Ιφιγένεια εν Ταύροις -Σκηνή της αναγνώρισης Ιφιγένειας- Ορέστη

Η Ιφιγένεια βρίσκεται στη χώρα των Ταύρων ως ιέρεια της Αρτέμιδας, αφού την άρπαξε η θεά από την Αυλίδα όπου επρόκειτο να θυσιαστεί για να πλεύσουν ευνοϊκοί άνεμοι και να πάνε οι Έλληνες στην Τροία.
Εν τω μεταξύ, όταν ο Αγαμέμνονας επέστρεψε στο ‘Αργος, η Κλυταιμνήστρα τον σκότωσε με τη βοήθεια του Αίγισθου. Η κόρη της Ηλέκτρα βάζει τον μικρότερο αδελφό της Ορέστη να σκοτώσει την Κλυταιμνήστρα. Εξαιτίας της μητροκτονίας, ο Ορέστης βασανίζεται από τις Ερινύες. Το μαντείο του λέει ότι θα απαλλαγεί από το μαρτύριο αν πάει στη χώρα των Ταύρων και φέρει το ξύλινο άγαλμα της θεάς στην Αττική. Ο Ορέστης με τον ξάδελφό του Πυλάδη φτάνουν στην Ταυρίδα, όπου τα βάρβαρα ήθη επιβάλλουν να θυσιάζονται οι ξένοι προς τιμήν της θεάς Άρτεμης. Έχουν συλληφθεί και ο Ορέστης ικετεύει την Ιέρεια να μη σκοτώσει τον Πυλάδη γιατί έφτασε εκεί εξαιτίας του. Η ιέρεια δέχεται αρκεί ο Πυλάδης να πάρει μαζί του ένα γράμμα για να το μεταφέρει στον αδελφό της στο Άργος.
Η σκηνή αρχίζει τη στιγμή που επιστρέφει η Ιέρεια με το γράμμα που έγραψε στον αδελφό της.

Ιφιγένεια
725 Εσείς, πια μπείτε μέσα και βοηθήστε
εκείνους που ετοιμάζουν τη θυσία.
Ξένοι μου, να η γραφή με τις πολλές της
δίπλες• μα ακούστε τι έχω να προσθέσω•
κάθε άνθρωπος αλλάζει, όταν περάσει
στη σιγουριά απ' τη θέση του κινδύνου.
730 Φοβούμαι μήπως, όταν φύγει εδώθε
αυτός που είναι να πάει το γράμμα στο Άργος,
αυτά που παραγγέλνω εγώ αψηφήσει.
Ορέστης
Λοιπόν τι θέλεις; Τι σε βάζει σε έγνοια;
Ιφιγένεια
735 Να μου ορκιστεί πως τη γραφή μου στο Άργος
θα φέρει και στο πρόσωπο που θέλω.
Ορέστης
Αντίστοιχο όρκο εσύ δε θα του δώσεις;
Ιφιγένεια
Να κάμω ή να μην κάμω τι; Για λέγε.
Ορέστης
Πως ζωντανό απ' τη χώρα θα τον βγάλεις.
Ιφιγένεια
740 Σωστά• πώς το μαντάτο αλλιώς θα δώσει;
Ορέστης
Κι ο βασιλιάς σ' αυτά θα συμφωνήσει;
Ιφιγένεια
Ναι, θα του κάμω εγώ τη γνώμη κι η ίδια
το φίλο σου θα βάλω στο καράβι.
Ορέστης
Ορκίσου. Εσύ λόγια όρκου λέγε τίμιου.
Ιφιγένεια
Να πεις: θα δώσω τούτο στους δικούς σου.
Πυλάδης
745 Θα δώσω στους δικούς σου αυτό το γράμμα.
Ιφιγένεια
Κι εγώ από τους μαύρους βράχους θα σε βγάλω.
Πυλάδης
Στ' όνομα τίνος θεού τον όρκο δίνεις;
Ιφιγένεια
Στης Άρτεμης, σαν ιέρεια του ναού της.
Πυλάδης
Στου Δία εγώ, τρανού στα ουράνια αφέντη.
Ιφιγένεια
750 Κι αν τον όρκο πατώντας με αδικήσεις;
Πυλάδης
Να μη γυρίσω• εσύ, αν δε με λυτρώσεις;
Ιφιγένεια
Στ' Άργος ποτέ να μην πατήσω ζώντας.
Πυλάδης
Κάτι ξεχάσαμε όμως• άκουσε το.
Ιφιγένεια
Για το σωστό είναι πάντοτε ευκαιρία.
Πυλάδης
755 .Μια εξαίρεση μονάχα να μου δώσεις;
το πλοίο αν πάθει και χαθεί το γράμμα
μαζί με το φορτίο μέσα στο κύμα
και μόνο τη ζωή μου εγώ γλιτώσω,
δεσμευτικός πια ο όρκος να μην είναι.
Ιφιγένεια
Τότε θα κάμω έν' άλλο• πετυχαίνεις
760 πολλά, πολλά αν προβλέπεις• όσα μέσα
στο γράμμα είναι γραμμένα, με το στόμα
θα σου τα πω, να φέρεις στους δικούς μου
το μήνυμα μου• κι έτσι σίγουρο είναι•
σώο πας το γράμμα; φανερώνει το ίδιο,
αμίλητο, όσα κρύβει• πάει χαμένο
στη θάλασσα; τη ζωή σου εσύ αν γλιτώσεις,
765 μαζί μ' αυτή κι όσα θα πω γλιτώνουν.
