English

Εγκλήματα Στα Αρχαία

12 Comments on “Εγκλήματα Στα Αρχαία

  1. Συγγραφής:
    Αντώνιος Γ. Μούγιος

    Το βιβλίο γράφτηκε όταν ο συγγραφής ήταν 11 ετών

  2. Κόρινθος,137μ.Χ.

    Μια παρέα Ρωμαίων περπατούσε την νύχτα αφού πρώτα τελείωσε η βάρδιά
    της και την περιπολία θα την αναλάμβανε η επόμενη φρουρά. Ξαφνικά τέσσερις πειρατές, Ούννοι στην καταγωγή όρμησαν καταπάνω τους και άρχησαν
    να τους ξυλοκοπούν με τα μπρούτζινα αντικείμενα και τις πέτρες που
    κρατούσαν. Εντελώς τυχαία πέρναγε από ‘κει ένας σιδηρουργός,
    τρεις φορές ολυμπιονίκης στην πυγμαχία. Μόλις είδε το περιστατικό έπιασε
    τον έναν απ’ τους ώμους και ρίχνοντας του δυο γροθιές στο
    πρόσωπο του τον ξάπλωσε κάτω. Οι υπόλοιποι πειρατές μόλις είδαν τον
    αρχηγό τους να πέφτει κάτω, σάστησαν και οι λεγεωνάριοι βρήκαν
    την ευκαιρία να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, αρπάζοντας
    δυο πέτρες και αρχίζοντας να κοπανούν ανελαίητα τους πειρατές.
    Ένας όμως πειρατής ονόματι Μάξιμος το έβαλε στα πόδια.
    Ο σιδηρουργός τον ακολούθησε
    ασυνέστητα.Μόλις ο πειρατής τον αντιλύφθηκε πήγε κοντά σε έναν φράκτη
    ενός κτιρίου.Εκεί υπήρχε μία βαριοπούλα όμως δεν ήταν σε αντιλυπτό
    σημείο για να την δει και ο σιδηρουργός.Πήγε πιο κοντά και αρπάζοντας
    την βαριοπούλα, γύρισε απότομα προς τον σιδηρουργόκαι τον κοπάνησε
    με αυτή. Ο σιδηρουργός, ξαπλωμένος στο χώμα, κοίταζε τον πειρατή
    κατάματα. Τον έτρωγε με τα μάτια του από πάνω εώς κάτω.

  3. Τώρα σιγουρεύτηκε. Ο πειρατής που κοίταζε αυτή την στιγμή, ήταν ο ίδιος πειρατής που τέσσερα χρόνια πριν μπήκε στο σπίτι του, σπάζοντας
    την πόρτα, μαζί με τους συντρόφους του, έσπασε τα έπιπλα,
    του πήρε τα παιδιά και την γυναίκα και χτυπώντας τον με βαριοπούλα τον
    είχε ξαπλώσει κάτω στο χώμα και καμάρωνε μπροστά απ’ το φως της πανσελήνου, όπως τώρα. Στο αναμεταξύ οι λεγεωνάριοι πήγαν τους άλλους πειρατές στο φρούριο της πόλης και τους έβαλαν στο μπουντρούμι.
    Δύο ώρες μετά ένας κουκουλοφόρος επισκεύθηκε το φρούριο Κορίνθου.
    Κατέβηκε στο μπουντρούμι κι κούνησε καταφατηκά το κεφάλι στον φρουρό.
    Εκείνος αποχώρησε.
    – Πσσσσς αφεντικό, ειπε
    – Ποιος είσαι εσύ; τον ρώτησε
    – Ο Μάξιμος είμαι αφεντικό, δεν ήρθα νωρίτερα γιατί είχα ένα προβληματάκι να διορθώσω.
    – Δεν με νοιάζει το προβληματάκι σου. Εγώ ένα πράγμα θέλω να ξέρω. Θα μας
    βγάλεις έξω ή όχι;
    – Θα σας βγάλω μην ανησυχείς.
    – Και γιατί ήμαστε ακόμα εδώ μέσα; Βγάλε
    μας έξω τώρα!
    – Καλά καλά είπε και άνοιξε την πόρτα.

