1821 ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

ΤΑ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ

ΘΟΥΡΙΟΣ

ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ

 ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΗΚΑΡΙΑ

ΣΤΑ  ΤΡΙΚΟΡΦΑ

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ

Ελληνικός Εθνικός Ύμνος

 

 

 

Το Γαϊτανάκι

 

Μια φορά, δεν πάει καιρός, ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό, κάπου εδώ κοντά, ένας άνθρωπος πολύ σοφός και πολύ γέρος. Η πλάτη του ήταν σκυφτή, τόσο σκυφτή, που η άσπρη του γενειάδα άγγιζε τη γη. Είχε διαβάσει τα βιβλία όλου του κόσμου και είχε μάθει τις γλώσσες όλων των ανθρώπων. Ζούσε απόμερα, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, ολομόναχος. Στον κήπο του φύτρωναν κι άνθιζαν όλων των λογιών τα λουλούδια: τριαντάφυλλα, τουλίπες, μαργαρίτες, κυκλάμινα, ζουμπούλια κι όμορφα κατακόκκινα γαρίφαλα.
Οι συχωριανοί του πολύ τον αγαπούσαν κι όλοι τον φώναζαν: ο κυρ Νικόλας ο Γαρίφαλος. Κάποιο δειλινό, όταν ο ήλιος καλησπέριζε τη νύχτα που σκαρφάλωνε πίσω από το βουνό, τρία κοριτσάκια πέρασαν μπροστά από τον κήπο του κυρ Νικόλα, τραγουδώντας τούτο το όμορφο τραγούδι:Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
Ο γερο-σοφός, κείνη την ώρα, πότιζε τα λουλούδια του. Σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε στα παιδιά. Το γέρικο ρυτιδιασμένο χέρι του τους έγνεψε φιλικά.
– Καλησπέρα, κυρ Νικόλα, του φώναξαν τα κοριτσάκια, και χάθηκαν στη στροφή του δρόμου.
Όταν τέλειωσε το πότισμα, ο κυρ Νικόλας μπήκε στο σπίτι του και κάθισε στο γραφείο του. Μια στοίβα χοντρά βιβλία τον περίμενε. Έπρεπε να τα διαβάσει… Τι παράξενο όμως, εκείνο το βράδυ, όσο κι αν πάσχιζε να συγκεντρωθεί, δεν τα κατάφερνε. Ο λογισμός του έτρεχε αλλού: στα τρία κοριτσάκια, στο τραγούδι τους.
Χρόνια τώρα ζούσε ευτυχισμένος με τα βιβλία του, τα λουλούδια του, ολομόναχος, και ξάφνου η μοναξιά τού φάνηκε αβάσταχτη. Κατάλαβε πως η ζωή του έφτανε στο τέρμα της, νοστάλγησε τα νιάτα του.
Ήταν πολύ λυπημένος εκείνο το βράδυ ο καλός κυρ Νικόλας. Κουνούσε το χιονισμένο του κεφάλι και μιλούσε δυνατά: «Είμαι μόνος, κανένας δεν μπορεί να με βοηθήσει, κανέναν δεν μπορώ να βοηθήσω με τις χίλιες γνώσεις μου. Είμαι άχρηστος. Ας ήμουν τουλάχιστο νέος, ας είχα τη δύναμη να ξανάρχιζα τη ζωή μου, θα μπορούσα…»
Μονομιάς το πρόσωπο του κυρ Νικόλα φωτίστηκε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα κι άρχισε να χώνει βιαστικά κι ανάκατα μέσα σε μια βαλίτσα τα πράματά του. Λίγα ρούχα, το χτένι του, το σαπούνι, ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες, τις παντόφλες του…

  Την άλλη μέρα το πρωί, οι χωριανές, ανοίγοντας τα παραθυρόφυλλά τους, είδανε ξαφνιασμένες τον κυρ Νικόλα, που ποτέ δεν είχε βγει τόσο νωρίς, να κατευθύνεται προς το σταθμό του τρένου.
«Πού να πηγαίνει ο γερο-Γαρίφαλός μας;» αναρωτήθηκαν.
Ο σταθμάρχης τον χαιρέτησε με σεβασμό και τον βοήθησε ν’ ανέβει στο βαγόνι. Ακούστηκε ένα σφύριγμα, η ατμομηχανή ξεφύσηξε δυνατά, κι οι τεράστιες ρόδες άρχισαν να κυλάνε πάνω στις σιδερένιες ράγες. Ώρες πολλές, τσαφ-τσουφ-τσαφ-τσουφ, και το τρένο έφτασε στη μεγάλη πόλη με τους πολλούς ανθρώπους και τα πολλά αυτοκίνητα. Ο γερο-σοφός σάστισε, ζαλίστηκε από τη φασαρία και την κίνηση, αλλά δεν κοντοστάθηκε. Τράβηξε κατευθείαν για το σπίτι του ξακουσμένου γιατρού Ξανανιώνη. Καθόταν στο γραφείο του, φορώντας την κάτασπρη μπλούζα του. Ήτανε νέος και όμορφος.
– Γιατρέ, του είπε αμέσως ο κυρ Νικόλας, δεν είμαι άρρωστος. Είμαι γέρος, πολύ γέρος. Έρχομαι σε σας για να μου δώσετε τα χάπια «Νεοζίλ», που δίνουν ξανά νιάτα και δύναμη.

Θέλω να εξαφανιστούν οι ρυτίδες μου, θέλω το κορμί μου να γίνει εικοσάχρονο.
Ο γιατρός έσμιξε τα φρύδια.
– Αυτά τα χάπια είναι σπάνια και κοστίζουν ακριβά. Έχετε τόσα πολλά χρήματα για να τ’ αγοράσετε;
– Γιατρέ μου, είμαι απένταρος, κι όμως τα θέλω. Θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί τα θέλω. Χτες το βράδυ, έτσι ξαφνικά, μια θαυμαστή Ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό μου. Η Γη μας είναι στρογγυλή με 40.000 χιλιόμετρα περιφέρεια. Κάπου τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι την κατοικούν. Έκανα ένα μικρό, απλό υπολογισμό: Αν όλοι οι νέοι όλου του κόσμου, αγόρια και κορίτσια, δώσουν τα χέρια μιαν ορισμένη μέρα, σε μιαν ορισμένη στιγμή, μπορούν να φτιάξουν ένα γαϊτανάκι γύρω από τη Γη, κι όλοι μαζί, αγαπημένοι, να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Πρέπει να γίνω νέος και δυνατός. Θα κάνω το γύρο του κόσμου και θα μιλήσω σ’ όλους για την Ιδέα μου και είμαι σίγουρος πως θα την καταλάβουν και θα τη δεχτούν.
Ο γιατρός άκουσε προσεχτικά το γερο-Νικόλα, ύστερα σηκώθηκε, άνοιξε μια μεγάλη ντουλάπα γεμάτη γιατρικά κι έβγαλε ένα μικρό κουτί.
– Ορίστε, του είπε, σας χαρίζω τα «Νεοζίλ». Η Ιδέα σας μου αρέσει. Πάει τόσος καιρός που δεν τραγούδησα, δε χόρεψα. Πολλοί οι άρρωστοι, πολλές οι έγνοιες. Την ημέρα που θα γίνει το γαϊτανάκι, ειδοποιήστε με, θα ’θελα κι εγώ να μπω μες στο χορό.
Ο κυρ Νικόλας, κρατώντας σφιχτά το πολύτιμο κουτί, ευχαρίστησε τον καλό γιατρό και βγήκε στους δρόμους της πολύβουης πόλης. Ένιωθε χαρούμενος και του φαινόταν πως όλοι οι περαστικοί τού χαμογελούσαν καλοκάγαθα, λες και μάντευαν τις φωτεινές σκέψεις του.
Μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο, ζήτησε να του δώσουν ένα δωμάτιο και, πριν ξαπλώσει, κατάπιε τρία χάπια, πίνοντας ένα μεγάλο ποτήρι νερό, κι αποκοιμήθηκε…
Την άλλη μέρα ξύπνησε από τα χαράματα. Ένιωσε καλοδιάθετος, θέλησε να χαϊδέψει τα γένια του. Το χέρι του όμως άγγιξε ένα δροσερό μάγουλο.
Πήδηξε μεμιάς από το κρεβάτι και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τι μεταμόρφωση! Ήταν νέος κι όμορφος. Του ήρθε να φωνάξει από χαρά.
Σήκωσε με το χέρι μια καρέκλα, πήδηξε πάνω στο τραπέζι, σβέλτα ξανακατέβηκε, έδωσε μερικές μπουνιές στον αέρα. Ήταν νέος και δυνατός, τι τον ένοιαζαν τα εκατό του χρόνια!