Πυλάδης
Το 'πες ωραία για σένα και για μένα.
Σε ποιον να φέρω το μαντάτο στο Άργος;
τι θέλεις να του πω; φανέρωσέ το.
Ιφιγένεια
Στον Αγαμεμνονίδη Ορέστη πες•
770 “Να τι σου παραγγέλνει η Ιφιγένεια,
εκείνη που τη σφάξαν στην Αυλίδα,
που ζει κι αυτού περνά για πεθαμένη...”
Ορέστης
Και πού είναι; ξαναγύρισε απ' τον Άδη;
Ιφιγένεια
Αυτή που τώρα βλέπεις• μη με κόβεις.
“Από τη γη τη βάρβαρη, αδερφέ μου,
πάρε με πίσω στο Αργός, πριν πεθάνω,
775 κι από τ' αξίωμα πόχω απάλλαξε με,
για τη θεά τους ξένους να θυσιάζω..."
Ορέστης
Τι να πω; Πού βρισκόμαστε, Πυλάδη;
Ιφιγένεια
“Κατάρα αλλιώς στο σπίτι σου θα γίνω,
Πυλάδης
Ορέστη;
Ιφιγένεια
Ορέστη”, τ' όνομα του ξαναλέω, να το θυμάσαι.
Πυλάδης
780 Θεοί!
Ιφιγένεια
Γιατί τους κράζεις τους θεούς σ' ένα δικό μου ζήτημα;
Πυλάδης
Όχι...
Ο νους μου πήγε αλλού• για εξακολούθει.
Κι ανερώτητα, απίστευτα θ' ακούσω.
Ιφιγένεια
Μ' έσωσε, πες του, η Άρτεμη• έβαλε ένα
ελάφι αντίς για μένα• αυτό ο πατέρας
έσφαξε, και θαρρούσε, στο κορμί μου
785 το κοφτερό πως έμπηγε μαχαίρι•
η θεά μ έφερε δω. Η παραγγελιά μου
αυτή ναι αυτά, γραμμένα και στο γράμμα.
Πυλάδης
Ω εσύ, που μ' εύκολο όρκο μ' είχες δέσει
κι έδωσες έξοχο όρκο η ίδια, αμέσως
790 ό,τι έταξα θα κάμω• δε θ' αργήσω.
Σου φέρνω και σου δίνω, Ορέστη γράμμα
που η αδερφή σου, τούτη δω, σου στέλνει.
Ορέστης
Ευχαριστώ, μα αφήνοντας το γράμμα
έμπραχτα τη χαρά θα νιώσω πρώτα.
795 Γλυκιά αδερφή, κατάπληχτος σε παίρνω
στα χέρια μου - και τα ίδια δεν πιστεύουν –
κι ευφραίνομαι απ' το θάμα που έχω μάθει.
Χορός
Ξένε, κακό την ιέρεια να μολύνεις,
τ' ανέγγιχτα της πέπλα ν' αγκαλιάζεις.
Ορέστης
800 Του Αγαμέμνονα κόρη, του γονιού μου,
αδερφή, μη γυρίζεις απ' την άλλη,
που ανέλπιστα έχεις, να, τον αδερφό σου.
Ιφιγένεια
Εγώ αδερφό μου εσένα; πάψε, σώπα•
τ' Άργος και τη Ναυπλία γεμίζει εκείνος.
Ορέστης
805 Δεν είναι εκεί, καημένη, ο αδερφός σου.
Ιφιγένεια
Τι; η κόρη του Τυνδάρεω μάνα σου είναι;
Ορέστης
Κι ο γιος του γιου του Πέλοπα γονιός μου.
Ιφιγένεια
Τι λες; μπορείς γι' αυτά να πεις σημάδια;
Ορέστης
Ναι• για το γονικό μας ρώτησε με.
Ιφιγένεια
810 Καλά να λες εσύ, κι εγώ ν' ακούω.
Ορέστης
Πρώτα όσα μου 'χει πει η Ηλέκτρα. Ξέρεις
πως μάλωσε ο Ατρέας με το Θυέστη;
Ιφιγένεια
Για το χρυσό τ' αρνί• ναι, το 'χω ακούσει.
Ορέστης
Το ιστόρισες αυτό μες στα υφαντά σου;
ιστορώ: εδώ. αφηγούμαι με εικόνες κεντώ, ζωγραφίζω
Ιφιγένεια
Ξυστά περνάς, καλέ μου, απ' την καρδιά μου.
Ορέστης
Κι άλλο πλουμί; ν' αλλάζει δρόμο ο ήλιος;
Ιφιγένεια
Ναι, το ύφαναν κι αυτό τα νήματα μου.
Ορέστης
Για την Αυλίδα ξεκινώντας πήρες
νερό απ' τη μάνα για λουτρό του γάμου;
Ιφιγένεια
Γάμου ευτυχία δεν το 'σβησε απ' το νου μου.
Ορέστης
820 Κι έστειλες στη μητέρα τα μαλλιά σου;
Ιφιγένεια
Να μπουν στον τάφο αντίς για το κορμί μου.
Ορέστης
Και τώρα τα σημάδια που 'δα ο ίδιος;
στο σπίτι του πατέρα, την παλιά
του Πέλοπα τη λόγχη, που μ' εκείνη
- στα χέρια παίζοντας την - τον Οινόμαο
825 σκότωσε, κι έτσι γίνηκε δικιά του
της Πίσας η παρθένα, η Ιπποδάμεια•
μες στην παρθενική σου κάμαρα είναι.
