English

Rhythm and blues

Το rhythm and blues (προφέρεται: [ˌrɪð.əm ən ˈbluːz], ριθμ εντ μπλουζ), γνωστό περισσότερο με τις συντμήσεις R&B ή RnB, είναι δημοφιλές είδος αφροαμερικάνικης μουσικής που ανάγεται στη δεκαετία του 1940.[1] Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τις δισκογραφικές εταιρίες για να περιγράψει ηχογραφήσεις που απευθύνονταν στο αστικό αφροαμερικανικό αγοραστικό κοινό.[2] Το 1930 αντικατέστησε τον ρατσιστικό όρο race music (φυλετική μουσική).[3][4]

Επίσης ο όρος rhythm and blues χρησιμοποιήθηκε από το Billboard για τις λίστες των μουσικών τσαρτς από τον Ιούνιο του 1949 μέχρι τον Αύγουστο του 1969,οπότε και τα Hot Rhythm & Blues Singles τσαρτ μετονομάστηκαν σε Best Selling Soul Singles.[

Pop

Ποπ ονομάζεται ένα είδος μουσικής το οποίο σχετίζεται με ελαφριές μορφές ξένης μουσικής, ή αντίστοιχες ελληνικές δημιουργίες πάνω στα ίδια πρότυπα ρυθμού και μελωδίας (δεν θα πρέπει όμως να συγχέεται με την αντίστοιχη ελληνική ΄ΠΟΠ μουσική σκηνή). Ο όρος Ποπ προέρχεται από τον αγγλικό όρο popular, που σημαίνει δημοφιλής.

Κάποια από τα πιο κοινά θέματα στα οποία αναφέρεται η ποπ μουσική είναι τα συναισθήματα και η ρομαντική αγάπη. Τα κύρια μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται είναι η κλασική κιθάρα, η ηλεκτρική κιθάρα, το αρμόνιο και τα ντραμς.

Κάποιες κατηγορίες της ποπ είναι:

Ο όρος 'ποπ' συμπεριλαμβάνει το ροκ ν ρολλ, το ροκ (με το οποίο το 1960 και 1970 συχνά ταυτιζόταν η 'ποπ') την ρέγκε και την ελαφρά μουσική του 20ού αιώνα.

Hip hop

Το χιπ χοπ (αγγλικάhip hop ή hip-hop) είναι υποκουλτούρα και καλλιτεχνικό ρεύμα που σχηματίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 από τους Αφροαμερικανούς και Πουερτορικανούς[1] του νότιου Μπρονξ της Νέας Υόρκης.[2][3] Έγινε ευρύτερα γνωστό στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ενώ στη δεκαετία του 2000 έγινε το πιο δημοφιλές είδος μουσικής στον κόσμο.

Ο DJ Afrika Bambaataa της Zulu Nation, που θεωρείται ως ένας από τους τρεις Ιδρυτές Πατέρες της χιπ χοπ κινήματος,[4] υπογράμμισε τους ακρογωνιαίους λίθους της χιπ χοπ κουλτούρας, επινοώντας τους εξής όρους: το λεκτικό ρυθμικό ύφος MCing ή emceeing, το DJing, δηλαδή την αναπαραγωγη και εν μέρη αλλαγή τραγουδιών και ήχων με record players δηλαδή πικάπ και DJ mixers (ακουστικά) το b-boying/breaking (σωματικά) και η τέχνη γκράφιτι, την οποία χαρακτήρισε ως "γραφή με αερόλυμα" (οπτικά).[5] Άλλα στοιχεία της χιπ χοπ υποκουλτούρας και τέχνης είναι, μεταξύ άλλων, η χιπ χοπ κουλτούρα και ιστορικές γνώσεις του κινήματος (διανοητικά και φιλοσοφικά), το beatboxing ένα είδος κρουστικών ήχων, ο χορός του δρόμου, η αφροαμερικανική αργκό, και το είδος χιπ χοπ μόδας και στυλ. [6][7][8]

Ο όρος "χιπ χοπ" χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά, γραπτά, από τον Στίβεν Χέιγκερ στην εφημερίδα The Village Voice.

