσαλονίκη εκείνης της περιόδου ήταν το κάτι άλλο. Ήταν μία πόλη η οποία ζούσε στην κυριολεξία στον κόσμο της, και βίωνε ευημερία σε όλους τους τομείς, από την οικονομία μέχρι και τον πολιτισμό.

Η πόλη αποτελούσε έστω και για κάποιο διάστημα ένα ζωντανό παράδειγμα σύγχρονης ευρωπαϊκής πόλης.

Αυτή η χρονική περίοδος της αθώας κοινωνικής ανόδου, είχε ανάγκη τους δικούς της ήρωες.

Ήρωες οι οποίοι μέσα από τις επιτυχίες τους, θα γιγάντωναν την εικόνα της Θεσσαλονίκης εντός και εκτός των συνόρων.

Φιλόδοξοι εκπρόσωποι εκείνης της εποχής, ήταν δύο μεγάλες ομάδες της πόλης. Ο Άρης και ο ΠΑΟΚ.

Και μπορεί ο ΠΑΟΚ να είχε τις δικές του στιγμές στην ιστορία, ο Άρης όμως, είχε ότι απαιτούνταν για να αναδείξει την μπασκετική Θεσσαλονίκη σε όλη την Ευρώπη.

Μεταξύ 1987-90, όλοι οι Έλληνες φίλαθλοι, στήνονταν κάθε Πέμπτη βράδυ μπροστά στις τηλεοράσεις τους για να παρακολουθήσουν τον Άρη.

Ο αντίκτυπος ήταν τόσο μεγάλος, που οι κινηματογράφοι και τα θέατρα, ανά τη χώρα, αργούσαν να ανοίξουν για να μπορέσει ο κόσμος να δει πρώτα τον Άρη στην Ευρώπη.

Ο Άρης κατάφερε να συμμετάσχει και στα τρία Final Four του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (έτσι ονομαζόταν η Euroleague τότε), από το 1988 μέχρι και το 1990, που ήταν και τα πρώτα Final Four που έγιναν.

Παρόλα αυτά, δεν κατάφερε να κατακτήσει κανένα.

Μπορεί όμως, να μην κέρδισε τον ευρωπαϊκό τίτλο όπως έκαναν αργότερα οι δύο αιώνιοι, αλλά αυτή η τριετία, αποτελεί στη συνείδηση των φιλάθλων ισότιμη καταξίωση.

Πιθανόν λόγω θεάματος, που καθήλωνε το πανελλήνιο μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες.

Πιθανόν επειδή ένωσε τους Έλληνες στη διεκδίκηση ενός ονείρου.

Σίγουρα πάντως στο επίκεντρο βρισκόταν το επικό δίδυμο, αυτό που λίγους μήνες νωρίτερα είχε χαρίσει φανταστικές στιγμές στους Έλληνες με την κατάκτηση του Eurobasket.

Μία επιτυχία που δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει χωρίς την συμπόρευση του Γκάλη και Γιαννάκη με τη φανέλα του Άρη.

Ίσως τελικά για αυτό ο Άρης, να ήταν υπόθεση όλων των Ελλήνων.

το φίλαθλο κοινό θεαματικές αλλά και ουσιώδεις μπασκετικές παραστάσεις.

ΠΗΓΗ:Βasketball Stories