Ιφιγένεια
Ω εσύ, - πώς να σε πω; - ακριβέ, ακριβέ μου
Ορέστη, σ' έχω εδώ, πολύ μακριά από τ' Άργος,
μακριά από την πατρίδα μας, αγαπημένε!
830 Ορέστης
Κι εσένα εγώ, που σ' έλεαν πεθαμένη.
Και βρέχουνε τα μάτια και των δυο μας
δάκρυα, μαζί με τη χαρά και θρήνοι.
Ιφιγένεια
Μωρούλι ακόμη,
835 μωρούλι τρυφερό, στο σπίτι
στης βάγιας του την αγκαλιά τον είχα αυτόν αφήσει.
Ψυχή μου, λόγια δεν τη λεν την ευτυχία σου, τι να πω;
839 Αυτά όλα πια τα ξεπερνούν, και θάματα και λόγια.
840 Ορέστης
Εδώ κι εμπρός οι δυο μας να ευτυχούμε.
Ιφιγένεια
Είναι παράξενη η χαρά που νιώθω, αγαπητές μου•
φοβούμαι μην πετάξει
στον ουρανό, και μέσα από τα χέρια μου τον χάσω•
845 ω του σπιτιού γωνιά κυκλώπεια, ω
πατρίδα μου, Μυκήνα αγαπημένη,
σ' ευχαριστώ που του 'δωσες τη ζωή, που τον ανάθρεψες,
που αυτόν εδώ τον αδερφό μου ανάστησες
φως σωτηρίας του σπιτικού μας.

Απόσπασμα από την Ελένη του Ευριπίδη, στίχοι 576-772

ΕΛΕΝΗ
Το δεύτερο επεισόδιο καταλαμβάνει τους στίχους 253-1106. Η αναγνώριση διαρκεί από τον στίχο 576 έως το στίχο 772.

(Βγαίνει ο χορός- Επιπάροδος)
576 ΧΟΡ. Άκουσα τη μάντισσα που μέσα
στο παλάτι ξάστερα το είπε·
ο Μενέλαος δεν επήγε
στον τρισκότεινο τον Άδη,
580 δεν τον σκέπασεν ο τάφος,
μα στο πέλαο παραδέρνει
και δεν έφτασεν ακόμη
στα λιμάνια της πατρίδας·
ο βαριόμοιρος πλανιέται χωρίς φίλους
585 από τότε που άφησε την Τροία
και γυρνάει με το καράβι
δώθε κείθε σ᾽ ακρογιάλια ξένα.
ΕΛΕ. Πάλι ξανάρχομαι στον τάφο ετούτον,
αφού απ᾽ τη Θεονόη που τα πάντα
590 γνωρίζει, πήρα ευχάριστες ειδήσεις·
ο άντρας μου είναι ζωντανός, βλέπει τον ήλιο,
στα πέλαα βασανίζεται γυρνώντας
με το καράβι εδώ κι εκεί, μα θα ᾽ρθει
μόλις οι παιδεμοί του τελειώσουν. Ένα
595 δεν είπε μόνο, αν, όταν φτάσει,
θα σωθεί κιόλας. Στην πολλή χαρά μου
λησμόνησα καθάρια να ρωτήσω,
σαν άκουσα πως γλίτωσε. Τριγύρω
στη χώρα λέει πως έχει ναυαγήσει
600 με λιγοστούς συντρόφους. Πότε θά ᾽ρθεις,
που τόσο λαχταρώ να σ᾽ αντικρίσω;
Άα, ποιός είναι αυτός; Ο ανόσιος του Πρωτέα
γιος μηχανεύεται για με παγίδες;
Σα γρήγορο πουλάρι ή σα Μαινάδα
605 δεν πάω στο μνήμα; Μ᾽ όψη αγριεμένη
κάποιος με κυνηγά για να με πιάσει.
ΜΕΝ. Εσύ που φοβισμένη ορμάς απάνω
στου τάφου τα σκαλιά και στον βωμό του·
μη φεύγεις, στάσου· ως είδα τη θωριά σου,
610 σάστισα και βουβός έχω απομείνει.
ΕΛΕ. Ασέβεια, γυναίκες· μ᾽ εμποδίζει
να πάω στο μνήμα αυτός και πιάνοντάς με,
στον βασιλιά γυρεύει να με δώσει,
για να με παντρευτεί κι ας μην τον στέργω.
615 ΜΕΝ. Δεν βοηθάω κακούς ούτε είμαι κλέφτης.
ΕΛΕ. Όμως η φορεσιά σου έτσι σε δείχνει.
ΕΝ. Στάσου, μην τρέχεις πια και μην τρομάζεις.
ΕΛΕ. Στέκομαι, γιατί αγγίζω αυτό το μέρος.
ΜΕΝ. Ποιά είσαι; Ποιά γυναίκα βλέπω μπρος μου;
620 ΕΛΕ. Ρωτώ κι εγώ το ίδιο. Εσύ ποιός είσαι;
ΜΕΝ. Τόσο πολύ να μοιάζει άλλη δεν είδα.
ΕΛΕ. Θεοί! Θεϊκό ᾽ναι να βρεις τους δικούς σου.
ΜΕΝ. Είσαι Ελληνίδα ή ντόπια από εδώ γύρω;
ΕΛΕ. Ελληνίδα· εσύ ποιός είσαι; Πες μου.
625 ΜΕΝ. Όμοια, απαράλλαχτη με την Ελένη!
ΕΛΕ. Κι εσύ με τον Μενέλαο, τα ᾽χω χάσει.
ΜΕΝ. Σωστά τον δύστυχο μ᾽ έχεις γνωρίσει.
