English

Ο γέρος κιθαρίστας

Ο γερός κιθαρίστας είναι μια ελαιογραφία του Πάμπλο Πικάσο , την οποία δημιούργησε στα τέλη του 1903 και στις αρχές του 1904. Απεικονίζει έναν ηλικιωμένο μουσικό, έναν τυφλό, κακοποιό άντρα με νήματα, ο οποίος χτυπάει αδύναμα την κιθάρα του ενώ παίζει στους δρόμους της Βαρκελώνης , Ισπανία . Εκτίθεται στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγου ως μέρος της συλλογής μνημείων Helen Birch Bartlett . 

Κατά τη στιγμή της The Old guitarist " δημιουργίας , Μοντερνισμός , Ιμπρεσιονισμός , μετά-ιμπρεσιονισμό , και Συμβολισμός είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό το στυλ του Πικάσο. Επιπλέον, ο Ελ Γκρέκο , το χαμηλό βιοτικό επίπεδο του Πικάσο και η αυτοκτονία ενός αγαπητού φίλου επηρέασαν το στυλ του Πικάσο εκείνη την εποχή που έγινε γνωστή ως η Μπλε Περίοδος του .  Αρκετές ακτινογραφίες, υπέρυθρες εικόνες και εξετάσεις από επιμελητές αποκάλυψαν τρεις διαφορετικές φιγούρες κρυμμένες πίσω από τον παλιό κιθαρίστα.

α στοιχεία του The Old Guitarist επιλέχθηκαν προσεκτικά για να δημιουργήσουν μια αντίδραση από τον θεατή. Για παράδειγμα, το μονοχρωματικό συνδυασμό χρωμάτων δημιουργεί επίπεδες, δισδιάστατες μορφές που διαχωρίζουν τον κιθαρίστα από το χρόνο και τον τόπο. Επιπλέον, η συνολική σίγαση της μπλε παλέτας δημιουργεί έναν γενικό τόνο μελαγχολίας και τονίζει το τραγικό και θλιβερό θέμα. Η μόνη χρήση λαδιού στο πάνελ προκαλεί μια πιο σκοτεινή και πιο θεατρική διάθεση. Το λάδι τείνει να συνδυάζει τα χρώματα μαζί χωρίς να μειώνει τη φωτεινότητα, δημιουργώντας μια ακόμη πιο συνεκτική δραματική σύνθεση. 

Επιπλέον, ο κιθαρίστας, αν και μυώδης, δείχνει λίγο σημάδι της ζωής και φαίνεται να είναι κοντά στο θάνατο, υπονοώντας λίγη άνεση στον κόσμο και τονίζοντας τη δυστυχία της κατάστασής του. Οι λεπτομέρειες εξαλείφονται και η κλίμακα χειραγωγείται για να δημιουργήσει επιμήκεις και κομψές αναλογίες εντείνοντας παράλληλα τη σιωπηλή σκέψη του κιθαρίστα και την αίσθηση της πνευματικότητας. Η μεγάλη, καφέ κιθάρα είναι η μόνη σημαντική αλλαγή χρώματος που βρέθηκε στον πίνακα. το θαμπό καφέ του, εμφανές στο μπλε φόντο, γίνεται το κέντρο και το επίκεντρο. Η κιθάρα έρχεται να αντιπροσωπεύσει τον κόσμο του κιθαρίστα και μόνο ελπίδα για επιβίωση. Αυτό το τυφλό και φτωχό θέμα εξαρτάται από την κιθάρα του και το μικρό εισόδημα που μπορεί να κερδίσει από τη μουσική του για επιβίωση. Μερικοί ιστορικοί τέχνης πιστεύουν ότι αυτός ο πίνακας εκφράζει τη μοναχική ζωή ενός καλλιτέχνη και τους φυσικούς αγώνες που έρχονται με την καριέρα. Επομένως, η μουσική ή η τέχνη γίνεται ένα βάρος και μια αποξενωτική δύναμη που απομονώνει τους καλλιτέχνες από τον κόσμο.  Ωστόσο, παρά την απομόνωση, ο κιθαρίστας (καλλιτέχνης) εξαρτάται από την υπόλοιπη κοινωνία για επιβίωση. Όλα αυτά τα συναισθήματα αντικατοπτρίζουν την κατάσταση του Πικάσο εκείνη την εποχή και την κριτική του για την κατάσταση της κοινωνίας. Ο Παλαιός Κιθαρίστας γίνεται αλληγορία της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η Γέννηση της Αφροδίτης

