English

Ο όρος «Ελληνική Δημοκρατία» ανακατευθύνει εδώ. Για άλλες χρήσεις, δείτε: Ελληνική Δημοκρατία (αποσαφήνιση).

Συντεταγμένες38°18′04″N 23°44′28″E

Ελληνική Δημοκρατία

Σημαία

Εθνόσημο
Η θέση της Ελλάδας (σκούρο πράσινο)
-στην Ευρωπαϊκή ήπειρο (πράσινο και σκούρο γκρι)
-στην Ευρωπαϊκή Ένωση (πράσινο)

και μεγαλύτερη πόλη

Αθήνα
37°59′2″N 23°43′41″E
Ελληνικά
Θρησκεία
Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία
Κατερίνα Σακελλαροπούλου
Κυριάκος Μητσοτάκης
Κωνσταντίνος Τασούλας
Νομοθετικό σώμα
Βουλή των Ελλήνων
Ανεξαρτησία

Κηρύχθηκε
Αναγνωρίστηκε
Ισχύον Σύνταγμα (τελευταία αναθεώρηση: 2019)

από την Οθωμανική Αυτοκρατορία
15 Ιανουαρίου 1822[1]
3 Φεβρουαρίου 1830
11 Ιουνίου 1975

• Σύνολο
• % Νερό
• Σύνορα
Ακτογραμμή

132.049[2] km2 (97η)
0,8669%
1.228 km
14.800 km
Πληθυσμός
• Απογραφή 2011
• Πυκνότητα
10.816.286[3] (85η)
81,97 κατ./km2 (129η)
Α.Ε.Π. (PPP)
• Ολικό (2019)
• Κατά κεφαλή
326,700 δισ. $[4] (51η)
31.736 € (47η)
Α.Ε.Π. (Ονομαστικό)
• Ολικό (2020)
• Κατά κεφαλή
Μείωση 165.830δις €[5] (52η)
20.930 $ (38η)
ΔΑΑ (2019) Αύξηση 0,888[6] (32η) – πολύ υψηλός
Νόμισμα Ευρώ[σ 1] (EUR)

• Θερινή ώρα

EET (UTC +2)
(UTC +3)
ISO 3166-1 GR
Internet TLD .gr
.ελ
.eu και .ευ (ως μέλος της ΕΕ)
Οδηγούν στα Δεξιά
Κωδικός κλήσης ++30
  1.  Από 1 Ιανουαρίου 2002. Μέχρι τότε ήταν η δραχμή.

Η Ελλάδα (στην καθαρεύουσα Ελλάς), με επίσημη συνταγματική ονομασία Ελληνική Δημοκρατία, είναι χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης στο νοτιότερο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου. Συνορεύει στα βορειοδυτικά με την Αλβανία, στα βόρεια με τη Βόρεια Μακεδονία και τη Βουλγαρία και στα βορειοανατολικά με την Τουρκία. Έχει ακτές στην Ανατολική Μεσόγειο και βρέχεται ανατολικά από το Αιγαίο, δυτικά από το Ιόνιο και νότια από το Λιβυκό. Η Ελλάδα κατέχει την 11η θέση στις χώρες με τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στα 13.676 χιλιόμετρα, καθώς έχει πλήθος νησιών που υπολογίζεται, αναλόγως τα κριτήρια, στα 2.500 με τα 165 έως 227 να είναι κατοικήσιμα. Βρίσκεται στην 97η θέση στην κατάταξη των χωρών του κόσμου σύμφωνα με την έκτασή τους. Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, ο πληθυσμός της χώρας την 1η Ιανουαρίου 2020 εκτιμάται ότι είναι 10.691.204. Η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της, είναι η Αθήνα.

Η Ελλάδα έχει πλούσια ιστορική κληρονομιά, κάτι που αντανακλάται στα 18 Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO που βρίσκονται στην επικράτειά της. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας της έχει αλληλεπιδράσει πολιτισμικά κυρίως με λαούς της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης. Οι αρχαίοι Έλληνες αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για τον παγκόσμιο πολιτισμό αφού στην αρχαία Ελλάδα γεννήθηκε η δημοκρατία και η φιλοσοφία, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, το δράμα, η τραγωδία και η κωμωδία. Από τον 8ο αιώνα π.Χ., οι Έλληνες οργανώθηκαν σε ανεξάρτητες πόλεις-κράτη, γνωστές ως πόλεις, οι οποίες κάλυπταν όλη την περιοχή της Μεσογείου και τον Εύξεινο Πόντο. Ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας ένωσε το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας τον 4ο αιώνα π.Χ., με τον γιο του Αλέξανδρο Γ' να κατακτά γρήγορα ένα μεγάλο μέρος του αρχαίου κόσμου, εξαπλώνοντας τον ελληνικό πολιτισμό και επιστήμη από την ανατολική Μεσόγειο μέχρι την Ινδία. Η Ελλάδα προσαρτήθηκε από τη Ρώμη τον 2ο αιώνα π.Χ., καθιστώντας την αναπόσπαστο τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και του διαδόχου της, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπου κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα και ο πολιτισμός. Ο εκχριστιανισμός των κατοίκων της ξεκίνησε ήδη τον 1ο και ολοκληρώθηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία βοήθησε στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας και μετέδωσε τις ελληνικές παραδόσεις στον ευρύτερο Ορθόδοξο Κόσμο. Μετά το 1204 δημιουργήθηκαν λατινικές κτήσεις σε νησιά και παραθαλάσσιες περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στα μέσα του 15ου αιώνα οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέκτησαν σχεδόν ολόκληρη την περιοχή, που παρέμεινε υπό οθωμανική κυριαρχία για περίπου τέσσερις αιώνες.

Μετά την εμφάνιση του ελληνικού εθνικού κινήματος, το 1821 ξέσπασε επανάσταση των Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σκοπό την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους, το οποίο αναγνωρίστηκε το 1830. Τον επόμενο αιώνα το Βασίλειο της Ελλάδας επεκτάθηκε εδαφικά, κυρίως με τους Βαλκανικούς Πολέμους, ως την αποτυχία της Μικρασιατικής εκστρατείας το 1922. Τις επόμενες δεκαετίες η Ελλάδα διήγαγε ταραγμένο πολιτικό βίο και ακολούθησε μία μακρά περίοδος αυταρχικής διακυβέρνησης,[7] κατά την οποία επιβλήθηκε βασιλική δικτατορία, η χώρα βρέθηκε υπό στρατιωτική κατοχή κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, γνώρισε εμφύλιο πόλεμο και μια επταετή στρατιωτική δικτατορίαΑπό το 1974 έως σήμερα πολίτευμα του κράτους είναι η προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία.

Η Ελλάδα έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τότε Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) το 1981, της Ζώνης Σένγκεν το 2000 και της Ευρωζώνης το 2001. Είναι μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952 και ιδρυτικό μέλος του ΟΗΕ από το 1945, του ΟΟΣΑ, του ΠΟΕ, του ΟΑΣΕ και του Διεθνούς Οργανισμού Γαλλοφωνίας. Η μοναδική πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας, η μεγάλη τουριστική βιομηχανία, ο εξέχων τομέας της ναυτιλίας και η γεωστρατηγική σημασία της την ταξινομούν ως μέση δύναμη. Είναι η μεγαλύτερη οικονομία στα Βαλκάνια και σημαντικός επενδυτής στη περιοχή. Θεωρείται ανεπτυγμένη χώρα με υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα και πολύ υψηλό δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης. Κατατάχθηκε ως η 29η καλύτερη χώρα σε επίπεδο ποιότητας ζωής στον κόσμο για το 2015.[8]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Ελληνική ιστορία
Προϊστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λεπτομέρεια τοιχογραφίας από τις Μυκήνες.

Η παλαιότερη μαρτυρία ανθρώπινης παρουσίας στην Ελλάδα, ένα κρανίο από το σπήλαιο Πετραλώνων, χρονολογείται πριν από 300-400 χιλιάδες χρόνια.[9] Με το πέρας της παλαιολιθικής περιόδου, η κατοίκηση σπηλαίων εγκαταλείφθηκε και από το 7.000 π.Χ. δημιουργήθηκαν οικισμοί, που εντοπίζονται κυρίως στην Κρήτη και τη βόρεια Ελλάδα, όπως στο Σέσκλο και στο Διμήνι, όπου καλλιεργούνταν σιτηρά και εκτρέφονταν εξημερωμένα ζώα. Η διάδοση του νεολιθικού τρόπου ζωής συνδέεται με την έλευση, πιθανώς από τη Μικρά Ασία, των ομιλητών της πρωτοελληνικής γλώσσας.[10]

Από περίπου το 3.000 π.Χ. στην περιοχή του Αιγαίου Πελάγους παρατηρείται, αρχικά στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων.

Ένας από τους παλαιότερους πολιτισμούς της Ευρώπης αναπτύχθηκε στις Κυκλάδες κατά την 3η και 2η χιλιετία π.Χ., δηλαδή στην Εποχή του Χαλκού. Σε αυτό συνέβαλε το ήπιο κλίμα τους και κυρίως η ιδιαίτερα προνομιακή γεωγραφική τους θέση. Ουσιαστικά, τα νησιά των Κυκλάδων αποτελούν ένα είδος φυσικής γέφυρας ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Ασία, την Ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη. Η αύξηση της συνθετότητας της κοινωνικής οργάνωσης, γνωρίσματα της οποίας ήταν χρήση χάλκινων εργαλείων, η πολυκαλλιέργεια και η ανάπτυξη του εμπορίου προϊόντων κατεργασίας πρώτων υλών, όπως μαρμάρινων γλυπτών. Τα πλοία των Κυκλαδιτών διέπλεαν το Αιγαίο, φέρνοντας τα νησιά σε επικοινωνία μεταξύ τους, και την ανατολική Μεσόγειο, προσφέροντάς τους υλική ευημερία.[11] Στην 3η χιλιετία π.Χ., τα πλοία των κυκλαδίτικων νησιών κυριαρχούν στο Αιγαίο και μαζί με τα προϊόντα της Εγγύς Ανατολής μεταφέρουν στην Ευρώπη ιδέες, τεχνικές γνώσεις και θρησκευτικές αντιλήψεις.

Σε όλα σχεδόν τα νησιά των Κυκλάδων η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως οικισμούς, όχι εκτεταμένους, της 3ης χιλιετίας π.Χ. Κάθε οικισμός φαίνεται ότι αναπτυσσόταν αυτόνομα και δεν υπήρχε κανένα είδος κεντρικής εξουσίας. Αρχικά οι οικισμοί σχηματίζονται κοντά στη θάλασσα ή στα πρανή χαμηλών λόφων. Περίπου το 2300 π.Χ. ορισμένοι οικισμοί οχυρώνονται (Αγία Ειρήνη στην Κέα), άλλοι καταστρέφονται και ξαναχτίζονται οχυρωμένοι (Φυλακωπή στη Μήλο), ενώ άλλοι χτίζονται σε υψηλούς λόφους μακριά από τη θάλασσα (Καστρί Σύρου). Αυτό φανερώνει κάποια αναστάτωση της ζωής από την παρουσία νέων πληθυσμών, που προέρχονται πιθανόν από τη Μικρά Ασία. Γρήγορα όμως τα νησιά ξαναβρίσκουν το ρυθμό της ζωής τους.

Το παράδειγμα των Κυκλάδων ακολούθησαν οι κάτοικοι της Κρήτης οι οποίοι ανέπτυξαν έναν πολιτισμό ακόμα μεγαλύτερης συνθετότητας. Μετά τη δημιουργία πόλεων, την εφαρμογή κατανομής της εργασίας και την ένταση της διά θαλάσσης επικοινωνίας, στις αρχές της 2ης χιλιετίας ιδρύθηκαν στο νησί μεγάλα ανάκτορα, όπως στην Κνωσό, και αλλού, τη Φαιστό, τα Μάλια και τη Ζάκρο[εκκρεμεί παραπομπή], που αποτέλεσαν πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα, ενώ ξεκίνησε η χρήση μίας γραμμικής γραφής, της γραμμικής Α.[12] Ο πολιτισμός αυτός ήρθε στο φως στις αρχές του 20ού αιώνα με τις ανασκαφές του Βρετανού αρχαιολόγου Άρθουρ Έβανς στην Κνωσό και έγινε γνωστός με το όνομα «μινωικός πολιτισμός» από το μυθικό βασιλιά της Κνωσού Μίνωα. Οι Μινωίτες κυριάρχησαν στη θάλασσα και άσκησαν έντονη επίδραση στον υλικό πολιτισμό των νησιών του Αιγαίου και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης περί το 1600 π.Χ. έπληξε την Κρήτη και κατέστρεψε τα ανακτορικά κέντρα.[13]

Οι νέες εγκαταστάσεις που δημιουργήθηκαν στην Κρήτη μαρτυρούν μια πολιτισμική αλλαγή, που πιστώνεται σε ανθρώπους από την ηπειρωτική Ελλάδα που εκμεταλλεύτηκαν την αδυναμία της μινωικής Κρήτης και έγιναν κυρίαρχοι του αιγαιακού χώρου.[14] Κατά την Εποχή του Χαλκού στην ηπειρωτική Ελλάδα αναπτύχθηκε ένας πολιτισμός με χαρακτήρα πολεμικό που, λόγω του έντονου αναγλύφου οργανώθηκε σε χωριστά βασίλεια με έδρα τειχισμένες ακροπόλεις. Τα μέγαρα των ακροπόλεων ήταν πολιτικά και οικονομικά κέντρα, οι λειτουργίες των οποίων αρχειοθετούνταν καταγραφόμενες σε πινακίδες μία γραφής γνωστής ως γραμμικής Β´, που έχει αποκρυπτογραφηθεί ως μία μορφή της ελληνικής. Ο πολιτισμός αυτός ονομάστηκε μυκηναϊκός, γιατί ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα του ήταν η «πολύχρυσος Μυκήνη», όπως αναφέρεται στα ομηρικά έπη[εκκρεμεί παραπομπή], που ανασκάφηκε από τον Ερρίκο Σλήμαν. Οι Μυκηναίοι συμμετείχαν σε ένα δίκτυο εμπορικών επαφών με τα παράλια του Αιγαίου και της Μεσογείου, όπου ίδρυσαν εμπορικές εγκαταστάσεις, και ανέπτυξαν πολεμική δράση στη δυτική Μικρά Ασία, περιοχή που ελεγχόταν από τους Χετταίους.[15] Για λόγους που δεν έχουν προσδιοριστεί με βεβαιότητα τα μυκηναϊκά κέντρα κατέρρευσαν περί το 1200 π.Χ., εποχή που είχε συνδεθεί με τους λεγόμενους «λαούς της θάλασσας».[16]

Αρχαία Ελλάδα
Κύριο λήμμα: Αρχαία Ελλάδα

Θραύσμα αθηναϊκού ψηφίσματος για την κατασκευή του ναού της Αθηνάς Νίκης (IG I3 35).[17]

Ο Αλέξανδρος στη μάχη της Ισσού. Λεπτομέρεια ψηφιδωτού (Πομπηία, 1ος αιώνας π.Χ.).

Μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων το 12ο αιώνα και την κάθοδο των Δωριέων, τα ελληνικά φύλα εισήλθαν στη φάση των «σκοτεινών αιώνων» για την οποία λίγες γνώσεις διαθέτουμε. Η περίοδος αυτή είναι γνωστή ως γεωμετρική, από τα γεωμετρικά σχήματα που χρησιμοποιούνταν για τη γραπτή διακόσμηση των αγγείων. Η πληθυσμιακή πίεση οδήγησε τα ελληνικά φύλα της ηπειρωτικής Ελλάδας (ΑιολείςΊωνεςΔωριείς) σε μετανάστευση στα νησιά και την αντίπερα ακτή του Αιγαίου. Την επόμενη περίοδο, οι εντεινόμενες επαφές των ελληνικών φύλων με την Ανατολή συνέβαλαν στη δημιουργία αλφαβήτου και την ανάπτυξη της ναοδομίας και της γλυπτικής. Με μονάδα οργάνωσης την πόλιν, οργανώθηκε η ίδρυση αποικιών στις ακτές της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου από περίπου το 750 έως το 550, ως απάντηση σε μία οικονομική και κοινωνική κρίση. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από έντονες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό των πόλεων, που στην Αθήνα κατέληξαν στην εγκαθίδρυση δημοκρατίας. Στις αρχές του 5ου αιώνα, ένας συνασπισμός ελληνικών πόλεων απέκρουσε την επίθεση της Περσικής αυτοκρατορίας. Μετά τη λήξη των πολέμων, την ηγεμονία της συμμαχίας ανέλαβε η Αθήνα, που αναδείχθηκε σε πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού κόσμου, η πολιτισμική δημιουργία του οποίου την περίοδο που ονομάστηκε «κλασική», έθεσε τα θεμέλια του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Η Αθήνα οδηγήθηκε σε σύγκρουση με την άλλη μεγάλη ελληνική δύναμη, τη Σπάρτη. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος που δίχασε τον ελληνικό κόσμο, διήρκεσε τριάντα χρόνια και έληξε το 404 π.Χ. με ήττα της Αθήνας και των συμμάχων της.[εκκρεμεί παραπομπή] Εξασθενημένες από τους συνεχείς μεταξύ τους πολέμους κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., οι ελληνικές πόλεις υποτάχθηκαν στην ανερχόμενη ισχύ του μακεδονικού βασιλείου υπό το Φίλιππο.[18]

Μετά τη δολοφονία του Φιλίππου το 336, ο γιος του και βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος τέθηκε επικεφαλής πανελλήνιας εκστρατείας εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας, την οποία κυρίευσε, παρελαύνοντας, ως τον αιφνίδιο θάνατό του το 323 π.Χ., μέχρι τον Ινδό ποταμό.[19] Στα εδάφη που είχε κατακτήσει ο Αλέξανδρος οι στρατηγοί του που τον διαδέχτηκαν και οι απόγονοί τους ίδρυσαν, μετά από συγκρούσεις μεταξύ τους, μεγάλης έκτασης προσωποπαγή βασίλεια, όπως οι Πτολεμαίοι στην Αίγυπτο και οι Σελευκίδες στη Συρία, τη Μεσοποταμία και το Ιράν.[20] Τους αιώνες που ακολούθησαν, ως αποτέλεσμα της εγκατάστασης σε νέες πόλεις στα εδάφη αυτά Ελλήνων ως μελών μιας κυρίαρχης μειονότητας, διαδόθηκε μία δημώδης μορφή της ελληνικής, γνωστής ως κοινή, και ο ελληνικός πολιτισμός, ενώ οι Έλληνες υιοθέτησαν ανατολικές θεότητες και μορφές λατρείας.[21] Επιθυμώντας να διατηρήσουν την ελευθερία και την αυτονομία τους από τους Αντιγονίδες βασιλείς των Μακεδόνων, που προσπαθούσαν να τις θέσουν υπό τον έλεγχό τους, πολλές από τις πόλεις της Ελλάδας συνενώθηκαν σε κοινά, ενώ, μετά την ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων με την Ανατολή, στο εσωτερικό των πόλεων κυριάρχησε ένα στρώμα πλούσιων ευεργετών.[22] Στους νεώτερους χρόνους, ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων άσκησε σημαντική επίδραση στη γλώσσα, την πολιτική, τη φιλοσοφία, την επιστήμη και τις τέχνες, ιδίως κατά την περίοδο της Αναγέννησης στη Δυτική Ευρώπη και κατά τις κλασικιστικές περιόδους το 18ο και 19ο αιώνα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, και η ρωμαϊκή εκδοχή του αποτελεί το θεμέλιο λίθο του νεώτερου δυτικού πολιτισμού.[23]

Ρωμαϊκή επαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελλάδα κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ.. Παρόλο που η Ελλάδα υπήρξε μια από τις φτωχότερες ρωμαϊκές επαρχίες, με τη βιοτεχνία και το εμπόριο σε στασιμότητα και με μοναδικά εξαγώγιμα προϊόντα το λάδι και το κρασί, οι Ρωμαίοι κατακτητές αναγνώρισαν και θαύμασαν τον πλούτο του ελληνικού πολιτισμού, τον οποίο μελέτησαν σε έκταση και έγιναν συνειδητά συνεχιστές του. Επίσης, διέσωσαν ένα μεγάλο μέρος της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Σύμφωνα με τον Οράτιο, ο ελληνικός πολιτισμός κατέκτησε το Ρωμαϊκό τρόπο ζωής.[24] Μετά την κατάκτησή των ελληνιστικών βασιλείων από τη Ρώμη (που ολοκληρώθηκε το 30 π.Χ. μετά τη ναυμαχία του Ακτίου και την κατάληψη της Αιγύπτου), ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε και σε πολλές περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Την πρώτη δεκαετία του 4ου μ.Χ. αιώνα το κέντρο βάρους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όταν ο Γαλέριος αποφάσισε να εγκατασταθεί εκεί, όπου και χρησιμοποίησε την πόλη ως πρωτεύουσα. Αν και η Ελλάδα ήταν μόνο ένα μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο ελληνικός πολιτισμός θα συνέχιζε να δεσπόζει στην Ανατολική Μεσόγειο και, όταν τελικά η Αυτοκρατορία χωρίστηκε στα δύο, η ανατολική που αργότερα ονομάστηκε Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, θα είχε, κυρίως λόγω γλώσσας, έντονο τον ελληνικό χαρακτήρα.

Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Το Ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ή αλλιώς Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, συνέχισε την πορεία του για έντεκα αιώνες μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους. Οικοδομημένο πάνω στα θεμέλια του πανίσχυρου και οργανωμένου Ρωμαϊκού Κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά ελληνική, διαγράφοντας μια περίπλοκη πορεία. Το Βυζάντιο ιδρύθηκε το 659 π.Χ. από Μεγαρίτες με αρχηγό τον Βύζα. Η πρωτεύουσά τους ήταν η Κωνσταντινούπολη ή Νέα Ρώμη, και οι ίδιοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους.

Το 324 όταν ο Μέγας Κωνσταντίνoς γίνεται μονοκράτορας αποφάσισε την δημιουργία μιας νέας πρωτεύουσας. Η περιοχή που επέλεξε ήταν το Βυζάντιο, λόγω της θέσης της, και στα στρατηγικά, γεωπολιτικά και γεωγραφικά πλεονεκτήματά της. Αυτό κατέστησε τη Θράκη προνομιούχο περιοχή, καθώς γειτνίαζε με την έδρα της Αυτοκρατορίας. Το 14ο αιώνα μάλιστα το Διδυμότειχο κατέστη 3 φορές πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[25] Η ακτινοβολία της Κωνσταντινούπολης ευνόησε την ανάπτυξη σε όλο το σημερινό Βορειοελλαδικό χώρο και η Θεσσαλονίκη απέκτησε τον τίτλο «συμβασιλεύουσα».

Η περιοχή της Ελλάδας στα πρώτα χρόνια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν προπύργιο του δωδεκαθεϊσμού, όμως υφίστατο πολλές θρησκευτικές επιθέσεις. Ο Ιουλιανός προσπάθησε ν΄ αναζωογονήσει την παλιά θρησκεία, ανεπιτυχώς. Ο Θεοδόσιος ο Μέγας κλείνει το Μαντείο, διατάζει να καταστραφούν και να σφραγισθούν ειδωλολατρικοί ναοί και καταργεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Ιουστινιανός Α´ κλείνει την Ακαδημία Πλάτωνος και καταστρέφει ή ακρωτηριάζει πολλά αρχαία μνημεία για να πάρει υλικό έτοιμο για να χτίσει την Αγιά Σοφιά και να διακοσμήσει την Νέα Ρώμη. Σύμφωνα με τον Άγγελο Βλάχο, η στιγμή είναι ιστορική. Το «πας μη Έλλην βάρβαρος» αντιστρέφεται. «Πας Έλλην απεχθής ειδωλολάτρης».[26] Το κύριο όνομα Έλλην γίνεται επίθετο κακόηχο και η νέα αυτή έννοια της λέξης θα εξαφανισθεί εντελώς μόνο μετά τον 8ο αι. μ.Χ., όταν εκχριστιανιστούν και οι τελευταίοι ειδωλολάτρες της περιοχής της Μάνης.[26]

Ξένη κυριαρχία: λατινική και οθωμανική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την αρχή της αυτοκρατορίας τέθηκε ο στόχος η Βυζαντινή Αυτοκρατορία να ανακαταλάβει όλα τα χαμένα εδάφη της: την έρημο της Αφρικής, τον Ατλαντικό Ωκεανό, τη Βόρεια Θάλασσα, τη Μεσοποταμία, την Αραβία, την Αίγυπτο και την έρημο της Κυρηναϊκής. Στην πραγματικότητα όμως, με την πάροδο των ετών η Αυτοκρατορία συρρικνωνόταν συνεχώς. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 μεγάλο μέρος της σημερινής ελληνικής επικράτειας δόθηκε στους Βενετούς, τους Γενουάτες και άλλους δυτικούς Λατίνους ηγεμόνες. Τις τελευταίες δεκαετίες του 14ου και το πρώτο μισό του 15ου αιώνα μεγάλα τμήματα της ηπειρωτικής Ελλάδας κατακτήθηκαν από τους ΟθωμανούςΤο Διδυμότειχο αποτέλεσε την πρώτη πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί Ευρωπαϊκού εδάφους, στο τέλος του 14ου αιώνα.[εκκρεμεί παραπομπή] Τελικά η βυζαντινή επικράτεια περιορίστηκε σε μία περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη, που έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1453.

Νεωτέρα και σύγχρονη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ελληνική επανάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νικολάκης Μητρόπουλος υψώνει τη σημαία της Εταιρείας στα ΣάλωναΛουί Ντυπρέ, 1826.

Το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα η διάδοση της παιδείας συνοδεύτηκε με τη διάδοση αρχικά μεταξύ Ελλήνων με φιλοδυτικό προσανατολισμό της ιδέας της ύπαρξης ενός ελληνικού έθνους που συνδεόταν με την αρχαία Ελλάδα και δικαιούταν χωριστή πολιτική ύπαρξη. Μία από τις οργανώσεις που δημιουργήθηκαν μέσα σε αυτό το ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα ήταν η Φιλική Εταιρεία, μια μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τρεις Έλληνες εμπόρους με σκοπό την προετοιμασία μιας ελληνικής επανάστασης.[27] Οι Φιλικοί είχαν αρχικά περιορισμένη επιτυχία, οικειοποιούμενοι, όμως, μια παράδοση ορθόδοξων προφητειών για την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αφήνοντας να εννοηθεί ότι είχαν τη στήριξη της τσαρικής Ρωσίας, κατάφεραν εν μέσω μιας κρίσης της εμπορικής ναυτιλίας, από το 1815 και εξής, να προσεταιρισθούν τα παραδοσιακά ελληνορθόδοξα στρώματα.[28]

Τον Φεβρουάριο του 1821 ο αρχηγός της Φιλικής ΕταιρείαςΑλέξανδρος Υψηλάντης, εισέβαλε στη Μολδοβλαχία, ενώ τον επόμενο μήνα οι Φιλικοί δημιούργησαν επαναστατικές εστίες από τη Μακεδονία ως την Κρήτη. Οι επαναστάτες αφορίστηκαν από τη σύνοδο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά οι οθωμανικές αρχές προχώρησαν σε σφαγές αμάχων και εκτελέσεις προυχόντων, συμπεριλαμβανομένου του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄. Η εκστρατεία του Υψηλάντη απέτυχε και σε σύντομο χρονικό διάστημα τα οθωμανικά στρατεύματα έσβησαν τις περισσότερες από τις επαναστατικές εστίες της ηπειρωτικής Ελλάδας, όμως οι επαναστάτες κατάφεραν να υπερισχύσουν στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και σε πολλά νησιά του Αιγαίου.

Τα επόμενα δύο χρόνια οι Έλληνες νίκησαν τις στρατιές που έστειλε εναντίον τους ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄, οργανώθηκαν πολιτικά και συνέστησαν προσωρινή κεντρική διοίκηση, η οποία επέβαλε την εξουσία της στους επαναστατημένους μετά από δύο εμφυλίους πολέμους. Οι οθωμανικές δυνάμεις με τη συνδρομή του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά την επανάσταση, αλλά η πτώση του Μεσολογγίου, το 1826, σε συνδυασμό με το κίνημα του Φιλελληνισμού, συνέβαλαν στη μεταβολή της διπλωματικής στάσης των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν αντιμετωπίσει με δυσαρέσκεια το ξέσπασμα της επανάστασης. Η διπλωματική ανάμιξη της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και η ένοπλη παρέμβασή τους με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, τη γαλλική εκστρατεία του Μοριά και το ρωσοτουρκικό πόλεμο συνέβαλαν στην επιτυχή έκβαση του αγώνα των Ελλήνων, αναγκάζοντας την Πύλη να αποσύρει τις δυνάμεις της αρχικά από την Πελοπόννησο και έπειτα από τη Στερεά Ελλάδα.

Το 1827 επιλέχτηκε ως πρώτος Κυβερνήτης της Ελληνικής Πολιτείας ο Ιωάννης Καποδίστριας, που ως τη δολοφονία του το 1831 ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση στο εσωτερικό και την προώθηση των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 έληξε το 1828, απελευθερώθηκαν μόνο η Πελοπόννησος (Μοριάς), η Στερεά Ελλάδα και οι Κυκλάδες.

Κρατική συγκρότηση και αλυτρωτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επέκταση της Ελλάδας (1832-1947).

Το 1830 αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία του νέου ελληνικού κράτους, το 1832 ορίστηκε η ελληνο-οθωμανική μεθόριος στη γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού, το 1833 εγκαθιδρύθηκε ως πολίτευμα η μοναρχία με βασιλιά το Βαυαρό Όθωνα και το 1834 η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Ο Όθωνας επέβαλε ως πολίτευμα την απόλυτη μοναρχία, αλλά μία εξέγερση το 1843 πέτυχε να επιβάλει στον Όθωνα την τήρηση της υπόσχεσής του να παραχωρήσει σύνταγμα και από το 1844 η Ελλάδα έγινε Συνταγματική Μοναρχία, όπου τελούνταν εκλογές για την ανάδειξη κοινοβουλίου με καθολική ψηφοφορία των ενηλίκων ανδρών. Μέσα στο 19ο και τον πρώιμο 20ό αιώνα η Ελλάδα προσπάθησε να προσαρτήσει όλες τις ελληνικές χώρες που βρίσκονταν υπό ξένη κυριαρχία, ιδίως όσες ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, επιδίωξη που έγινε γνωστή με την ονομασία «Μεγάλη Ιδέα». Το 1864 μετά την έξωση του Όθωνα και την ανάρρηση στο θρόνο του Γεωργίου του Α΄ του οίκου του Γλύξμπουργκ πολίτευμα της χώρας έγινε η βασιλευόμενη δημοκρατία. Το ίδιο έτος το Ηνωμένο Βασίλειο παραχώρησε στην Ελλάδα τα Επτάνησα, ενώ το 1881 παραχωρήθηκε στην Ελλάδα η Θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας. Εθνικός στόχος ήταν η προσάρτηση και της Κρήτης, όπου λάμβαναν χώρα αντιοθωμανικές εξεγέρσεις, και της Μακεδονίας, την οποία διεκδικούσε επίσης η Βουλγαρία.

Το 1875 χάρη στη δράση του νεωτεριστική πολιτικού Χαρίλαου Τρικούπη καθιερώθηκε η τήρηση της αρχής της δεδηλωμένης, που επέτασσε το διορισμό από το βασιλιά κυβέρνησης που είχε την εμπιστοσύνη της Βουλής. Ο Τρικούπης διορίστηκε πολλές φορές πρωθυπουργός και ασχολήθηκε με την ανάπτυξη των υποδομών της Ελλάδας, ιδίως του σιδηροδρομικού δικτύου, και έργα όπως η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου. Εξαιτίας του πλήθους των δανείων που είχε λάβει η ελληνική κυβέρνηση, το 1893 η Ελλάδα αναγκάστηκε να κηρύξει χρεωκοπία.