ΕΛΕ. Μετά από χρόνια στη γυναίκα σου ήρθες.
ΜΕΝ. Γυναίκα μου; Σταμάτα, μη μ᾽ αγγίζεις.
630 ΕΛΕ. Που σου ᾽δωσε ο Τυνδάρεως, ο γονιός μου.
ΜΕΝ. Φαντάσματα αγαθά στείλε μου, Εκάτη.
ΕΛΕ. Συντρόφισσα δεν είμαι της Εκάτης.
ΜΕΝ. Κι εγώ δεν έχω πάρει δυο γυναίκες.
ΕΛΕ. Ποιάς άλλης είσαι ομόκλινος κι αφέντης;
635 ΜΕΝ. Αυτής μες στη σπηλιά που ήρθε απ᾽ την Τροία.
ΕΛΕ. Εμένα μοναχά γυναίκα σου έχεις.
ΜΕΝ. Σωστά δεν βλέπω ή σάλεψεν ο νους μου;
ΕΛΕ. Κοιτώντας με για την Ελένη δεν με παίρνεις;
ΜΕΝ. Μοιάζετε στη θωριά, μα ολότελα όχι.
640 ΕΛΕ. Δεν με γνωρίζεις; Σκέψου, τί άλλο λείπει;
ΜΕΝ. Της μοιάζεις· τούτο βέβαια δεν τ᾽ αρνιέμαι.
ΕΛΕ. Τα μάτια σου θα σου το φανερώσουν.
ΜΕΝ. Μα έχω άλλη γυναίκα, εδώ χαλάει.
ΕΛΕ. Στην Τροία πήγε μόνο το είδωλό μου.
645 ΜΕΝ. Ίσκιους που δείχνουν ζωντανοί ποιός φτιάχνει ;
ΕΛΕ. Ο αιθέρας, που το ταίρι σου έχει πλάσει.
ΜΕΝ. Απίστευτα όσα λες· θεός ο πλάστης;
ΕΛΕ. Έργο της Ήρας, να μ᾽ έχει ο Πάρης.
ΜΕΝ. Μα σύγκαιρα στην Τροία κι εδώ πώς ήσουν;
650 ΕΛΕ. Τ᾽ όνομα ολούθε πάει, όχι το σώμα.
ΜΕΝ. Άσε με, με περίσσιους ήρθα πόνους.
ΕΛΕ. Μ᾽ αφήνεις, για να φύγεις μ᾽ έναν ίσκιο;
ΜΕΝ. Να χαίρεσαι που μοιάζεις στην Ελένη.
ΕΛΕ. Άα! μόλις βρήκα τον άντρα μου, τον χάνω.
655 ΜΕΝ. Της Τροίας τους μόχθους, όχι εσέ, πιστεύω.
ΕΛΕ. Αχ! πιότερο από με δυστυχισμένη
δεν βρίσκεται· μ᾽ αφήνουν οι δικοί μου
κι ούτε στους Έλληνες θα πάω και στην Ελλάδα.
(Έρχεται ο πρώτος αγγελιαφόρος.)
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Α’
Σε γύρευα, Μενέλαε, και σε βρίσκω,
660 παντού στον ξένο τόπο τριγυρνώντας·
με στείλαν οι συντρόφοι μας να ψάξω.
ΜΕΝ. Τί τρέχει; Οι ντόπιοι μήπως σας ριχτήκαν;
ΑΓΓ. Θαύμα τρανό· τα λόγια δεν το φτάνουν.
ΜΕΝ. Λέγε· κάτι σπουδαίο, με τόση βιάση, θα ᾽χεις.
665 ΑΓΓ. Οι κόποι σου όλοι πήγανε χαμένοι.
ΜΕΝ. Κλαις συμφορές παλιές· ποιό το μαντάτο;
ΑΓΓ. Εχάθηκε η γυναίκα σου πετώντας
μες στον αιθέρα· ανέβηκε στα ουράνια
κι άφησε τη σπηλιά αδειανή που μέσα
670 την είχαμε· είπε τούτα: «Τρωαδίτες
δυστυχισμένοι κι οι Έλληνες, για μένα
πεθαίνατε στου Σκάμαντρου τις όχθες,
ξεγελασμένοι από της Ήρας τα έργα,
νομίζοντας πως την Ελένη ο Πάρης
675 κρατούσε, όμως καθόλου δεν την είχε.
Αφού έμεινα όσο χρειαζόταν, τώρα,
που τελείωσα της μοίρας τα γραμμένα,
στους ουρανούς πηγαίνω, στον γονιό μου.
Κι η δύσμοιρη Ελένη που δεν φταίει
680 φορτώθηκε τις ντροπιασμένες φήμες».
Χαίρε της Λήδας κόρη, εδώ βρισκόσουν;
Τους έλεγα πως πήγες ψηλά στ᾽ άστρα·
φτερά δεν ήξερα πως έχεις. Όμως πάλι
δεν θα σ᾽ αφήσω να μας περιπαίξεις
685 ξανά, φτάνουν τα πάθη που υποφέραν
ο άντρας σου στην Τροία κι οι σύμμαχοί του.
ΜΕΝ. Αυτά με κείνα σμίγουν· συμφωνούνε
τα λόγια· μου είπε αλήθεια. Ω! λαμπρή μέρα,
που μες στην αγκαλιά μου σ᾽ έχει φέρει!
690 ΕΛΕ. Τόσος πολύς καιρός, αγαπημένε,
και τώρα μόλις η χαρά για μένα.