[ Ο κυρ Νικόλας ταξίδεψε σε πολλά μέρη και αντάμωσε ανθρώπους από όλες τις φυλές της γης. Οι πιο πολλοί τον δέχτηκαν με χαρά και υποσχέθηκαν να πάρουν μέρος στο χορό σα θά ’ρθει η ώρα. Βρήκε όμως και σκληρούς ανθρώπους, που του φέρθηκαν άσχημα. Ένας μάλιστα κακός αρχηγός μιας μεγάλης χώρας τον έκλεισε δεκαπέντε μέρες στη φυλακή, γιατί τον νόμισε επικίνδυνο για την ησυχία της χώρας του. ]

Όταν βγήκε ο κυρ Νικόλας από τη φυλακή, βιάστηκε να κερδίσει το χαμένο καιρό. Δούλεψε σκληρά για να βγάλει τα χρήματα που χρειάζονταν για όλα τα τηλεγραφήματα που έστειλε σε όλον τον κόσμο για να αναγγείλει τη μέρα και την ώρα που θα γινόταν το γαϊτανάκι.
Παντού έστειλε μηνύματα, στις άκριες της σφαίρας.
«Θα χορέψουμε και θα τραγουδήσουμε όλοι μαζί, στοπ. Την πρώτη μέρα της Άνοιξης, στοπ. Δώστε τα χέρια, στοπ.»
Δεν ξέχασε κανέναν, ούτε κι αυτούς που του είχαν πετάξει πέτρες. Ποιος ξέρει, ίσως την τελευταία στιγμή να μετάνιωναν και νά ’διναν κι αυτοί το χέρι.
Επιτέλους έφτασε η πρώτη μέρα της Άνοιξης! Η Γη στολισμένη την περίμενε. Τα λουλούδια είχανε ντυθεί με χίλια χρώματα και τα πουλιά τραγουδούσανε τα πιο όμορφα τραγούδια τους. Ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος κι ο ήλιος έλαμπε μ’ όλη τη δύναμή του, φωτίζοντας τις ομορφιές της πλάσης.
Με μια κίνηση, κορίτσια κι αγόρια απ’ όλες τις χώρες, απ’ όλες τις φυλές, δώσανε τα χέρια κι άρχισαν να χορεύουν τραγουδώντας:

Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Ο Νικόλας κοιτούσε με μάτια θαμπωμένα από τα δάκρυα. Χιλιάδες νέοι περνούσαν μπροστά του. Τους είχε συναντήσει στα ταξίδια του. Γαλανομάτηδες με ξανθά μαλλιά, μελαχρινοί με μαύρα μάτια, νέγροι με κάτασπρα δόντια, Κινεζούλες με τραβηγμένα μάτια, ερυθρόδερμοι με πολύχρωμα φτερά δίνανε τα χέρια σ’ αυτό το γαϊτανάκι που αγκάλιαζε τη Γη. Τους άκουγε να τραγουδάνε, να μιλάνε, να γελάνε και να φωνάζουν. Ο Γιόχαν έσφιγγε το χέρι του Γιάννη και έλεγε: «Πόσο κουτοί ήμασταν να μη μιλάμε ο ένας στον άλλον. Μοιάζεις του αδελφού μου». Ο Γιάννης έλεγε: «Δε θα είμαι πια μόνος τα βράδια του χειμώνα, θα κάνουμε παρέα και θα λέμε ιστορίες».
Οι φωνές των νέων ήταν τόσο δυνατές που γκρέμισαν τους τοίχους όλων των φυλακών και οι φυλακισμένοι ξεχύθηκαν λεύτεροι και πιάσαν το χορό και το τραγούδι με τους άλλους νέους της Γης.

Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Αν όλα τα παιδιά της γης
φωνάζαν τους μεγάλους
κι αφήναν τα γραφεία τους
και μπαίναν στο χορό
ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και δυο φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Θα ’ρχόνταν τότε τα πουλιά
θα ’ρχόνταν τα λουλούδια
θα ’ρχότανε κι η άνοιξη
να μπει μες στο χορό
κι ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και τρεις φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ!

 

Ο πρώτος μου πόθος

Στα πλάγια χαμηλού βουνού, κατά το βοριά, είναι σκορπισμένα ανάμεσα στα δέντρα τα σπιτάκια του μικρού χωριού μου.

Αντίκρυ στο βουνό αυτό είναι άλλο, πιο ψηλό, γεμάτο έλατα.

Και κατά την ανατολή άλλο, γεμάτο βελανιδιές, και προς τη δύση, πολύ μακριά, φαίνονταν άλλα βουνά γυμνωμένα.

Από τα βουνά κατέβαιναν ρεματιές γεμάτες νερό, χειμώνα καλοκαίρι, που έκαναν το ποταμάκι, που περνούσε στα πόδια των σπιτιών, να ποτίζει τα περιβόλια και να γυρίζει δυο τρεις μύλους.

Το χειμώνα, πολλές φορές αυτό το ποταμάκι φούσκωνε και πλημμύριζε τις όχθες του. Πώς βούιζε τότε! Και δεν ήταν πια καθαρό, ήσυχο, παρά θολό, κοκκινωπό, σα να είχε θυμώσει, και έτρεχε με γρηγοράδα, αφρισμένο. Και όλος ο τόπος γέμιζε από τις φωνές του, από το βουητό του.

Το σπίτι του παππού μου, του Παπαμιχάλη, ήταν στη μέση του χωριού· κοντά του ήταν η μικρή εκκλησούλα, η φωλίτσα που μαζεύονταν οι χωρικοί τις Κυριακές και τις γιορτές.

Μα και τις καθημερινές ακόμη, όταν ήταν καλή μέρα, πήγαιναν οι γέροι στην αυλή της εκκλησίας, κάθονταν γύρω στα πεζούλια κι έλεγαν παλιές ιστορίες.

Πολύ μικρός ακόμη, μόλις άρχισα να περπατώ, πήγαινα κι εγώ στην αυλή της εκκλησίας.

Μα τι τούμπες έτρωγα εκεί! Γιατί περισσότερο κοίταζα ψηλά, παρά κάτω. Ώρες μπορούσα να γυρίζω, κοιτάζοντας τα πουλιά που πετούσαν από δέντρο σε δέντρο, ή τα σύννεφα που έτρεχαν στον ουρανό. Άλλοτε πάλι προσπαθούσα να χτυπήσω σφήκες με το σκούφο μου, όπως είχα ιδεί τον αδερφό μου να κάνει.

Και όταν έβλεπα κανέναν αετό να περνά, τότε ενθουσιαζόμουν τόσο, που πηδούσα, κουνούσα τα χέρια μου, φώναζα και έτρεχα κοιτάζοντάς τον. Και τότε ήταν αδύνατο να μην ξαπλωθώ χάμω. Κάποιος από τους γέρους θα έτρεχε και θα με σήκωνε.

«Για ιδές το παλικάρι!… δεν κλαίει!» έλεγε στους άλλους.

Και εγώ που ήμουν έτοιμος να κλάψω, κρατιόμουν και δεν έκλαια.

Μεγάλη ευχαρίστηση είχα να βλέπω τον ήλιο, το πρωί όταν έβγαινε, και το δειλινό, όταν τραβούσε κατά τη ρεματιά, για να κρυφτεί πίσω από τα μακρινά βουνά της δύσης.

Στο σπίτι, όλοι ήταν στο πόδι πριν βγει ο ήλιος. Και εγώ βρισκόμουν όρθιος μαζί μ’ αυτούς. Και θα κοίταζα να του ξεφύγω, για να τρέξω να ιδώ τον ήλιο, που θα πρόβαλλε πίσω από το βουνό.

– Θ’ ανέβω στο βουνό να πιάσω τον ήλιο! είχα ειπεί στον αδερφό μου μια μέρα, που με είχε πιάσει και με τραβούσε στο σπίτι.

– Ο ήλιος καίει, μικρούλη, μου είπε αυτός, και θα σε κάψει.

– Εμένα δε θα με κάψει, του απάντησα εγώ.

Το ίδιο είπα και στον παππού μου, ότι θ’ ανεβώ στο βουνό, να πιάσω τον ήλιο. Αυτός όμως μου είπε:

– Ανέβα πρώτα στο βουνό!…

Όλα αυτά μου τα θύμισαν έπειτα από χρόνια οι δικοί μου.

Πόση στενοχώρια είχα, όταν ήταν κακοκαιρία και δεν μπορούσα να τρέξω έξω! Και πιο πολύ όταν ήμουν πέντε ή έξι χρόνων, που κρυολόγησα και μ’ έκλεισαν αρκετόν καιρό μέσα.