Το 1897 με αφορμή το Κρητικό Ζήτημα Έλληνες άτακτοι εισέβαλαν στη Μακεδονία, αλλά ο ελληνοτουρκικός πόλεμος που ακολούθησε σύντομα κατέληξε σε συντριπτική ήττα της Ελλάδας και στην επιβολή στη χώρα διεθνούς οικονομικού ελέγχου.[εκκρεμεί παραπομπή] Στον απόηχο της αποτυχημένης εξέγερσης του Ίλιντεν της αυτονομιστικής ΕΜΕΟ το 1903, η ελληνική κυβέρνηση, επιδιώκοντας να συντρίψει τις ομάδες των κομιτατζήδων και να αποσπάσει τους σλαβόφωνους της Μακεδονίας από τη βουλγαρική επιρροή, οργάνωσε στην τουρκοκρατούμενη περιοχή αντάρτικες επιχειρήσεις υπό την ηγεσία Ελλήνων αξιωματικών, που έγιναν γνωστές με την ονομασία Μακεδονικός Αγώνας και διήρκεσαν ως την Επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908.[29]

Επέκταση, καταστροφή και ανοικοδόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιππήλατο ελληνικό πυροβολικό στη μάχη της Κρέσνας (1913).

Προσφυγόπαιδα, ελληνόπουλα και αρμενόπουλα, στην Αθήνα (1923).

Εν μέσω γενικής δυσαρέσκειας για το δυσεπίτευκτο των εθνικών επιδιώξεων και τη νομιζόμενη αδράνεια υπό την πρωθυπουργία του μεταρρυθμιστή Θεοτόκη, μια ομάδα αξιωματικών οργάνωσε τον Αύγουστο του 1909 ένα κίνημα και λίγο αργότερα κάλεσε στην Αθήνα τον Κρήτα πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο, που εισήγαγε ένα όραμα εθνικής «ανόρθωσης». Μετά από δύο εκλογικές νίκες και την ανάληψη της πρωθυπουργίας το 1910,[30] ο Βενιζέλος πραγματοποίησε δημοσιονομικές, κοινωνικές και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις και έκανε την Ελλάδα μέλος ενός βαλκανικού συνασπισμού. Με τη συμμετοχή της Ελλάδας στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 προσαρτήθηκαν η Κρήτη, η Ήπειρος και η Μακεδονία. Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήλθε σε σύγκρουση με τον Βενιζέλο, επιμένοντας στην τήρηση πολιτικής ουδετερότητας και διόρισε κυβέρνηση που το 1916 παραχώρησε εδάφη της Ελλάδας στην ανατολική Μαεδονία στη Βουλγαρία, που τα κατείχε ως το 1918. Ο Βενιζέλος οργάνωσε το στρατιωτικό κίνημα Εθνικής Αμύνης, σχημάτισε κυβέρνηση με έδρα τη Θεσσαλονίκη και μετά την επέμβαση αγγλογαλλικών στρατευμάτων εναντίον της φιλοβασιλικής κυβέρνησης της Αθήνας τέθηκε επικεφαλής ενιαίας κυβέρνησης που έλαβε μέρος στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, αφού ο Κωνσταντίνος εξορίστηκε. Με τη συνθήκη των Σεβρών το 1920, μετά τη λήξη του Α΄ ΠΠ, η Μεγάλη Ιδέα φάνηκε να πραγματώνεται, καθώς παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα η Θράκη και η περιοχή της Σμύρνης, όπου είχε σταλεί από το 1919 ελληνικός στρατός. Μετά από την εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920 και την επιστροφή του Κωνσταντίνου, η εμμονή στον αλυτρωτισμό, τα ελληνικά στρατηγικά σφάλματα, η μεταβολή των δυτικών συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο και η ενίσχυση του τουρκικού εθνικισμού οδήγησαν στην ήττα του ελληνικού στρατού το 1922[εκκρεμεί παραπομπή] και την έλευση στην Ελλάδα σχεδόν 1.500.000 Ρωμιών προσφύγων από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη, που από το 1913 είχαν υπάρξει θύματα τουρκικών σφαγών και διώξεων.[31]

Η Μικρασιατική Καταστροφή και η οριστικοποίηση της έλευσης των προσφύγων με την ελληνοτουρκική σύμβαση του 1923 για την υποχρεωτική ανταλλαγή Μουσουλμάνων και Ορθόδοξων Χριστιανών επέδρασαν καταλυτικά στην πορεία του ελληνικού κράτους. Το 1924 η βασιλεία καταργήθηκε και η Ελλάδα ανακηρύχθηκε αβασίλευτη δημοκρατία. Το εγχείρημα της αποκατάστασης των προσφύγων δοκίμασε τις δυνατότητας του ελληνικού κράτους και η αφομοίωσή τους με τους ντόπιους υπήρξε μία αργή διαδικασία, μεσοπρόθεσμα, όμως, η εγκατάστασή των προσφύγων ωφέλησε την οικονομία, καθώς πολλαπλασιάστηκαν οι καλλιέργειες και τα εγγειοβελτιωτικά έργα, αναζωογονήθηκε η βιομηχανική δραστηριότητα, αύξησε τον αστικό κυρίως πληθυσμό και την εθνική ομοιογένεια. Η πολιτική ζωή εξακολουθούσε να χαρακτηρίζεται από την αντίθεση ανάμεσα στους βενιζελικούς και τους αντιβενιζελικούς ή βασιλόφρονες και τα επόμενα χρόνια, με την εξαίρεση της τετραετίας διακυβέρνησης της χώρας από το Βενιζέλο (1928-1932), έλαβαν χώρα αρκετά στρατιωτικά πραξικοπήματα, ιδίως μετά την εκδήλωση στην Ελλάδα των συνεπειών της κρίσης του 1929.

Πόλεμος και αυταρχική διακυβέρνηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρετανοί στρατιώτες στα Δεκεμβριανά του 1944. Στον τοίχο σύνθημα υπέρ του ΚΚΕ.

Το 1935 ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ επανήλθε στην Ελλάδα μετά από ένα νόθο δημοψήφισμα και τον Αύγουστο του 1936, σε συνεργασία με τον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, επέβαλε δικτατορία.[7] Η Ελλάδα εισήλθε στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1940, απαντώντας σε επίθεση της Ιταλίας, η οποία αντιμετωπιζόταν επιτυχώς. Ωστόσο, με την επέμβαση της Γερμανίας η χώρα ηττήθηκε και ακολούθησε περίοδος στρατιωτικής κατοχής από τις δυνάμεις του Άξονα (1941-1944). Στην κατεχόμενη Ελλάδα έδρασαν αντιστασιακές οργανώσεις, μαζικότερη από τις οποίες ήταν το αριστερό ΕΑΜ, που οργάνωσε στρατό, τον ΕΛΑΣ, και τη «λαοκρατική» άσκηση της εξουσίας στις περιοχές της Ελλάδας που απελευθέρωσε. Η αδυναμία ειρηνικής επίλυσης του ζητήματος του αφοπλισμού των αντιστασιακών στρατών μετά την αποχώρηση των Γερμανών είχε ως αποτέλεσμα μία αντικυβερνητική εξέγερση του ΕΛΑΣ στην Αθήνα το Δεκέμβριο του 1944, που κατεστάλη με την επέμβαση του βρετανικού στρατού, και τη διάλυση του ΕΛΑΣ το 1945. Κατόπιν παρακρατικών διώξεων αριστερών, το 1946 ξέσπασε ανάμεσα στο ΚΚΕ και την κυβέρνηση εμφύλιος πόλεμος, που κράτησε μέχρι το 1949 και τελείωσε με την ήττα του κομμουνιστικού στρατού και τη νίκη της κυβέρνησης, που από το 1947 λάμβανε αμερικανική βοήθεια μέσω του σχεδίου Μάρσαλ.

Το 1952 η Ελλάδα έγινε μέλος του ΝΑΤΟ. Το ίδιο έτος συντάχθηκε ένα νέο σύνταγμα. Τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα γνώρισε σημαντική οικονομική ανάπτυξη, ενώ η πολιτική ζωή χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη περιορισμών της απρόσκοπτης λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών και των ατομικών ελευθεριών. Το ΚΚΕ είχε τεθεί εκτός νόμου από το 1947 και όσοι πολίτες κρίνονταν μειωμένης «εθνικοφροσύνης» δεν απολάμβαναν πλήρη ισοτιμία. Από το 1955 και έως το 1963 πρωθυπουργός διετέλεσε ο δεξιός πολιτικός Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο Καραμανλής εφάρμοσε πολιτική νομισματικής σταθερότητας και οικονομικού εκσυγχρονισμού, επίλυσης του Κυπριακού ζητήματος όχι με την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, όπως ζητούσε η αντιβρετανική ΕΟΚΑ, αλλά με την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960 και καταστολής της αριστερής πολιτικής δράσης μετά τις εκλογές του 1958.

Μετά τα συστηματικά περιστατικά νοθείας στις εκλογές του 1961 η κεντρώα παράταξη υπό το Γεώργιο Παπανδρέου κήρυξε έναν «ανένδοτο αγώνα» για τον εκδημοκρατισμό, που στέφθηκε με επιτυχία στις εκλογές του 1963 και του 1964 και οδήγησε στο σχηματισμό κυβερνήσεων που έλαβαν μια σειρά από φιλολαϊκά μέτρα. Ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του Παπανδρέου τον Ιούλιο του 1965 λόγω διαφωνίας με το νεαρό βασιλιά Κωνσταντίνο ξεκίνησε μια πολιτικά ταραγμένη περίοδο, η οποία κορυφώθηκε στις 21 Απριλίου του 1967 όταν, λίγες μέρες πριν τις εκλογές, μια ομάδα αξιωματικών πήρε την εξουσία με πραξικόπημα και επέβαλε στρατιωτική δικτατορία. Ο βασιλιάς εκδιώχθηκε από τη χώρα μετά από ένα αποτυχημένο αντικίνημα του και οι δικτάτορες κατήργησαν τη μοναρχία το 1973. Επί δικτατορίας η πολιτική καταπίεση εντάθηκε και τα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα καταπατήθηκαν. Ωστόσο, η δικτατορία απολάμβανε τη στήριξη των ΗΠΑ και η οικονομική ανάπτυξη συνεχίστηκε μέχρι το 1972, οπότε η οικονομία παρέμεινε στάσιμη. Μία αντιδικτατορική εξέγερση το Νοέμβριο του 1973 με κέντρο το κτήριο του Πολυτεχνείου στην Αθήνα κατεστάλη με τη βία. Τον Ιούλιο του 1974 η δικτατορική κυβέρνηση ενορχήστρωσε ένα πραξικόπημα στην Κύπρο, που οδήγησε στην εισβολή του τουρκικού στρατού στο νησί, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της δικτατορίας λίγες μέρες αργότερα.

Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προεκλογική συγκέντρωση του ΠαΣοΚ.

Στιγμιότυπο από την τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.

Διαδηλώσεις για την οικονομία το 2010 (αριστερά) και το 2011 (δεξιά).

Τον Ιούλιο του 1974 ο Καραμανλής προσκλήθηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα από το Παρίσι, όπου ζούσε αυτοεξόριστος από το 1963, και σχημάτισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας με πολιτικά πρόσωπα, η οποία δρομολόγησε τη μετάβαση στη δημοκρατία και νομιμοποίησε τη δράση της αριστεράς. Το Νοέμβριο έλαβαν χώρα οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές μετά το 1964, τις οποίες κέρδισε ο Καραμανλής, ενώ με δημοψήφισμα το Δεκέμβριο το πολίτευμα της Ελλάδας μετετράπη ξανά σε αβασίλευτη Δημοκρατία. Εν μέσω ενός κύματος κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού, το 1975 τέθηκε σε ισχύ νέο Σύνταγμα που συντάχθηκε από την Ε' Αναθεωρητική Βουλή και το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα και οι πραξικοπηματίες του 1967 καταδικάστηκαν για εσχάτη προδοσία και φυλακίστηκαν. Το 1980 η Ελλάδα επανεντάχθηκε στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, απ' όπου είχε αποχωρήσει διαμαρτυρόμενη για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και το 1979 υπέγραψε το πρωτόκολλο ένταξής της στην ΕΟΚ (μεταγενέστερα Ευρωπαϊκή Ένωση). Στις εκλογές του 1981 αναδείχθηκε πρωθυπουργός ο γιος του Γεωργίου ΠαπανδρέουΑνδρέας, που το 1974 είχε ιδρύσει το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ), αντίπαλο δέος της συντηρητικής Νέα Δημοκρατία του Καραμανλή. Τα δύο αυτά κόμματα κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή της χώρας για τα επόμενα τριάντα χρόνια.[32] Η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εισήγαγε μέτρα κοινωνικής φιλελευθεροποίησης και πολιτικού εκδημοκρατισμού, που επιστεγάστηκαν από μία συνταγματική αναθεώρηση το 1985-1986.

Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1981 ήταν αρχή μιας περιόδου βιώσιμης ανάπτυξης. Μεγάλες επενδύσεις σε βιομηχανικές επιχειρήσεις και βαρέα υποδομή, η χρηματοδότηση από την ΕΕ και τα αυξανόμενα έσοδα από τον τουρισμό, τη ναυτιλία και τον γρήγορα αυξανόμενο τομέα υπηρεσιών αύξησαν το βιοτικό επίπεδο της χώρας σε πρωτοφανή επίπεδα. Ταυτόχρονα, αυξήθηκε ο ρόλος του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Ελλάδα ήγειρε το ζήτημα της ονομασίας της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, αντιτιθέμενη στη χρήση του όρου «Μακεδονία». Οι παραδοσιακά τεταμένες σχέσεις με την Τουρκία, με αποκορύφωμα την κρίση του 1987 και εκείνη των Ιμίων το 1996, βελτιώθηκαν όταν διαδοχικοί σεισμοί χτύπησαν τις δύο χώρες το 1999, οδηγώντας στην άρση του ελληνικού βέτο κατά της τουρκικής υποψηφιότητας για την ένταξη στην ΕΕ και στην ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Επίσης, το 1999 συνέβη το λεγόμενο κραχ του ΧΑΑ. Μετά την εφαρμογή μέτρων οικονομικής προσαρμογής στις απαιτήσεις της ΟΝΕ, το 2002 υιοθετήθηκε αντί της δραχμής το κοινό νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ευρώ.[33] Η ένταξη στην ΟΝΕ μείωσε το κόστος του κρατικού δανεισμού, με αποτέλεσμα την αύξηση του ΑΕΠ, αλλά και του δημόσιου χρέους. Η χώρα διοργάνωσε τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στην Αθήνα.

Το Δεκέμβριο του 2008 μετά τη δολοφονία ενός 15χρονου από έναν αστυνομικό έλαβαν χώρα μαζικές κινητοποιήσεις και ταραχές. Από τον επόμενο χρόνο, η Ελλάδα υπέφερε από μία όχι μόνον οικονομική αλλά και κοινωνική κρίση. Λόγω της υιοθέτησης του ευρώ, όταν η Ελλάδα γνώρισε οικονομική κρίση δεν μπορούσε πλέον να υποτιμήσει το νόμισμά της για να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της. Η ανεργία των νέων ήταν ιδιαίτερα υψηλή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000.[34] Αδυνατώντας να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος δανειζόμενη από τις διεθνείς χρηματαγορές, η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε την άνοιξη 2010 για δανεισμό σε μία «τρόικα» θεσμών (ΕΕΕΚΤΔΝΤ) που έθεσαν ως όρο την επιτήρηση από πλευράς τους της εφαρμογής δημοσιονομικής λιτότητας, προκαλώντας μαζικές διαμαρτυρίες. Εν μέσω πολιτικών ανακατατάξεων και κοινωνικής αναταραχής, ακολούθησαν άλλα δύο προγράμματα προσαρμογής, γνωστά με την ονομασία «μνημόνια», το τελευταίο από τα οποία συμφωνήθηκε το 2015 μετά το δημοψήφισμα του 2015. Το 2018 υπογράφηκε και το 2019 επικυρώθηκε η συμφωνία των Πρεσπών με την οποία επιλύθηκε η διένεξη για την ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας, όπως ονομάστηκε έκτοτε το γειτονικό της Ελλάδας κράτος. Το ίδιο έτος η Ελλάδα βγήκε μετά από οκτώ χρόνια από τα προγράμματα στήριξης. Από τον Φεβρουάριο του 2020 η χώρα έρχεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη υγειονομική κρίση της νεότερης ιστορίας, αυτής της πανδημίας του κορωνοϊού.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεωμορφολογικός χάρτης της Ελλάδας.

ΑΟΖ της Ελλάδας.