Η Γέννηση της Αφροδίτης  είναι πίνακας ζωγραφικής του Ιταλού καλλιτέχνη της ΑναγέννησηςΣάντρο Μποτιτσέλι. Φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1485–1486. Σήμερα βρίσκεται στη συλλογή του μουσείου Ουφίτσι στη Φλωρεντία, στην αίθουσα που είναι αφιερωμένη στο μεγάλο δημιουργό. Αποτελεί μια από τις αρτιότερες αισθητικά δημιουργίες του Φλωρεντίνου καλλιτέχνη. Η έμπνευση για τον πίνακα δίνεται από μια μυθολογική αφήγηση του Οβιδίου και συνιστά μια νεοπλατωνική αλληγορία βασισμένη στην αντίληψη της αγάπης ως γενεσιουργού δύναμης.

Είναι άγνωστο σε εμάς ποιος παρήγγειλε τον πίνακα αυτό στον Ιταλό καλλιτέχνη, ωστόσο πιστεύεται πως φτιάχτηκε για κάποιο μέλος της οικογένειας των Μεδίκων. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν πως αποτελεί ύμνο στην αγάπη του Τζουλιάνο ντι Πιέρο των Μεδίκων για τη Σιμονέττα Κατανέο Βεσπούτσι, που ζούσε στο Πορτοβένερε (μετάφραση: Λιμάνι της Αφροδίτης), μια παραθαλάσσια πόλη για την οποία μια τοπική παράδοση λέει πως αποτελεί το μέρος όπου γεννήθηκε η Αφροδίτη. Σημειώνεται πως ο Μποτιτσέλι αγαπούσε μυστικά και ο ίδιος την όμορφη Σιμονέττα, που ήταν ερωμένη του ευγενούς από την οικογένεια των Μεδίκων. Πιστεύεται πως η Σιμονέττα αποτέλεσε το μοντέλο για την Αφροδίτη στον πίνακα, αλλά και για άλλες κοπέλες σε έργα του Μποτιτσέλι, όπως συνέβη και στην Άνοιξη (Primavera).

Σύμφωνα με τον αρχαίο ελληνικό μύθο, όταν ο Κρόνος πήρε τη βασιλεία από τον πατέρα του, τον Ουρανό, έκοψε τα γεννητικά του όργανα και τα πέταξε στη θάλασσα. Από τους αφρούς της θάλασσας, αναδύθηκε κοντά στην Κύπρο (σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση) η θεά Αφροδίτη. Στον πίνακα, η θεά Αφροδίτη αναδύεται από το νερό μέσα σε ένα όστρακο που φυσούν ο Ζέφυρος και η Αύρα προς την ακτή της Κύπρου ή των Κυθήρων. Στην ακτή την υποδέχεται μια από τις Ώρες, θεότητες των εποχών, που της προσφέρει έναν μανδύα. Σύμφωνα με ορισμένους ερμηνευτές, η γυμνή θεά είναι σύμβολο πνευματικής και όχι γήινης αγάπης. Η ανατομία της Αφροδίτης δεν αποτελούν εκφράσεις κλασικού ρεαλισμού, όπως στα έργα του Ραφαήλ ή του Λεονάρντο Ντα Βίντσι.