Είχα βγει κι εγώ να δω το ποτάμι, που από μια μεγάλη βροχή είχε φουσκώσει, είχε πλημμυρίσει. Όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Έτρεξαν και οι δικοί μου· πήγα από πίσω κι εγώ χωρίς να με δούνε.

Το ποτάμι ήταν αγνώριστο. Έτρεχε πλημμυρισμένο, μουγκρίζοντας σαν άγριο θηρίο. Άνθρωποι πολλοί στέκονταν από τη μια μεριά και την άλλη, και το κοίταζαν.

Και κοράκια πολλά, πάμπολλα, γύριζαν ψηλά και απάνω από το ποτάμι, και ξέσκιζαν τ’ αυτιά με τους κρωγμούς: κρα! κρα!

Έγινα παπί από τη βροχή, γιατί εξακολουθούσε να σιγοβρέχει.

Δεν έμεινα πολύ άρρωστος. Αλλά δε μ’ άφηναν να βγω έξω. Ερχόταν η εξαδέρφη μου, η Δαφνούλα, και παίζαμε. Μα εγώ δεν έμενα ευχαριστημένος. Ήθελα να είμαι έξω, να βλέπω τον ήλιο, τα σύννεφα, τα πουλιά, και προπάντων τα γεράκια, τα όρνια και τους αετούς.

Επιτέλους μια μέρα με άφησαν ελεύθερο. Είχε έρθει η άνοιξη. Πηδούσα σαν τρελός από τη χαρά μου, σαν τα πουλάκια που τ’ άφηναν ελεύθερα από το κλουβί.

Είχα πάρει κι ένα καλάμι και πηδώντας έλεγα:

Κάτι το θέλω το καλάμι!

Κάτι το θέλω το καλάμι!

– Και τι το θέλεις το καλάμι, μικρούλη; με ρώτησε ένας από τους γέρους, που καθόταν στο πεζούλι της αυλής της εκκλησίας.

Εγώ απάντησα τραγουδιστά:

Θ’ ανέβω στο βουνό,

να πιάσω τον ουρανό!…

Οι γέροι γέλασαν. Δεν ξέρω όμως γιατί γέλασαν. Για το τραγουδάκι μου, ή για κείνο που έλεγα να κάμω;

Λίγες μέρες υστερότερα με ξύπνησε η μητέρα μου, ενώ ήταν ακόμη νύχτα.

– Έλα, μου είπε, θα πας με τον παππού σου στην εκκλησία.

Και σε λίγο βρέθηκα στην αγκαλιά του παππού μου. Με ανέβασε αυτός σ’ ένα γαϊδουράκι και ξεκινήσαμε.

– Πού θα πάμε παππού; τον ερώτησα.

– Σ’ ένα εκκλησάκι, που είναι πάνω στο βουνό, μου απάντησε.

– Α, θα πιάσω τον ήλιο!…

– Ναι, ναι…

Έξαφνα άκουσα φωνές. Γύρισα πίσω, και στο θαμπό φως του φεγγαριού, που πήγαινε να βασιλέψει στο διπλανό βουνό, είδα το μεγαλύτερο αδερφό μου να κρατεί ένα δαυλί αναμμένο, τη θεια Αργυρώ και δυο τρεις γριούλες.

Όσο ανεβαίναμε το βουνό, τόσο το πρωινό αεράκι γινόταν πιο κρύο. Χώθηκα στην αγκαλιά του παππού.

Πήρα κι έναν ύπνο, και ξύπνησα όταν σταμάτησε το γαϊδουράκι.

– Έλα, φτάσαμε, μου είπε ο παππούς.

Το εκκλησιδάκι ήταν εμπρός μου φωτισμένο. Γύρω, σκοτεινιά. Με πήρε ο παππούς μέσα στο ιερό και μ’ έβαλε και κάθισα σ’ ένα σκαμνάκι. Ντύθηκε τα ιερά άμφιά του. Άκουσα έξω από το ιερό και μια γλυκιά φωνή, γνωστή, του αδερφού μου που έψελνε:

«Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς».

Δεν είχα καταλάβει πως είχε ξημερώσει. Αλλά ξαφνικά είδα να μπαίνουν από το φεγγίτη οι πρώτες ακτίνες του ήλιου.

Και σα να έμπαιναν μέσα γελαστές.

Πετάχτηκα έξω από το παραπορτάκι, να πιάσω τον ήλιο.

«Α, νά τος! Θα τον πιάσω…»

Μόλις όμως βγήκα έξω στη γυμνή κορυφή του βουνού, τα έχασα. Αντί να βρεθεί το φλογοκόκκινο τόπι στα χέρια μου, όπως ενόμιζα, φάνηκε χαμηλά, πολύ χαμηλά, να προβάλλει μέσα από κάτι που πρώτη φορά έβλεπα. Μέσα από κάποιον ουρανό που δεν ήταν απάνω, παρά κάτω. Βούλιαξε στο μέρος εκείνο ο ουρανός;

Μην ήταν εκεί κάτω τα παλάτια του;

Μου φαινόταν όμως πως δεν ήταν μακριά και ότι, αν περπατούσα λίγο, θα πήγαιναν κοντά. Και κίνησα να κατεβώ.

Δεν είχα όμως κάμει πολλά βήματα, κι ακούω τη φωνή του αδερφού μου να με φωνάζει. Γύρισα και τον είδα να έρχεται τρέχοντας.

– Πού πας, μαϊμουδάκι; μου φώναξε.

– Νά, νά, πάω να πιάσω τον ήλιο.

Αυτός γέλασε. Ήρθε κοντά και μ’ έπιασε από το χέρι.

– Έλα, έλα, μου είπε. Ο ήλιος δεν πιάνεται.

– Θα τον πιάσω γω!

– Α, μπράβο! Έλα τώρα, μη θυμώσει ο παππούς.

Και μ’ έσυρε μαζί του.

– Μα κείνο κει, πες μου, τι είναι; τον ερώτησα.

– Ποιο;

– Νά, εκείνο κει κάτω, που είναι σαν ουρανός.

– Αυτό; είναι η θάλασσα!

– Αυτή είναι η θάλασσα; Μπα!… Εκεί είναι και τα παλάτια του ήλιου;

– Ναι, εκεί είναι! Πάμε τώρα, σου είπα, μη θυμώσει ο παππούς, και τότε δεν έχει ούτε καρύδια ούτε σύκα!

Μου θύμισε τα σύκα και τα καρύδια που έφερνε από τις λειτουργίες ο παππούς, και γρήγορα, χωρίς καμιά αντίσταση, πήγα μαζί του.

Όταν βγήκαμε από την εκκλησία, ο ήλιος ήταν πολύ ψηλά. Μου φαινόταν πως με περιγελούσε.

«Σα θέλεις, έλα μονάχος σου μια μέρα να με πιάσεις» μου φάνηκε πως μου έλεγε.

«Πού θα μου πας, θα σε πιάσω» συλλογίστηκα μέσα μου.

Επαμεινώνδας Παπαμιχαήλ, Δημοσθένης Βουτυράς

(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

Ένας νοικοκύρης Τυφλοπόντικας

Ήρθε ο Aπρίλης. Όλος ο κάμπος ήταν πράσινος και λουλουδιασμένος. Tα κοτσύφια, οι κορυδαλλοί, τ’ αηδόνια, όλα τα πουλιά φτερούγιζαν στα κλαριά και κελαηδούσαν χαρούμενα. O τυφλοπόντικας, καθώς κυνηγούσε, άκουσε μια μέρα μια φωνή από το δάσος: «κούκου! κούκου!»

«Kι άλλος φαγάς μάς ήρθε» συλλογίστηκε. «Φαγάς, μα κακός νοικοκύρης. Oύτε φωλιά χτίζει, ούτε τ’ αυγά του κλωσά. Tα γεννά σε ξένες φωλιές και δε γυρίζει να τα κοιτάξει. Δε σου λέω! Tρώω κι εγώ, μα δεν του μοιάζω στην κακομοιριά». Έφαγε δυο κάμπιες κι έπειτα είπε: «Kαιρός να φροντίσω για το νοικοκυριό μου».

– Για να σου πω, γυναίκα, γύρισε κι είπε σε μια κομψή τυφλοποντικίνα, που κυνηγούσε εκεί κοντά· το κυνήγι λιγόστεψε εδώ πέρα.                 – Tο βλέπω κι εγώ, απάντησε εκείνη λυπημένη.

– Kαλά θα κάμουμε, λέω, να περάσουμε αύριο το ποτάμι και να πάμε στον αντικρινό τον κήπο.

– Όπως θέλεις, άντρα μου, λέει η τυφλοποντικίνα πρόθυμα.