Η Ελλάδα αποτελείται από ένα μεγάλο ηπειρωτικό τμήμα, το νότιο άκρο των Βαλκανίων, το οποίο ενώνεται με την πρώην ηπειρωτική Πελοπόννησο με τον Ισθμό της Κορίνθου, αφού η Πελοπόννησος μετά την κατασκευή της διώρυγας της Κορίνθου είναι στην πραγματικότητα νησί. Η χώρα περικλείεται από το Ιόνιο, το Αιγαίο και το Λιβυκό. Το Αιγαίο βρέχει πολυάριθμα νησιά, ανάμεσά τους την Εύβοια, τη Λέσβο και τα νησιωτικά συμπλέγματα των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων καθώς και τα δυτικά παράλια της Ρόδου ενώ νότια βρίσκεται η Κρήτη, το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και το πέμπτο μεγαλύτερο της Μεσογείου. Νότια της Κρήτης είναι η Γαύδος, το νοτιότερο σημείο της Ελλάδας και της Ευρώπης. Τα κυριότερα νησιά του Ιονίου είναι η Κέρκυρα, η Κεφαλονιά, η Λευκάδα και η Ζάκυνθος. Το Καστελλόριζο μαζί με τις παρακείμενες νησίδες, βρίσκεται ανατολικά της Ρόδου, στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, και είναι το ανατολικότερο ελληνικό έδαφος. Η Ελλάδα έχει μήκος ακτών 13.676 χιλιόμετρα,[35] που θεωρείται εξαιρετικά μεγάλο, και οφείλεται στον πλούσιο οριζόντιο εδαφικό διαμελισμό και το έντονο ανάγλυφο της περιοχής, καθώς και στο πλήθος των αναρίθμητων νησιών, τα οποία είναι περισσότερα από 2.500 και είναι κυρίως αποτέλεσμα της σύγκρουσης της Αφρικανικής τεκτονικής πλάκας με την Ευρωπαϊκή. Έχει μήκος συνόρων που πλησιάζει τα 1.228 χιλιόμετρα.[35] Η μεγαλύτερη πεδιάδα είναι των Γιαννιτσών στην Κεντρική Μακεδονία (2.250 τ.χ.) και ακολουθεί της Λάρισας στην Θεσσαλία (1.850 τ.χ.). Γεωγραφικά η Ελλάδα διαιρείται σε 9 διαμερίσματα, τα οποία χωρίζονται σε 51 νομούς.

Βουνά της Ελλάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θέα του Ολύμπου από το Λιτόχωρο.

Το έδαφος της Ελλάδας είναι κατά κύριο λόγο ορεινό ή λοφώδες. Μεγάλο μέρος του είναι ξηρό και βραχώδες, ενώ μόνο το 20,45% του εδάφους είναι καλλιεργήσιμο.[35] Τα υψηλότερα βουνά είναι:

Βουνό Υψόμετρο Τοποθεσία
Όλυμπος 2918 Θεσσαλία (Λάρισα), Μακεδονία (Πιερία)
Σμόλικας 2637 Ήπειρος (Ιωάννινα), Μακεδονία (Γρεβενά)
Βόρας 2524 Μακεδονία (ΠέλλαΦλώρινα), Βόρεια Μακεδονία
Γράμμος 2520 Μακεδονία (Καστοριά), Ήπειρος (Ιωάννινα), Αλβανία
Γκιώνα 2510 Στερεά Ελλάδα (Φωκίδα)
Τύμφη 2497 Ήπειρος (Ιωάννινα)
Βαρδούσια 2495 Στερεά Ελλάδα (ΦωκίδαΑιτωλοακαρνανίαΕυρυτανία)
Παρνασσός 2457 Στερεά Ελλάδα (ΦωκίδαΒοιωτίαΦθιώτιδα)
Ψηλορείτης (Ίδη) 2456 Κρήτη (ΡέθυμνοΗράκλειο)
Λευκά Όρη 2454 Κρήτη (Χανιά)
Λίμνες της Ελλάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελλάδα έχει αρκετές λίμνες, οι περισσότερες των οποίων βρίσκονται στο ηπειρωτικό της τμήμα. Οι μεγαλύτερες λίμνες στην ελληνική επικράτεια είναι:

Λίμνη Έκταση (σε τ.χλμ) Τοποθεσία
Τριχωνίδα 96,513 Στερεά Ελλάδα (Αιτωλοακαρνανία)
Βόλβη 75,600 Μακεδονία (Θεσσαλονίκη)
Κερκίνη 68,532 Μακεδονία (Σέρρες)
Πολυφύτου 56,793 Μακεδονία (Κοζάνη)
Βεγορίτιδα 54,310 Μακεδονία (ΦλώριναΠέλλα)
Βιστωνίδα 45,625 Θράκη (Ξάνθη)
Κορώνεια 42,823 Μακεδονία (Θεσσαλονίκη)
Μεγάλη Πρέσπα 43,122[i 1] Μακεδονία (Φλώρινα), ΑλβανίαΒόρεια Μακεδονία
Μικρή Πρέσπα 38,325[i 1] Μακεδονία (Φλώρινα), Αλβανία
Κρεμαστών 37,688 Στερεά Ελλάδα (ΑιτωλοακαρνανίαΕυρυτανία)
  1. ↑ Άλμα πάνω, στο:1,0 1,1 Το ελληνικό τμήμα.

Οι λίμνες των Κρεμαστών (68.531 τ.μ.) και του Πολυφύτου (56.793 τ.μ.) είναι τεχνητές κυρίως για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ οι λίμνες του Μόρνου, του Μαραθώνα και η λίμνη Υλίκη υδροδοτούν την Αθήνα.

Ποταμοί της Ελλάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υψηλή γέφυρα Σερβίων στον Αλιάκμονα.

Πολλοί ποταμοί διαρρέουν την Ελλάδα, από τους οποίους κανένας δεν είναι πλεύσιμος. Σε μερικούς από τους μεγαλύτερους, τα δέλτα που σχηματίζουν στην εκροή τους προς την θάλασσα αποτελούν σημαντικούς υγροβιότοπους, όπως αυτοί του Αλιάκμονα και του Έβρου. Ποταμοί όπως ο Πηνειός στην Θεσσαλία, υδροδοτούν μεγάλες γεωργικές εκτάσεις με την βοήθεια καναλιών, ενώ σε άλλα έχουν δημιουργηθεί τεχνητές λίμνες για τη λειτουργία υδροηλεκτρικών εργοστασίων. Ένα αμφιλεγόμενο για οικολογικούς λόγους σχέδιο των τελευταίων δεκαετιών, είναι η εκτροπή του Αχελώου από τη νότια Πίνδο για την αντιμετώπιση του υδατικού προβλήματος της Θεσσαλίας.

Όνομα Ποταμού Μήκος (χλμ.)
(στην ελληνική επικράτεια)
Τοποθεσία
Αλιάκμονας 297 Μακεδονία (ΚαστοριάΠιερίαΚοζάνηΗμαθία)
Αχελώος 220 Ήπειρος (Άρτα), Θεσσαλία (ΤρίκαλαΚαρδίτσα), Στερεά Ελλάδα (ΕυρυτανίαΑιτωλοακαρνανία)
Πηνειός 205 Θεσσαλία (ΤρίκαλαΛάρισα)
Έβρος[36] 204 Θράκη (Νομός Έβρου)
Νέστος[36] 130 Μακεδονία (ΔράμαΚαβάλα), Θράκη (Ξάνθη)
Στρυμόνας[36] 118 Μακεδονία (Σέρρες)
Θύαμις (Καλαμάς) 115 Ήπειρος (ΙωάννιναΘεσπρωτία)
Άραχθος 110 Ήπειρος (ΙωάννιναΆρτα)
Αλφειός 110 Πελοπόννησος (ΗλείαΑρκαδία)
Ευρώτας 82 Πελοπόννησος (Λακωνία)
Νησιά της Ελλάδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νησιά στην ελληνική επικράτεια.

Η Ελλάδα έχει πάνω από 2.500 νησιά, από τα οποία περίπου τα 165 κατοικούνται.[35][37] Τα πολυπληθέστερα απ' αυτά είναι:

Νησί Έκταση (Km2) Πληθυσμός
Κρήτη 8.336 634.940
Εύβοια 4.167 210.815
Ρόδος 1.398 115.490
Κέρκυρα 592 101.569
Λέσβος 1.630 86.312
Χίος 842 51.269
Ζάκυνθος 406 40.750
Σαλαμίνα 95 38.959
Κεφαλονιά 781 35.801
Κως 290 33.388
Σάμος 476 32.974
Λευκάδα 303 22.320
Σύρος 84.069 21.473
Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από το μεσογειακό τύπο της εύκρατης ζώνης και έχει ήπιους υγρούς χειμώνες και ζεστά ξηρά καλοκαίρια. Το κλίμα της χώρας μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερις βασικές κατηγορίες:

  • υγρό μεσογειακό (δυτική Ελλάδα, δυτική Πελοπόννησος, πεδινά και ημιορεινά της Ηπείρου).
  • ξηρό μεσογειακό (Κυκλάδες, παραλιακή Κρήτη, Δωδεκάνησα, ανατολική Πελοπόννησος, Αττική, πεδινές περιοχές Ανατολικής Στερεάς).
  • ηπειρωτικό (δυτική Μακεδονία, εσωτερικά υψίπεδα ηπειρωτικής Ελλάδας, βόρειος Έβρος).
  • ορεινό (ορεινές περιοχές με υψόμετρο περίπου >1500m στη Βόρεια Ελλάδα >1800m στην Κεντρική Ελλάδα >2000m στην Κρήτη).[εκκρεμεί παραπομπή]

Οι θερμοκρασίες είναι σπάνια υπερβολικές στις παραθαλάσσιες περιοχές. Στις κλειστές εσωτερικές πεδιάδες και στα υψίπεδα της χώρας παρατηρούνται τα μεγαλύτερα θερμοκρασιακά εύρη -τόσο ετήσια όσο και ημερήσια. Οι χιονοπτώσεις είναι κοινές στα ορεινά από τα τέλη Σεπτεμβρίου (στη βόρεια Ελλάδα, τέλη Οκτωβρίου κατά μέσο όρο στην υπόλοιπη χώρα), ενώ στις πεδινές περιοχές χιονίζει κυρίως από το Δεκέμβριο μέχρι τα μέσα Μαρτίου. Έχει χιονίσει, πάντως, ακόμα και κατά μήνα Μάιο στη Φλώρινα. Στις παραθαλάσσιες περιοχές των νησιωτικών περιοχών οι χιονοπτώσεις συμβαίνουν σπανιότερα και δεν αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό του κλίματος. Οι καύσωνες επηρεάζουν κυρίως τις πεδινές περιοχές και είναι συχνότεροι τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Σπάνια, πάντως, διαρκούν περισσότερες από 3 ημέρες.

Η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ του 34ου και 42oυ παραλλήλου του βορείου ημισφαιρίου[38] και έχει μεγάλη ηλιοφάνεια όλο σχεδόν το χρόνο. Λεπτομερέστερα στις διάφορες περιοχές της Ελλάδας παρουσιάζεται μεγάλη ποικιλία κλιματικών τύπων, πάντα βέβαια μέσα στα πλαίσια του μεσογειακού κλίματος. Αυτό οφείλεται στην τοπογραφική διαμόρφωση της χώρας που έχει μεγάλες διαφορές υψομέτρου (υπάρχουν μεγάλες οροσειρές κατά μήκος της κεντρικής χώρας και άλλοι ορεινοί όγκοι) και εναλλαγή ξηράς και θάλασσας. Έτσι, από το ξηρό κλίμα της Αττικής και γενικά της ανατολικής Ελλάδας μεταπίπτουμε στο υγρό της βόρειας και δυτικής Ελλάδας. Τέτοιες κλιματικές διαφορές συναντώνται ακόμη και σε τόπους που βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, πράγμα που παρουσιάζεται σε λίγες μόνο χώρες σε όλο τον κόσμο.

Από κλιματολογικής πλευράς το έτος μπορεί να χωριστεί κυρίως σε δύο εποχές: Την ψυχρή και βροχερή χειμερινή περίοδο, που διαρκεί από τα μέσα του Οκτωβρίου και μέχρι το τέλος Μαρτίου και τη θερμή και άνομβρη εποχή, που διαρκεί από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο.

Κατά την πρώτη περίοδο οι ψυχρότεροι μήνες είναι ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος, όπου κατά μέσον όρο η μέση ελάχιστη θερμοκρασία κυμαίνεται από 5-10 °C στις παραθαλάσσιες περιοχές, από 0-5 °C στις ηπειρωτικές περιοχές και σε χαμηλότερες τιμές κάτω από το μηδέν στις βόρειες περιοχές.[38]

Οι βροχές ακόμη και τη χειμερινή περίοδο δεν διαρκούν για πάρα πολλές ημέρες και ο ουρανός της Ελλάδας δεν μένει συννεφιασμένος καθ'όλη τη διάρκεια του χειμώνα, όπως συμβαίνει σε άλλες περιοχές της γης. Οι χειμερινές κακοκαιρίες διακόπτονται καμιά φορά κατά τον Ιανουάριο και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου από ηλιόλουστες ημέρες, τις γνωστές από την αρχαιότητα Αλκυονίδες ημέρες. Κατά αυτήν την περίοδο, λοιπόν, στα νησιά, κυρίως στο νότιο μέρος της χώρας, όπως για παράδειγμα στην Κρήτη, η θερμοκρασία μπορεί να ξεπεράσει τους 18-20 βαθμούς Κελσίου, στην Αττική τους 13-14 °C και στη Θεσσαλονίκη ο υδράργυρος μπορεί να ξεπεράσει τους 9 °C και πολλές φορές ακόμα και τους 10 °C. Σε άλλες πόλεις, όπως για παράδειγμα στην Αλεξανδρούπολη κατά τις Αλκυονίδες μέρες, η θερμοκρασία ξεπερνάει τους 7-8 °C, με αποτέλεσμα το χιόνι από τις χιονοπτώσεις του χειμώνα να λιώνει κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Η χειμερινή εποχή είναι γλυκύτερη στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου από ο,τι στη Βόρεια και Ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα. Κατά τη θερμή και άνομβρη εποχή ο καιρός είναι σταθερός, ο ουρανός σχεδόν αίθριος, ο ήλιος λαμπερός και δε βρέχει εκτός από σπάνια διαστήματα με ραγδαίες βροχές ή καταιγίδες μικρής γενικά διάρκειας.

Η θερμότερη περίοδος είναι το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουλίου και το πρώτο του Αυγούστου, οπότε η μέση μέγιστη θερμοκρασία κυμαίνεται από 30 °C μέχρι 35 °C.[38] Κατά τη θερμή εποχή οι υψηλές θερμοκρασίες μετριάζονται από τη δροσερή θαλάσσια αύρα στις παράκτιες περιοχές της χώρας και από τους βόρειους ανέμους (ετήσιες) που φυσούν κυρίως στο Αιγαίο.