Heavy metal

Το heavy metal (χέβι μετάλ, αναφέρεται και ως metal ή μέταλ) είναι υποείδος της ροκ μουσικής. Αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές 1970[1] και οι ρίζες τoυ εφορμούν από τη μπλουζ και το ψυχεδελικό ροκ. Τα μουσικά σχήματα που θεωρούνται ιδρυτές του heavy metal δημιούργησαν ένα βαρύτερο ήχο σε σχέση με το κλασσικό ή σκληρό ροκ, εστιασμένο στην κιθάρα, το μπάσο και τα ντραμς, έχοντας ως χαρακτηριστικό την σημαντική παραμόρφωση στον ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας καθώς και τα γρήγορα σόλο. Ο οδηγός κριτικής AllMusic αναφέρει χαρακτηριστικά πως «από τις μυριάδες μορφές ροκ εντ ρολ, το heavy metal είναι το πιο ακραίο στην ένταση, αρρενωπότητα και θεατρικότητα».[2]


. Τα πρώτα συγκροτήματα του όπως οι Black Sabbath προσελκύουν ακόμα και σήμερα ένα ευρύ κοινό. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι Judas Priest, οι Iron Maiden και πολλά άλλα συγκροτήματα, εξέλιξαν περισσότερο το υποείδος, περιορίζοντας ή και αφαιρώντας τα μπλουζ στοιχεία, ενώ το New Wave of British Heavy Metal (Νέο Κύμα του Βρετανικού heavy metal) ακολούθησε τον ίδιο δρόμο, δίνοντας στη μουσική punk rock χροιά και μεγαλύτερη έμφαση στην ταχύτητα.

Το heavy metal έγινε ευρύτερα γνωστό τη δεκαετία του 1980, κατά την οποία αναπτύχθηκαν πολλά από τα στυλ του. Εναλλαγές πιο ακραίες περιορίστηκαν τότε στην underground μουσική σκηνή, άλλες πάλι όπως το glam metal και το thrash metal γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία. Μέχρι σήμερα, πολλά στυλ διεύρυναν την heavy metal μουσική.

Garage rock

Το garage rock είναι ένα είδος ροκ μουσικής που χαρακτηρίζεται από την απλότητα, τη raw energy και την αυτοσχεδιαστική προσέγγιση, που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Το όνομά του προέρχεται από το γεγονός ότι τα νεανικά συγκροτήματα συνήθιζαν να κάνουν πρόβες στα γκαράζ των σπιτιών τους, αναφέρει η Wikipedia. 

Χαρακτηριστικά του Garage Rock:
  • Απλότητα:

    Οι μελωδίες και οι στίχοι είναι συνήθως απλοί και εύκολα κατανοητοί. 

  • Raw Energy:

    Η μουσική έχει ένα έντονο και δυναμικό vibe, με έμφαση στην ενέργεια και όχι στην τεχνική δεξιοτεχνία. 

  • Αυτοσχεδιασμός:

    Η δημιουργία και η απόδοση των κομματιών συχνά είναι αυτοσχεδιαστική και "do-it-yourself". 

  • Πρόσβαση στην απλότητα:

    Το είδος θεωρείται ένα είδος του "πρωτοπρόπυλαιου" ροκ εν ρολ, με έμφαση στην απλότητα και τη γνήσια rock 'n' roll αίσθηση. 

  • Επίδραση από τη δεκαετία του 1960:

    Το είδος εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, επηρεασμένο από τον surf rock και την British Invasion. 

  • Αναβιώσεις:
    Το garage rock έχει αναβιώσει αρκετές φορές στην πορεία των ετών, με διάφορες εκδοχές και επιρροές. 