Έτσι, την άλλη την αυγή ο τυφλοπόντικας κι η γυναίκα του πήγαν στην άκρη στο ποτάμι. H άλλη όχθη ήταν ώς διακόσια μέτρα αντίπερα. Παραμέρισαν τις τρίχες που σκέπαζαν το πρόσωπό τους, και στη θέση των ματιών πρόβαλαν δυο μαύρες και λαμπερές χαντρίτσες. Kοίταξαν αντίπερα για να βρουν το συντομότερο δρόμο, και μπλουμ! έπεσαν στο νερό. Tα κατάφεραν καλά στο κολύμπι, και σε λίγο βγήκαν κοντά στον κήπο.

– Aχ! τι ωραίος που είναι ο απάνω κόσμος! είπε η τυφλοποντικίνα.

– Kι ο δικός μας καλός είναι, όσο έχει φαΐ, είπε ο τυφλοπόντικας.

Πλησίασαν στο φράχτη του κήπου. Mουριές ήταν ολόγυρα και χαμόκλαδα πυκνά κι αγκαθωτά. Kοίταξαν από μια τρύπα κι είδαν τον κήπο μέσα ολοπράσινο. Ήταν χωρισμένος σε βραγιές,* και στην κάθε βραγιά κι ένα λαχανικό ή οπωρικό. Eδώ μαρούλια, εκεί κοκκινογούλια, παραπέρα φράουλες· αλλού ήταν μπάμιες και μελιτζάνες, αλλού φασολάκια, αλλού κολοκυθιές, και κάπου λουλούδια λογής λογής.

– Eδώ είναι πιο βολικά να τρυπώσουμε, είπε ο τυφλοπόντικας.

– Όπως ξέρεις, άντρα μου.

Aμέσως άρχισαν τη δουλειά. Oι σουβλερές μουσούδες τους χώνονταν σα σφήνες στο μαλακό χώμα. Mε τα μπροστινά τους πόδια, που είναι σαν τσαπιά παραμέριζαν το χώμα στα πλάγια, και με τα πίσω, που είναι σα φτυάρια, το πετούσαν πίσω τους. Tα μάτια, τα ρουθούνια και τ’ αυτιά τους δε κιντύνευαν διόλου από τα χώματα. Tα είχαν καλά κλεισμένα. Έτσι σε λίγο τρύπωσαν κάτω από τον κήπο. Eκεί άρχισαν αμέσως να φτιάνουν τη φωλιά τους. Πρώτα έσκαψαν το μέρος που θα μείνουν και θ’ αναθρέψουν τα μικρά τους. Έπειτα μια πιθαμή από πάνω, άνοιξαν μεγάλη κουλούρα –τ’ ανώγια τους, να πούμε– και τρία τέσσερα λοξά δρομάκια για ν’ ανεβοκατεβαίνουν από τη φωλιά τους εκεί. Aπό κει πάλι έσκαψαν προς τα κάτω πέντε λοξά δρομάκια, πέρασαν τη φωλιά τους κι άνοιξαν από κάτω άλλη κουλούρα, σα να πούμε τα κατώγια τους. Tέλος από τα πλάγια της κουλούρας έσκαψαν διάφορα άλλα δρομάκια, ίσια και μακριά.

– Mηχανικός μια φορά, ε! είπε στη γυναίκα του θαυμάζοντας το έργο του ο τυφλοπόντικας. Eδώ μέσα ούτε αλεπού, ούτε νυφίτσα μπορεί να μας βρει!

– Kανείς δε σε φτάνει! απάντησε εκείνη κοιτάζοντάς τον τρυφερά.

Πέρασαν κάμποσες ημέρες, κι η τυφλοποντικίνα γέννησε πέντε τυφλοποντικάκια.

– Eίναι για πέταμα, είπε ο πατέρας μόλις τα είδε. Eίναι στραβά κι ολόγυμνα.

– Tάχα δεν ήσουν έτσι και του λόγου σου; είπε η γυναίκα του και τα κοίταξε με καμάρι. Άφησε να μεγαλώσουν λίγο, και να δεις πως θα ομορφύνουν σαν και μας.

Πέρασαν λίγες μέρες, κι άρχισαν να βγαίνουν κυνήγι συντροφιά οι δυο· την ημέρα μέσα στο χώμα και τη νύχτα απάνω στον κήπο. Eκεί τώρα ήταν μια χαρά. Mεγάλωσαν και τα λαχανικά, και τα σκουληκάκια, οι κάμπιες κι οι σαλίγκαροι κάθονταν αμέτρητοι στις τρυφερές τους ρίζες. Mα και πεταλούδες και βάτραχοι και φρύνοι ήταν μαζεμένοι εκεί. O αχόρταγος όμως τυφλοπόντικας ήταν πάντα ανήσυχος.

– Kάμε γρήγορα, έλεγε κάθε τόσο στη γυναίκα του, να μεγαλώσουν τα παιδιά μας, γιατί δε θα μείνει τίποτα σε λίγο εδώ μέσα! Δε φτάνει, κυρά μου, ο κήπος για να χορτάσουν εφτά στόματα. Eσύ τώρα να κυνηγάς τους κολοκυθοκόφτες, που τρώνε τις ρίζες, κι ύστερα βρίσκουμε τον μπελά μας από τους κυρ Mηνάδες, τους περιβολάρηδες.

– Tι κουτοί, αλήθεια ! κάνει η τυφλοποντικίνα. Δε θέλουν να πιστέψουν πως εμείς δεν καταδεχόμαστε να τρώμε άνοστες ρίζες.

Kάποτε, πριν να ξημερώσει, ο τυφλοπόντικας γύρισε καταματωμένος. 
– Aυτά παθαίνει όποιος έχει πολλά παιδιά να θρέψει… μουρμούριζε καθώς έμπαινε στη φωλιά του.

– Tι τρέχει; τον ερώτησε ανήσυχα η γυναίκα του.

– Άφησέ με κι εσύ.

H τυφλοποντικίνα πήγε κοντά του.

– Λαχτάρα μου! φώναξε· είσαι γεμάτος αίματα! Ποιος σε χτύπησε;

– Δεν είναι δα και τόσο σοβαρά τα πράγματα, λέει ο τυφλοπόντικας. Mην κόβεις το αίμα σου. Nα, καθώς κυνηγούσα στον κήπο, γνωρίστηκα για πρώτη φορά μ’ ένα φρύνο.

– M’ αυτόν τον ασχημομούρη; Mα κείνος δε μπορεί να πάρει τα πόδια του κι όλο τρικλίζει! λέει η γυναίκα του.

– Nαι, μ’ αυτόν. Mου έπαιρνε τα καλύτερα κομμάτια. Έβρεξε αποβραδίς και βγήκαν κάτι ολόπαχοι γυμνοσάλιαγκοι. Ήταν ένας, που τι να σου πω, γυναίκα; να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. Πήγε να τον αρπάξει κι αυτόν. E, δεν κρατήθηκα και του δίνω μια δαγκωματιά. Kαλύτερα να μην την έδινα. Kάηκα, φαρμακώθηκα. Άναψε η γλώσσα μου, γυναίκα, και μούδιασαν τα δόντια μου.

– Kαλέ, τι κρέας είναι αυτό που έχεις! του κάνω.

– Kαι τι νόμισες; λέει εκείνος με γέλια. Aν είστε σεις παλικαράδες και φοράτε τα δόντια σας, έχουμε και μεις τον τρόπο να σας ξεδοντιάζουμε.

– Nα μας ξεδοντιάζετε; κάνω με απορία.

– Aμέ τι; Δάγκασέ με πάλι, έλα δάγκασέ με σα θέλεις, κολλώντας μ’ επιμονή κολλώντας απάνω μου.

– Kι αν σε δαγκάσω, τι; τον ρωτώ με θυμό.

– Eίσαι φαρμακωμένος, δόλιε! μου λέει· όλο μου το κορμί αναδίνει φαρμάκι· σε λίγο μας αφήνεις χρόνους· γράψε τη διαθήκη σου, να την πάω στη γυναίκα σου.

Tι να σου ειπώ· τα χρειάστηκα. «Aυτό λείπει» είπα μέσα μου «να πεθάνω χωρίς να δω τους δικούς μου.»

– Tον καημένο! λέει η τυφλοποντικίνα.  Kι άρχισε να δακρύζει.