Η άνοιξη έχει μικρή διάρκεια, διότι ο μεν χειμώνας είναι όψιμος, το δε καλοκαίρι αρχίζει πρώιμα. Το φθινόπωρο είναι μακρύ και θερμό και πολλές φορές παρατείνεται στη νότια Ελλάδα και τα νησιά μέχρι τα μισά του Δεκεμβρίου. Στην Αθήνα, την πρωτεύουσα, το κρύο γίνεται συνήθως αισθητό από το Νοέμβριο και μετά και από εκεί και πέρα συνεχίζεται έως και τα τέλη του Μάρτη. Μετά τα μέσα του Δεκεμβρίου, αναπτύσσεται ιδιαίτερο ψύχος στις αστικές περιοχές, το οποίο συνεχίζεται έως και τα τέλη Φεβρουαρίου. Από τις αρχές του μήνα Μαρτίου η άνοιξη γίνεται αισθητή και η θερμοκρασία ανεβαίνει σταδιακά. Η ψυχρότερη εποχή του έτους στην πόλη της Αθήνας θεωρείται από την τελευταία εβδομάδα του Δεκεμβρίου έως και την τρίτη εβδομάδα του Ιανουαρίου. Η Ελλάδα κατέχει το ρεκόρ υψηλότερης καταγεγραμμένης θερμοκρασίας στην Ευρώπη με 48,0 °C στην Αθήνα (Ελευσίνα και Τατόι) στις 10 Ιουλίου 1977.[39]

Πόλη Μέση έτους Ιαν. Φεβ. Μάρ. Απρ. Μάιος Ιούν. Ιούλ. Αύγ. Σεπτ. Οκτ. Νοέμ. Δεκ.
Αθήνα 18,1 5,1 6,5 8,7 14,6 21,3 28,1 31,0 30,4 25,4 18,1 11,3 7,0
Ιωάννινα 14,3 4,7 6,1 8,8 12,4 17,4 21,9 24,8 24,3 20,1 14,9 9,7 5,9
Άρτα 17,2 8,7 9,4 11,9 15,2 19,9 24,0 26,5 26,5 23,1 18,3 13,5 9,9
Αλεξανδρούπολη 15,0 5,0 5,9 8,3 13,1 18,3 23,1 25,8 25,4 21,1 15,6 10,8 7,1
Καβάλα 15,8 6,8 7,2 9,3 13,4 17,7 23,0 26,5 26,3 22,4 17,2 11,4 8,0
Θεσσαλονίκη 15,7 5,2 6,7 9,7 14,2 19,6 24,4 26,6 26,0 21,8 16,2 11,0 6,9
Σέρρες 15,1 3,9 6,2 9,6 14,2 19,6 24,3 26,3 25,3 21,6 15,5 9,2 5,0
Κατερίνη 15,5 4,7 6,5 9,4 14,2 19,8 23,7 26,4 26,1 22,3 16,1 10,3 6,6
Φλώρινα 12,1 0,5 2,7 6,7 11,6 16,8 21,0 23,1 22,5 18,4 12,6 7,0 2,2
Κοζάνη 12,9 2,3 3,7 6,9 11,6 16,8 21,5 24,1 23,6 19,3 13,5 8,0 3,9
Λάρισα 15,7 5,2 6,8 9,4 13,8 19,7 25,0 27,2 26,2 21,8 16,2 10,8 6,6
Βόλος 16,2 6,6 7,6 9,9 14,1 19,5 24,5 26,8 26,1 22,2 16,9 12,1 8,2
Αγρίνιο 17,2 8,3 9,2 11,5 15,1 20,3 24,7 27,1 26,9 23,0 17,9 13,1 9,6
Πάτρα 17,9 10,0 10,6 12,5 15,6 20,1 24,1 26,4 26,7 23,5 19,0 14,5 11,4
Κέρκυρα 17,5 9,7 10,3 12,0 14,9 19,6 23,9 26,4 26,3 22,7 18,4 14,3 11,1
Αργοστόλι 18,1 11,5 11,5 12,9 15,2 19,4 23,3 25,5 25,9 23,4 19,7 15,7 12,8
Χανιά 18,5 11,6 11,8 13,2 16,3 20,1 24,5 26,5 26,1 23,3 19,4 16,1 13,1
Ελευσίνα 18,3 9,2 9,7 11,8 15,9 21,4 26,1 28,6 28,2 24,3 19,0 14,4 10,9
Ηράκλειο 18,7 12,1 12,2 13,5 16,5 20,3 24,4 26,1 26,0 23,5 20,0 16,6 13,7
Καλαμάτα 17,8 10,2 10,6 12,3 15,2 19,7 24,1 26,4 26,3 23,2 18,9 14,8 11,7
Τρίπολη 14,1 5,1 5,8 7,9 11,7 17,0 22,0 24,5 24,1 20,0 14,6 10,1 6,7
Λαμία 16,5 7,1 8,0 10,5 14,8 20,1 25,3 26,9 25,9 22,4 16,9 11,8 8,3
Λήμνος 15,9 7,4 7,7 9,7 13,6 18,4 26,8 25,9 25,2 21,5 16,9 12,3 9,0
Νάξος 18,2 12,1 12,2 13,3 16,0 19,5 23,3 24,9 24,8 22,8 19,6 16,3 13,6
Νέα Φιλαδέλφεια 17,6 8,7 9,3 11,2 15,3 20,7 25,6 28,0 27,4 23,3 18,1 13,7 10,3
Ρόδος 19,1 11,9 12,1 13,6 16,6 20,5 24,7 26,9 27,1 24,6 20,8 16,5 13,4
Τατόι 16,4 7,3 7,8 9,9 14,2 19,6 24,6 26,9 26,3 22,1 17,0 12,4 9,9
Αθήνα (Ελληνικό) 18,5 10,3 10,6 12,3 15,9 20,7 25,2 28,0 27,8 24,2 19,5 15,4 12,0
Σάμος 18,4 10,3 10,0 12,1 15,9 20,6 25,5 28,4 27,9 24,3 19,4 14,5 11,9
Ιεράπετρα 19,7 12,9 12,9 14,2 17,0 20,9 25,4 27,8 27,7 24,9 21,0 17,5 14,5
Μυτιλήνη 17,6 9,5 9,9 11,6 15,6 20,2 24,7 26,6 26,1 22,9 18,5 14,3 11,3
Καστοριά 12,9 0,5 2,7 6,7 11,6 16,8 21,0 23,1 22,5 18,4 12,6 5,0 1,2
Γρεβενά 13,4 2,0 3,0 6,0 12,7 15,2 20,3 23,5 23,9 14,9 11,3 7,0 3,0
Ωραιόκαστρο 15,6 11,9 22,8 33,7 27,4 19,7 14,3 25,4 15,5 11,2 17,0 9,0 4,5
Επικοινωνίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το οδικό δίκτυο καλύπτει περισσότερα από 117.000 χιλιόμετρα το 2009.[35] Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά. Ο εμπορικός στόλος περιελάμβανε 2.086 πλοία το Φεβρουάριο του 2009.[40]

Πόλεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχεδόν τα δύο τρίτα του ελληνικού λαού ζουν σε αστικές περιοχές. Τα μεγαλύτερα και πιο σημαίνοντα μητροπολιτικά κέντρα της Ελλάδας είναι εκείνα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Η δεύτερη αναφέρεται και ως συμπρωτεύουσα,[41] με μητροπολιτικούς πληθυσμούς περίπου 3 εκατομμυρίων και 1 εκατομμυρίου κατοίκων αντίστοιχα. Άλλες σημαντικές πόλεις με αστικούς πληθυσμούς άνω των 100.000 κατοίκων είναι η Πάτρα, το Ηράκλειο και η Λάρισα που αποτελούν Πολεοδομικά συγκροτήματα.[42]

Ο πίνακας που ακολουθεί απαριθμεί τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας, ανάλογα με τον πληθυσμό των αντίστοιχων οικιστικών αστικών περιοχών που αποτελούνται είτε από πολλούς δήμους, εμφανείς στις περιπτώσεις της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, είτε περιλαμβάνονται σε ένα μεγαλύτερο ενιαίο δήμο, περίπτωση εμφανή στις περισσότερες από τις μικρότερες πόλεις της χώρας. Τα αποτελέσματα προέρχονται από τα προκαταρκτικά στοιχεία της απογραφής του πληθυσμού που έλαβε χώρα στην Ελλάδα το Μάιο του 2011.

Αθήνα

Θεσσαλονίκη

Πάτρα

Ηράκλειο

Οικολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φυτογεωγραφικά, η Ελλάδα ανήκει στο βόρειο βασίλειο. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος η Ελλάδα χωρίζεται σε 6 οικοπεριοχές.

Πολιτική και διακυβέρνηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σύνταγμα και οργάνωση των εξουσιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος (1864–1936), που υπήρξε πρωθυπουργός της Ελλάδας σε διάφορα διαστήματα την περίοδο 1909-1932.

Το Σύνταγμα του 1975 περιέχει εκτενείς εγγυήσεις των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του πολίτη, που ενισχύθηκαν περαιτέρω με την αναθεώρηση του 2001. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την αναθεώρηση αυτή κατοχυρώθηκαν, για πρώτη φορά συνταγματικά, πέντε ανεξάρτητες αρχές, οι τρεις των οποίων (Συνήγορος του ΠολίτηΑρχή Διασφάλισης Απορρήτου ΕπικοινωνιώνΑρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα) είναι ταγμένες στην προστασία και διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων. Η Ελλάδα είναι επίσης συμβαλλόμενο μέρος στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Στις 27 Μαΐου του 2008 η Ολομέλεια της Η΄ Αναθεωρητικής Βουλής ενέκρινε την αναθεώρηση του Συντάγματος, που οδήγησε στην υιοθέτηση τριών προτάσεων αλλαγών εκ μέρους της μεγάλης πλειοψηφίας των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΛΑΟΣ. Από την ψηφοφορία απουσίαζε το ΠΑΣΟΚ. Οι προτάσεις αυτές είναι η κατάργηση του απόλυτου επαγγελματικού ασυμβιβάστου των βουλευτών, η απολαβή εκ μέρους της Βουλής του δικαιώματος να τροποποιεί επιμέρους κονδύλια του τακτικού Προϋπολογισμού και να παρακολουθεί την εκτέλεσή του και η επιφόρτιση του νομοθέτη να μεριμνά ειδικά για τις νησιωτικές και ορεινές περιοχές σε κάθε νόμο που υιοθετεί.[44]

Σε πολιτειακό και οργανωτικό επίπεδο το Σύνταγμα διακρίνει τρεις εξουσίες: τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική. Στη νομοθετική μετέχουν η Βουλή και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στην εκτελεστική ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση, ενώ η δικαστική εξουσία ασκείται από τα δικαστήρια στο όνομα του ελληνικού λαού.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ιεραρχικά βρίσκεται στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας, μετέχει στη νομοθετική με την έκδοση και τη δημοσίευση των νόμων και τη δυνατότητα αναπομπής στη Βουλή ψηφισμένου νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου, ενώ ορίζεται από το Σύνταγμα ως ρυθμιστής του πολιτεύματος.[45] Εκλέγεται από τη Βουλή με διαδοχικές ψηφοφορίες των μελών της, κατά τις οποίες επιδιώκεται η εξασφάλιση πλειοψηφίας 2/3 του συνόλου των μελών της στις δύο πρώτες φάσεις και 3/5 στην τρίτη. Επί αποτυχίας συγκέντρωσης των ανωτέρω πλειοψηφιών διαλύεται η Βουλή, προκηρύσσονται εκλογές και η νέα Βουλή εκλέγει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με την ίδια πλειοψηφία των 3/5 και, αν ούτε αυτό είναι εφικτό, με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της (151) ή, τέλος, με σχετική μεταξύ των δύο μειοψηφησάντων στην τελευταία ψηφοφορία, αν δε συγκεντρωθεί η απόλυτη πλειοψηφία. Οι εξουσίες του Προέδρου είναι πολύ μικρές και λίγες, καθώς ασκεί μόνο εθιμοτυπικά καθήκοντα. Όλες σχεδόν οι πράξεις του χρήζουν προσυπογραφής από τον Πρωθυπουργό ή άλλο μέλος της Κυβέρνησης (Υπουργό), όπως τα προεδρικά διατάγματα. Από την υποχρέωση προσυπογραφής εξαιρούνται ρητά ελάχιστες πράξεις του Προέδρου προβλεπόμενες από το Σύνταγμα, όπως ο διορισμός των υπαλλήλων της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Η θητεία είναι πενταετής με δικαίωμα επανεκλογής για μία ακόμη θητεία.

Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή των Ελλήνων, της οποίας τα μέλη εκλέγονται με καθολική μυστική ψηφοφορία για τετραετή θητεία. Εκλογές μπορούν να κηρυχθούν νωρίτερα για έκτακτους λόγους, όπως αυτοί ορίζονται στο Σύνταγμα. Μετά πάντως το 1975 η προκήρυξη πρόωρων εκλογών αποτελεί τον κανόνα, επικαλούμενου συνήθως από τις απερχόμενες κυβερνήσεις κάποιου εξαιρετικής σημασίας εθνικού θέματος. Η Ελληνική Δημοκρατία χρησιμοποιεί για την ανάδειξη των βουλευτών ένα σύνθετο ενδυναμωμένο εκλογικό σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης (ενισχυμένη αναλογική), το οποίο αποθαρρύνει τη δημιουργία πολυκομματικών κυβερνήσεων συνεργασίας και επιτρέπει ισχυρή μονοκομματική κυβέρνηση πλειοψηφίας, ακόμα και αν το πρώτο κόμμα υστερεί της απόλυτης πλειοψηφίας των ψήφων. Για να μπορεί να καταλάβει μία από τις 300 βουλευτικές έδρες ένα κόμμα, πρέπει να έχει λάβει τουλάχιστον το 3% του συνόλου των ψήφων, ενώ με τον εκλογικό νόμο, που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις βουλευτικές εκλογές του 2007, το πρώτο κόμμα είναι δυνατόν να εξασφαλίζει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή με ποσοστό περίπου 42%.

Μέχρι το 1877 η νόμιμη ηλικία ψήφου ήταν τα 25 χρόνια. Στη συνέχεια μειώθηκε στα 21 χρόνια και από το 1981 είναι τα 18 χρόνια.[46] Το 2019 ως ελάχιστη ηλικία ψήφου ορίστηκαν τα 17 χρόνια. Η Ελλάδα είναι ένα από τα ελάχιστα ευρωπαϊκά κράτη όπου η ηλικία ψήφου στις εθνικές εκλογές είναι μικρότερη των 18 ετών.

Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από την Κυβέρνηση, της οποίας κεφαλή είναι ο Πρωθυπουργός, το ισχυρότερο πρόσωπο του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της Χώρας,[47] εφαρμόζει την πολιτική που εγκρίνει μέσω των νομοθετικών πράξεων η Βουλή, αλλά ταυτόχρονα μετέχει στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία, μέσω της σύνταξης και της προώθησης προς ψήφιση των νομοσχεδίων (νομοθετική πρωτοβουλία). Η Κυβέρνηση με βάση την αρχή της δεδηλωμένης οφείλει να απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής, να έχει λάβει δηλαδή ψήφο εμπιστοσύνης από την πλειοψηφία των Βουλευτών. Στα πλαίσια δε της σύγχρονης κομματικής δημοκρατίας η Κυβέρνηση κυριαρχεί και στη νομοθετική λειτουργία, καθώς προέρχεται από το Κόμμα το οποίο ελέγχει την πλειοψηφία του Κοινοβουλίου, καθιστώντας έτσι την ψήφιση των νόμων μια τυπική κατά κανόνα διαδικασία. Λόγω δε της συχνής έως καταχρηστικής επίκλησης της κομματικής πειθαρχίας, η δυνατότητα διαφωνίας κυβερνητικού βουλευτή με την Κυβέρνηση που στηρίζει θεωρείται σπάνιο φαινόμενο. Σε έκτακτες περιπτώσεις μπορεί η Κυβέρνηση να προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, οι οποίες έχουν ισχύ νόμου και οφείλουν να εγκριθούν καταρχήν εντός 40 ημερών από τη Βουλή.

Ο Πρωθυπουργός αποτελεί την κεφαλή της κυβέρνησης και με βάση το Σύνταγμα είναι συνήθως (αν και όχι απαραίτητα) ο αρχηγός του έχοντος την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή κυβερνώντος κόμματος. Βάσει του άρθρου 82 του Συντάγματος, «ο Πρωθυπουργός εξασφαλίζει την ενότητα της Κυβέρνησης και κατευθύνει τις ενέργειές της, καθώς και των δημοσίων γενικά υπηρεσιών για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής μέσα στο πλαίσιο των νόμων».[47] Οι βασικότερες εξουσίες του είναι οι εξής:

  • Προεδρεύει του Υπουργικού Συμβουλίου, στο οποίο μετέχει μαζί με τους Υπουργούς.
  • Με δεσμευτική πρότασή του διορίζονται και παύονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας οι Υπουργοί και οι Υφυπουργοί της Κυβέρνησης.
  • Καθορίζει από κοινού με τον οικείο Υπουργό τις αρμοδιότητες των Υφυπουργών.
  • Προΐσταται τριών Γενικών Γραμματειών: Πρωθυπουργού (τέως Πολιτικού Γραφείου), Κυβέρνησης και Ενημέρωσης-Επικοινωνίας.
  • Αδειοδοτεί προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως οποιοδήποτε κείμενο πρέπει, σύμφωνα με τον νόμο, να καταχωρηθεί σε αυτήν.
Δημόσια διοίκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Διοικητική διαίρεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διοικητικά η Ελλάδα διαιρείται σε 13 Περιφέρειες. Επιπλέον αυτών, το Άγιο Όρος αποτελεί αυτοδιοίκητο τμήμα του Ελληνικού κράτους.

Σώματα ασφαλείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα σώματα ασφαλείας ανήκουν η Ελληνική Αστυνομία, το Πυροσβεστικό Σώμα και το Λιμενικό Σώμα − Ελληνική Ακτοφυλακή.

