Updated on November 15, 2021
Ο Οδυσσέας φτάνει στην Αμοργό…
Δύο αφηγηματικά κείμενα με πολύ φαντασία από μαθητές της Β΄ τάξης.
1. Στο νησί του Ήλιου ο Οδυσσέας έχασε τους λιγοστούς συντρόφους που του είχαν απομείνει και συνέχισε τον δύσκολο δρόμο της επιστροφής μόνος. Ύστερα από την πολυήμερη μάχη που έδινε ο θείος Οδυσσέας με τα άγρια κύματα, τελικά δεν άντεξε και άφησε τα ορμητικά κύματα να τον παρασύρουν, ημιλιπόθυμο πάνω στην σχεδία του, στο νησί της Αμοργού.
Όταν συνήλθε, θέλησε να εξερευνήσει το νησί ελπίζοντας να βρει είτε τρόφιμα είτε φιλικούς ανθρώπους πρόθυμους να τον φιλοξενήσουν, έως ότου ανακτήσει τις δυνάμεις του και μπορέσει να συνεχίσει το ταξίδι του.
Αφού περιπλανήθηκε για λίγη ώρα, για καλή του τύχη βρέθηκε στη Μινώα 1.
Εκεί βρήκε πολλούς κατοίκους πρόθυμους να τον βοηθήσουν. Στους κατοίκους της περιοχής δεν αποκάλυψε την ταυτότητά του. Το μόνο που τους είπε ήταν ότι καταγόταν από βασιλική οικογένεια και έπρεπε να επιστρέψει στην πατρίδα του.
Οι ντόπιοι τον σύστησαν αμέσως στον βασιλιά τους και εκείνος θέλησε να τον βοηθήσει και να τον ξεναγήσει στο βασίλειό του, ξεκινώντας από το εργαστήρι κεραμικών του καλύτερου αγγειοπλάστη και γλύπτη της περιοχής.
Εκεί ο Οδυσσέας παρατήρησε πάνω σε ένα πήλινο αγγείο σκηνές πολέμου. Όταν ρώτησε τον δημιουργό του ποιον πόλεμο είχε αναπαραστήσει πάνω στο αγγείο, εκείνος του απάντησε τον πόλεμο τις Τροίας. Μόλις το άκουσε αυτό ο Οδυσσέας, μαρμάρωσε σαν τα ειδώλια που υπήρχαν γύρω του. Ανέσυρε στην μνήμη του τους αγώνες που είχε δώσει, τον νεκρό Αχιλλέα, τους συντρόφους του, τους ναούς που κατέστρεψαν. Μόλις τελείωσε τους συλλογισμούς του, θέλησε να μάθει αν υπάρχει κάποιος ναός του Απόλλωνα, στον οποίο θα μπορούσε να προσευχηθεί.
Ο βασιλιάς παραξενεμένος τον οδήγησε στον μαρμάρινο ναό του Απόλλωνα ** (βλ. αναχρονισμός- πρόκειται για ναό ιστορικών χρόνων). Ο Οδυσσέας, αφού θαύμασε τον περίτεχνο ναό, γονάτισε και προσευχήθηκε, ζητώντας συγγνώμη για την καταστροφή των ναών που είχε προκαλέσει. Εκείνη την ώρα ο βασιλιάς κρυφάκουγε και με την βοήθεια της Αθηνάς κατάλαβε ότι ο ξένος που είχε ναυαγήσει στο νησί του ήταν ο πολυμήχανος Οδυσσέας.
Τότε πήγε δίπλα του και τον παρακάλεσε να τον ακολουθήσει και ο Οδυσσέας παραξενεμένος το έκανε. Πήγανε στο κοιμητήριο του νησιού. Στη συνέχεια ο βασιλιάς του είπε ότι εκεί υπήρχαν πολλοί τάφοι ηρώων, οι οποίοι είχαν πολεμήσει σε μεγάλους πολέμους, σαν της Τροίας. Ύστερα του αποκάλυψε πως ξέρει όλη την αλήθεια για την καταγωγή του.
Στη συνέχεια ο Οδυσσέας τον παρακάλεσε να του δώσει ένα καράβι και λίγα τρόφιμα, ώστε να μπορέσει να γυρίσει στην Ιθάκη. Ο βασιλιάς τον βεβαίωσε ότι θα τον βοηθήσει, αφού πρώτα του διηγηθεί αναλυτικά τα γεγονότα που συνέβησαν στην Τροία.