  4. Οι πειρατές με τον Μάξιμο βγήκαν από το φρούριο και κατευθυνθηκαν
    προς τον ισθμό. Εντομεταξύ ο σιδηρουργός σηκώθηκε
    κατακοπος και κίνησε προς το σπίτι του γεμάτος σκέψεις. Στο δρόμο
    είδε τους πειρατές να πηγαίνουν προς τον ισθμό. Τους ακολούθησε λοιπόν χωρίς να γίνει αντιλυπτός, και μόλις έφτασαν στον ισθμό, τους είδε να μπένουν σε μια βάρκα και να πηγαίνου στο απέναντι ερημονήσι. Έτρεξε αμέσως
    στο φρούριο και έμαθε απ’ τους φρουρούς ότι τους συνέλαβαν.Κάτι
    περίεργο συνέβενε και δεν ήξερε τι. Ρώτησε τους φρουρούς και σιγουρεύτηκε ότι δραπέτευσαν. Πήγε στον διοικητή και προσπάθησε να τον πίσει
    να κάνει κάτι μα χωρίς αποτέλεσμα.
    – Ποιος είσαι και τι θέλεις από εμένα; τον ρώτησε ο διοικητής.
    – Ιάσων, Ιάσων ο Τροιζήνιος
    – Ο μεγάλος πυγμάχος;
    – Πρώην πυγμάχος. Την άφησα πίσω μου αυτή τη ζωή.
    Αλλά δεν ήρθα για αυτό. Ήρθα για……..
    – Άκουσε με. Δεν θέλω να ρισκάρω ό,τι έχτυσα με πολύ
    κόπο για ένα μάτσο αηδίες ενός αποτυχιμένου πυγμάχου. Τον διέκοψε ο διοικητής
    – Πολύ καλά τότε. Και να ξέρεις κάτι. Είσαι ο πιο εγωιστής άνθρωπος
    που έχω γνωρίσει και να ξέρεις ότι έχω γνωρίσει αρκετούς ανήθικους.

  5. Με αυτά τα λόγια ο Ιάσων έφυγε για το εργαστήρη του. Πήρε μια λόνχη, δυο σπαθιά, έναν θώρακα, ένα ασκί νερό και ένα ασκί κρασί. Πήγε στο λιμάνι πλήρωσε έναν βαρκάρη να τον πάει στο νησί των πειρατών. Εκείνος τον άφησε στην πίσω πλευρά του νησιού. Έκρυψε τα πράγματα και παίρνοντας τα δυο ασκιά ανακατεύθηκε με τους σκλάβους των πειρατών με την δικαιολογία ότι ερχόταν από την Αθήνα πουλώντας κρασί.

  6. 2 εβδομάδες μετά

    Ο Ιάσων δημιούργησε φιλίες με αρκετούς σκλάβους. Όμως μια μέρα τον είδε ο Μάξιμος. Τον έπιασε από τον ώμο και τράβηξαν γραμμή προς τον αρχηγό πειρατή. Ο Ιάσων έκανε σαν να μην τον γνώριζε παρόλο που εκείνη την στιγμή ήθελε να τον ρίξει στο καμίνι του, που είχε στο εργαστήρη του, όπως έκανε για να φτιάξει πανοπλοίες. Μόλις έφτασαν ο Μάξιμος έκανε να μπει στην καλύβα, μα τον σταμάτησε ο φρουρός λέγοντας του πως ο αρχηγός είναι απασχολημένος. Τον φρουρό διέκοψε μια φωνή που έλεγε: «Ώστε έτσι ε; Θα αναθεματίσεις την ώρα και την στιγμή!» και ξαφνικά βγήκε έξω ένας πειρατής εξοργησμένος.Μόλις ο πειρατής βγήκε έξω ο αρχηγός φώναξε στον φρουρό και τον διέταξε να μην τον ενοχλήσει κανείς. Ο Μάξιμος ήξερε πως ο αρχηγός δεν θέλει να τον αψηφούν. Άφησε λοιπόν τον Ιάσων σε έναν φρουρό να τον επιβλέπει να δουλεύει μέχρι να πληροφορήσει τον αρχηγό. Ο Ιάσων κατάλαβε πως οι ώρες του ήταν μετρημένες και μόλις απομακρύνθηκαν από τον πολύ κόσμο ο Ιάσων επιτέθηκε στον φρουρό του με αποτέλεσμα να τον σκοτώσει. Έτρεξε γρήγορα να κρυφτεί μα όπως προχωρούσε πέρασε μπροστά του μια δούλα με ένα περίεργο σημάδι στο σβέρκο. Του φάνηκε περίεργή και την ακολούθησε θέλοντας να της ζητήσει να τον κρύψει.