Πολιτική ζωή και κόμματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, ιδρύθηκαν τα δύο κόμματα που κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή της Ελλάδας και εναλλάσσονταν στην κυβέρνηση για περισσότερα από 35 χρόνια, η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) και το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα (ΠΑΣΟΚ).[48] Η Νέα Δημοκρατία είναι κεντροδεξιό κόμμα, βασικός υποστηρικτής της εισόδου της Ελλάδας στην ΕΟΚ και γενικά του φιλοδυτικού προσανατολισμού της χώρας, με τον ιδρυτή της Κωνσταντίνο Καραμανλή να εκφράζει το πασίγνωστο «ανήκομεν εις την δύσιν». Τα ποσοστά της κυμαίνονταν στο 40-45%, συγκεντρώνοντας συντηρητικούς, φιλελεύθερους και εθνικιστές.[49] Το ΠΑΣΟΚ συνδύασε την φιλελεύθερη παράδοση των παλιών Βενιζελικών με την αριστερή παράδοση της Εθνικής Αντίστασης.[50] Συνδεδεμένο με την οικογένεια Παπανδρέου, το ΠΑΣΟΚ έφτασε στην ακμή του υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου, όταν ψηφίστηκε από σχεδόν τους μισούς Έλληνες ψηφοφόρους. Στο ΠΑΣΟΚ ασκείται σήμερα κριτική για διαφθορά και πελατειακές σχέσεις, όπως και στη ΝΔ, αλλά και για την πολιτική λιτότητας που ασκούνται από το 2009 και εξής. Το αποτέλεσμα ήταν ότι από το 2012 η απήχησή του κατέρρευσε ολοκληρωτικά (από το 2013 κυμαίνεται μεταξύ του 6% και του 8%) και τη θέση του ΠΑΣΟΚ στην πολιτική σκηνή πήρε τότε ο Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), ένα αριστερό κόμμα.[48] Τα πολιτικά κόμματα επηρεάζουν όλες τις όψεις του ελληνικού δημόσιου βίου σε βαθμό ασυνήθιστο για άλλες δυτικές δημοκρατίες και ασκούν ασφυκτικό έλεγχο στη δημόσια διοίκηση, με αποτέλεσμα αναξιοκρατία και διαφθορά.[51]

Κυβερνώντες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τις βουλευτικές εκλογές του 2019, πρωθυπουργός είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την Νέα Δημοκρατία όπου σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση με 158 έδρες. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε δεύτερος στις εκλογές με 86 έδρες, ενώ τρίτο κόμμα αναδείχτηκε το Κίνημα Αλλαγής με 22 έδρες, τέταρτο το ΚΚΕ με 15 έδρες, πέμπτο με 10 έδρες η Ελληνική Λύση κι έκτο η Μέρα 25 με 9 έδρες.

Διεθνείς Σχέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελλάδα είναι μέλος σε αρκετούς διεθνείς οργανισμούς. Άλλωστε, η σημαντική γεωγραφική της θέση της δίνει το πλεονέκτημα να αποτελεί πολιτικό, διπλωματικό αλλά και εμπορικό κόμβο.

Μερικοί από τους οργανισμούς στους οποίους είναι μέλος είναι οι εξής:

BISBSECCEECAEIBEMUΕSAEUFAOIAEAICAOILOIMFΙΜΟΙντερπόλIOCIOMISOΝΑΤΟOECDOSCEUNUNSCUNCTADUNESCOUNHCRWEUWHOWIPOWMO, Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (IFAD), Διεθνής Ένωση Ανάπτυξης (IDA), Διεθνής Εταιρεία Χρηματοδότησης (IFC), Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA), Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (IBRD), Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (ECE), Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (ECLAC), Παγκόσμια Ομοσπονδία Σπηλαιολογίας (UIS), Παγκόσμιος Οργανισμός Τελωνείων (WCO) και Συμβούλιο Ευρωατλαντικής Συνεργασίας (EAPC).

Ένοπλες Δυνάμεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φρεγάτα Ψαρά V, τύπου MEKO-200 HN του Ελληνικού πολεμικού ναυτικού.

Το 2010, η Ελλάδα είχε δαπανήσει για τις αμυντικές της δαπάνες το 3,98% του ΑΕΠ της - ποσοστό που τότε ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο στον κόσμο.[52] Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις αποτελούνται από το Στρατό, το Πολεμικό Ναυτικό και την Πολεμική Αεροπορία.

Η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία στην Ελλάδα αφορά τους Έλληνες άρρενες πολίτες και έχει διάρκεια 9 μηνών, η οποία όμως συνήθως περιορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας. Έτσι, μέχρι το 2009, η Ελλάδα είχε υποχρεωτική θητεία 1 έτους για όλους τους άνδρες άνω των 18 ετών. Παρότι γίνονται δεκτές αιτήσεις γυναικών που θέλουν να υπηρετήσουν, η στράτευσή τους δεν είναι υποχρεωτική. Η κίνηση αυτή δημιουργεί αντιρρήσεις από τους κύκλους που αντιτίθενται στην υποχρεωτική στράτευση, γιατί ενώ το Άρθρο 4 του Ελληνικού Συντάγματος θέτει υπόχρεους όλους τους Έλληνες πολίτες να υπερασπιστούν την Ελλάδα, ο φόρτος έγκειται ολοκληρωτικά στον ανδρικό πληθυσμό. Το Φεβρουάριο του 2009 ο υπουργός Εθνικής Άμυνας ανακοίνωσε ότι από το 2010 οι υπόχρεοι στράτευσης θα κατατάσσονται μόνο στο Στρατό και για θητεία 9 μηνών, που σημαίνει ότι το Πολεμικό Ναυτικό και η Πολεμική Αεροπορία θα επανδρώνονται αποκλειστικά από επαγγελματίες οπλίτες.[53] Τελικά από τις 14 Αυγούστου 2009 η θητεία έγινε 9μηνη, ενώ έγιναν ανάλογες μειώσεις στο χρόνο στράτευσης αυτών που εκτελούν μειωμένη θητεία. Επίσης, υπάρχει σχέδιο πλήρους επάνδρωσης του Ναυτικού και της Αεροπορίας από επαγγελματίες ως το 2012. Τέλος η εναλλακτική θητεία έγινε 18μηνη.

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εισαγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οικονομία της Ελλάδας είναι η 51η μεγαλύτερη στον κόσμο με Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) 184.714 δις ευρώ για το ημερολογιακό έτος 2018. Είναι επίσης η 55η αγοραστική δύναμη, στα 280.11 δισεκατομμύρια ευρώ. Η οικονομία είναι ανεπτυγμένη με ένα υψηλό επίπεδο διαβίωσης και «πολύ υψηλό» δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης είναι ανεπτυγμένη και βασίζεται κατά κόρον στις Υπηρεσίες, 79,1% του ΑΕΠ, τη βιομηχανία 16,9% και τη γεωργία 4,1%.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οικονομική ανάπτυξη (ποσοστό του ΑΕΠ) της Ελλάδας από το 1961 μέχρι το 2010.

Η οικονομική ανάπτυξη (ποσοστό του ΑΕΠ) της Ελλάδας σε σύγκριση με την Ευρωζώνη μεταξύ 1999 - 2013.

Η Ελλάδα έχει μικτή καπιταλιστική οικονομία, με το δημόσιο τομέα να συνεισφέρει περίπου στο μισό του Α.Ε.Π.. Ο Τουρισμός αποτελεί μία πολύ σημαντική βιομηχανία, που συνεισφέρει κι αυτή σε μεγάλο ποσοστό του Α.Ε.Π., και επίσης αποτελεί πηγή συναλλάγματος. Το 2004 η μεγαλύτερη βιομηχανία στην Ελλάδα με έσοδα γύρω στα 12 δισ. ευρώ ήταν η, συνήθως σχετικά αφανής σε επίπεδο κοινής γνώμης, ναυτιλία.

Η οικονομία βελτιώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια, καθώς η κυβέρνηση εφάρμοσε αποτελεσματική οικονομική πολιτική, στην προσπάθεια της ένταξης της Ελλάδας στην ζώνη του ευρώ, την 1 Ιανουαρίου 2002. Τον Ιούνιο του 2000 η Ελλάδα έγινε δεκτή στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση και υιοθέτησε το ευρώ τον Ιανουάριο του 2001, ωστόσο η δραχμή παρέμεινε το νόμισμα της χώρας μέχρι τις 1 Ιανουαρίου 2002. Κατά την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, η ισοτιμία δραχμής-ευρώ ήταν 340.75 δραχμές προς 1 ευρώ[54]. Παράγοντας που σίγουρα βοήθησε σε αυτήν την πορεία είναι ότι η Ελλάδα είναι αποδέκτης οικονομικής βοήθειας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ίσης περίπου με το 3,3% του Α.Ε.Π.[εκκρεμεί παραπομπή] Η συνέχιση τόσο γενναιόδωρων ενισχύσεων από την Ε.Ε. όμως είναι υπό αμφισβήτηση. Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την είσοδο χωρών πολύ φτωχότερων από την Ελλάδα σε συνδυασμό με την ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας θα βγάλει πιθανότατα πολλές περιοχές από το λεγόμενο Στόχο 1 του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, στον οποίο κατευθύνονται και οι περισσότερες επιδοτήσεις και στον οποίο ανήκουν περιοχές με Α.Ε.Π. κατά κεφαλήν μικρότερο του 75% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.[εκκρεμεί παραπομπή] Με τα στοιχεία του 2003 από το Στόχο 1 έχουν βγει οι εξής περιοχές: Αττική, Νότιο Αιγαίο, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία, Βόρειο Αιγαίο και οριακά η Πελοπόννησος.

Μεγάλες προκλήσεις παραμένουν η μείωση της ανεργίας και η περαιτέρω ανοικοδόμηση της οικονομίας μέσω και της ιδιωτικοποίησης διαφόρων μεγάλων κρατικών εταιρειών, η αναμόρφωση της κοινωνικής ασφάλισης, διόρθωση του φορολογικού συστήματος, και η ελαχιστοποίηση των γραφειοκρατικών αδυναμιών.

Το 2008, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ η αύξηση του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 2,9%.[55]

Η εθνική κεντρική τράπεζα του κράτους της Ελλάδας είναι η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η οποία όμως έχει παραχωρήσει τις περισσότερες αρμοδιότητές της στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ε.Κ.Τ.), μετά την είσοδό της στην ζώνη του ευρώ το 2001.

Το 2010, η Ελλάδα γνώρισε μαζί με μερικές άλλες χώρες που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ την οικονομική κρίση, λόγω των επιπτώσεων της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ στα τέλη του 2008. Η Ελλάδα υπέγραψε μνημόνιο με την τρόικα, το οποίο συνοδεύτηκε από αυστηρή λιτότητα, για τον περιορισμό των δαπανών που παρήγαγαν έλλειμμα στο κράτος. Η πολιτική αυτή δημιούργησε οικονομική ύφεση και ανεργία, η οποία το 2011 ξεπέρασε το 20%, ενώ δεν έχει εφαρμοστεί σχεδόν καμιά μεταρρύθμιση για τον εκσυγχρονισμό του κράτους και του φορολογικού συστήματος. Γενικότερα όμως, η έλλειψη παραγωγικότητας είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Από το 2015 η ανεργία στην Ελλάδα ακολουθεί συνεχή πτωτική πορεία και τον Απρίλιο του 2017 είχε υποχωρήσει στο 21.7%.[56]

Το ποσοστό της ανεργίας των νέων (42.3% τον Μάρτιο του 2018) είναι εξαιρετικά υψηλό για τα πρότυπα της ΕΕ.[57] Στο β΄ τρίμηνο του 2019 η ανεργία υποχώρησε περαιτέρω στο 16.9%[58].

Με μια οικονομία μεγαλύτερη από αυτές των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών, η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη οικονομία στα Βαλκάνια,[59][60][61] και σημαντικός περιφερειακός ερευνητής.[59][60] Η Ελλάδα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος επενδυτής κεφαλαίου στην Αλβανία, ο τρίτος μεγαλύτερος επενδυτής στην Βουλγαρία, συγκαταλέγεται στις πρώτες τρεις χώρες με βάση τις επενδύσεις στη Ρουμανία, ενώ είναι και ο μεγαλύτερος επενδυτής της Βόρειας Μακεδονίας. Οι ελληνικές τράπεζες ανοίγουν τουλάχιστον ένα υποκατάστημα κάπου στα Βαλκάνια κάθε μήνα.[62][63][64] Ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (ΟΤΕ) έχει σημαντική παρουσία στις χώρες της Γιουγκοσλαβίας και τα Βαλκάνια.[62]

Πληθωρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιανουάριο του 2009 ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 1,8% έναντι 2% το Δεκέμβριο του 2008.[65] Ο μέσος πληθωρισμός του 2008 έκλεισε τελικά στο 4,2%.[66] Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα μειώθηκε τον Μάρτιο σε 1,5% από το 1,8% που ήταν τον Φεβρουάριο.[67] Τον Απρίλιο του 2009 ο πληθωρισμός συρρικνώθηκε στο 1%.[68]

Τον Αύγουστο του 2019 ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει στο 0.1%[69].

Επιστήμη και Τεχνολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κέντρο επιστημών και μουσείο τεχνολογίας στη Θεσσαλονίκη.

Η διαθεσιμότητα του ευρυζωνικού διαδικτύου στην Ελλάδα είναι διαδεδομένη, καθώς υπάρχουν συνολικά 3,778,263 ευρυζωνικές συνδέσεις. Αυτός ο αριθμός μεταφράζεται σε 33.86 άτομα ανά 100 άτομα που έχουν ευρυζωνική σύνδεση[70] κυρίως μέσω ADSL2, αλλά και πιο σύγχρονες τεχνολογίες VDSL και αρκετά πρόσφατα FTTH. Τα Ίντερνετ καφέ τα οποία προσφέρουν σύνδεση στο διαδίκτυο, προγράμματα γραφείου και διαδικτυακά παιχνίδια, είναι επίσης ένα κοινό θέαμα στην χώρα, ενώ το ίντερνετ κινητής τηλεφωνίας σε 3G και, μεταγενέστερα, 4G δίκτυα και σε δημόσια WiFi είναι υπαρκτό. Ακόμη, έχουν εγκατασταθεί πιλοτικά δίκτυα 5G στην Καλαμάτα και στα Τρίκαλα, αλλά με αρκετά χαμηλή κάλυψη των πολεοδομικών συγκροτημάτων, με τις μεγάλες εταιρίες να δίνουν το 2021 ως αφετηρία για την εγκατάσταση 5G δικτύων στην Ελλάδα.

Εξαιτίας της στρατηγικής τοποθεσίας, εξειδικευμένου προσωπικού, καθώς και της πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας, αρκετές πολυεθνικές εταιρίες όπως (Ericsson, SiemensSAP, Motorola/Lenovo και Coca-Cola έχουν τοπικά κέντρα έρευνας και ανάπτυξης στην Ελλάδα.[εκκρεμεί παραπομπή]

Ο γενικός γραμματέας τεχνολογίας και ανάπτυξης του Ελληνικού υπουργείου ανάπτυξης είναι υπεύθυνος για τον σχεδιασμό, την εφαρμογή και επιτήρηση της Εθνικής έρευνας και της τεχνολογικής πολιτικής.

Σύμφωνα με το Research DC, βασισμένο στο OECD και στα δεδομένα της Eurostat, μεταξύ 1990 και 1998 η συνολική δαπάνη τεχνολογίας και ανάπτυξης στην Ελλάδα ανέβηκε στην τρίτη υψηλότερη θέση της Ευρώπης, μετά την Φινλανδία και την Ιρλανδία.[εκκρεμεί παραπομπή]

Ελληνικά τεχνολογικά πάρκα με εκκολαπτικές εγκαταστάσεις είναι το πάρκο τεχνολογίας και επιστήμης της Κρήτης (στο Ηράκλειο), το τεχνολογικό πάρκο της Θεσσαλονίκης καθώς και τα τεχνολογικά πάρκα στο Λαύριο και στην Πάτρα.