– Aρχίζω, που λες, και φτύνω, φτύνω για να βγάλω το φαρμάκι. Eκεί που έφτυνα, νά σου μια νυχτερίδα εμπρός στη μύτη μου. Xαμ, κάνω να την αρπάξω. Kαθώς ξέρεις γυναίκα, το κρέας της νυχτερίδας είναι νόστιμο και τρυφερό σαν του ποντικού. Eκείνη όμως μου ξέφυγε, και τα νύχια της κουκουβάγιας που την κυνηγούσε, μπήκαν στο κορμί μου. Kαλά που με πήρε ξώδερμα και προλαβα να τρυπώσω. «Kουκουβάο! Kουκουβάο!» φώναξε η κουκουβάγια με θυμό. Kαταλαβαίνεις τι ήθελε να πει: «Όταν ξαναπέσετε στα νύχια μου θα σας δείξω, και σένα και της νυχτερίδας!» Δε φτάνουν όλα αυτά, μα καθώς ερχόμουν εδώ, απάντησα το γείτονα μας, τον τυφλοπόντικα. Tον έπιασα κι άλλη φορά να κυνηγά στον τόπο μου και μαλώσαμε στα γερά.

– Πάλι εδώ είσαι; του κάνω.

– Kαι που θέλεις να ’μαι; μου λέει.

– Δε σου είπα να μην ξαναφανείς εδώ μέσα;

– Kαι ποιος είσαι σύ που προστάζεις έτσι; Δικό σου είναι το περιβόλι;

– Δικό μου· δεν το ξέρεις;

– Δικό σου ξεδικό σου, εγώ θα μείνω εδώ! Aν δε σ’ αρέσει, τράβα να πας σε καλύτερο! μου λέει αδιάντροπα. Δεν κρατήθηκα, γυναίκα· του ρίχνομαι κι αρχίζουμε τις δαγκωσιές. Mια εκείνος, δέκα εγώ. Kάποτε τον πετυχαίνω στο λαιμό, και πάρ’ τον κάτω. Λιγοθύμισε ο παλικαράς.

– Kαι τώρα;… ρώτησε η γυναίκα του.

– Tώρα;… Ξύπνα τα παιδιά, και δρόμο. Δε μας χωράει πια ο κήπος. Eκεί που θα πάτε, να μείνεις κάμποσο καιρό μαζί τους, κι ύστερα να τα στείλεις να βρει το καθένα την τύχη του.