  7. Την είδε να μπένει σε μια καλύβα. Μπήκε και αυτός για να κρυφτεί γιατί κάποιοι πειρατές βρήκαν το πτώμα και τον έψαχναν. Εντομεταξύ ο Μάξιμος πληροφορήθηκε σχετικά με την δολοφονία του φρουρού και έγινε έξαλος. Οργάνωσε ένα σώμα πειρατών να βρούνε τον Ιάσων κρυφά από τον αρχηγό. Την ίδια στιγμή ο Ιάσων είχε παραξενευτεί γιατί το μόνο που υπήρχε στην καλύβα ήταν ένα παλιό ντουλάπι. Άνοιξε το ντουλάπι μα ήταν άδειο. Τον έτρωγε η περιέργια σαν το σαράκι.Το έσπρωξε και είδε ότι το ντουλάπι έκρυβε μια καταπαχτή. Ακριβώς εκείνη την στιγμή οι πειρατές του Μάξιμου περνούσαν από έξω. Δεν το πολυσκέφτηκε, πήδησε στην καταπακτή και έβαλε το ντουλάπι στη θέση του. Περπάταγε σε μια σύρραγγα που του φαινόταν ατελείωτη και εκεί που σκέφτηκε να φύγει απ’ το νησί και συλλογιότανε όσα είχε περάσει και τι έπρεπε να κάνει, άκουσε φωνές και είδε ένα φως στην ατέλειωτη αυτη σύρραγγα. Αμέσως έτρεξε γρήγορα προς το φώς γεμάτος περιέργεια. Εκεί υπήρχε πλήθος σκλάβων, όλοι εξοργησμένοι με τους πειρατές και όλοι με έναν πόθο: να γυρίσου στην πατρίδα τους.

  8. Την ώρα που ο διογμένος πυγμάχος γνώριζε την οργάνωση των σκλάβων κατά των πειρατών, ο πειρατής που τόλμησε και απείλησε τον αρχηγό του έκανε έναν περίπατο ενώ ταυτοχρόνος συλλογιζότανε τι να κάνει για να καταστρέψει με τον πιο βασανηστικό τρόπο τον αρχηγό. Ξαφνικά είδε στον ορίζοντα τον Μάξιμο. Έτρεξε γρήγορα να κρυφτεί σε μια σπηλιά. Βέβαιος ότι δεν τον κατάλαβε ο Μάξιμος, βυθήστηκε ξανά στις σκέψεις του. Του ήρθε η ιδέα: Να στήλει επιστολή στον ίδιο τον αυτοκράτορα Αδριανό που να του πει για την μυστική επαναστατική οργάνωση των πειρατών. Έτσι και έκανε. Στο αναμεταξύ ο Ιάσων γνώρησε έναν προς έναν τους σκλάβους της οργάνωσης. Δυο μέρες μετά ο πειρατής έδωσε το ακόλουθο γράμμα στον αγγελιοφόρο.

    «Ω Μεγάλε αυτοκράτωρ Ανδριανέ. Ούτε ο Μ. Αλέξανρος δεν σε φτάνει.
    Μα δυστιχώς είμαι αναγκασμένος να διαταράξω την ευτυχία σας με ένα κακό μαντάτο. Μακριά σας σε ένα ξερονήσι απέναντι απ’ την Κόρινθο ετοιμάζουν ανταρσία. Είναι περίπου διακόσιοι Ούννοι. Μα όλο και πολλαπλασιάζονται. Και όπως έμαθα το ξερονήσι είναι η έρδα τους. Υπάρουν κι άλλοι. Όλοι μαζί είναι γύρω στους χίλιους πενακόσιους.»