Φίλες μου, νά, πασίχαρη αγκαλιάζω
τον άντρα μου, αφού πλήθος κύκλους
έκανε ο φωτοδότης ήλιος.
695 ΜΕΝ. Κι εσένα εγώ· με πλημμυρούν τα λόγια
κι όμως δεν ξέρω πώς να πρωταρχίσω.
ΕΛΕ. Αναγαλλιάζω, πέτομαι κι αφήνω
λεύτερα τα μαλλιά, σταλάζουν
τα δάκρυα ποτάμι απ᾽ τη χαρά,
700 καθώς σφιχτά σε σφίγγω, λατρευτέ μου.
ΜΕΝ. Δεν θα παραπονιέμαι άλλο, καλή μου·
την κόρη έχω του Δία και της Λήδας,
που κάποτε οι Διόσκουροι, τ᾽ αδέρφια της,
καβάλα στ᾽ άσπρα αλόγατα, βαστώντας
705 του γάμου τούς πυρσούς, τη μακαρίσαν
κι ένας θεός από το σπιτικό μου
την άρπαξε, για να την οδηγήσει
σε τύχες πιο χαρούμενες. Για μας
έγινε τώρα το κακό ευτυχία
710 κι ύστερα από καιρούς σε ξαναφέρνει
στον άντρα σου κοντά. Μακάρι
να χαίρομαι την τύχη την καλή.
ΧΟΡ. Την ίδια κάνω ευχή· πάντα χαρούμενος·
όταν σμίγουνε δυο, διπλή η χαρά τους.
715 ΕΛΕ. Φίλες μου, δεν αναστενάζω,
δεν θλίβομαι για τα παλιά.
Τον άντρα μου έχω, που τον καρτερούσα
χρόνια και χρόνια να ᾽ρθει από την Τροία.
ΜΕΝ. Πάλι μαζί· περάσαν τόσα του καιρού
720 γυρίσματα και τώρα πια μαθαίνω
τις δολοπλόκες τέχνες της θεάς.
Τα δάκρυα είναι της χαράς μου·
στέρεψε η θλίψη, μόνο αναγαλλιάζω.
ΕΛΕ. Και τί να πω; Ποιός το ᾽βαζε στον νου του
725 να σ᾽ έχω απρόσμενα στην αγκαλιά μου;
ΜΕΝ. Κι εγώ που σε θαρρούσα εκεί στην Τροία
στους κακορίζικους τους πύργους.
Πώς σ᾽ άρπαξαν απ᾽ το παλάτι, πες μου.
ΕΛΕ. Στης συμφοράς γυρίζεις την αρχή·
730 άαχ! την πικρή ιστορία ζητάς να μάθεις.
ΜΕΝ. Μίλησε· πρέπει όσα μας δίνουν,
καλά ή κακά, οι θεοί ν᾽ ακούμε.
ΕΛΕ. Σιχαίνομαι τα λόγια που θα πω.
ΜΕΝ. Λέγε· γλυκιά ξαλάφρωσή ’ναι
735 τις περασμένες να σου λένε δυστυχίες.
ΕΛΕ. ∆εν πήγα εγώ με γρήγορο καράβι
στην αγκαλιά ενός βάρβαρου, ούτε
σε ντροπιασμένο πλάγιασα κρεβάτι.
ΜΕΝ. Τότε ποια μοίρα, ποιος θεός σε πήρε;
740 ΕΛΕ. Ο γιος του ∆ία, καλέ μου, και της Μαίας
στη χώρα μ’ έφερε του Νείλου.
ΜΕΝ. Απίστευτο· πούθε σταλμένος; Φοβερά λόγια!
ΕΛΕ. Έκλαψα τότε, ακόμη κλαίω και τώρα·
η ομόκλινη μ’ αφάνισε του ∆ία.
745 ΜΕΝ. Η Ήρα; Ποιων τάχα το κακό ζητούσε;
ΕΛΕ. Αχ! συμφορά μου, εκείνες οι πηγές
όπου οι θεές λουστήκαν
κι ήρθ’ η αμάχη για την ομορφιά τους.
ΜΕΝ. Όμως γιατί να κατατρέξει Εσέν’ η Ήρα;
750 ΕΛΕ. Για να μη μ’ έχει ο Πάρης...
ΜΕΝ. Πώς; Λέγε.
ΕΛΕ. που ήμουν γι’ αυτόν της Κύπριδας το δώρο.
ΜΕΝ. Α! δύστυχη.
ΕΛΕ. Ναι, δύστυχη· κι εδώ στην Αίγυπτο ήρθα.
755 ΜΕΝ. Και του έδωσε το είδωλό σου, ως λες.
ΕΛΕ. Στο σπίτι σου τι θρήνος, μάνα, ω μάνα,
τι πένθος, τι χαμός!
ΜΕΝ. Τι λες;
ΕΛΕ. Χάθηκε η μάνα μου· για τις ντροπές μου
760 πέρασε βρόχο στο λαιμό της.
ΜΕΝ. Την άμοιρη· η κόρη μας Ερμιόνη ζει;
ΕΛΕ. Ανύπαντρη, άτεκνη, μαραίνεται και κλαίει
για το δικό μου ατιμασμένο γάμο.
ΜΕΝ. Ω! Πάρη, που μου ρήμαξες το σπίτι,
765 αυτά κι εσένα αφάνισαν και μύριους
Έλληνες χαλκαρματωμένους.
ΕΛΕ. Κι εμένα την καταραμένη,
την κακορίζικη, ο θεός αλάργα
μ’ απόδιωξε απ’ την πόλη κι από σένα
770 κι άφησα – που δεν άφησα ποτέ–
τον άντρα μου και τα παλάτια
για ντροπιασμένους έρωτες τραβώντας.

