Updated on November 15, 2021
Η γλωσσομάθεια είναι το εθνικό χόμπι μας
Ρεπορτάζ, Νικολόπουλος Γιάννης, Κουζέλη Λαμπρινή
ΤΟ ΒΗΜΑ , 06/11/2010
Οι Έλληνες έχουμε έφεση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και η έρευνα του Ευρωβαρόμετρου μας το αναγνωρίζει
Εφεση στις ξένες γλώσσες, είτε για να αποκτήσουν πλεονέκτημα στην απαιτητική αγορά εργασίας του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου είτε από χόμπι, παρουσιάζουν σταθερά οι Έλληνες. Το γεγονός αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα ειδικά όταν, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, το 83% των Ευρωπαίων αναγνωρίζει μεν τη σημασία της γνώσης ξένων γλωσσών, περίπου ένας στους δύο (44%) όμως παραδέχεται ότι δεν μπορεί να κάνει ολοκληρωμένη συζήτηση σε άλλη γλώσσα, πέραν της μητρικής. Παρ΄ όλα αυτά, υπάρχουν και ορισμένοι Ευρωπαίοι οι οποίοι ανεξάρτητα από τις κλασικές ή όχι σπουδές τους επιδιώκουν να μάθουν Ελληνικά.
Η τάση αυτή των Ελλήνων τούς οδηγεί και στην εκμάθηση πιο... σπάνιων γλωσσών. Η ιστορικός κυρία Κατερίνα Χάλκου αγαπά το θέατρο. Πριν από δύο χρόνια άρχισε μαθήματα ρωσικής γλώσσας. «Αισθανόμουν ότι διαβάζοντας και βλέποντας ρωσικό θέατρο σε μετάφραση κάτι έχανα» είπε στο «Βήμα». Άρχισε εντατικά μαθήματα, έξι ώρες την εβδομάδα τον πρώτο χρόνο και τέσσερις, τον δεύτερο. Γνωρίζει ήδη αγγλικά και γαλλικά και ομολογεί ότι τα ρωσικά τη δυσκόλεψαν στην αρχή. «Χρειάστηκαν τρεις μήνες να εξοικειωθώ με το αλφάβητο και να μπορώ να διαβάσω στα ρωσικά». Μπορεί πλέον να κάνει μια απλή συζήτηση στα ρωσικά και φιλοδοξεί κάποια στιγμή να μπορεί να απολαύσει τον «Γλάρο» του Τσέχοφ στο πρωτότυπο. Στο μεταξύ έδωσε εξετάσεις για την απόκτηση του πρώτου πιστοποιητικού γλωσσομάθειας στα ρωσικά. «Θέλω να έχω και κάποιο πτυχίο που να πιστοποιεί τις γνώσεις μου. Θεωρώ ότι μια τρίτη γλώσσα, και μάλιστα κάποια που δεν συγκαταλέγεται στις “κλασικές” ευρωπαϊκές γλώσσες που μαθαίναμε συνήθως, αποτελεί δεξιότητα που εμπλουτίζει το βιογραφικό μου».
[ … ]
Η Ελλάδα παραμένει μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ όπου καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά γλωσσομάθειας. Το 44,8% των Ελλήνων ηλικίας 25-64 ετών δηλώνει ότι μιλάει μια ξένη γλώσσα (35,7%, ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), το 33,4% δήλωσε ότι δεν μιλάει καμία ξένη γλώσσα (36,2%, ο μέσος όρος στην ΕΕ) και το 21,9% δήλωσε ότι μιλάει δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες (28,1%, ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ). Από τα ίδια στοιχεία φαίνεται ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά μαθητών που διδάσκονται τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα καταγράφονται στην Ελλάδα (92%), στην Ιταλία (74%) και στην Ιρλανδία (73%).
Στη χώρα μας, και σε πιλοτική εφαρμογή, λειτουργεί από τις αρχές του σχολικού έτους πρόγραμμα διευρυμένου ωραρίου σε 800 ολοήμερα σχολεία της χώρας, όπου, μεταξύ άλλων, παρέχεται η δυνατότητα διδασκαλίας της αγγλικής γλώσσας, ήδη από την Α΄ τάξη του Δημοτικού καθώς και δεύτερης γλώσσας.