  9. Εντομεταξύ ο Ιάσων εκλέχτηκε αρχηγός των σκλάβων και σχεδίαζε την έξοδο τους απ’ το νησί. Μέχρι τότε το γράμμα έφτασε στον Αδριανό. Έξαλλος ο αυτοκράτορας έδωσε διαταγή στον διοικητή της Κορίνθου. Αυτός έπρεπε, ήθελε δεν ήθελε, να στήλει τρεις ολόκληρες γαλέρες με τρακόσιους πενήντα λεγεωνάριους να εξοντώσουν την οργάνωση. Ο Ιάσων σκέφτηκε η έξοδος να γίνει νύχτα. Όμως ένα απρόοπτο γεγονός θα του αλλάξει τα σχέδια. Ο Ιάσων στο μικρό ξερονήσι θα βρει την χαμμένη του οικογένεια την οποία νόμιζε νεκρή. Ο Ιάσων βρήκε την γυναίκα με το περίεργο σημάδι και αυτή του είπε πως είναι η γυναίκα του. Για να πιστεί του έδειξε το σημάδι που μόνο αυτή είχε στο σβέρκο. Ο Ιάσων γνώρησε τα παιδιά του που είχε χάσει για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Η επανένωση αυτή επηρέασε την απόφαση του και ήθελε να φύγει όσο το δυνατέτερο δυνατό γρηγορότερα. Την άλλη μέρα το πρωί οι σκλάβοι δεν ήταν στις δουλείες τους, μα είχαν συγκεντρωθεί όλοι στην ακτή.

  10. Οι πειρατές εξαγριωμένοι καταδίοξαν τους σκλάβους οι οποίοι έσπευαν να γλιτώσουν από την οργή των τυράνων τους. Αρκετοί σκλάβοι πιάστηκαν γλιστρώντας και πέφτοντας και άλλοι έτρεχαν για να μην έχουν όμοια μοίρα με τους άλλους. Οι υπόλυποι με αρχηγό τους τον Ιάσων έφτασαν στην αχτή, όμως οι πειρατές τους είχαν περικυκλώσει και έτρεχαν κατά πάνω τους. Εκείνη την στιγμή μόνο ένα θαύμα θα τους έσωζε. Οι σκλάβοι γονάτησαν και άρχησαν να προσεύχονται ο καθένας στον θεό του, για ένα θαύμα. Και η θερμή παράκλησή τους τους χάρισε αυτό που όλοι τους ποθούσαν. Οι τρεις γαλέρες του Ανδριανού κοντοζήγωναν την ακτή. Οι πειρατές σάστησαν μόλις είδαν τους Ρωμαίους. Η φλόγα των σκλάβων για ελευθερία βγήκε από την απελπησία τους, σαν να ήταν ένα μικρό πλάσμα πολύ μικρό που θέριευσε, μα όταν το έλουσε η αμφιβολία για την επιτυχία σμικρύνθηκε και όταν αντίκρησε ξανά την ελπίδα, πείσμωσε, μεγάλωσε, δυνάμωσε, αντρίεψε και κατάφερε να πετύχει αυτό που ήθελε.

  11. Οι σκλάβοι θέλοντας να εκδικηθούν τους πειρατές για όλα τα δεινά που τους προξένησαν, πήραν δυο πέτρες ή δυο ξύλα για ρόπαλα και άρχισαν να χτύπούν τους πειρατές. Μια σκληρή μάχη ακολούθησε με μια συντριπτική ήτα κατά των πειρατών. Όλοι οι σκλάβοι γύρησαν στις πατρίδες τους. Ο Ιάσων είναι ξανά με την οικογένειά του και αποφάσησε να κάνει μια νέα αρχη. Όμως το σπίτι και το εργαστήρι του του το πήρε το κράτος επειδί χρωστούσε. Ο Ιάσων λοιπόν αποφάσησε να πάει στην Ραβένα για να φτιάξει την ζωή του, όπως και έκανε.

Leave a Reply