Disco

Το Disco (ελληνική απόδοση: Ντίσκο) είναι μουσικό είδος χορευτικής μουσικής, που εμπεριέχει στοιχεία FunkSoul μουσικήςΠοπ μουσική και Σάλσα. Το είδος, γνώρισε ευρεία αναγνώριση στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980. Το αρχικό του κοινό, προερχόταν από την κοινότητα των ομοφυλόφιλων, των Ιταλοαμερικανών,[5] των Λατίνων, στη Φιλαδέλφεια, προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές του 1970. Το Discο, επίσης, λειτούργησε ως αντίδραση για την κυριαρχία της Rock μουσικής και της στιγματισμένης χορευτικής μουσικής εκείνη την περίοδο. Οι γυναίκες κι αυτές ακολούθησαν την Disco, καθώς και άλλες περιθωριοποιημένες κοινότητες στη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν.

Είδη μουσικής

ΜΟΥΣΙΚΉ(εισαγωγή)

Ως μουσική ορίζεται η τέχνη που βασίζεται στην οργάνωση ήχων και σκοπός της είναι η σύνθεση, εκτέλεση και ακρόαση/λήψη ενός έργου. Με τον όρο μουσική εννοείται επίσης και το σύνολο ήχων από το οποίο απαρτίζεται ένα μουσικό κομμάτι. Το Καθολικό Λεξικό της Οξφόρδης (Oxford Universal Dictionary) δίνει τον παρακάτω ορισμό: «μία από τις καλές τέχνες που ασχολείται με το συνδυασμό ήχων με σκοπό την ομορφιά της μορφής και της έκφρασης της σκέψης ή συναισθήματος».[1] Η παγκόσμια ημέρα μουσικής καθιερώθηκε το 1982 με πρωτοβουλία του τότε Γάλλου υπουργού πολιτισμού Τζακ Λανγκ και υπό την αιγίδα του δήμου του Παρισιού. Γιορτάζεται στις 21 Ιουνίου.

Η μουσική χρονολογεί και εξελίσσει την ιστορία της ως παράλληλη μ' εκείνη της Γλώσσας, κατ' ουσίαν ως παράλληλη με την ανθρώπινη εξέλιξη. Καθώς ο έναρθρος λόγος ως ηχητικό μέσο δεν δύναται να αποδώσει το φάσμα των αποχρώσεων των κειμενικών, προσωπικών ανθρώπινων σκέψεων και συναισθημάτων ο άνθρωπος ανέπτυξε ένα νέο ηχητικό μέσο έκφρασης: τον Μουσικό Λόγο. Καθώς η Γλώσσα χρησιμοποιείται στην έκφραση παραστάσεων και εννοιών, στην ονομασία των πραγμάτων, έτσι, και η μουσική, αποδεικνύεται ως απαραίτητη ανάγκη της ζωής στη διερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης στο σύνολο των εκφάνσεων της.

Τμήμα Κλασικής Μουσικής - Ωδείο Μητσάκου

Εικασίες για τη μουσική αυτής της εποχής βασίζονται σε ευρήματα που προέρχονται από διάφορους παλαιολιθικούς αρχαιολογικούς χώρους, όπως οστά με επιμήκεις τρύπες - αυτά έχουν θεωρηθεί ως αυλοί που παίζονται με τρόπο παρόμοιο με αυτό του Ιαπωνικού οργάνου σακουχάτσι. Μουσικά όργανα, όπως αυλοί με επτά τρύπες και έγχορδα όργανα έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικούς χώρους του πολιτισμού της κοιλάδας Ίντους. Η Ινδία έχει μία από τις παλαιότερες μουσικές παραδόσεις του κόσμου - αναφορές στην ινδική κλασική μουσική (μάργκα) μπορούν να βρεθούν σε αρχαίες ιερές γραφές της Ινδουιστικής παράδοσης. Οι αρχαιότερες συλλογές προϊστορικών μουσικών οργάνων έχουν βρεθεί στην Κίνα και χρονολογούνται μεταξύ των 7000 και 6600 π.Χ.

1ο άρθρο

Μουσική