Εκ παραλλήλου με τις πιο δημοφιλείς γλώσσες οι Έλληνες επιδιώκουν να μάθουν γλώσσες-εργαλεία της δουλειάς τους. Η κυρία Αλεξία Μπούκα, καθηγήτρια σουηδικών σε ιδιωτικό φροντιστήριο, παρατηρεί εφέτος αύξηση του ενδιαφέροντος για τα σουηδικά. Η οικονομική κρίση περιορίζει τα έξοδα, μαζί με αυτά και τις δαπάνες για ξένες γλώσσες; «Πιστεύω ότι ακριβώς λόγω της κρίσης μαθαίνουν τη γλώσσα για να μπορέσουν να φύγουν για τη Σουηδία και να αναζητήσουν δουλειά εκεί». Στο φροντιστήριο φοιτούν συνολικά 30 σπουδαστές, όλοι ενήλικοι, και γνωρίζουν ήδη αγγλικά, αρκετοί και γερμανικά. «Οι περισσότεροι έχουν ηλικία μεταξύ 20-35 ετών. Μαθαίνουν τη γλώσσα για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη Σουηδία. Πάρα πολλοί είναι οι γιατροί που προγραμματίζουν να κάνουν την ειδικότητά τους και να δουλέψουν στη Σουηδία διότι εκεί υπάρχει έλλειψη γιατρών».
[….]
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
- Σε ποια παράγραφο του αποσπάσματος γίνεται αναφορά στα αποτελέσματα της έρευνας , τα οποία παρουσιάζονται και στο γράφημα ; Ποιος νομίζετε ότι είναι ο ρόλος του γραφήματος σ’ αυτό το δημοσίευμα ;
- α) Ποιο ήταν το κίνητρο της ιστορικού κυρίας Κ. Χάλκου για την εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας; β) Ποιο κίνητρο παρακινεί τα τελευταία χρόνια (βλ. ημερομηνία δημοσίευσης του ρεπορτάζ) κάποιους νέους να μάθουν σουηδικά ;
Ρεπορτάζ: Πρόκειται για ένα είδος που εμφανίζεται στα διαφόρων ειδών ΜΜΕ. Όταν το ρεπορτάζ δεν είναι ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό, δημοσιεύεται σε έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά ή εφημερίδες. Το ρεπορτάζ σχετίζεται με την επικαιρότητα, αφορά κάποιο γεγονός ή φαινόμενο που προέκυψε πρόσφατα, άρα στόχο έχει κυρίως να ενημερώσει για κάτι καινούργιο και δευτερευόντως να σχολιάσει. (Δεν "απαγορεύεται" ο συντάκτης να καταθέσει τα σχόλιά του αλλά πρέπει αυτά να είναι μικρό μέρος του συνολικού ρεπορτάζ, γιατί αλλού πρέπει να βρίσκεται το βάρος του (στην ενημέρωση, στην αποκάλυψη νέων πληροφοριών...). Το ρεπορτάζ με τα επιμέρους είδη του (πολιτικό, κοινωνικό κ.λπ.) αντιδιαστέλλεται προς την είδηση, τη «δημοσιογραφία γραφείου», γιατί αποτελεί «δημοσιογραφία πεδίου», προϋποθέτει αυτοψία και έρευνα του ρεπόρτερ. Έτσι, στο τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό ρεπορτάζ παρουσιάζονται και δίνουν πληροφορίες ή εκφράζουν την άποψή τους τα ίδια τα πρόσωπα στα οποία στηρίζεται η επιτόπια έρευνα· στο έντυπο ρεπορτάζ παρατίθενται αυτολεξεί μέσα σε εισαγωγικά οι απόψεις/ γνώμες/ πληροφορίες των ατόμων που ερωτώνται από τον ρεπόρτερ. Γι’ αυτό ακριβώς το ρεπορτάζ είναι κείμενο πιο προσωπικό και πιο διεισδυτικό όσον αφορά τις συμπεριφορές ή τα κίνητρα των δρώντων προσώπων. |