Το σχέδιο είναι αρμονικό και ντελικάτο: οι γραμμές κομψές και δημιουργούν, με τα κύματα που σκάνε στην ακτή, τις πτυχώσεις των ρούχων, την αρμονική ροή των μαλλιών της θεάς, διακοσμητικά κυματοειδή παιχνιδίσματα. Τα χρώματα είναι φωτεινά, οι μορφές καθαρές και ραφιναρισμένες. Το γυμνό σώμα της Αφροδίτης είναι ύμνος στην κλασσική ομορφιά και στην αγνότητα της ψυχής, ενώ για τη στάση της ο Μποτιτσέλι ακολούθησε το πρότυπο της Αιδήμονος Αφροδίτης (Venus Pudica).

Το θέμα της Αφροδίτης είναι παγανιστικό, σε μια εποχή που τα περισσότερα έργα τέχνης απεικόνιζαν ρωμαιοκαθολικά θέματα. Αν και ορισμένα από τα έργα του φλωρεντίνου ζωγράφου καταστράφηκαν εξαιτίας των θεμάτων τους, η Αφροδίτη διασώθηκε χάρη στην επιρροή του Λαυρεντίου των Μεδίκων. Ο πίνακας έχει επηρεάσει κατά πολύ και τη σύγχρονη κουλτούρα με εμφανίσεις σε διάφορες ταινίες και βιβλία. Επιπροσθέτως το πρόσωπο της Αφροδίτης απεικονίζεται στο δεκάλεπτο των ιταλικών κερμάτων ευρώ.

Η Έναστρη νύχτα

Η Έναστρη Νύχτα είναι ελαιογραφία σε καμβά του Ολλανδού ζωγράφου Βίνσεντ βαν Γκογκ. Φιλοτεχνημένος τον Ιούνιο του 1889, απεικονίζει τη θέα από το δυτικό παράθυρο του δωματίου του στο άσυλο Σεν Ρεμί ντε Προβάνς, μόλις πριν την ανατολή του ηλίου, με την προσθήκη ενός εξιδανικευμένου χωριού. Εκτίθεται στην μόνιμη συλλογή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στην Νέα Υόρκη από το 1941 και αποκτήθηκε μέσω του κληροδοτήματος Λίλι Π. Μπλις. Θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα του Βαν Γκογκ και είναι ένας από τους πιο γνωστούς πίνακες στην ιστορία του Δυτικού πολιτισμού. Ο πίνακας απεικονίζει μια νυχτερινή σκηνή με έντεκα δίνες αστεριών και ένα φωτεινό κίτρινο μισοφέγγαρο. Στο φόντο υπάρχουν λόφοι, στη μέση του εδάφους υπάρχει μια φεγγαρόλουστη πόλη με μια εκκλησία που έχει ένα επίμηκες καμπαναριό και σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η σκούρα πράσινη σιλουέτα ενός κυπαρισσιού.

Παρά το γεγονός ότι η Έναστρη Νύχτα ζωγραφίστηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας στο ισόγειο στούντιο του Βαν Γκογκ, θα ήταν ανακριβές να ειπωθεί ότι η εικόνα ήταν ζωγραφισμένη από μνήμης. Η θέα έχει προσδιοριστεί πως είναι αυτή από το παράθυρο του υπνοδωματίου του, με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, μια θέα που ο Βαν Γκογκ δημιούργησε όχι λιγότερες από είκοσι μία παραλλαγές,] συμπεριλαμβανομένης της Έναστρης νύχτας. «Μέσα από το παράθυρο με τα σιδερένια κάγκελα» γράφει στον αδελφό του Τεό, περίπου στις 23 Μαΐου του 1889, «Μπορώ να διακρίνω ένα τετράγωνο κομμάτι γης με σιτάρι... πάνω από το οποίο, το πρωί, βλέπω τον ήλιο να ανατέλλει σε όλο του το μεγαλείο». Ο Βαν Γκογκ απεικονίζει τη θέα σε διαφορετικές ώρες της ημέρας και κάτω από διάφορες καιρικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένου της ανατολής του ήλιου και του φεγγαριού, σε μέρες με ηλιοφάνεια και συννεφιά, με θύελλες και με βροχή. 