Από την εισαγωγή στη Δραματική ποίηση του βιβλίου της γ’ γυμνασίου:

‘’H πλοκή του μύθου έπρεπε να έχει περιπέτεια (μεταστροφή της τύχης των ηρώων, συνήθως από την ευτυχία στη δυστυχία) και αναγνώριση (μετάβαση του ήρωα από την άγνοια στη γνώση), η οποία συχνά αφορά την αποκάλυψη της συγγενικής σχέσης μεταξύ δύο προσώπων και γίνεται με τεκμήρια. O συνδυασμός και των δύο, περιπέτειας και αναγνώρισης, θεωρείται ιδανική περίπτωση, οπότε ο μύθος γίνεται πιο δραματικός. H δραματικότητα επιτείνεται με την τραγική ειρωνεία, την οποία έχουμε όταν ο θεατής γνωρίζει την πραγματικότητα, την αλήθεια, την οποία αγνοούν τα πρόσωπα της τραγωδίας.’’

Ιφιγένεια εν Ταύροις -Σκηνή της αναγνώρισης Ιφιγένειας- Ορέστη

Η Ιφιγένεια βρίσκεται στη χώρα των Ταύρων ως ιέρεια της Αρτέμιδας, αφού την άρπαξε η θεά από την Αυλίδα όπου επρόκειτο να θυσιαστεί για αν πλεύσουν ευνοϊκοί άνεμοι και να πάνε οι Έλληνες στην Τροία.
Εν τω μεταξύ, όταν ο Αγαμέμνονας επέστρεψε στο ‘Αργος, η Κλυταιμνήστρα τον σκότωσε με τη βοήθεια του Αίγισθου. Η κόρη της Ηλέκτρα βάζει τον μικρότερο αδελφό της Ορέστη να σκοτώσει την Κλυταιμνήστρα. Εξαιτίας της μητροκτονίας, ο Ορέστης βασανίζεται από τις Ερινύες. Το μαντείο του είπε ότι θα απαλλαγεί από το μαρτύριο αν πάει στη χώρα των Ταύρων και φέρει το ξύλινο άγαλμα της θεάς. Ο Ορέστης με τον ξάδελφό του Πυλάδη φτάνουν στην Ταυρίδα, όπου τα βάρβαρα ήθη επιβάλλουν να θυσιάζονται οι ξένοι. Έχουν συλληφθεί και ο Ορέστης ικετεύει την Ιέρεια να μη σκοτώσει τον Πυλάδη γιατί έφτασε εκεί εξαιτίας του. Η ιέρεια δέχεται αρκεί ο Πυλάδης να πάρει μαζί του ένα γράμμα για να το μεταφέρει στον αδελφό της στο Άργος.
Η σκηνή αρχίζει τη στιγμή που επιστρέφει η Ιέρεια με το γράμμα που έγραψε στον αδελφό της.

Ιφιγένεια
725 Εσείς, πια μπείτε μέσα και βοηθήστε
εκείνους που ετοιμάζουν τη θυσία.
Ξένοι μου, να η γραφή με τις πολλές της
δίπλες• μα ακούστε τι έχω να προσθέσω•
κάθε άνθρωπος αλλάζει, όταν περάσει
στη σιγουριά απ' τη θέση του κινδύνου.
730 Φοβούμαι μήπως, όταν φύγει εδώθε
αυτός που είναι να πάει το γράμμα στο Άργος,
αυτά που παραγγέλνω εγώ αψηφήσει.
Ορέστης
Λοιπόν τι θέλεις; Τι σε βάζει σε έγνοια;
Ιφιγένεια
735 Να μου ορκιστεί πως τη γραφή μου στο Άργος
θα φέρει και στο πρόσωπο που θέλω.
Ορέστης
Αντίστοιχο όρκο εσύ δε θα του δώσεις;
Ιφιγένεια
Να κάμω ή να μην κάμω τι; Για λέγε.
Ορέστης
Πως ζωντανό απ' τη χώρα θα τον βγάλεις.
Ιφιγένεια
740 Σωστά• πώς το μαντάτο αλλιώς θα δώσει;
Ορέστης
Κι ο βασιλιάς σ' αυτά θα συμφωνήσει;
Ιφιγένεια
Ναι, θα του κάμω εγώ τη γνώμη κι η ίδια
το φίλο σου θα βάλω στο καράβι.
Ορέστης
Ορκίσου. Εσύ λόγια όρκου λέγε τίμιου.
Ιφιγένεια
Να πεις: θα δώσω τούτο στους δικούς σου.
Πυλάδης
745 Θα δώσω στους δικούς σου αυτό το γράμμα.
Ιφιγένεια
Κι εγώ από τους μαύρους βράχους θα σε βγάλω.
Πυλάδης
Στ' όνομα τίνος θεού τον όρκο δίνεις;
Ιφιγένεια
Στης Άρτεμης, σαν ιέρεια του ναού της.
Πυλάδης
Στου Δία εγώ, τρανού στα ουράνια αφέντη.
Ιφιγένεια
750 Κι αν τον όρκο πατώντας με αδικήσεις;
Πυλάδης
Να μη γυρίσω• εσύ, αν δε με λυτρώσεις;
Ιφιγένεια
Στ' Άργος ποτέ να μην πατήσω ζώντας.
Πυλάδης
Κάτι ξεχάσαμε όμως• άκουσε το.