Η Ελλάδα είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA) από το 2005. Η συνεργασία μεταξύ της ΕSA και της ελληνικής διαστημικής άρχισε στις αρχές του 1990.[71] Το 1994 η Ελλάδα και ESA υπόγραψαν το πρώτο συμφωνητικό συνεργασίας. Το 2003 αφού έκανε δήλωση για να γίνει πλήρες μέλος, η Ελλάδα έγινε το 16ο μέλος της ESA στις 16 Μαρτίου 2005. Ως μέλος της ESA η Ελλάδα συμμετέχει σε δραστηριότητες στους τομείς των τηλεπικοινωνιών και της τεχνολογίας καθώς και στην πρωτοβουλία παγκόσμιας παρακολούθησης για το περιβάλλον και την ασφάλεια. Σύμφωνα με την ESA, η Ελλάδα θα φιλοξενήσει τον πρώτο επίγειο σταθμό για το «ευρυζωνικό δίκτυο του Διαστήματος».[72]

Η Ελλάδα έχει μεγάλες δυνατότητες για την αξιοποίηση της ηλιακής ενέργειας και της αιολικής ενέργειας. Εκτός από την Υδραυλική ενέργεια αυτές οι δυνατότητες της αξιοποίησης της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας μέχρι τώρα είναι υποχρησιμοποιούμενες.

Ναυτιλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θεσσαλονίκη, η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, σημαντικό οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο της Βορείου Ελλάδος.

Η ναυτιλία αποτέλεσε ένα σημαντικό στοιχείο της Ελληνικής οικονομικής δραστηριότητας από τα αρχαία χρόνια.[73] Σήμερα το ναυτικό αποτελεί μία από τις σημαντικότερες βιομηχανίες της χώρας.

Κατά το 1960, το μέγεθος του ελληνικού ναυτικού εμπορικού στόλου σχεδόν διπλασιάστηκε, κυρίως από τις επενδύσεις που έγιναν από τους επιχειρηματίες μεγιστάνες Αριστοτέλη Ωνάση και Σταύρο Νιάρχο.[74] Η βάση της σύγχρονης ελληνικής ναυτικής βιομηχανίας δημιουργήθηκε μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο όταν αρκετοί Έλληνες επιχειρηματίες μπόρεσαν να συσσωρεύσουν περίσσευμα πλοίων που πουλήθηκαν σε αυτούς από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών μέσω της πράξης πώλησης πλοίων του εποχής του 1940.[74] Σύμφωνα με το BTS ο ελληνικός στόλος είναι σήμερα ο μεγαλύτερος στον κόσμο, με 3.079 πλοία και το 18% της ικανότητας του παγκόσμιου στόλου με σύνολο dwt από 141,931 χιλιάδες (142 εκατομμύρια dwt).[75] Στις κατηγορίες πλοίων σύμφωνα με τα στατιστικά του 2001, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη στα τάνκερ και στα μεταφορικά πλοία φορτίου (bulk carriers), τέταρτη στους αριθμούς κοντέινερ, και επίσης τέταρτη στα υπόλοιπα είδη πλοίων.[75] Σύμφωνα με τον υπολογισμό της ΕΛΣΤΑΤ, η ποντοπόρος ναυτιλία συνεισφέρει γύρω στο 4-7,5% του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ σύμφωνα με μια ανάλυση του πρακτορείου Reuters η συνεισφορά της αντιστοιχεί σε 1% του ΑΕΠ.[76]

Διοικητικός φορέας της εμπορικής ναυτιλίας είναι το Υπουργείο Ναυτιλίας και Αιγαίου.

Τουρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Παρθενώνας ιδωμένος από το Μουσείο Ακρόπολης.

Άποψη της καλδέρας και της Οίας της Σαντορίνης, δημοφιλούς κυκλαδίτικου τουριστικού προορισμού.

Ένας σημαντικός παράγοντας της Ελληνικής οικονομίας και ανάπτυξης είναι ο τουρισμός της. Η Ελλάδα είναι δημοφιλής προορισμός ανά τον κόσμο κυρίως για θερινές διακοπές, όπου προβάλλονται άλλωστε πολύ περισσότερο από τους χειμερινούς και εναλλακτικούς προορισμούς της.

Το 2004 την Ελλάδα επισκέφτηκαν 16,4 εκατομμύρια τουρίστες. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που έγινε στην Κίνα το 2005, η Ελλάδα ψηφίστηκε ως ο πρώτος καλύτερος τουριστικός προορισμός, ενώ 6.088.287 τουρίστες επισκέφτηκαν μόνο την Αθήνα.[εκκρεμεί παραπομπή] Το Νοέμβριο του 2006 η Αυστρία ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα ήταν ο αγαπημένος προορισμός.[εκκρεμεί παραπομπή] Το 2007, η Ελλάδα καλωσόρισε περισσότερους από 16 εκατομμύρια τουρίστες και ανέβηκε στους είκοσι πρώτους καλύτερους τουριστικούς προορισμούς.[77] Το 2017, προσέλκυσε 30,1 εκατομμύρια επισκέπτες και το 2018 προσέλκυσε 33 εκατομμύρια επισκέπτες,[78][79][80] καθιστώντας την Ελλάδα μία από τις πιο επισκέψιμες χώρες στην Ευρώπη και τον κόσμο και συμβάλλοντας σχεδόν κατά 25% στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν του έθνους.[81]

Διάσημες τουριστικές περιοχές της Ελλάδας στο εξωτερικό θεωρούνται η Αθήνα, η Ολυμπία, οι Δελφοί, οι Μυκήνες και άλλες περιοχές με αρχαιολογικό ενδιαφέρον, πόλεις όπως το Ναύπλιο και η Θεσσαλονίκη, η Χαλκιδική, η Λέσβος (Μυτιλήνη), τα Ιόνια νησιά, όπως η Κέρκυρα και η Ζάκυνθος, οι Κυκλάδες, όπως η Μύκονος, η Σαντορίνη και η Πάρος καθώς επίσης και άλλα νησιά του Αιγαίου όπως η Ρόδος και η Κρήτη. Προορισμοί που είναι δημοφιλείς κυρίως για χειμερινές διακοπές είναι το Μέτσοβο, το Ζαγόρι, το Καρπενήσι, τα Τρίκαλα Κορινθίας, η Αράχωβα, τα Καλάβρυτα και περιοχές της Αρκαδίας κ.ά. Η Ελλάδα διαθέτει 19 χιονοδρομικά κέντρα, όλα στην ηπειρωτική χώρα. Στην Ελλάδα επίσης υπάρχει και θρησκευτικός τουρισμός και κάποιοι διάσημοι προορισμοί του είναι το Άγιο Όρος, η Τήνος, η Πάτμος, τα Μετέωρα και η Αγία Θεοδώρα Βάστα που συνδυάζουν το θρησκευτικό ενδιαφέρον με το φυσικό περιβάλλον.

Την τελευταία πενταετία (2014 - 2018) η πρώτη περιφέρεια σε επισκεψιμότητα ξένων τουριστών είναι η Κεντρική Μακεδονία με πάνω από 7,2 εκατομμύρια ξένους τουρίστες ετησίως[82].

Οι δύο κύριες πύλες εισόδου των επισκεπτών στην Ελλάδα είναι ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» με ετήσια επιβατική κίνηση 15 εκατομμυρίων και ο (οδικός) Συνοριακός Σταθμός Ευζώνων με ετήσια επιβατική κίνηση 6 εκατομμυρίων.

Ορυκτός πλούτος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που διαθέτει σημαντικό ορυκτό πλούτο.[83][84] Η χώρα έχει μεγάλα κοιτάσματα λιγνίτη,[85] βωξίτη,[86] νικελίου,[87] περλίτη, μπεντονίτη,[88] χουντίτη, μαγνησίτη[89] καθώς και μαρμάρου,[90] ενώ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός ελαφρόπετρας παγκοσμίως.[91] Επίσης υπάρχουν χρυσός, χαλκός και κοιτάσματα σπάνιων γαιών.[92][93] Αντλείται πετρέλαιο στην περιοχή της Καβάλας-Θάσου και γίνονται έρευνες για εξόρυξη στο Ιόνιο Πέλαγος, τον Πατραϊκό κόλπο και νότια της Κρήτης.[94] Φήμες για κοιτάσματα πετρελαίου στο Αιγαίο Πέλαγος δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν χωρίς έρευνες, που δεν γίνονται μέχρι να οριοθετηθεί υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Αυτές αποτελούν τα κύρια σημεία αντιπαραθέσεων της χώρας με την Τουρκία.[95][96]

Υποδομές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελλάδα έχει σημαντικές υποδομές, όπως ένα δίκτυο οδικών αξόνων, μέρος των οποίων είναι αυτοκινητόδρομοι, οι οποίοι επεκτάθηκαν ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες, μεγάλο αριθμό αεροδρομίων, διεθνών και εσωτερικού, πολλά λιμάνια και αρκετές γέφυρες. Μετά το 1981, η κατασκευή, συντήρηση ή επέκταση των υποδομών αυτών έχουν συχνά επιδοτηθεί από έργα συγχρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η επέκταση και βελτίωση των υποδομών στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, εκτός των άλλων, είχε ως αποτέλεσμα και την μεγάλη αύξηση του τουρισμού, με αποτέλεσμα σήμερα να θεωρείται από τα πιο δημοφιλή και διάσημα μέρη σε όλο τον κόσμο, καθώς πολλοί ξένοι προτιμούν πολλά από τα νησιά της και άλλους προορισμούς της.

Πληθυσμός και κοινωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Δημογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 2011 ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας είναι 10.815.197 κάτοικοι, εκ των οποίων οι 695.979 είναι αλλοδαποί. Από αυτούς 5.302.703 είναι άρρενες (ποσοστό 49,2%) και 5.512.494 θήλεις (ποσοστό 50,8%).[3] Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 81,1 χρόνια (78,6 χρόνια οι άνδρες και 83,6 οι γυναίκες).[97]

Θρησκείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θρησκευτικός αυτοπροσδιορισμός στην Ελλάδα (2017)[98]

  Άθρησκοι (4%)
  Άλλα Χριστιανικά Δόγματα (πλην Καθολικισμού) (3%)
  Ισλάμ (2%)
  Καθολικισμός & άλλα θρησκεύματα (1%)

Το Ελληνικό σύνταγμα αναγνωρίζει την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ως η κύρια πίστη της χώρας, ενώ εγγυάται την θρησκευτική ελευθερία για όλους.[99] Η Ελληνική κυβέρνηση δεν καταγράφει στοιχεία για τις θρησκευτικές ομάδες και η θρησκεία δεν αποτελεί ερώτημα στις απογραφές. Σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, ένα εκτιμώμενο 97% των Ελλήνων πολιτών αυτοαναγνωρίζονται ως Ανατολικοί Ορθόδοξοι, μέλη της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας,[100] η οποία χρησιμοποιεί την Βυζαντινή ιεροτελεστία και την Ελληνική γλώσσα, την αρχική γλώσσα της Καινής Διαθήκης. Η θρησκευτική διοίκηση της Ελληνικής επικράτειας είναι μοιρασμένη ανάμεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας και το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ευρωβαρομέτρου και της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας το 2010, το 79% των Ελλήνων πολιτών απάντησαν ότι "πιστεύουν ότι υπάρχει Θεός".[101] Σύμφωνα με άλλες πηγές, το 15.8% των Ελλήνων αυτοαναγνωρίζονται ως "πολύ θρησκευόμενοι", το υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές χώρες. Η έρευνα διαπίστωσε ότι μόνο το 3.5% του πληθυσμού δεν πηγαίνει ποτέ στην εκκλησία, ενώ στην Πολωνία το ποσοστό ήταν 4.9% και στην Τσεχία ήταν 59.1%.[102]

Η Έκθεση για τις Διεθνείς Θρησκευτικές Ελευθερίες, που συντάσσει κάθε έτος το Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, αναφέρει για την Ελλάδα (2014): «Η κυβέρνηση δεν τηρεί στατιστικά στοιχεία για τις θρησκευτικές ομάδες. Ελληνικές ιδιωτικές εταιρείες ερευνών εκτιμούν ότι 95% του πληθυσμού αυτοπροσδιορίζονται ως Ελληνορθόδοξοι. Οι Μουσουλμάνοι συγκροτούν έναν αριθμό ξεχωριστών κοινοτήτων: περίπου 120.000 κατοικούν στη Θράκη και προέρχονται από την επίσημα αναγνωρισμένη Μουσουλμανική μειονότητα που αναγνωρίστηκε από τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, ενώ υπάρχουν και περίπου 300.000 μετανάστες και ξένοι εργάτες που κατοικούν κυρίως στην περιφέρεια της Αττικής και συγκροτούν ομάδες με βάση τη χώρα καταγωγής τους στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, τη Νότια Ασία, τη Νοτιοανατολική Ασία, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Λιγότερο από το υπόλοιπο 5% του πληθυσμού αποτελείται από Ορθόδοξους ΠαλαιοημερολογίτεςΑλεβίτες,[103] Ρωμαιοκαθολικούς (50.000 Έλληνες, 200.000 μετανάστες[104], 5.000 Ελληνοκαθολικοί), Προτεστάντες (30.000[105][106] Ευαγγελικοί[107] και Πεντηκοστιανοί), Μάρτυρες του Ιεχωβά (28.874),[108] οπαδούς της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών (784),[109] Αντβεντιστές της Εβδόμης Ημέρας (410),[110] ΣαϊεντολόγουςΕβραίουςΜπαχάι, μέλη του Χάρε Κρίσνα, και οπαδούς αρχαίων ελληνικών πολυθεϊστικών θρησκειών. Δεν υπάρχει επίσημη ή ανεπίσημη εκτίμηση ως προς τον αριθμό των άθεων. Η πλειονότητα των κατοίκων μη ελληνικής υπηκοότητας και των μεταναστών δεν είναι Ορθόδοξοι. Οι μεγαλύτερες ομάδες περιλαμβάνουν μη θρησκευόμενους, μουσουλμάνους και ρωμαιοκαθολικούς, και διαμένουν κυρίως στην Αθήνα. Στη χώρα δραστηριοποιούνται ξένες ιεραποστολικές ομάδες».[111][112]

Ισότητα φύλων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους η θέση των γυναικών, ιδίως των έγγαμων, ήταν εξαρτημένη από την ανδρική εξουσία και νομικά ρυθμιζόταν από το συνδυασμό τοπικών εθίμων και του βυζαντινο-ρωμαϊκού δικαίου με τη νεώτερη νομική θεωρία.[113] Προς το τέλος του 18ου αιώνα ξεκίνησε κινητοποίηση κυρίως εγγράμματων γυναικών της μεσαίας τάξης για την πρόσβαση στην εκπαίδευση και την εργασιακή τους προστασία, ενώ την περίοδο του μεσοπολέμου εμφανίστηκαν φεμινιστικές οργανώσεις με ευρύτερα αιτήματα βασισμένα στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές αρχές.[114] Το 1952 χορηγήθηκε στις Ελληνίδες δικαίωμα ψήφου και το 1955 απέκτησαν ευρύτερα πολιτικά δικαιώματα, ο θηλυκός πληθυσμός είχε ψηφίσει για πρώτη και τελευταία φορά μέχρι το 1952 στις εκλογές του 1844. Ωστόσο, εξακολούθησαν να βρίσκονται σε ισχύ νομικές διακρίσεις εις βάρος τους στην οικογένεια και στην εργασία, που είχαν ενσωματωθεί στον Αστικό κώδικα του 1946.[115] Τα αστικά και κοινωνικά δικαιώματα των γυναικών παρέμειναν περιορισμένα μέχρι την καθιέρωση της ισότητας των φύλων στο Σύνταγμα του 1975 και την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου τη δεκαετία του 1980.[116] Έκτοτε, η αντιμετώπιση του ζητήματος των δικαιωμάτων των γυναικών γίνεται όχι με νομικούς, αλλά με όρους που αναφέρονται στις σχέσεις των φύλων στην καθημερινή ζωή.[115]

Μετανάστες και πρόσφυγες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης των πενήντα χωρών με τις μεγαλύτερες Ελληνικές κοινότητες.