Στον απόηχο του επεισοδίου στις 23 Δεκεμβρίου του 1888 που είχε ως αποτέλεσμα τον αυτο-ακρωτηριασμό του αριστερού αυτιού του, ο Βαν Γκογκ αυτοβούλως ζήτησε τον εγκλεισμό του στο φρενοκομείο Σεν Πωλ ντε Μοζόλ στις 8 Μαΐου 1889. Το Σεν Πωλ ντε Μοζόλ στεγαζόταν σε ένα πρώην μοναστήρι που χρηματοδοτούταν από πλούσιους και ήταν κάτι λιγότερο από μισογεμάτο όταν έφτασε ο Βαν Γκογκ, επιτρέποντάς του να καταλάβει όχι μόνο μια δεύτερη κρεβατοκάμαρα αλλά και ένα δωμάτιο στο ισόγειο που χρησιμοποιούσε σαν εργαστήρι ζωγραφικής.

Κατά τη διάρκεια του έτους που ο Βαν Γκογκ έμεινε στο άσυλο, συνεχίστηκε η παραγωγική ζωγραφική περίοδος που είχε ξεκινήσει στην Αρλ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, παρήγαγε μερικά από τα πιο γνωστά έργα της καριέρας του συμπεριλαμβανομένων των Ίριδων από τον Μάιο του 1889 που τώρα βρίσκονται στο Μουσείο Getty J. Paul και την μπλε αυτοπροσωπογραφία του από τον Σεπτέμβριο του 1889, που βρίσκεται στο Musée d'Orsay. Η Έναστρη Νύχτα ζωγραφίστηκε στα μέσα/με 18 Ιουνίου, την ημερομηνία δηλαδή που έγραψε στον αδελφό του Τεό πως είχε μια νέα μελέτη ενός έναστρου ουρανού.

Η Γκουέρνικα

Η Γκουέρνικα είναι ένα από τα διασημότερα ίσως έργα του Πάμπλο Πικάσο. Αυτός ο τεράστιος καμβάς περιγράφει την απανθρωπιά, τη βιαιότητα και την απόγνωση του πολέμου. Ήταν παραγγελία της δημοκρατικής κυβέρνησης της Ισπανίας για τη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1937. Ο Πικάσο εμπνεύστηκε το έργο όταν, στις 26 Απριλίου της ίδιας χρονιάς, στα πλαίσια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, Γερμανοί πιλότοι της αεροπορίας των εθνικιστών βομβάρδισαν την κωμόπολη Γκερνίκα της Χώρας των Βάσκων. Στο βομβαρδισμό εκείνο σκοτώθηκαν 1.650 άνθρωποι και ισοπεδώθηκε το 70% της πόλης με 32 τόνους εκρηκτικά.

Ο Πικάσο πληροφορήθηκε τα γεγονότα από την εφημερίδα Le Soir, ξεκίνησε το έργο στης 1η Μαΐου και το ολοκληρώνει στις 3 Ιουνίου του 1937.Ο Πικάσο απέφυγε να ζωγραφίσει αεροπλάνα, βόμβες ή ερείπια. Οι κυρίαρχες μορφές του έργου είναι ένας ταύρος και ένα πληγωμένο άλογο με διαμελισμένα κορμιά και τέσσερις γυναίκες που ουρλιάζουν κρατώντας νεκρά μωρά. Αρχικά ο Πικάσο πειραματίστηκε με χρώμα, αλλά τελικά κατέληξε στο άσπρο-μαύρο και αποχρώσεις του γκρι, καθώς θεώρησε ότι έτσι δίνει μεγαλύτερη ένταση στο θέμα. Πολλές φορές μετακίνησε φιγούρες και μορφές πριν καταλήξει στην οριστική τους θέση. «Η αφαίρεση του χρώματος και του αναγλύφου αποτελεί διακοπή της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο: όταν διακόπτεται,δεν υπάρχει πια η φύση ή η ζωή».