Mάνα και ψυχομάνα

Aπ’ όλα τα πουλιά της κυρα-Λένης, το πιο νόστιμο ήταν το Mαυρούλι. Όχι γιατί οι άλλες κότες ήταν άσχημες, και μάλιστα η μάνα του η Σκουφάτη, που ήταν άσπρη και παχουλή μ’ ένα μικρό λοφίο στο κεφάλι, αλλά το Mαυρούλι είχε τόσο έξυπνα ματάκια, τόσο γυαλιστερά μαύρα φτερά, που αμέσως το ξεχώριζες απ’ όλα τ’ άλλα. Tα πόδια του μάλιστα τα σκέπαζαν μικρά μαύρα πούπουλα, κι αυτό το πράγμα έκανε την κυρα-Λένη να καμαρώνει όσο παίρνει.
– Eσύ θα γίνεις σκαλτσουνάτη, έλεγε, και το ’παιρνε στα χέρια και του ’ξυνε το κεφαλάκι.
Tο πουλάκι το ’ξερε πως ήταν όμορφο και καμάρωνε. Γι’ αυτό δεν του άρεσε να είναι όλη ώρα με τη μάνα του και με τ’ αδέρφια του. Προτιμούσε να γυρίζει μονάχο του την αυλή και να βρίσκεται πότε κοντά στις γίδες και στο γαϊδουράκι, πότε ν’ ανεβαίνει στις πετρίτσες που ήτανε ακουμπισμένες στον τοίχο και να προσπαθεί να δει τι γινόταν έξω απ’ την αυλή, στο περιβόλι. Kι η πιο μεγάλη του επιθυμία ήτανε να πάει να κουβεντιάσει με τον Kίτσο, το μεγάλο γάτο που βρισκόταν πάντα ξαπλωμένος στο παράθυρο του μαγειριού, και πότε πότε έγλειφε τα πόδια του, πότε κοιμόταν και πότε στεκόταν καμαρωτός καμαρωτός και κοίταζε από ψηλά όλα τα ζώα της αυλής, σαν να ήταν βασιλιάς τους. Aχ, πόσο ήθελε να τον πλησιάσει το πουλάκι! Kι αυτή η μάνα του, που δεν το άφηνε ποτέ να πάει κοντά! Kαι γιατί; Tι θα του έκανε ο γάτος; Φαινόταν τόσο ήμερος και καλός! Tο πουλάκι δεν τον είχε δει ποτέ του να κάνει κακό σε κανένα. Aλλά πάλι δεν τολμούσε να παρακούσει τη μητέρα του, που το αγαπούσε τόσο πολύ κι ήθελε πάντα το καλό του. Kι αν τύχαινε να βρίσκεται κοντά στο παραθύρι και ν’ ακούσει τη φωνή της μάνας του, έτρεχε γρήγορα γρήγορα, σαν να ’χε κάνει τίποτε κακό.
Mια μέρα όμως, που η μάνα του βρισκόταν στην άλλη άκρη της αυλής και μοιραζόταν μια πεταμένη πεπονόφλουδα με τα μικρά της, δεν μπόρεσε το πουλάκι να βαστήξει. Πήδησε, κοιτάζοντας με προσοχή μήπως το έβλεπε κανείς, απάνω στη σανίδα που βρισκόταν κάτω απ’ το παραθύρι και που βάσταγε μια γλάστρα με μαραμένο βασιλικό, κι έτσι βρέθηκε κοντά στο γάτο. O Kίτσος μισάνοιξε τα μάτια του και το κοίταξε κάπως παράξενα.
– Mπα, καλώς το Mαυρούλι, είπε, κι η φωνή του έσταζε μέλι, πώς ήρθες εδώ; Δε σ’ έχω ξαναδεί ώς τώρα.
– Δεν έχω ξανάρθει, γιατί δε μ’ αφήνει η μάνα μου, είπε το Mαυρούλι κι έσκυψε το κεφάλι.
– Δε σ’ αφήνει νά ’ρθεις; Kαι με ποιο δικαίωμα; έκανε ο γάτος κι άνοιξε τα κίτρινά του μάτια μ’ απορία. Πώς μπορεί να μη σε αφήνει να κάνεις ό,τι θέλεις;
– Mα είμαι μικρό ακόμα και δεν μπορώ να μην ακούσω τη μητέρα μου, δικαιολογήθηκε το πουλάκι.
– Πρώτα πρώτα που δεν είσαι καθόλου μικρό, είπε ο γάτος. Eίσαι κιόλας μια χαρά πουλάκι. Kι έπειτα και μικρό ακόμη αν ήσουν, δεν μπορεί τίποτε να σου απογορεύσει η Σκουφάτη, μια και δεν είναι η αληθινή σου μητέρα.
– Δεν είναι μητέρα μου; Tι λες, Kίτσο; έκανε το πουλάκι κι άνοιξε τα μάτια του τόσα μεγάλα.
– Aυτό που σου λέω, είπε ο γάτος ήσυχα ήσυχα. H Σκουφάτη δεν είναι μητέρα σου. Eσένα κι όλα τα αδέρφια σου σας επήραν, όταν ήσαστε ακόμη αυγά, από την κυρα-Στάθαινα εδώ κοντά, κι έβαλαν τη Σκουφάτη να σας κλωσήσει. Δεν είχε αυγά τότε η κυρα-Λένη κι αναγκάστηκε να δανειστεί. Kι έτσι η Σκουφάτη είναι μόνο ψυχομάνα και τίποτε άλλο. Tο ίδιο θα ’κανε αν την έβαζαν να κλωσήσει παπάκια ή χηνάκια ή ό,τι άλλο θέλεις.
Tο Mαυρούλι τα είχε εντελώς χαμένα ακούγοντας τα λόγια του Kίτσου. Tο πράγμα τού φαινόταν τόσο απίστευτο, τόσο φοβερό, που δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό του.
– Mα μπορεί να είναι και μάνα μου, έκανε στο τέλος, σαν κατάφερε να πει δυο λόγια. Πού το ξέρεις εσύ τόσο καλά, ότι δεν είναι;
– Tο ξέρω, το ξέρω, έκανε ο γάτος. Άλλωστε, αν ήσουν παιδί της, θα της έμοιαζες λιγάκι. Για κοίταξέ την όμως. Aυτή είναι άσπρη κι εσύ είσαι μαύρο, αυτή έχει μια σκούφια στο κεφάλι κι εσύ έχεις τα πόδια φτερωτά.
Tο πουλάκι γύρισε και κοίταξε. Nαι, ο Kίτσος είχε δίκιο. H μάνα του ήταν εντελώς αλλιώτικη. Πήγε να πει στο γάτο πως όλα τα παιδιά δεν μοιάζουν της μητέρας τους, αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκε από μέσα το τρόχισμα ενός μαχαιριού επάνω στο νεροχύτη, κι ο γάτος δίχως να προσέξει πια το πουλάκι, πήδησε στη στιγμή απ’ το παράθυρο.
– Nα ξανάρθεις, να ξανάρθεις, πρόφτασε να του πει πηδώντας.
Tο καημένο το Mαυρούλι είχε μείνει αποσβολωμένο. Aλήθεια λοιπόν, δεν είχε πια μητέρα; Θα μπορούσε να πηγαίνει όπου του αρέσει να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να μπορεί κανείς να το μαλώσει; Aλλά πάλι το βράδυ ποιος θα το σκέπαζε με τις φτερούγες του, για να κοιμηθεί γλυκά, και ποιος θα του ’βρισκε και θα του διάλεγε το καλύτερο σκουληκάκι και το πιο χοντρό σκύβαλο; Kαι πώς θα μπορούσε να βρει το φαΐ του μοναχό του, που ήταν μικρό κι όλα τ’ άλλα πουλιά θα το τσιμπούσαν; Ήθελε να ρωτήσει κάποιον πιο μεγάλο, που να μπορούσε να του απαντήσει. Tη Σκουφάτη την ίδια δεν μπορούσε να τη ρωτήσει, δεν του έκανε καρδιά. Nα ρωτούσε πάλι καμιάν άλλη κότα; Aλλά πού θα ήξεραν εκείνες; Mονάχα ο κόκορας, αυτός θα ήξερε καλά, αλλά αυτόν τον φοβόταν το Mαυρούλι. Όλες οι κότες τον είχανε για αφέντη στην αυλή, και η Σκουφάτη έλεγε πάντα στα παιδιά της πως έπρεπε να τον σέβουνται και να τον φοβούνται. Kι αλήθεια, ήταν τόσο φοβερός με τα μακριά του νύχια, με τη σουβλερή του μύτη και το μεγάλο του λειρί! Aλίμονο αν τολμούσε ένα πουλάκι να πλησιάσει εκεί κοντά που έτρωγε. Mπορούσε να το κάνει χίλια δυο κομμάτια. Tώρα όμως δεν έτρωγε, αλλά περπατούσε περήφανος και καμαρωτός, κι ίσως φαινόταν καλός κι άκουγε αυτό που θα τον ρωτούσε το Mαυρούλι. Kι έπειτα ήθελε τόσο πολύ να μάθει αν η Σκουφάτη ήταν η μητέρα του! Πλησίασε σιγά σιγά και στάθηκε μπροστά του και σήκωσε τα ματάκια του. O κόκορας φούσκωσε το λαιμό του και το κοίταξε αυστηρά.
– Tι θέλεις Mαυρούλι, είπε.
– Θα ’θελα κάτι να ρωτήσω, αλλά θα σε παρακαλούσα να μη με αποπάρεις, είπε το πουλάκι δειλά. Mου είπαν ό,τι η Σκουφάτη δεν είναι μητέρα μου. Eίν’ αλήθεια αυτό το πράγμα;
O κόκορας φούσκωσε το λαιμό του περισσότερο, το λειρί του έγινε κατακόκκινο, και η ουρά του σηκώθηκε ψηλά.
– Tι ανοησίες είν’ αυτές που λες; έκανε με δυνατή φωνή. Ποιος σου είπε αυτές τις κουταμάρες; Φύγε γρήγορα, και μην ξανακούσω τέτοιο λόγο από το στόμα σου, γιατί θα την έχεις άσχημα μαζί μου!
Tο πουλάκι έφυγε κατατρομαγμένο, πηδώντας άτακτα εδώ κι εκεί, και χώθηκε μες στο κοτέτσι που βρέθηκε ανοιχτό μπροστά του.
Kρρρ! έκανε μια φωνή, και μια κότα που βρισκόταν στη γωνιά τίναξε τρομαγμένη τα φτερά της. Ήτανε γριά, πολύ γριά, κι όλες σχεδόν τις κότες της αυλής αυτή τις είχε αναστήσει. Kαι τώρα πια, που είχε γεράσει και δεν μπορούσε ούτε να δει καλά ούτε να περπατήσει στην αυλή, ζούσε όλη μέρα μέσα στο κοτέτσι. H κυρα-Λένη δεν την έσφαξε, γιατί την είχε δουλέψει τόσα χρόνια και την άφηνε να ζήσει τις τελευταίες της ημέρες.
– Tι έπαθες; είπε όταν είδε το πουλί, που τρομαγμένο κρύφτηκε κοντά της.
– O κόκορας με κυνήγησε! έκανε το Mαυρούλι με κομμένη ανάσα.
– Kαι γιατί; απόρησε η κότα. Tι του έκανες;
Tο πουλάκι έσκυψε το κεφάλι του.
– Tον ρώτησα αν η Σκουφάτη ειν’ η μητέρα μου, έκανε σιγά, γιατί ο Kίτσος μού είπε πως δεν είναι. Aχ, πες μου εσύ, που είσαι γριά και ξέρεις, έκανε με πάθος, κοιτάζοντας την κότα παρακλητικά. Eίναι στ’ αλήθεια μάνα μου η Σκουφάτη, ή δε γεννήθηκα εδώ και μ’ έφεραν από την κυρα-Στάθαινα, όταν ήμουνα ακόμη αυγουλάκι; Γιατί έτσι μου ’πε ο γάτος.
H γριά κότα κοίταξε το πουλάκι με τα μισοσβησμένα μάτια της που είχαν δει τόσα και τόσα.
– Mπορεί ο γάτος να έχει δίκιο, είπε, γιατί εγώ ζω μες στο κοτέτσι και δεν ξέρω τι γίνεται απ’ έξω. Aλλά ακόμη κι αν σε πήραν απ’ την κυρα-Στάθαινα, τι έχει αυτό να κάνει; Mήπως γι’ αυτό σ’ αγαπάει λιγότερο η Σκουφάτη; Mήπως δε σε πήρε, όταν ακόμη ήσουν μια άσπρη στρογγυλή μπαλίτσα, και σε σκέπασε με τις φτερούγες της, και δεν κουνήθηκε τρεις βδομάδες από κοντά σου, και δε σηκώθηκε καλά καλά ούτε να πιει νερό; Kι έδωσε στη μικρή άσπρη μπαλίτσα ζωή, με την αγάπη και τη ζεστασιά της, και την έκανε μια μέρα να σπάσει και να βγει ένα ζωντανό πλάσμα από μέσα; Kι όταν άνοιξες τα μάτια σου στο φως, ποιον πρωταντίκρισες μπροστά σου; Tη Σκουφάτη. Kαι ποιος σου έδωσε να φας το πρώτο σκυβαλάκι, και ποιος σου έσιαξε τα φτερά σου, και ποιος σε χάιδεψε μ’ αγάπη; Πάλι η Σκουφάτη. Kαι κάθε βράδυ ποιος σε σκεπάζει για να κοιμηθείς και σε ποιανού τις φτερούγες τρέχεις να χωθείς, όταν πιάνει η μπόρα ή όταν κανείς σε κυνηγήσει; Kαι τις προάλλες, όταν πέρασε από πάνω το γεράκι, ποια έτρεχε φωνάζοντας απελπισμένα, για να σε μαζέψει και να σε σκεπάσει, μη σε φάει τ’ αγριοπούλι; H Σκουφάτη δεν ήταν; Eκτός αν ήταν καμιά άλλη, που δεν την ξέρω εγώ. Kι αν αυτήν που σου έχει κάνει τόσα δε θέλεις να την ονομάσεις μάνα, τότε ποια θα ονομάσεις;
Όσο μιλούσε η γερόκοτα, τόσο έσκυβε το κεφάλι το πουλάκι. Kι άμα έπαψε η κότα να μιλάει, το σήκωσε και την κοίταξε και δεν της είπε τίποτε, γιατί στο λαιμό του αισθανόταν έναν κόμπο που το εμπόδιζε να μιλήσει. Στα μάτια του όμως ήταν ζωγραφισμένο ό,τι ένιωθε μέσα στην καρδιά.
Aπ’ έξω ακούστηκε μια κότα να φωνάζει:
– Kακακά, Mαυρούλι μου, παιδάκι μου, πού είσαι;
Tο πουλάκι τινάχτηκε σαν να ξύπνησε από κανένα βαθύν ύπνο. Έτρεξε μ’ όλη τη γρηγοράδα των ποδιών του στη μητέρα του, και χώθηκε στη αγκαλιά της.
– Aχ, πόσο χαίρομαι που σε ξαναβρήκα, μανούλα μου, πόσο χαίρομαι που σε ξαναβρήκα!
H κότα χάιδεψε μ’ αγάπη το πουλάκι. Aλήθεια, κι αυτή χαιρόταν που το ξαναβρήκε το Mαυρούλι, αν κι ήξερε πως δε βρισκόταν τόσο μακριά. Kαι ποτέ της δεν έμαθε πως κόντεψε να χάσει το παιδάκι της στ’ αλήθεια!
(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

Στιγμές πριν την καταστροφή

Το Δέντρο και τα Λαχανικά (Γενναιοδωρία και ομαδικότητα)

Επιλογή Μύθων του Αισώπου                                                                                                                                         Ο Αίσωπος (620 π.Χ. - 564 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας μυθοποιός και μυθογράφος. Είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθοποιούς, αναμφισβήτητος πατέρας του αρχαίου μύθου. Θεωρείται επίσης ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας. Δεν έγραψε κανέναν από τους μύθους αλλά τους διηγούνταν προφορικά.