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, εκατομμύρια Έλληνες μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία, τον Καναδά και τη Γερμανία, δημιουργώντας μια μεγάλη ελληνική διασπορά. Η καθαρή μετανάστευση άρχισε να παρουσιάζει θετικούς αριθμούς από τη δεκαετία του 1970, αλλά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η κύρια εισροή ήταν αυτή των παλλινοστούντων Ελλήνων μεταναστών ή Πόντιων και άλλων από τη Ρωσία, τη Γεωργία, την Τουρκία, την Τσεχία και αλλού στο πρώην Σοβιετικό μπλοκ.[117]

Τις τελευταίες δεκαετίες η Ελλάδα έχει δεχτεί ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης. Ο συνολικός αριθμός των μεταναστών σύμφωνα με υπολογισμούς της Φρόντεξ φέρεται πως ήταν το 2012 από 1.300.000 έως 1.500.000 άνθρωποι νόμιμοι και παράτυποι.[118] Με βάση την απογραφή του 2011, ο πληθυσμός των αλλοδαπών που διέμεναν μόνιμα στην Ελλάδα και δηλώθηκαν στην απογραφή ήταν 911.929 άτομα, από τα οποία το μεγαλύτερο ποσοστό (52,7%) είχαν Αλβανική υπηκοότητα και ακολουθούσαν άτομα με Βουλγαρική (8,3%), Ρουμανική (5,1%), Πακιστανική (3,7%) και Γεωργιανή (3,0%) υπηκοότητα.[3] Συνολικά, με βάση την απογραφή του 2011, 199.101 άτομα δήλωσαν υπηκοότητα άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 708.003 άτομα υπηκοότητα λοιπών χωρών, ενώ 4.825 άτομα ήταν χωρίς ή είχαν αδιευκρίνιστη υπηκοότητα.[3] Το 2008 επίσης, 189.000 άτομα από το συνολικό πληθυσμό Αλβανών υπηκόων αναφέρθηκαν ως Έλληνες από την Νότια Αλβανία στην ιστορική περιοχή της Βορείου Ηπείρου.[117]

Πέρα από τους αλλοδαπούς μετανάστες έχουν έρθει μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, υπάρχουν και αρκετοί ομογενείς από περιοχές της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. και από τα Βαλκάνια. Οι μεγαλύτερες ομάδες παλιννοστούντων είναι από τη Ρωσία, τη Γεωργία και το Καζακστάν.

Σημαντική είναι από τα τέλη του 2014 η ροή των μεταναστών-προσφύγων από τη Συρία εξαιτίας των συνεχιζόμενων βομβαρδισμών και του πολέμου που μαίνεται στη χώρα, από το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Φέρεται ότι από τους 432.762 πρόσφυγες και μετανάστες που εισήλθαν στην Ευρώπη από την αρχή του έτους, οι 309.356 χρησιμοποίησαν ως πύλη εισόδου την Ελλάδα[119][120].

Οι μεγαλύτερες ομάδες ατόμων με υπηκοότητα λοιπών χωρών βρίσκονται στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα. Στον δήμο Αθηναίων (το κέντρο της Αθήνας), υπάρχουν 132.000 μετανάστες που αποτελούν το 17% του τοπικού πληθυσμού. Στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν 27.000 μετανάστες που αποτελούν το 7% του τοπικού πληθυσμού. Υπάρχει επίσης ένας σημαντικός αριθμός ομοεθνών που προέρχονταν από τις ελληνικές κοινότητες της Αλβανίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.[117]

Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και Τύπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1960 έως το 1989 όλα τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης ήταν κρατικά και μόνο η Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση (ΕΡΤ) εξέπεμπε στην τηλεόραση.[121] Μεταγενέστερα, ιδρύθηκαν ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί (από το 1987) και τηλεοπτικοί (από το 1989) σταθμοί, ανάμεσα στους οποίους το Mega, ο ΑΝΤ1, ο ΣΚΑΪ, το Star και ο Alpha.[122] Άδειες εκπομπής εκδόθηκαν τελευταία φορά τη δεκαετία του 1990 για τηλεοπτικούς και το 2002 για ραδιοφωνικούς σταθμούς, και σήμερα έχουν λήξει, αλλά ανανεώνονται κάθε χρόνο από την κυβέρνηση. Πολλοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί εκπέμπουν με άδεια που μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή, ενώ άλλοι χωρίς άδεια.[123] Διαδοχικές κυβερνήσεις δεν έχουν ρυθμίσει το χαοτικό αυτό τοπίο, που συμπληρώνουν εκατοντάδες μικρούς σταθμούς τοπικής εμβέλειας και χαμηλής ποιότητας. Η τηλεόραση ασκεί σημαντική επιρροή στην ελληνική πολιτική και επιχειρηματίες επενδύουν σε ΜΜΕ με σκοπό την άσκηση πολιτικής επιρροής. Το μικρό μέγεθος της αγοράς οδηγεί σε έντονο ανταγωνισμό και τα ελληνικά ΜΜΕ έχουν πρόβλημα επαγγελματισμού, στοχεύοντας περισσότερο στον εντυπωσιασμό παρά στην ενημέρωση.[122]

Το σύνταγμα και η νομοθεσία της Ελλάδας έχουν διατάξεις που προστατεύουν την ελευθερία του τύπου, περιορίζοντας ωστόσο την ελευθερία του λόγου σε περιπτώσεις βλασφημίας, προσβολής θρησκευμάτων, διέγερσης σε βία και διακρίσεις ή ανατροπής του πολιτεύματος. Οι ιδιωτικοί και κρατικοί σταθμοί είναι εν γένει ελεύθεροι από κρατικούς περιορισμούς. Οι κρατικοί, ωστόσο, τηρούν διαχρονικά φιλοκυβερνητική στάση, ενώ πολλοί ιδιοκτήτες ιδιωτικών ΜΜΕ έχουν στενή σχέση με την εκάστοτε κυβέρνηση, με αποτέλεσμα την έλλειψη κριτικής σε σημαντικά θέματα.[123]

Στην Ελλάδα κυκλοφορούν πολλές ανεξάρτητες εφημερίδες και περιοδικά,[123] αλλά η κυκλοφορία του τύπου μειώνεται σταθερά· υπάρχουν ποιοτικές εφημερίδες, όπως η συντηρητική Καθημερινή, μα τα ταμπλόιντ αυξάνουν την κυκλοφορία τους. Αυξάνει, επίσης, η διάδοση του διαδικτύου ως μέσου ενημέρωσης, ειδικά ανάμεσα στους νεότερους.[122] Οι Έλληνες δεν έχουν εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά ΜΜΕ, θεωρώντας τα διαπλεκόμενα με την πολιτική, και τα τελευταία χρόνια γνώρισαν άνοδο πολλά μικρά, συνήθως αριστερά, εναλλακτικά μέσα -ραδιόφωνα, διαδικτυακές πύλες (πόρταλ) και περιοδικά.[124] Η οικονομική ύφεση και η μείωση της κυκλοφορίας ανάγκασαν πολλά μέσα να περικόψουν ή και να αναστείλουν τη λειτουργία τους και σε συνδυασμό με την αυξανόμενη βία εναντίον δημοσιογράφων και το προσωρινό, την τότε χρονολογία, κλείσιμο της ΕΡΤ, οδήγησαν στην κατάταξη της Ελλάδας ως χώρας 'εν μέρει ελεύθερης' στην έκθεση του Freedom House για την ελευθερία του τύπου το 2013.[123]

Εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκπαίδευση στην Ελλάδα χωρίζεται κυρίως σε τρία επίπεδα, ονομασμένα πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, με ένα επιπρόσθετο μεταδευτεροβάθμιο επίπεδο στο οποίο παρέχεται επαγγελματική εκπαίδευση. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση χωρίζεται στο νηπιαγωγείο, το οποίο διαρκεί ένα με δύο χρόνια, και στο δημοτικό σχολείο, το οποίο εκτείνεται σε έξι χρόνια (ηλικίες 6 ως 12 ετών). Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποτελείται από δύο βαθμίδες. Πρώτα είναι το Γυμνάσιο, ένα υποχρεωτικό σχολείο διάρκειας τριών ετών, μετά από το οποίο οι μαθητές μπορούν να παρακολουθήσουν είτε το Λύκειο (Γενικό, Επαγγελματικό, Μουσικό, Καλλιτεχνικό, Πειραματικό και Εκκλησιαστικό) είτε Επαγγελματική Κατάρτιση. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι εξ ολοκλήρου κρατική και παρέχεται από τα Πανεπιστήμια και Πολυτεχνεία και τις Ακαδημίες, οι οποίες κυρίως καλύπτουν τον στρατό και τον κλήρο. Τα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών τυπικά κρατούν για τέσσερα χρόνια (πέντε στα πολυτεχνεία και σε κάποιες τεχνικές ή καλλιτεχνικές σχολές, έξι στις ιατρικές σχολές), ενώ τα μεταπτυχιακά διαρκούν από ένα ως δύο χρόνια, και τα διδακτορικά διπλώματα από τρία ως έξι χρόνια.

Στατιστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
2008 2009 2010 2011 2012 2013 2014 2015 2016 2017 2018 2019 2020
Υπολογιζόμενος πληθυσμός 11.060.937 11.094.745 11.119.289 11.123.392 11.086.406 11.003.615 10.926.807 10.858.018 10.783.748 10.768.193 10.741.165 10.724.599 10.718.565
Μεταβολή πληθυσμού +10.323 +9.617 +5.682 -4.671 -16.271 -17.660 -21.592 -29.275 -25.894 -35.948 -33.812 -16.566 -6.034
Αυτοκτονίες 373 391 371 411 508 533 565 529 464 523 567
Γάμοι θρησκευτικοί 32.380 34.375 30.327 28.472 23.980 25.624 26.152 26.419 23.778 24.975 24.148 23.278
Γάμοι πολιτικοί 21.120 24.837 26.011 26.627 25.725 25.632 26.953 27.253 25.854 25.163 24.859 23.859
Διαζύγια 13.173 13.607 13.275 12.705 14.880 16.717 18.353 17.750 12.422 19.190 11.074 13.915 11.672
Κρατούμενοι στα σωφρονιστικά ιδρύματα 11.645 11.736 11.364 12.349 12.479 12.475 12.693 11.798 9.611 9.815 10.011 10.654
Διαφθορά 47 38 35 34 36 40 43 46 44 48 45 48 50
Δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης (HDI) 0.857 0.858 0.856 0.852 0.854 0.856 0.864 0.866 0.868 0.870 0.872 0.881 0.888
Φτώχεια ή στα όρια της φτώχειας επί τοις εκατό (%) του πληθυσμού 28.1% 27.6% (-0,5%) 27.7% (+0,1%) 31% (+3,3%) 34.6% (+1,6%) 35.7% (+1,1%) 36% (+0,3%) 35.7% (-0,3%) 35.6% (-0,1%) 34.8% (-0,8%) 31.4% (-3,4%) 30% (-1,4%)
Στόλος οχημάτων 7.729.262 7.910.565 8.062.085 8.086.910 8.069.872 8.069.872 8.048.438 8.076.431 8.172.948 8.262.896 8.236.637 8.402.294
Διαπραχθέντα αδικήματα[125] 420.059 386.893 333.988 194.031 194.244 199.800 190.213 197.074 205.216 221.225 210.272 220.403
Γνωστοί δράστες 261.533 135.088 126.265 119.556 109.722 111.020 122.727 125.012 130.493 131.278
Κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε ευρώ) 21.845 21.386 (-459) 20.324 (-1062) 18.643 (-1681) 17.311 (-1332) 16.475 (-835) 16.402 (-73) 16.381 (-21) 16.378 (-2) 16.472 (+98) 16.745 (+273)
Αφίξεις μη μονίμων κατοίκων (τουριστική κίνηση) 15.938.806 14.914.534 15.007.490 16.427.247 17.919.580 17.919.580 22.033.463 23.599.455 28.070.886 30.161.023 33.072.238 31.348.745 7.375.241
Πληθωρισμός 4,16% 1,21% (-3,5%) 4,71% (+3,50%) 3,34% (-1,37%) 1,51% (-1,83%) -0,92% (-2,43%) -1,31% (-0,39%) -1,73% (-0,42%) -0,82% (+0,91%) 1,12% (+0,82%) 0,62% (-0,5%) 0,21% (-0,41%) -1,24% (-1,03)
ΑΕΠ σε αγοριαίες τιμές 2019 (σε δις ευρώ) 241.990 237.534 226.031 207.029 191.204 180.654 178.656 177.258 176.488 180.218 184.714 187.456 165.830
Μαθητές σε Γυμνάσια και Λύκεια 341.315 - 241.726 336.938 - 247.441 332.005 - 247.209 324.402 - 247.717 319.950 - 245.892 310.389 - 241.905 315.702 - 239.055 311.236 - 240.852 313.130 - 244.386 312.604 - 245.811 317.622 - 254.351
Μαθητές σε Νηπιαγωγεία και Δημοτικά 158.290 - 637.476 159.502 - 635.935 166.233 - 634.048 166.576 - 633.291 165.931 - 630.043 160.994 - 625.165 162.781 - 640.001 155.243 - 642.707 151.804 - 645.250 151.225 - 639.037 154.744 - 631.700
Πράξεις υιοθεσίας 414 426 437 352 543 496 361 271 221 393 333 283
Οδικά τροχαία ατυχήματα 13.577 14.789 15.032 13.849 12.398 12.109 11.690 11.440 11.318 10.848 10.737 10.712
Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κινηματογράφος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ελληνικός κινηματογράφος ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αιώνα με μικρό αριθμό ταινιών μέχρι το 1940. Γνώρισε την μεγαλύτερη ακμή του από το 1960 μέχρι και το 1973. Άνθηση γνωρίζει και από το 2009 και εξής. Ταινίες με κοινωνικά θέματα, όπως ο Κυνόδοντας του Λάνθιμου, έχουν αποσπάσει συνολικά περισσότερα από 30 βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ.[126][127]

Μυθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πολυάριθμοι θεοί της αρχαίας ελληνικής θρησκείας καθώς και οι μυθικοί ήρωες και τα γεγονότα των αρχαίων ελληνικών επών (Οδύσσεια, Ιλιάδα) και άλλα έργα τέχνης και λογοτεχνίας απαρτίζουν την Ελληνική μυθολογία. Εκτός από την εξυπηρέτηση θρησκευτικών λειτουργιών, η μυθολογία του αρχαίου ελληνικού κόσμου εξυπηρετούσε επίσης έναν κοσμολογικό ρόλο, καθώς προοριζόταν να προσπαθήσει να εξηγήσει πώς διαμορφώθηκε και λειτουργούσε ο κόσμος.

Οι κύριοι θεοί της αρχαίας ελληνικής θρησκείας ήταν το Δωδεκάθεον που ζούσε στην κορυφή του Όλυμπου. Ο σημαντικότερος από όλους τους αρχαίους Έλληνες θεούς ήταν ο Δίας, ο βασιλιάς των θεών, που ήταν παντρεμένος με την Ήρα, η οποία ήταν και αδελφή του Δία. Οι άλλοι Έλληνες θεοί που αποτελούσαν το δωδεκάθεο ήταν οι Άρης, ο Ποσειδώνας, η Αθηνά, η Δήμητρα, ο Διόνυσος, ο Απόλλων, η Άρτεμις, η Αφροδίτη, ο Ήφαιστος και ο Ερμής. Εκτός από αυτούς τους δώδεκα θεούς, οι Έλληνες είχαν επίσης μια ποικιλία άλλων μυστικιστικών πεποιθήσεων, όπως οι νύμφες και άλλα μαγικά πλάσματα.

Δημόσιες αργίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΠΙΑ

Ημερομηνία Ονομασία Σχόλια
1 Ιανουαρίου Πρωτοχρονιά πρώτη ημέρα του έτους
6 Ιανουαρίου Θεοφάνια ή Φώτα Βάπτιση του Χριστού
κινητή Καθαρά Δευτέρα Έναρξη της Τεσσαρακοστής
25 Μαρτίου Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και Εθνική Εορτή Εθνική Εορτή για την Επανάσταση του 1821 και Αναγγελία της επικείμενης γεννήσεως του Μεσσία από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ
κινητή Μεγάλη Παρασκευή Ημιαργία
κινητή Πάσχα Ανάσταση του Χριστού
κινητή Διακαινήσιμος εβδομάδα Δευτέρα μετά την Ανάσταση
1 Μαΐου (σε περίπτωση που η Κυριακή του Πάσχα «πέφτει» Πρωτομαγιά, εορτάζεται την επόμενη της Δευτέρας του Πάσχα) Πρωτομαγιά Παγκόσμια Μέρα των Εργατών
κινητή Αγίου Πνεύματος Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στους 11 μαθητές του Χριστού, της Θεοτόκου και λοιπών παρευρισκόμενων στα Ιεροσόλυμα
15 Αυγούστου Κοίμηση της Θεοτόκου Θεομητορική εορτή των Χριστιανικών Εκκλησιών
28 Οκτωβρίου Επέτειος του Όχι Εθνική Εορτή (1940)
25 Δεκεμβρίου Χριστούγεννα Γέννηση του Χριστού
26 Δεκεμβρίου Σύναξη της Θεοτόκου

One Comment on “

Leave a Reply