Η Γκερνίκα έμεινε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης για πολλά χρόνια και ο Πικάσο είχε δηλώσει πως δε θα επέστρεφε στην Ισπανία προτού αποκατασταθεί πλήρως η δημοκρατία. Το 1974 υπήρξε συμβάν βανδαλισμού του έργου με κόκκινη μπογιά, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σφαγή του Μι Λάι στο Βιετνάμ. Το 1981 η Γκερνίκα επιστράφηκε στην Ισπανία και εκτέθηκε αρχικά στο Casón del Buen Retiro και κατόπιν στο Μουσείο ντελ Πράδο, προστατευμένη με αλεξίσφαιρο τζάμι και οπλισμένους φρουρούς, για το φόβο νέου βανδαλισμού. Το 1992 ο πίνακας μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση στο Εθνικό Μουσείο Τέχνης Βασίλισσα Σοφία στη Μαδρίτη, του οποίου έγινε το διασημότερο και σπουδαιότερο έκθεμα. Τα τελευταία χρόνια ακούγεται συχνά η πρόταση να μεταφερθεί στο Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στο Μπιλμπάο, το οποίο βρίσκεται λίγα μόλις χιλιόμετρα από την κωμόπολη Γκερνίκα, πράγμα με το οποίο δεν συμφωνεί ούτε η ισπανική κυβέρνηση ούτε η διοίκηση του Μουσείου Τέχνης Βασίλισσα Σοφία.

Η Μόνα Λίζα

Η Μόνα Λίζα (γνωστή και ως Τζιοκόντα, ή Πορτραίτο της Λίζα Γκεραρντίνι, συζύγου του Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο) είναι προσωπογραφία που ζωγράφισε ο Ιταλός καλλιτέχνης Λεονάρντο ντα Βίντσι. Πρόκειται για ελαιογραφία σε ξύλο λεύκης, που ολοκληρώθηκε μέσα στη χρονική περίοδο 1503-1519. Αποτελεί ιδιοκτησία του Γαλλικού Κράτους, και εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, στο Παρίσι. Ο πίνακας απεικονίζει μία καθιστή γυναίκα, τη Λίζα ντελ Τζοκόντο, η έκφραση του προσώπου της οποίας χαρακτηρίζεται συχνά ως αινιγματική. Η Μόνα Λίζα θεωρείται το πιο διάσημο έργο ζωγραφικής.

Ο Λεονάρντο ξεκίνησε να ζωγραφίζει τη Μόνα Λίζα το έτος 1503 ή το 1504 στη Φλωρεντία της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον σύγχρονο του Λεονάρντο, Τζόρτζιο Βαζάρι, "...αφότου ασχολήθηκε επί τέσσερα χρόνια με το έργο, το άφησε ημιτελές..."Αυτή ήταν μια συνήθης συμπεριφορά του Λεονάρντο ο οποίος, αργότερα, μετάνιωσε που "δεν ολοκλήρωσε ποτέ ούτε ένα έργο". Θεωρείται πως συνέχισε να ασχολείται με τη Μόνα Λίζα για τρία χρόνια αφότου εγκαταστάθηκε στη Γαλλία και πως την τελείωσε λίγο πριν πεθάνει το 1519. Ο καλλιτέχνης μετέφερε τον πίνακα από την Ιταλία στη Γαλλία το 1516 όταν ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α΄ τον προσκάλεσε να εργαστεί στο Clos Lucé κοντά στο βασιλικό κάστρο στην Αμπουάζ. Πιθανότατα μέσω των κληρονόμων του βοηθού του Λεονάρντο ντα Βίντσι, Σαλάι, ο βασιλιάς αγόρασε τον πίνακα για 4.000 écu και τον τοποθέτησε στο παλάτι της Fontainebleau, όπου παρέμεινε έως ότου δόθηκε στον Λουδοβίκο ΙΔ΄. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ μετέφερε το έργο στο Παλάτι των Βερσαλλιών. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, μεταφέρθηκε στο Μουσείο του Λούβρου. Ο Ναπολέοντας τοποθέτησε το έργο στο δωμάτιό του, στο Παλάτι του Κεραμεικού. Αργότερα ο πίνακας επεστράφη στο Μουσείο του Λούβρου. Κατά τη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού Πολέμου (1870-1871) μεταφέρθηκε από το Λούβρο στο Brest Arsenal.

