ο παιάν κατά τους Λίντελ-Σκοτ

παιάν, -ᾶνος, ὁ, 1. παιάνας, δηλ. χορικό άσμα, ύμνος ή ψαλμός, απευθυνόμενος στον Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ. 2. άσμα θριάμβου μετά τη νίκη, κυρίως προς τον Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· επίσης, εμβατήριο, σε Αισχύλ., Ξεν.· η φράση ήταν, ἐξάρχειν τὸν παιᾶνα, σε Ξεν.· παιᾶνα ἐξάρχεσθαι, ποιεῖσθαι, στον ίδ. 3. οποιοδήποτε επίσημο άσμα ή μέλος, ιδίως στην αρχή ενός εγχειρήματος ως προοιωνός επιτυχίας, σε Θουκ.· άσμα που τραγουδιέται στα συμπόσια, σε Ξεν.

Leave a Reply