Όση ώρα ο μονάκριβος και διάδοχος του θρόνου γιος του ετοίμαζε το καράβι, ο Οδυσσέας διηγήθηκε όλο τον πόλεμο της Τροίας και ανέφερε όλους τους πεσόντες.
Αφού το καράβι ετοιμάστηκε και ο Οδυσσέας ήταν έτοιμος να σαλπάρει, ο βασιλιάς του εξέφρασε την δυσαρέσκειά του που δεν πρόλαβε να τον ξεναγήσει στις άλλες δύο μεγάλες ακροπόλεις της Αμοργού, στην αρχαία Αρκεσίνη στα νότια του νησιού ή στην αρχαία Αιγιάλη, στο βορρά. Ο Οδυσσέας τότε τον βεβαίωσε πως, αφού επιστρέψει στην Ιθάκη, θα τους επισκεφτεί ξανά μαζί με τον γιο του τον Τηλέμαχο και ένα καράβι γεμάτο δώρα, με σκοπό να τους ευχαριστήσει για την πολύτιμη βοήθεια που του πρόσφεραν και να κάνουν εμπορικές συμφωνίες.
Ύστερα ο βασιλιάς ευχήθηκε ο Ποσειδώνας να στείλει ούριο άνεμο, ο Οδυσσέας τους ευχαρίστησε και ξεκίνησε για άλλη μια φορά το δύσκολο δρόμο της επιστροφής.
*** Για τους αναχρονισμούς στα Ομηρικά κείμενα δείτε εδώ (επιλέξτε το λήμμα "αναχρονισμός")
2. Οι Αχαιοί, αφού νίκησαν τους Τρώες, πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Έχοντας κάνει μερικές ώρες ταξιδιού, βλέπουν από μακριά ένα νησί, την Αμοργό. Πλησίασαν και άραξαν τα καράβια τους στο μικρό νησάκι δίπλα στην Αμοργό, τη Γραμβούσα. Εκεί συνάντησαν ένα ποταμάκι, απ’ όπου προμηθεύτηκαν πόσιμο νερό. Εφόσον είχαν αρκετές προμήθειες έμειναν εκεί το βράδυ, για να στήσουν τσιμπούσι. Όμως ένας στρατιώτης πήγε να πλυθεί στο ποταμάκι και λίγο πριν φθάσει συνάντησε νεράιδες2***, που τον προσέλκυσαν με χρυσά νομίσματα και τον μεταμόρφωσαν σε νεράιδα. Λίγο πριν ξημερώσει έγινε αισθητή η απουσία του και ο Οδυσσέας με άλλους δύο στρατιώτες πήγαν προς το ποταμάκι να τον ψάξουν. Τον βρήκαν μεταμορφωμένο σε νεράιδα - μόνο το κεφάλι του ήταν ανθρώπινο κι έτσι τον αναγνώρισαν. Ύστερα εμφανίστηκαν και οι υπόλοιπες νεράιδες για να μαγέψουν τους στρατιώτες. Ο Οδυσσέας όμως, καθώς ήταν πολύ έξυπνος, κατάλαβε την πονηριά τους και συμβούλεψε τους συντρόφους του να απομακρυνθούν.
Όταν ξημέρωσε, μπήκαν στο πλοίο, για να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Αλλά για κακή τους τύχη αντιμετώπισαν ένα πρόβλημα με δυο κουπιά και αναγκάστηκαν να κάνουν στάση στο λιμανάκι των Καταπόλων. Όταν τους είδαν οι Αμοργιανοί από το Ξυλοκερατίδι, έστειλαν σήμα στο κάστρο της Μινώας (βλ. αναχρονισμός). Αμέσως κατέβηκαν οι Αμοργιανοί έτοιμοι για πόλεμο· τότε τους είπαν οι στρατιώτες ότι έρχονται ειρηνικά. Οι Αμοργιανοί τους εμπιστεύτηκαν και τους ξενάγησαν στο κάστρο της Μινώας και έστησαν ένα τραπέζι γεμάτο με παραδοσιακά ποτά και φαγητά.
Την επόμενη μέρα το πρωί ετοίμασαν τα καράβια και έφυγαν, οι ντόπιοι ψαράδες τους έδειξαν την κατεύθυνση προς την επιστροφή. Έτσι οι στρατιώτες συνέχισαν κανονικά το ταξίδι της επιστροφής.