Η φήμη του πίνακα αυξήθηκε όταν η Μόνα Λίζα κλάπηκε στις 21 Αυγούστου του 1911. Την επόμενη μέρα, ο Λουί Μπερού (Louis Béroud), ένας ζωγράφος, περπατώντας στο Λούβρο, πήγε στο Salon Carré όπου εκτίθονταν η Μόνα Λίζα επί πέντε χρόνια. Ωστόσο στο σημείο όπου έπρεπε να βρίσκεται ο πίνακας, υπήρχαν τέσσερις σιδερένιοι πάσσαλοι. Ο Μπερού ενημέρωσε τον υπεύθυνο της ασφάλειας εκείνου του τομέα, οι οποίος νόμιζε πως ο πίνακας φωτογραφιζόταν για εμπορικούς λόγους. Λίγες ώρες αργότερα, ο Μπερού μαζί με τον επικεφαλής της ασφάλειας του τομέα επικοινώνησαν με τον επικεφαλής του τομέα, και επιβεβαιώθηκε πως η Μόνα Λίζα δεν βρισκόταν με τους φωτογράφους. Το Λούβρο έκλεισε για μια εβδομάδα για να διευκολυνθεί η έρευνα για την κλοπή.

Ο Γάλλος ποιητής Γκιγιώμ Απολλιναίρ, θεωρήθηκε ύποπτος, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Ο Απολλιναίρ προσπάθησε να εμπλέξει στην υπόθεση τον φίλο του, Πάμπλο Πικάσο, ο οποίος επίσης ανακρίθηκε, αλλά αργότερα και οι δύο απαλλάχθηκαν των κατηγοριών. Εκείνη τη χρονική περίοδο επικράτησε η εντύπωση πως ο πίνακας είχε χαθεί οριστικά, ωστόσο δύο χρόνια αργότερα ανακαλύφθηκε ο πραγματικός δράστης. Η Μόνα Λίζα είχε κλαπεί από τον Βιντσέντσο Περούτζια (Vincenzo Peruggia), υπάλληλο του Λούβρου, ο οποίος μπήκε στο μουσείο κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ημέρας, κρύφτηκε σε μία ντουλάπα και βγήκε από το μουσείο αφού αυτό είχε κλείσει, κρύβοντας τον πίνακα κάτω από το παλτό του. Ο Περούτζια ήταν ένας Ιταλός πατριώτης που πίστευε πως ο πίνακας του Λεονάρντο έπρεπε να επιστραφεί στην Ιταλία και να εκτίθεται σε ιταλικό μουσείο. Ένα από τα κίνητρα του Περούτζια πιθανόν να ήταν και το γεγονός ότι ένας φίλος του πουλούσε αντίγραφα του πίνακα, η αξία των οποίων θα αυξανόταν ραγδαία μετά την κλοπή του αυθεντικού. Αφού κράτησε τον πίνακα στο διαμέρισμά του για δύο χρόνια, τελικά συνελήφθη όταν προσπάθησε να τον πουλήσει στους διοικητές της πινακοθήκης Ουφίτσι στη Φλωρεντία. Ο πίνακας εκτέθηκε σε διάφορα μέρη σε όλη την Ιταλία και επεστράφη στο Μουσείο του Λούβρου το 1913. Ο Περούτζια επικροτήθηκε στην Ιταλία για τον πατριωτισμό του και εξέτισε ποινή φυλάκισης έξι μηνών για το έγκλημα που διέπραξε.