Το Γαϊτανάκι

 

Μια φορά, δεν πάει καιρός, ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό, κάπου εδώ κοντά, ένας άνθρωπος πολύ σοφός και πολύ γέρος. Η πλάτη του ήταν σκυφτή, τόσο σκυφτή, που η άσπρη του γενειάδα άγγιζε τη γη. Είχε διαβάσει τα βιβλία όλου του κόσμου και είχε μάθει τις γλώσσες όλων των ανθρώπων. Ζούσε απόμερα, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, ολομόναχος. Στον κήπο του φύτρωναν κι άνθιζαν όλων των λογιών τα λουλούδια: τριαντάφυλλα, τουλίπες, μαργαρίτες, κυκλάμινα, ζουμπούλια κι όμορφα κατακόκκινα γαρίφαλα.
Οι συχωριανοί του πολύ τον αγαπούσαν κι όλοι τον φώναζαν: ο κυρ Νικόλας ο Γαρίφαλος. Κάποιο δειλινό, όταν ο ήλιος καλησπέριζε τη νύχτα που σκαρφάλωνε πίσω από το βουνό, τρία κοριτσάκια πέρασαν μπροστά από τον κήπο του κυρ Νικόλα, τραγουδώντας τούτο το όμορφο τραγούδι:Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
Ο γερο-σοφός, κείνη την ώρα, πότιζε τα λουλούδια του. Σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε στα παιδιά. Το γέρικο ρυτιδιασμένο χέρι του τους έγνεψε φιλικά.
– Καλησπέρα, κυρ Νικόλα, του φώναξαν τα κοριτσάκια, και χάθηκαν στη στροφή του δρόμου.
Όταν τέλειωσε το πότισμα, ο κυρ Νικόλας μπήκε στο σπίτι του και κάθισε στο γραφείο του. Μια στοίβα χοντρά βιβλία τον περίμενε. Έπρεπε να τα διαβάσει… Τι παράξενο όμως, εκείνο το βράδυ, όσο κι αν πάσχιζε να συγκεντρωθεί, δεν τα κατάφερνε. Ο λογισμός του έτρεχε αλλού: στα τρία κοριτσάκια, στο τραγούδι τους.
Χρόνια τώρα ζούσε ευτυχισμένος με τα βιβλία του, τα λουλούδια του, ολομόναχος, και ξάφνου η μοναξιά τού φάνηκε αβάσταχτη. Κατάλαβε πως η ζωή του έφτανε στο τέρμα της, νοστάλγησε τα νιάτα του.
Ήταν πολύ λυπημένος εκείνο το βράδυ ο καλός κυρ Νικόλας. Κουνούσε το χιονισμένο του κεφάλι και μιλούσε δυνατά: «Είμαι μόνος, κανένας δεν μπορεί να με βοηθήσει, κανέναν δεν μπορώ να βοηθήσω με τις χίλιες γνώσεις μου. Είμαι άχρηστος. Ας ήμουν τουλάχιστο νέος, ας είχα τη δύναμη να ξανάρχιζα τη ζωή μου, θα μπορούσα…»
Μονομιάς το πρόσωπο του κυρ Νικόλα φωτίστηκε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα κι άρχισε να χώνει βιαστικά κι ανάκατα μέσα σε μια βαλίτσα τα πράματά του. Λίγα ρούχα, το χτένι του, το σαπούνι, ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες, τις παντόφλες του…

  Την άλλη μέρα το πρωί, οι χωριανές, ανοίγοντας τα παραθυρόφυλλά τους, είδανε ξαφνιασμένες τον κυρ Νικόλα, που ποτέ δεν είχε βγει τόσο νωρίς, να κατευθύνεται προς το σταθμό του τρένου.
«Πού να πηγαίνει ο γερο-Γαρίφαλός μας;» αναρωτήθηκαν.
Ο σταθμάρχης τον χαιρέτησε με σεβασμό και τον βοήθησε ν’ ανέβει στο βαγόνι. Ακούστηκε ένα σφύριγμα, η ατμομηχανή ξεφύσηξε δυνατά, κι οι τεράστιες ρόδες άρχισαν να κυλάνε πάνω στις σιδερένιες ράγες. Ώρες πολλές, τσαφ-τσουφ-τσαφ-τσουφ, και το τρένο έφτασε στη μεγάλη πόλη με τους πολλούς ανθρώπους και τα πολλά αυτοκίνητα. Ο γερο-σοφός σάστισε, ζαλίστηκε από τη φασαρία και την κίνηση, αλλά δεν κοντοστάθηκε. Τράβηξε κατευθείαν για το σπίτι του ξακουσμένου γιατρού Ξανανιώνη. Καθόταν στο γραφείο του, φορώντας την κάτασπρη μπλούζα του. Ήτανε νέος και όμορφος.
– Γιατρέ, του είπε αμέσως ο κυρ Νικόλας, δεν είμαι άρρωστος. Είμαι γέρος, πολύ γέρος. Έρχομαι σε σας για να μου δώσετε τα χάπια «Νεοζίλ», που δίνουν ξανά νιάτα και δύναμη.