Ιφιγένεια
Για το σωστό είναι πάντοτε ευκαιρία.
Πυλάδης
755 .Μια εξαίρεση μονάχα να μου δώσεις;
το πλοίο αν πάθει και χαθεί το γράμμα
μαζί με το φορτίο μέσα στο κύμα
και μόνο τη ζωή μου εγώ γλιτώσω,
δεσμευτικός πια ο όρκος να μην είναι.
Ιφιγένεια
Τότε θα κάμω έν' άλλο• πετυχαίνεις
760 πολλά, πολλά αν προβλέπεις• όσα μέσα
στο γράμμα είναι γραμμένα, με το στόμα
θα σου τα πω, να φέρεις στους δικούς μου
το μήνυμα μου• κι έτσι σίγουρο είναι•
σώο πας το γράμμα; φανερώνει το ίδιο,
αμίλητο, όσα κρύβει• πάει χαμένο
στη θάλασσα; τη ζωή σου εσύ αν γλιτώσεις,
765 μαζί μ' αυτή κι όσα θα πω γλιτώνουν.
Πυλάδης
Το 'πες ωραία για σένα και για μένα.
Σε ποιον να φέρω το μαντάτο στο Άργος;
τι θέλεις να του πω; φανέρωσέ το.
Ιφιγένεια
Στον Αγαμεμνονίδη Ορέστη πες•
770 “Να τι σου παραγγέλνει η Ιφιγένεια,
εκείνη που τη σφάξαν στην Αυλίδα,
που ζει κι αυτού περνά για πεθαμένη...”
Ορέστης
Και πού είναι; ξαναγύρισε απ' τον Άδη;
Ιφιγένεια
Αυτή που τώρα βλέπεις• μη με κόβεις.
“Από τη γη τη βάρβαρη, αδερφέ μου,
πάρε με πίσω στο Αργός, πριν πεθάνω,
775 κι από τ' αξίωμα πόχω απάλλαξε με,
για τη θεά τους ξένους να θυσιάζω..."
Ορέστης
Τι να πω; Πού βρισκόμαστε, Πυλάδη;
Ιφιγένεια
“Κατάρα αλλιώς στο σπίτι σου θα γίνω,
Πυλάδης
Ορέστη;
Ιφιγένεια
Ορέστη”, τ' όνομα του ξαναλέω, να το θυμάσαι.
Πυλάδης
780 Θεοί!
Ιφιγένεια
Γιατί τους κράζεις τους θεούς σ' ένα δικό μου ζήτημα;
Πυλάδης
Όχι...
Ο νους μου πήγε αλλού• για εξακολούθει.
Κι ανερώτητα, απίστευτα θ' ακούσω.
Ιφιγένεια
Μ' έσωσε, πες του, η Άρτεμη• έβαλε ένα
ελάφι αντίς για μένα• αυτό ο πατέρας
έσφαξε, και θαρρούσε, στο κορμί μου
785 το κοφτερό πως έμπηγε μαχαίρι•
η θεά μ έφερε δω. Η παραγγελιά μου
αυτή ναι αυτά, γραμμένα και στο γράμμα.
Πυλάδης
Ω εσύ, που μ' εύκολο όρκο μ' είχες δέσει
κι έδωσες έξοχο όρκο η ίδια, αμέσως
790 ό,τι έταξα θα κάμω• δε θ' αργήσω.
Σου φέρνω και σου δίνω, Ορέστη γράμμα
που η αδερφή σου, τούτη δω, σου στέλνει.
Ορέστης
Ευχαριστώ, μα αφήνοντας το γράμμα
έμπραχτα τη χαρά θα νιώσω πρώτα.
795 Γλυκιά αδερφή, κατάπληχτος σε παίρνω
στα χέρια μου - και τα ίδια δεν πιστεύουν –
κι ευφραίνομαι απ' το θάμα που έχω μάθει.
Χορός
Ξένε, κακό την ιέρεια να μολύνεις,
τ' ανέγγιχτα της πέπλα ν' αγκαλιάζεις.
Ορέστης
800 Του Αγαμέμνονα κόρη, του γονιού μου,
αδερφή, μη γυρίζεις απ' την άλλη,
που ανέλπιστα έχεις, να, τον αδερφό σου.
Ιφιγένεια
Εγώ αδερφό μου εσένα; πάψε, σώπα•
τ' Άργος και τη Ναυπλία γεμίζει εκείνος.
Ορέστης
805 Δεν είναι εκεί, καημένη, ο αδερφός σου.
Ιφιγένεια
Τι; η κόρη του Τυνδάρεω μάνα σου είναι;
Ορέστης
Κι ο γιος του γιου του Πέλοπα γονιός μου.
Ιφιγένεια
Τι λες; μπορείς γι' αυτά να πεις σημάδια;
Ορέστης
Ναι• για το γονικό μας ρώτησε με.
Ιφιγένεια
810 Καλά να λες εσύ, κι εγώ ν' ακούω.
Ορέστης
Πρώτα όσα μου 'χει πει η Ηλέκτρα. Ξέρεις
πως μάλωσε ο Ατρέας με το Θυέστη;
Ιφιγένεια
Για το χρυσό τ' αρνί• ναι, το 'χω ακούσει.
Ορέστης
Το ιστόρισες αυτό μες στα υφαντά σου;
ιστορώ: εδώ. αφηγούμαι με εικόνες κεντώ, ζωγραφίζω
Ιφιγένεια
Ξυστά περνάς, καλέ μου, απ' την καρδιά μου.