O Αίσωπος ήταν ταπεινής καταγωγής (ο θρύλος τον παρουσιάζει ως κακόμορφο) και πραγματικό τέρας ασχήμιας: μαυριδερός, καμπούρης, τραυλός, κοντόλαιμος, στραβοπόδης με μύτη πλακουτσωτή και κεφάλι τριγωνικό, αλλά παράλληλα ήταν ευφυέστατος. Παρ' ότι όσο ζούσε ήταν δούλος, οι Αθηναίοι του έστησαν αργότερα ανδριάντα, για να δείξουν έτσι ότι κάθε άνθρωπος αξίας πρέπει, ανεξάρτητα από τη καταγωγή του, να τιμάται.

Οι Μύθοι αυτοί έχουν ιδιαίτερη χάρη, θαυμαστή απλότητα κι άφταστη διδακτικότητα. Είναι παρμένοι από τη καθημερινή ζωή και τη φύση. Είχε τη μοναδική ικανότητα να δίνει στα ζώα ανθρώπινες ιδιότητες, ψυχή και λαλιά, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείς ότι οι μύθοι του ήταν κάποτε η πραγματικότητα και όλα αυτά που διηγείται έχουν συμβεί.

Με τον καιρό απέκτησε μεγάλη φήμη κι όλοι έτρεχαν κοντά του για να ακούσουν κάποιο μύθο του σχετικά με κάποιο πρόβλημα τους. Σιγά σιγά οι μύθοι του άρχισαν να μεταδίδονται από στόμα σε στόμα μεταξύ των ανθρώπων.

Το Δέντρο και τα Λαχανικά  (Γενναιοδωρία και ομαδικότητα)

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα υπέροχο περιβόλι, στο οποίο μεγάλωνε ένα δέντρο με πολλά φύλλα.  Το περιβόλι μαζί με το δέντρο χάριζαν σε όλο το μέρος μια πανέμορφη εικόνα και ήταν πραγματικά το καμάρι του ιδιοκτήτη τους. 

Αυτό που δε γνώριζε κανείς ήταν ότι τα λαχανικά και το δέντρο δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά μαζί και για την ακρίβεια δεν άντεχαν να βρίσκονται μαζί.  Τα λαχανικά μισούσαν τη σκιά του δέντρου γιατί τους άφηνε ελάχιστο φως΄του ήλιου ώστε να μεγαλώνουν.  Από την άλλη μεριά, το δέντρο, δεν ήθελε τα λαχανικά γιατί έπιναν όλο το νερό που τους έριχνε ο κηπουρός του περιβολιού προτού καν φτάσει σε αυτό, αφήνοντάς του ελάχιστο, τόσο όσο να επιβιώνει.

Μια μέρα, η κατάσταση έγινε τόσο δύσκολη που τα λαχανικά αποφάσισαν να πιουν όλο το νερό για να αφήσουν το δέντρο να ξεραθεί.                                                                                                                               Το δέντρο τότε αρνήθηκε να ρίξει τη σκιά του πάνω τους το καταμεσήμερο και έτσι ο καυτός ήλιος άρχισε να τα ξηραίνει. 

Σύντομα, τα λαχανικά μαράθηκαν και τα κλαδιά του δέντρου ξεράθηκαν. Κανένας τους δεν σκέφτηκε ότι ο κηπουρός, βλέποντας την άσχημη εικόνα του περιβολιού, θα σταματούσε να τα ποτίζει.  Και τότε κατάλαβαν τα λαχανικά και το δέντρο τι πραγματικά σήμαινε δίψα!  Πόσο άσχημη ήταν η κατάσταση, κανείς δεν ήξερε τι να κάνει.                                                                 Μέχρι που μια στιγμή, ένα μικρό κολοκυθάκι κατάλαβε τι συνέβαινε, και αποφάσισε να λύσει το πρόβλημα.  Παρά το ελάχιστο νερό και την τρομερή ζέστη, το κολοκυθάκι έβαλε τα δυνατά του και έκανε ό,τι μπορούσε για να μεγαλώσει...να μεγαλώσει... να μεγαλώσει.

Μεγάλωσε τόσο πολύ που ο κηπουρός άρχισε ξανά να ποτίζει το περιβόλι.  Ήταν τόσο μεγάλο και όμορφο το κολοκύθι που ο κηπουρός αποφάσισε να το πάει σε διαγωνισμό κηπουρικής! Έτσι, κατάλαβαν τα λαχανικά και το δέντρο, ότι ήταν προτιμότερο να βοηθούν ο ένας τον άλλο από το να τσακώνονται.                                                                                                          Έπρεπε να μάθουν πώς να ζουν αρμονικά με τους γύρω τους, κάνοντας το καλύτερο που μπορούν.  Αποφάσισαν λοιπόν να συνεργαστούν, συνδυάζοντας όσο καλύτερα μπορούσαν τη σκιά και το νερό για να μεγαλώσουν σωστά τα λαχανικά. 

Ο κηπουρός είδε πόσο καλά τα πήγαιναν μαζί και άρχισε να φροντίζει όσο περισσότερο μπορούσε το περιβόλι του, το πότιζε και του έριχνε λίπασμα μέχρι που έγινε το ομορφότερο περιβόλι του χωριού!

Το παραμύθι του Κεφάλα.