Θέλω να εξαφανιστούν οι ρυτίδες μου, θέλω το κορμί μου να γίνει εικοσάχρονο.
Ο γιατρός έσμιξε τα φρύδια.
– Αυτά τα χάπια είναι σπάνια και κοστίζουν ακριβά. Έχετε τόσα πολλά χρήματα για να τ’ αγοράσετε;
– Γιατρέ μου, είμαι απένταρος, κι όμως τα θέλω. Θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί τα θέλω. Χτες το βράδυ, έτσι ξαφνικά, μια θαυμαστή Ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό μου. Η Γη μας είναι στρογγυλή με 40.000 χιλιόμετρα περιφέρεια. Κάπου τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι την κατοικούν. Έκανα ένα μικρό, απλό υπολογισμό: Αν όλοι οι νέοι όλου του κόσμου, αγόρια και κορίτσια, δώσουν τα χέρια μιαν ορισμένη μέρα, σε μιαν ορισμένη στιγμή, μπορούν να φτιάξουν ένα γαϊτανάκι γύρω από τη Γη, κι όλοι μαζί, αγαπημένοι, να τραγουδήσουν και να χορέψουν. Πρέπει να γίνω νέος και δυνατός. Θα κάνω το γύρο του κόσμου και θα μιλήσω σ’ όλους για την Ιδέα μου και είμαι σίγουρος πως θα την καταλάβουν και θα τη δεχτούν.
Ο γιατρός άκουσε προσεχτικά το γερο-Νικόλα, ύστερα σηκώθηκε, άνοιξε μια μεγάλη ντουλάπα γεμάτη γιατρικά κι έβγαλε ένα μικρό κουτί.
– Ορίστε, του είπε, σας χαρίζω τα «Νεοζίλ». Η Ιδέα σας μου αρέσει. Πάει τόσος καιρός που δεν τραγούδησα, δε χόρεψα. Πολλοί οι άρρωστοι, πολλές οι έγνοιες. Την ημέρα που θα γίνει το γαϊτανάκι, ειδοποιήστε με, θα ’θελα κι εγώ να μπω μες στο χορό.
Ο κυρ Νικόλας, κρατώντας σφιχτά το πολύτιμο κουτί, ευχαρίστησε τον καλό γιατρό και βγήκε στους δρόμους της πολύβουης πόλης. Ένιωθε χαρούμενος και του φαινόταν πως όλοι οι περαστικοί τού χαμογελούσαν καλοκάγαθα, λες και μάντευαν τις φωτεινές σκέψεις του.
Μπήκε σ’ ένα ξενοδοχείο, ζήτησε να του δώσουν ένα δωμάτιο και, πριν ξαπλώσει, κατάπιε τρία χάπια, πίνοντας ένα μεγάλο ποτήρι νερό, κι αποκοιμήθηκε…
Την άλλη μέρα ξύπνησε από τα χαράματα. Ένιωσε καλοδιάθετος, θέλησε να χαϊδέψει τα γένια του. Το χέρι του όμως άγγιξε ένα δροσερό μάγουλο.
Πήδηξε μεμιάς από το κρεβάτι και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τι μεταμόρφωση! Ήταν νέος κι όμορφος. Του ήρθε να φωνάξει από χαρά.
Σήκωσε με το χέρι μια καρέκλα, πήδηξε πάνω στο τραπέζι, σβέλτα ξανακατέβηκε, έδωσε μερικές μπουνιές στον αέρα. Ήταν νέος και δυνατός, τι τον ένοιαζαν τα εκατό του χρόνια!

