Ελληνικά

ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΦΩΝΗ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΠΙΕΣΜΕΝΟΥΣ

Αγαπητή Γεωργιάνα,

Όταν η μαμά Μπαρμπερέν μου ανακοίνωσε ότι είμαι ορφανός, ταράχτηκα. Η γλυκιά μου μανούλα ήταν πάντα δίπλα μου και δεν πίστευα ποτέ ότι δεν είναι δικιά μου. Σπάραξα στο κλάμα. Δεν μπορούσα να την αποχωριστώ. Ο πατέρας ,όμως, ήθελε μανιωδώς να με διώξει. Δεν είχε  πολλά χρήματα και με έβλεπε σαν σπατάλη χρημάτων και τίποτε παραπάνω. Έτσι, με πούλησε στον κύριο Βιταλί και με τα ζώα του, τα τρία σκυλιά και την μαϊμού, δίναμε κάθε μέρα παραστάσεις στον δρόμο για ένα καρβέλι ψωμί, που μετά θα μοιραζόμασταν.

  Δύσκολες μέρες! Πριν κάτι μήνες συνέλαβαν και το αφεντικό μου. Ο αστυνομικός ισχυρίστηκε πως τα ζώα ήταν επικίνδυνα και θα μπορούσαν να βλάψουν κάποιον από το κοινό, κάτι το οποίο φυσικά δεν ίσχυε, καθώς ήταν πλήρως εκπαιδευμένα. Μετά την αποφυλάκισή του, συνεχίσαμε τον δρόμο μας για το Παρίσι. Μετά από πολύ ώρα περπατήματος μέσα στο κρύο αποφασίσαμε να ξαποστάσουμε για λίγο σε ένα δασάκι. Ο Βιταλί μου ζήτησε να μείνω ξύπνιος και να προσέχω τα ζώα. Δυστυχώς, όμως, από την κούραση και την εξάντληση αποκοιμήθηκα και ξυπνήσαμε το πρωί με τα δύο σκυλιά μας νεκρά από τους λύκους. Ήμουν πολύ απογοητευμένος  και το έβλεπα και στα μάτια του κυρίου μου. Την επόμενη μέρα πέθανε και η μαϊμού από την παγωνιά που επικρατούσε. Η μία συμφορά μετά την άλλη. Αλλά η χειρότερη ήταν ο θάνατος του Βιταλί, και αυτός από το κρύο. Ακόμα με πληγώνει αυτό το γεγονός. Μου είναι μαχαίρι στην καρδιά. Και έχω μείνει μόνος με τον Καπί . Η συνέχεια μου παραμένει άγνωστη.

Με εκτίμηση,

Ρέμι από Χωρίς οικογένεια