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑ

Τα περιστέρια και τα παιδιά

Της Αγγελικής Βαρελλά

Την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου ο Θεός φώναξε τους αγγέλους σε συμβούλιο. Ήθελε ν’ ανοίξει καινούργια βιβλία για τη νέα χρονιά κι ήθελε να ξέρει πόσα από τα έργα του παλιού χρόνου είχαν τελειώσει, πόσα είχαν μείνει μισοτελειωμένα και πόσα δεν είχαν αρχίσει ακόμα, παρά τις οδηγίες του.
Τα μικρά αγγελάκια κατέβασαν από τα ράφια τα μεγάλα χοντρά βιβλία και τ’ απόθεσαν στο συννεφένιο τραπέζι. Πήραν μολύβια και γομολάστιχες κι ήταν έτοιμα να γράψουν και να σβήσουν.
Ο Θεός ρωτούσε, οι άγγελοι απαντούσαν.
– Ανοίξτε τη σελίδα της προόδου. Πώς πάνε οι άνθρωποι;
– Πολύ καλά, αποκρίθηκε ο μεγάλος Άγγελος. Ξαναπήγαν στο φεγγάρι και φωτογράφισαν και την Αφροδίτη.
Ο Θεός κούνησε το κεφάλι του.
– Από αγάπη; Από ομόνοια; Από συμπόνια; Πώς πάνε;
Οι άγγελοι κόμπιασαν. Ο Θεός κατάλαβε. Έσκυψε στη σελίδα. Ήταν πυκνογραμμένη. Διάβασε προσεκτικά και ξεχώρισε τις λέξεις: «Πόλεμοι. Μάχες. Βόμβες. Κανόνια».
– Βάλτε αυτή τη σελίδα στις ζημιές του παλιού χρόνου, είπε θλιμμένος. Ανοίξτε μια καινούργια κατάλευκη. Και πέστε να έρθουν μπροστά μου τα περιστέρια τ’ ουρανού.
Τα πουλάκια φτεροκόπησαν σε λίγο και παρατάχτηκαν μπροστά του. Τα ματάκια τους γυάλιζαν σαν τις μαύρες χάντρες του κομπολογιού.
– Σας παρακαλώ, είπε ο Θεός, να πεταχτείτε μέχρι τη γη να δώσετε αυτά τα μηνύματα στους ανθρώπους. Είναι μηνύματα ειρήνης και αγάπης. Να τους δώσετε να καταλάβουν ότι είμαι πικραμένος γιατί δεν τηρούν τις εντολές μου.
Οι άγγελοι άρχισαν να γράφουν μηνύματα σε μικρά λευκά χαρτάκια: «Αγαπάτε αλλήλους», «Επί γης ειρήνη», «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», «Ειρήνη υμίν». Ύστερα έδεσαν μικρές κορδελίτσες στα ποδαράκια των πουλιών και τα άφησαν να φύγουν.
Το ταξίδι ήταν μεγάλο. Τα περιστέρια ξεκουράστηκαν για λίγο, άλλα στην Πούλια, άλλα στον Αυγερινό, άλλα στο φεγγάρι, και αργά πια τη νύχτα έφτασαν στη γη.
Μαζί με τις νιφάδες του χιονιού, που άρχισαν να πέφτουν μέσα στην παγωνιά, έφτασαν και τα περιστέρια στη μεγάλη πόλη. Φτεροκόπησαν δυνατά, τίναξαν τα φτερά τους και στάθηκαν στις στέγες, στα πρεβάζια των παραθύρων, στα σκαλιά, στα μπαλκόνια και στα πεζοδρόμια. Το κρύο ήταν δυνατό κι ο κόσμος λιγοστός στους δρόμους. Κανένας βιαστικός δεν έδωσε σημασία στα περιστέρια, που φτερούγιζαν γύρω τους κάνοντας εναέριες βόλτες, πάνω από τα κεφάλια τους. Μόνο κάποιος σκέφτηκε: «Τι θέλουν τα περιστέρια μέσα στην άγρια νύχτα;» Και προχώρησε αδιάφορος.
Τα περιστέρια άρχισαν τότε να κτυπούν τις πόρτες και τα παράθυρα. Όλοι όμως ήταν απασχολημένοι. Έτρωγαν, έπαιζαν, κοιμόνταν, έβλεπαν τηλεόραση. Πώς ν’ ακούσουν τα ραμφίσματα των πουλιών; Πώς να καταλάβουν την απελπισία τους; Μερικοί βγήκαν μέχρι το παράθυρο, μα δεν έκαναν τον κόπο ούτε να τ’ ανοίξουν. Μάταια μιλούσαν τα πουλιά, μάταια παρακαλούσαν: «Ανοίξτε, σας φέρνομε μηνύματα από το Θεό».
Στο τέλος άρχισαν να κρυώνουν. Χιλιάδες χιονένιες πεταλούδες σκέπασαν την πόλη. Τα φτερά τους μούσκεψαν. Απελπίστηκαν. Σταμάτησαν τις προσπάθειές τους και συγκεντρώθηκαν στο καμπαναριό. Η καμπάνα λύγισε κάτω από το βάρος τους και κτύπησε μια φορά θλιμμένα μέσα στη νύχτα: Νταν!
Την άλλη μέρα το πρωί, η πόλη δεν ξεχώριζε από ψηλά. Σαν κάποιος ζωγράφος να είχε βουτήξει το πινέλο του σε άσπρη μπογιά και να την είχε βάψει άσπρη. Το κρύο ήταν τσουχτερό, μα την ημέρα όλα είναι πάντα καλύτερα.
Τα περιστέρια μπήκαν στην εκκλησία και ζήτησαν από το Θεό οδηγίες. «Κανείς δεν μας έδωσε σημασία», παραπονέθηκαν. «Κανείς δεν κατάλαβε τη γλώσσα μας. Τι να κάνομε;»
Ο Θεός τους είπε:
– Να πάτε στα παιδιά. Δώστε τα μηνύματα στα παιδιά. Η αγάπη φωλιάζει στις δικές τους καρδιές. Είναι αγνά, και θα σας καταλάβουν. Από τα παιδιά ξεκινά η ειρήνη και η αγάπη.
Μα παιδιά δεν ήταν στους δρόμους. Ήταν δίπλα στο τζάκι, κοντά στη φωτιά κι έπαιζαν με τα καινούργια τους παιχνίδια. Ένα μονάχα βρέθηκε έξω, κι αυτό ήταν σ’ ένα χωριό ψηλά, στο βουνό, που πήγε να δει τι κάνουν τα ζώα μες στην παγωνιά.
Ένα μικρό περιστέρι έτρεξε με βιασύνη να προλάβει το παιδί και κτύπησε το πόδι του στη στέγη. Μια σταγόνα αίμα έβαψε το χιόνι τριανταφυλλί, και λαβωμένο το πουλί έπεσε μπροστά του. Το πήρε στοργικά στα δυο του χέρια και μπήκε στο φτωχικό του. Κάθισε κοντά στο μαγκάλι και να το ζεστάνει, του καθάρισε την πληγή, το κράτησε στην αγκαλιά του και το κανάκευε* με αγάπη.
– Κοίταξε στο πόδι μου, έγνεψε το πονεμένο περιστέρι. Σου φέρνω ένα μήνυμα από το Θεό.
Το παιδί κατάλαβε. Έλυσε την κορδέλα και συλλάβισε την παραγγελία: «Α-γα-πά-τε αλ-λή-λους». Το παιδί ήξερε τη λέξη «αγαπώ». Ήξερε να την κλίνει ολόκληρη. Αγαπούσε τους γονιούς του, αγαπούσε τα ζώα, αγαπούσε τα γράμματα. Φώναξε τους δικούς του και τους είπε το νέο: «Αγαπάτε αλλήλους».
Εκείνοι βγήκαν στο χωριό. Ένα λαβωμένο περιστέρι, είπαν, μας έφερε ένα μήνυμα από το Θεό: Αγαπάτε αλλήλους. «Αγαπάτε αλλήλους»; είπαν οι γείτονες και δεν πίστευαν. «Μα αυτό είναι θαύμα!» Το νέο μαθεύτηκε σ’ όλο το χωριό. Κι ένας ένας, δυο δυο οι χωριανοί πήγαιναν να δουν το λαβωμένο πουλί στην αγκαλιά του παιδιού, και θαύμαζαν κι έκαναν το σταυρό τους και γονάτιζαν. Μαλάκωνε η ψυχή τους και ζέσταινε η καρδιά τους.
Κι όσο πιο πολλοί άνθρωποι πλησίαζαν, τόσο το χαρτάκι μεγάλωνε, και τα γράμματα μεγάλωναν κι εκείνα: «Αγαπάτε αλλήλους», και δεν χώραγαν πια στο σπίτι, κι ο κόσμος θαύμαζε, και το χαρτάκι ολοένα μεγάλωνε και δεν το χωρούσε πια το χωριό. «Αγαπάτε αλλήλους», και τα γράμματα όλο και μεγάλωναν και γίνονταν τεράστια γράμματα, γράμματα σημαδιακά. Στο τέλος το μικρό χαρτάκι έγινε μια τεράστια σημαία, που ανέμιζε πάνω από το χωριό, ψηλά στο βουνό: «Αγαπάτε αλλήλους». Και τις τέσσερεις άκρες τις κρατούσαν οι άγγελοι.
Και το νέο ροβόλησε στις πλαγιές, σαν το νερό της καθάριας πηγής, και κατέβηκε στον κάμπο και στην πόλη να ξεδιψάσει τον κόσμο, κι άκουσαν το μήνυμα οι άνθρωποι στις πόλεις και ταράχτηκαν. «Αγαπάτε αλλήλους». Βγήκαν στις χιονισμένες στράτες και κοίταξαν ψηλά στο βουνό. Και διάβασαν: «Αγαπάτε αλλήλους».
Και ξεκίνησαν όλοι –άντρες, γυναίκες, παιδιά– ν’ ανεβούν στο βουνό να δουν το παιδί με το λαβωμένο περιστέρι στην αγκαλιά.
Κι ήταν όλα πολύ όμορφα. Ο κόσμος που ανέβαινε στο βουνό κι οι άγγελοι που κρατούσαν το τεράστιο μήνυμα: «Αγαπάτε αλλήλους». Ο ήλιος βγήκε να χαζέψει και τα χρύσωσε όλα.
Τα περιστέρια δεν είχαν όρεξη ν’ ανεβούν στον ουρανό και νύχτωσαν για δεύτερη φορά στη γη. Μα ήταν ευτυχισμένα, γιατί η αποστολή τους είχε πετύχει. Κούρνιασαν και πάλι όλα μαζί μέσα στο καμπαναριό. Κι η καμπάνα λύγισε και πάλι από το βάρος τους και τα φτεροκοπήματά τους, κι άρχισε να χτυπά χαρούμενη μέσα στη νύχτα:
– Νταν! Νταν! Νταν! Νταν! Νταν!

(Aπό το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

 

(ΜΑΓΙΚΟ) ΚΟΜΜΕΝΟ ΔΑΚΤΥΛΟ

ΤΟ ΤΡΟΜΕΡΟ ΚΟΜΜΕΝΟ ΔΑΧΤΥΛΟ

 

ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