[ Ο κυρ Νικόλας ταξίδεψε σε πολλά μέρη και αντάμωσε ανθρώπους από όλες τις φυλές της γης. Οι πιο πολλοί τον δέχτηκαν με χαρά και υποσχέθηκαν να πάρουν μέρος στο χορό σα θά ’ρθει η ώρα. Βρήκε όμως και σκληρούς ανθρώπους, που του φέρθηκαν άσχημα. Ένας μάλιστα κακός αρχηγός μιας μεγάλης χώρας τον έκλεισε δεκαπέντε μέρες στη φυλακή, γιατί τον νόμισε επικίνδυνο για την ησυχία της χώρας του. ]

Όταν βγήκε ο κυρ Νικόλας από τη φυλακή, βιάστηκε να κερδίσει το χαμένο καιρό. Δούλεψε σκληρά για να βγάλει τα χρήματα που χρειάζονταν για όλα τα τηλεγραφήματα που έστειλε σε όλον τον κόσμο για να αναγγείλει τη μέρα και την ώρα που θα γινόταν το γαϊτανάκι.
Παντού έστειλε μηνύματα, στις άκριες της σφαίρας.
«Θα χορέψουμε και θα τραγουδήσουμε όλοι μαζί, στοπ. Την πρώτη μέρα της Άνοιξης, στοπ. Δώστε τα χέρια, στοπ.»
Δεν ξέχασε κανέναν, ούτε κι αυτούς που του είχαν πετάξει πέτρες. Ποιος ξέρει, ίσως την τελευταία στιγμή να μετάνιωναν και νά ’διναν κι αυτοί το χέρι.
Επιτέλους έφτασε η πρώτη μέρα της Άνοιξης! Η Γη στολισμένη την περίμενε. Τα λουλούδια είχανε ντυθεί με χίλια χρώματα και τα πουλιά τραγουδούσανε τα πιο όμορφα τραγούδια τους. Ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος κι ο ήλιος έλαμπε μ’ όλη τη δύναμή του, φωτίζοντας τις ομορφιές της πλάσης.
Με μια κίνηση, κορίτσια κι αγόρια απ’ όλες τις χώρες, απ’ όλες τις φυλές, δώσανε τα χέρια κι άρχισαν να χορεύουν τραγουδώντας:

Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Ο Νικόλας κοιτούσε με μάτια θαμπωμένα από τα δάκρυα. Χιλιάδες νέοι περνούσαν μπροστά του. Τους είχε συναντήσει στα ταξίδια του. Γαλανομάτηδες με ξανθά μαλλιά, μελαχρινοί με μαύρα μάτια, νέγροι με κάτασπρα δόντια, Κινεζούλες με τραβηγμένα μάτια, ερυθρόδερμοι με πολύχρωμα φτερά δίνανε τα χέρια σ’ αυτό το γαϊτανάκι που αγκάλιαζε τη Γη. Τους άκουγε να τραγουδάνε, να μιλάνε, να γελάνε και να φωνάζουν. Ο Γιόχαν έσφιγγε το χέρι του Γιάννη και έλεγε: «Πόσο κουτοί ήμασταν να μη μιλάμε ο ένας στον άλλον. Μοιάζεις του αδελφού μου». Ο Γιάννης έλεγε: «Δε θα είμαι πια μόνος τα βράδια του χειμώνα, θα κάνουμε παρέα και θα λέμε ιστορίες».
Οι φωνές των νέων ήταν τόσο δυνατές που γκρέμισαν τους τοίχους όλων των φυλακών και οι φυλακισμένοι ξεχύθηκαν λεύτεροι και πιάσαν το χορό και το τραγούδι με τους άλλους νέους της Γης.

Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Αν όλα τα παιδιά της γης
φωνάζαν τους μεγάλους
κι αφήναν τα γραφεία τους
και μπαίναν στο χορό
ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και δυο φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.

Θα ’ρχόνταν τότε τα πουλιά
θα ’ρχόνταν τα λουλούδια
θα ’ρχότανε κι η άνοιξη
να μπει μες στο χορό
κι ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και τρεις φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ!

 

Leave a Reply