Ορέστης
Κι άλλο πλουμί; ν' αλλάζει δρόμο ο ήλιος;
Ιφιγένεια
Ναι, το ύφαναν κι αυτό τα νήματα μου.
Ορέστης
Για την Αυλίδα ξεκινώντας πήρες
νερό απ' τη μάνα για λουτρό του γάμου;
Ιφιγένεια
Γάμου ευτυχία δεν το 'σβησε απ' το νου μου.
Ορέστης
820 Κι έστειλες στη μητέρα τα μαλλιά σου;
Ιφιγένεια
Να μπουν στον τάφο αντίς για το κορμί μου.
Ορέστης
Και τώρα τα σημάδια που 'δα ο ίδιος;
στο σπίτι του πατέρα, την παλιά
του Πέλοπα τη λόγχη, που μ' εκείνη
- στα χέρια παίζοντας την - τον Οινόμαο
825 σκότωσε, κι έτσι γίνηκε δικιά του
της Πίσας η παρθένα, η Ιπποδάμεια•
μες στην παρθενική σου κάμαρα είναι.
Ιφιγένεια
Ω εσύ, - πώς να σε πω; - ακριβέ, ακριβέ μου
Ορέστη, σ' έχω εδώ, πολύ μακριά από τ' Άργος,
μακριά από την πατρίδα μας, αγαπημένε!
830 Ορέστης
Κι εσένα εγώ, που σ' έλεαν πεθαμένη.
Και βρέχουνε τα μάτια και των δυο μας
δάκρυα, μαζί με τη χαρά και θρήνοι.
Ιφιγένεια
Μωρούλι ακόμη,
835 μωρούλι τρυφερό, στο σπίτι
στης βάγιας του την αγκαλιά τον είχα αυτόν αφήσει.
Ψυχή μου, λόγια δεν τη λεν την ευτυχία σου, τι να πω;
839 Αυτά όλα πια τα ξεπερνούν, και θάματα και λόγια.
840 Ορέστης
Εδώ κι εμπρός οι δυο μας να ευτυχούμε.
Ιφιγένεια
Είναι παράξενη η χαρά που νιώθω, αγαπητές μου•
φοβούμαι μην πετάξει
στον ουρανό, και μέσα από τα χέρια μου τον χάσω•
845 ω του σπιτιού γωνιά κυκλώπεια, ω
πατρίδα μου, Μυκήνα αγαπημένη,
σ' ευχαριστώ που του 'δωσες τη ζωή, που τον ανάθρεψες,
που αυτόν εδώ τον αδερφό μου ανάστησες
φως σωτηρίας του σπιτικού μας.

Εξ αποστάσεως εκπαίδευση: μια νέα εκπαιδευτική εμπειρία.

Οι νέες συνθήκες απαιτούν νέες λύσεις. Ίσως αυτό θα έπρεπε να είναι το μότο της νέας εμπειρίας που ξεκίνησε πριν ένα χρόνο για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, υπό το κράτος της πανδημίας λόγω της νόσου covid-19.
Η ηγεσία του Υπουργείου και οι εκπαιδευτικοί βρέθηκαν απροετοίμαστοι και αναγκάστηκαν να βουτήξουν κατευθείαν στα βαθιά προκειμένου να διασώσουν την τιμή των όπλων τους και να μη χαθεί η σχολική χρονιά. Και τα κατάφεραν.
Και αυτή η έκτακτη λύση απέδειξε ότι διαθέτει μια δυναμική που υπερβαίνει τον περιστασιακό της χαρακτήρα. Με δυο λόγια αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ότι ήρθε για να μείνει.
Παράλληλε διαφάνηκε ότι άνοιξε ένα καινούργιο πεδίο απόκτησης προσόντων για τους εκπαιδευτικούς: μια πιστοποιημένη επιμόρφωση πάνω στα εργαλεία και τις μεθόδους προσέγγισης της εξ αποστάσεως σύγχρονης και ασύγχρονης διδασκαλίας. Φυσικά αυτά φαντάζουν αδιανόητα για τους περισσότερους από εκείνους των οποίων η επαγγελματική πορεία ξεκίνησε τον προηγούμενο αιώνα. Και αυτοί συγκροτούν ένα μέτωπο που δείχνει να αντιστέκεται στο καινούργιο. Το χαρακτηρίζουν απρόσωπο, αντιπαιδαγωγικό, κυρίως. Όμως μάλλoν έτσι καλύπτουν την απροθυμία τους να μάθουν κάτι εντελώς πρωτόγνωρο. Πράγμα αντίθετο στον ίδιο τον ορισμό του δασκάλου: να βρίσκει καινούργια πράγματα και να διαδίδει τις ωφέλειες που προκύπτουν από αυτά.

Καλούμαστε να ανταποκριθούμε στα νέα δεδομένα όχι μόνο της εκπαίδευσης αλλά ολόκληρης της κοινωνίας, η οποία οφείλει να προσαρμοστεί προκειμένου να επιβιώσει. Δεν είναι πάντα ευχάριστη μια τέτοια διαδικασία και ούτε εύκολη. Είναι, όμως, αναγκαία και αναπόφευκτη. Προσωπικά ως τέτοια την αντιμετωπίζω. Και σκέφτομαι όσο πιο γρήγορα προσαρμοστώ, όσο ταχύτερα μάθω τη διαδικασία, τόσο καλύτερα θα ασχοληθώ με το περιεχόμενο. Και αυτό είναι το ζητούμενο και η ουσία: να επιστρέψουμε καλύτερα εξοπλισμένοι στην εκπαιδευτική και παιδαγωγική διαδικασία.